Media Madness: Τελικά φταίει ο Τραμπ ή τα ΜΜΕ;

Media Madness: Τελικά φταίει ο Τραμπ ή τα ΜΜΕ;
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ σε συνέντευξη Τύπου AP

Ο Τραμπ πήρε το χρίσμα κάνοντας διαρκείς επιθέσεις στα ΜΜΕ - Τελευταίο πεδίο αντιπαράθεσης, τα ρεπορτάζ για τη φοροδιαφυγή του, λίγο πριν διαγνωστεί με COVID-19 - Ποια είναι η ευθύνη των ίδιων των κραταιών media των ΗΠΑ.

Σύμφωνα με τα media, ο Ντόναλντ Τραμπ δεν θα κατάφερνε να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ. Τώρα, τα μεγαλύτερα ΜΜΕ των ΗΠΑ προσπαθούν να αποδείξουν πως δεν έπρεπε να γίνει και κυρίως, πως δεν πρέπει να νικήσει ξανά τις εκλογές της χώρας του. Η κυβέρνηση του Τραμπ είναι σε διαρκή πόλεμο με τα Μέσα των ΗΠΑ και το “θύμα” της αντιδικίας αυτής, είναι η αλήθεια.

Το The Upshot των New York Times έδινε 85% πιθανότητες στη Κλίντον για τη 45η θητεία, ωστόσο όπως φάνηκε, ο Τραμπ εκμεταλλεύτηκε το αντισυστημικό κύμα της κοινωνικής έκφανσης των ΗΠΑ, χρησιμοποιώντας τα όπλα του υπερεθνικού λαϊκισμού.

Η λογική του “εμείς εναντίον όλων” αποτέλεσε σημαία της προηγούμενης προεκλογικής του καμπάνιας αλλά και της κυβερνητικής του πολιτικής που εν πολλοίς αναπτύχθηκε μέσα από τα social media και κυρίως, το Twitter. Η λεγόμενη Twitterosis του προέδρου των Πολιτειών, τα έβαλε με τα media συλλήβδην πλην συγκεκριμένων εξαιρέσεων και το επιτελείο του επιδόθηκε σε ένα κυνήγι “μαγισσών” άνευ προηγουμένου, σε ο,τι αφορά τουλάχιστον την εποχή των Νέων Μέσων.

Η χαμένη αξιοπιστία των συστημικών ΜΜΕ δεν είναι άλλωστε μόνο ελληνικό φαινόμενο και σίγουρα είναι κάτι που διέβλεπε η επικοινωνιακή ομάδα του Τραμπ. Πλέον τα αμερικανικά media προσπαθούν να επενδύσουν στην ερευνητική δημοσιογραφία σε ό,τι αφορά τις πιο “σοβαρές πτυχές” των κυβερνητικών φάλτσων στα οποία έχει διολισθήσει ο κάτοικος του Λευκού Οίκου και ο στενός του κύκλος. Πράγμα που αναμένεται να ενταθεί άλλωστε όσο πλησιάζουμε στις αμερικανικές εκλογές.

 

Πιο πρόσφατο “χτύπημα” στον πρεσβευτή του “Make America Great Again”, ήταν η αποκάλυψη των New York Times ότι δεν κατέβαλε ομοσπονδιακό φόρο εισοδήματος για μία δεκαετία και μόλις 750 ευρώ τη χρονιά που ήταν υποψήφιος για την προεδρία των ΗΠΑ, αλλά και κατά τον πρώτο χρόνο της προεδρικής θητείας του στο Λευκό Οίκο.

Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ είδε το δημοσίευμα ως ακόμη ένα fake δημοσίευμα των media που στηρίζουν τον Μπάιντεν, ενώ οι συνεργάτες του έκαναν λόγο για… “old news”. Η αλήθεια είναι πως ο Τραμπ βρίσκεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τις φορολογικές αρχές (IRS) σχετικά με επιστροφή φόρου ύψους 73 εκατ. δολαρίων που έχει λάβει, ενώ δεν έχει καταφέρει να αντικρούσει επαρκώς τις κατηγορίες για φοροδιαφυγή, οι οποίες βέβαια έγιναν νούμερο ένα επιχείρημα στη φαρέτρα των Δημοκρατικών.

Το fake American Dream που υπόσχεται ο Τραμπ

Οι φορολογικές δηλώσεις του μεγιστάνα των ακινήτων βρίσκονται στην καρδιά μιας μακρόχρονης δικαστικής μάχης, καθώς ο ίδιος αρνείται πάντοτε να τις δώσει στη δημοσιότητα, ερχόμενος σε ρήξη με την πολιτική παράδοση δεκαετιών στις ΗΠΑ.

“Οι New York Times εξασφάλισαν φορολογικές δηλώσεις 20 και πλέον ετών τόσο του Donald Trump όσο και των εκατοντάδων εταιρειών που συγκροτούν τον επιχειρηματικό οργανισμό του, συμπεριλαμβανομένων λεπτομερών πληροφοριών για τα δύο πρώτα χρόνια του στην εξουσία. Δεν περιλαμβάνονται οι φορολογικές δηλώσεις του ή τα ατομικά του εισοδήματα το 2018 ή το 2019”, αναφέρει η εφημερίδα, η οποία θα συνεχίσει την έρευνα.

Σύμφωνα με το ρεπορτάζ, παρότι ο Τραμπ είχε εισοδήματα 427,4 εκατομμυρίων δολαρίων επί μια δεκαετία από το reality show που παρουσίαζε, ενώ είχε συνάψει και διάφορες χορηγίες και συμφωνίες, κατάφερε να μειώσει στο ελάχιστο τις οφειλές του δηλώνοντας μεγάλες “ζημίες” στην επιχειρηματική αυτοκρατορία του. Κατά τους Times, δήλωσε ζημία 47,4 εκατομμυρίων δολαρίων το 2018, παρά το ότι είχε έσοδα 434,9 εκατομμυρίων εκείνη τη χρονιά.

Ο Τραμπ είναι ο μόνος εκ των προκατόχων του από το ’70 και μετά που βασίζει την προεκλογική του εκστρατεία στην προσωπική του περιουσία, εικονοποιώντας ένα νέο “American Dream”, παραπέμποντας ευθέως στο lifestyle των ’90s.

Ωστόσο, οτιδήποτε αφορά την περιουσία του χαρακτηρίζεται από παντελή αδιαφάνεια, με το Bloomberg να φτάνει στο σημείο να τον χαρακτηρίζει “εθνική απειλή”. Φυσικά, όλες αυτές οι διατυπώσεις έρχονται σε μια άκρως πολωμένη προεκλογική περίοδο, με τα περισσότερα αμερικανικά media να έχουν -εσκεμμένα- απολέσει τη “γραμμή” της δημοσιογραφικής ουδετερότητας.

Στοχοποιώντας την αλήθεια

Όπως καταγράφει το Committee to Protect Journalists (CPJ), οι επιθέσεις του Τραμπ προς τον Τύπο διαβρώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη πληγωμένη αξιοπιστία του. Τον Μάρτιο το 62% των ερωτηθέντων δήλωνε πως τα μέσα ενημέρωσης υπερβάλλουν σε σχέση με τις πληροφορίες που μεταδίδουν για τον COVID-19. Στη ρητορική αυτή ποντάρει και ο Τραμπ, ο οποίος κατηγορείται από τους πολιτικούς του αντιπάλους για τη διαχείριση που έχει κάνει ως προς την αντιμετώπιση της πανδημίας.

Όπως αναφέρει το CPJ, ο νυν πρόεδρος των ΗΠΑ έχει αναρτήσει πάνω από 2.000 tweets εναντίον των Media της χώρας του, από όταν ανέλαβε την προεδρία το 2015, κάτι που αποτελεί μια ιστορική στοχοποίηση.

Η δημοσιογράφος Courtney Radsch εκτιμά πως η πρακτική που ακολουθεί ο Τραμπ ενθαρρύνει κι άλλους απολυταρχικούς ανά τον κόσμο ηγέτες να στοχοποιήσουν τα ΜΜΕ με ανάλογο τρόπο, αποπροσανατολίζοντας την κοινή γνώμη και τη δημόσια ατζέντα κατά το δοκούν.

Μη ξεχνάμε άλλωστε πως τον Μάιο, ο Τραμπ έβαλε στο στόχαστρο και τα social media υπογράφοντας διάταγμα το οποίο έδινε τη δυνατότητα στις ρυθμιστικές αρχές να κινούνται νομικά κατά των εταιρειών αυτών για τον τρόπο με τον οποίο ελέγχουν το περιεχόμενο στις πλατφόρμες τους.

Η έκθεση του CPJ που “έτρεξε” μεταξύ Ιανουαρίου 2017 και Μαΐου 2019, έδειξε πως 26 χώρες χώρες εισήγαγαν νόμους που περιορίζουν την ελευθερία του Τύπου με πρόσχημα την πρόληψη των “fake news”. Ανάμεσά τους είναι η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Τουρκία, η Κίνα, οι Φιλιππίνες και η Καμπότζη. “Ο Τραμπ έχει εμπλακεί σε μια άνευ προηγουμένου ρητορική κατά του Τύπου, η οποία είναι επικίνδυνη τόσο για την εγχώρια πολιτική σκηνή όσο και σε παγκόσμια κλίμακα, δείχνοντας στους αυταρχικούς ηγέτες τον δρόμο για να ελέγξουν ή να αποδυναμώσουν τον Τύπο χωρίς να έχουν συνέπειες”, δήλωνε η Courtney Radsch μιλώντας στο Al Jazeera.

Για τον Leonard Downie, πρώην “αστέρι” της Washington Post, τα media της χώρας του έχουν επενδύσει υπερβολικά πολύ σε άρθρα γνώμης, κάτι που κάνει κακό στην εγκυρότητά τους.

“Βρισκόμαστε σε μια νέα εποχή όπου υπάρχουν περισσότερες “φωνές” στο διαδίκτυο. Οι επιφανείς δημοσιογράφοι εμφανίζονται στην τηλεόραση. Ακόμη κι αν δεν δηλώνουν άμεσα τις απόψεις τους, μετέχουν σε τέτοια πάνελ με άλλους που εκφέρουν γνώμες. Αυτό είναι κάτι που με ενοχλεί πολύ, αλλά είναι η νέα πραγματικότητα”, αναφέρει ο ίδιος στο Fox News το οποίο είναι -συνήθως- φιλικά προσκείμενο προς τον Τραμπ. Και λέμε “συνήθως” καθώς μέχρι και το Fox αντέκρουσε τις αιτιάσεις του Τραμπ για έλλειψη αστυνόμευσης σε κάποιες Πολιτείες λόγω “αντιδημοκρατικών”, κατά τόπους δημάρχων.

Παρόλα αυτά, και ο Downie βλέπει μια “άνευ προηγουμένου” επίθεση από πλευράς κυβέρνησης προς τον Τύπο. “Όλοι οι πρόεδροι έλεγαν ψέματα όμως από αυτή τη διοίκηση μου φαίνεται πως έχουμε τα περισσότερα ψεύδη, περισσότερα από ποτέ”, προσθέτει ο Downie.

Ο Downie ισχυρίζεται πως η αλήθεια δεν πρέπει να συνδέεται με προεκλογικά ερείσματα.  Το 1992, είχε αρνηθεί να δημοσιεύσει κείμενο που ενέπλεκε τον τότε γερουσιαστή Bob Packwood που είχε να κάνει με σεξουαλική παρενόχληση για την οποία είχε κατηγορηθεί ο Ρεπουμπλικανός πολιτικός. Ο ρεπόρτερ της Post έκρινε πως χρειαζόταν περισσότερη τεκμηρίωση. Τουλάχιστον 18 συνάδελφοί του τον πίεζαν να βγάλει το θέμα τρεις εβδομάδες πριν την επανεκλογή του Packwood στο Όρεγκον. Τελικά, ο Downie αποφάσισε να το δημοσιεύσει αφού επανεκλέχθηκε ο γερουσιαστής, ο οποίος παραιτήθηκε από τη θέση του, τρία χρόνια μετά.

Στον αντίποδα, ο ίδιος κατέκρινε την εφημερίδα στην οποία εργαζόταν για τον τρόπο που κάλυψε τον πόλεμο στο Ιράκ επί Μπους. “Ήθελαν τόσο πολύ να πάμε στον πόλεμο που αποφάσισαν να μην είμαστε τόσο ερευνητικοί πριν ξεσπάσουν οι μάχες. Έπρεπε κι εγώ να πιέσω περισσότερο προς την έρευνα”, παραδέχεται ο ίδιος σήμερα. Επί θητείας Downie, η Post κέρδισε 25 βραβεία Πούλιτζερ.

Σε σχέση με το 2016, τα media στις ΗΠΑ δείχνουν σήμερα μια αλλαγή πλεύσης. Ενώ εν μέσω 2015 ασχολούνταν με το “σκάνδαλο” διαρροής των email της Κλίντον, τώρα δείχνουν να εμμένουν στην άσκηση κριτικής στον Τραμπ με τον Washington Post να καταμετρά πάνω από 22,000 ψέματα και εσφαλμένους ισχυρισμούς του ιδίου. Ωστόσο, η κοινή γνώμη των ΗΠΑ ή τουλάχιστον όσοι ψηφίζουν, ζητούν περισσότερο έλεγχο εκ μέρους των media προς όλες τις κατευθύνσεις, και ίσως τελικά αυτό να είναι και ένα οικουμενικό ζήτημα των ημερών που διανύουμε, σε όλες τις γωνιές του πλανήτη.

 

Το αίτημα για περισσότερο έλεγχο της πολιτικής σκηνής από τα media, αλλά και την αποδοκιμασία προς αμφότερες τις πλευρές, τις είδαμε άλλωστε μετά το πρώτο -και τελευταίο τελικά- debate ανάμεσα στους δύο πολιτικούς αντιπάλους που ήταν αν μη τι άλλο, απογοητευτικό. Από την άλλη, σε κάθε περίπτωση ο Τραμπ δεν αποτελεί σήμερα τον “γοητευτικό άγνωστο”, το “αουτσάιντερ” που σαγηνεύει τα media γιατί “πουλάει” σαν “φρέσκο προϊόν”, και αν μη τι άλλο δεν είναι σε θέση αυτή τη στιγμή να ορίσει την ατζέντα.

Το αν αυτό αρκεί για να χάσει τις εκλογές, θα το μάθουμε σε λίγες ημέρες, με οποιαδήποτε πρόβλεψη να είναι βέβαια στον “αέρα”, μετά τη διάγνωση του Ντόναλντ Τραμπ με COVID-19.

Σημειώνεται πως ακόμη κι αν ο Τραμπ βγει αρνητικός σε 14 ημέρες, είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα είναι σε θέση να συμμετάσχει σε προεκλογικές συγκεντρώσεις σε τρεις πολιτείες κλειδιά – Ουισκόνσιν, Φλόριντα και Αριζόνα – ούτε και στο επόμενο debate στις 15 Οκτωβρίου.

Αν ο Ντόναλντ Τραμπ νοσήσει πολύ σοβαρά και δεν είναι σε θέση να ασκήσει τα προεδρικά του καθήκοντα, ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς θα κληθεί να αναλάβει τα ηνία αντ’ αυτού.

Διαβάστε τις Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον κόσμο, με την αξιοπιστία και την εγκυρότητα του News247.gr.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα