Οι πολίτες της Μιανμάρ στέκονται 35 ημέρες απέναντι στις σφαίρες των πραξικοπηματιών

Οι πολίτες της Μιανμάρ στέκονται 35 ημέρες απέναντι στις σφαίρες των πραξικοπηματιών
Οπλισμένοι στρατιώτες περπατούν στους δρόμους της πόλης Μανταλέι, μετά την διάλυση της διαδήλωσης στις 3 Μαρτίου. AP

Δύο άνθρωποι από τη Μιανμάρ που συμμετέχουν αυτές τις ημέρες στις διαδηλώσεις, περιγράφουν στο News 24/7 την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα από την 1η Φεβρουαρίου, όταν η στρατιωτική ηγεσία προχώρησε σε πραξικόπημα

O 23χρονος Kaung Zin Myo είναι φοιτητής Αγγλικής φιλολογίας στην πόλη Γιανγκόν της Μιανμάρ. «Το πρωί της 1ης Φεβρουαρίου ξυπνήσαμε και είχαν διακοπεί οι τηλεφωνικές επικοινωνίες» θυμάται, μιλώντας στο News 24/7. Εκείνη την ημέρα είχε προγραμματιστεί η πρώτη συνεδρίαση του νέου κοινοβουλίου που σχηματίστηκε από τις εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου και ανέδειξε πρώτο το κόμμα του Εθνικού Συνδέσμου για τη Δημοκρατία. «Μάθαμε ότι συλλαμβάνονταν πολιτικοί και ανάμεσά τους η ηγέτιδα του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές, Αούνγκ Σαν Σου Τσι», συνεχίζει ο 23χρονος φοιτητής. «Τις πρώτες δύο ή τρεις μέρες η πόλη ήταν σκοτεινή και σιωπηλή. Κυκλοφορούσαν μόνο τα τανκς».

Διαδηλωτές στην πόλη Γιανγκόν, φορώντας κράνη και κρατώντας αυτοσχέδιες ασπίδες κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στις 5 Μαρτίου. AP

Η ηττημένη αντιπολίτευση (Κόμμα Αλληλεγγύης και Ανάπτυξης), η οποία έχει την στήριξη του στρατού, άρχισε ήδη από τις επόμενες ημέρες των εκλογών του Νοεμβρίου να μιλά για νοθεία, ζητώντας την ένοπλη παρέμβαση των στρατιωτικών δυνάμεων. Η κεντρική εκλογική επιτροπή, στις 28 Ιανουαρίου, επικύρωσε ως αξιόπιστο το αποτέλεσμα της εκλογικής αναμέτρησης . Και ενώ η χώρα ετοιμαζόταν για την πρώτη συνεδρίαση της νέας Βουλής, βρέθηκε υπό στρατιωτικό καθεστώς, με επικεφαλής τον πραξικοπηματία Μινγκ Άουγκ Χλάινγκ.

Μετά τις 3 Φεβρουαρίου, οι πολίτες άρχισαν να οργανώνουν την αντίστασή τους στην χούντα που έχει επιβληθεί, χωρίς ένοπλες ή βίαιες ενέργειες, αλλά με διαδηλώσεις οι οποίες καθημερινά δέχονται επιθέσεις από την Αστυνομία και τον στρατό. Μέχρι σήμερα περισσότεροι περισσότεροι από 55 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους από τα πυρά των δυνάμεων του στρατιωτικού καθεστώτος, με τον αριθμό ωστόσο των νεκρών να μην μπορεί να είναι σαφής. Οι συλληφθέντες, έχουν φτάσει τους 1.700. «Κρύβουν τα πτώματα των νεκρών. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι που δεν ξέρουμε αν είναι ζωντανοί, δεν μπορούμε να τους εντοπίσουμε» λέει ο Kaung Zin Myo.

Διαδηλωτές προσπαθούν να προστατευτούν από τα δακρυγόνα κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην πόλη Γιανγκόν, στη Μιανμάρ. AP

Η εβδομάδα που πέρασε, ήταν η πλέον αιματηρή, καθώς την περασμένη Κυριακή, 28 Φεβρουαρίου, ήταν ημέρα γενικής απεργίας και μεγάλων διαδηλώσεων. Ο στρατός άνοιξε πυρ κατά των ειρηνικών διαδηλωτών, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 18 άνθρωποι και να τραυματιστούν τουλάχιστον 30. Ωστόσο, η ημέρα με τα περισσότερα θύματα ήταν η Τετάρτη, 3 Μαρτίου, κατά τη διάρκεια της οποίας δολοφονήθηκαν τουλάχιστον 38 διαδηλωτές σε όλη τη χώρα.

Μια νοσοκόμα περιθάλπτει μια γυναίκα που έχει δεχτεί χημικά στα μάτια της κατά τη διάρκεια διαδήλωσης στην πόλη Γιανγκόν. AP

Οι εργαζόμενοι στον δημόσιο τομέα της Μιανμάρ, συμμετέχουν στην μεγάλη τους πλειοψηφία, στο κίνημα CDB (Κίνημα Πολιτικής Ανυπακοής) που σχηματίστηκε μετά την επιβολή του στρατιωτικού καθεστώτος. Οι συμμετέχοντες σε αυτό, δεν πηγαίνουν στις δουλειές τους ως ένδειξη αντίστασης και συμμετέχουν στις διαδηλώσεις οι οποίες είναι καθημερινές. Μάλιστα από τα κρατικά ΜΜΕ, ανακοινώθηκαν προειδοποιήσεις, πως όσοι δεν επιστρέψουν στις εργασίες τους μέχρι αύριο, 8 Μαρτίου, θα απολυθούν.

«Επικοινωνούμε μέσω των social media και εφαρμογών που προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια, ώστε να δίνουμε ραντεβού για τις διαδηλώσεις. Αν ο στρατός προλάβει και καταλάβει το μέρος στο οποίο θα πάμε, αλλάζουμε ώρα και σημείο στα ραντεβού. Δεν είναι πάντα εύκολο να προλάβουμε να συγκεντρωθούμε» εξηγεί ο 23χρονος φοιτητής, ο οποίος συμμετέχει στις διαδηλώσεις μαζί με την οικογένειά του. Από το σπίτι τους, έχουν συχνά ακούσει πυροβολισμούς κατά τη διάρκεια της ημέρας, αφού όπως λέει, ο στρατός κυνηγά διαδηλωτές στους δρόμους και πολλές φορές ανοίγει πυρ, με τις σφαίρες να μπαίνουν μέσα σε σπίτια. «Δεν είναι ασφαλές να είσαι έξω. Οι άνθρωποι προσπαθούν να αγοράζουν τρόφιμα και ότι άλλο χρειάζονται, νωρίς το πρωί, ενώ στη συνέχεια παραμένουν σπίτι όσο περισσότερο μπορούν. Αν κυκλοφορείς με το αυτοκίνητο ή με ταξί, μπορεί να σε σταματήσει η Αστυνομία και να σε πετάξει έξω. Δεν συλλαμβάνουν μόνο διαδηλωτές, αλλά και πολίτες που μπορεί να περπατούν στον δρόμο. Εμποδίζουν τη διέλευση ασθενοφόρων ή άλλες φορές κατάσχουν ιατρικό υλικό»

Αστυνομικοί διαλύουν οδοφράγματα που είχαν στήσει διαδηλωτές κατά την διάρκεια συγκέντρωσης κατά της χούντας στη Μιανμάρ AP

.

Δάσκαλοι φορώντας την στολή τους και τα παραδοσιακά καπέλα, συμμετέχουν σε διαμαρτυρία κατά του πραξικοπήματος στην Μιανμάρ. AP

Περίπου 630 χιλιόμετρα βορειότερα από την Γιανγκόν, στην πόλη Μανταλέι, ο 30χρονος Thaw Thur συμμετέχει επίσης στις διαμαρτυρίες κατά του στρατιωτικού πραξικοπήματος: «Η πλειοψηφία των πολιτών διαδηλώνει. Σε όποιο κόμμα κι αν ανήκουν, οι πολίτες είναι εναντίον της χούντας, εκτός από πολύ λίγους που την υποστηρίζουν» λέει στο News 24/7. Ο ίδιος ήταν παρών στην διαδήλωση της 3ης Μαρτίου, της πλέον αιματηρής ημέρας στην Μιανμάρ. Όταν η αστυνομία και ο στρατός επιτέθηκε με σφαίρες στο πλήθος, έτρεξε να σωθεί. Λίγο αργότερα ένας φίλος του, του περιέγραψε πως είδε μπροστά στα μάτια του να σκοτώνουν ένα νεαρό αγόρι 17 ετών: «Μου είπε πως συνέλαβαν τρια άτομα. Από αυτούς ο ένας κατάφερε να φύγει από τα χέρια τους και έτρεξε για να σωθεί. Αμέσως τον πυροβόλησαν στο κεφάλι και έπεσε νεκρός» θυμάται.

Διαδηλωτές τρέχουν να σωθούν, ενώ ένας από αυτούς έχει ανοίξει πυροσβεστήρα ώστε να κρατήσει μακριά την επίδραση των δακρυγόνων που εκτόξευσαν οι δυνάμεις της αστυνομίας. AP

Στη χώρα έχει επιβληθεί απαγόρευση κυκλοφορίας τη νύχτα, ενώ σε αρκετές γειτονιές έχουν οργανωθεί περίπολα των πολιτών, γύρω από τα σπίτια τους, ώστε να προστατευτούν. «Ο στρατός, μόλις έκανε το πραξικόπημα, απελευθέρωσε περίπου 200.000 κρατούμενους εγκληματίες. Τους πλήρωσε για να τους πάρει με το μέρος του και τους έδωσε εντολή να βάζουν φωτιές στα σπίτια και να προκαλούν χάος. Κάνουμε περιπολίες για να προστατευόμαστε από εκείνους τη νύχτα. Περιπολούμε όμως κοντά στα σπίτια μας ώστε να μην έρθουμε σε επαφή με τις στρατιωτικές δυνάμεις. Πριν από μερικές ημέρες, ο στρατός συνάντησε έναν από τους ανθρώπους που περιπολούσαν και τον σκότωσε».

Ο 30χρονος είναι σπουδαστής σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού και κάνει τα μαθήματά του μέσω διαδικτύου. «Από την ημέρα του πραξικοπήματος, έχω σταματήσει τα μαθήματα καθώς κάποιες εφαρμογές, όπως το Zoom, έχουν μπλοκαριστεί, ενώ το ίντερνετ κόβεται κάθε νύκτα με απόφαση του καθεστώτος από τη 1 το βράδυ μέχρι τις 09:00 το πρωί» εξηγεί.

Οπλισμένοι στρατιώτες και αστυνομικοί στους δρόμους της πόλης Μανταλέι AP

Αστυνομικοί και στρατιώτες οπλισμένοι κατευθύνονται προς το σημείο όπου διεξάγεται διαδήλωση ενάντια στο πραξικόπημα, στην πόλη Μανταλέι, στις 3 Μαρτίου AP

Σημαντικό πρόβλημα είναι και η πρόσβαση στην ενημέρωση, καθώς τα δύο τηλεοπτικά κανάλια ελέγχονται πλέον από τους πραξικοπηματίες, ενώ το τρίτο που υπήρχε και ήταν ανεξάρτητο, δεν μπορεί πλέον να εκπέμψει. «Ενημερωνόμαστε από λίγα ανεξάρτητα μέσα που υπάρχουν στο διαδίκτυο και από τα Social Media. Στην τηλεόραση δεν υπάρχει κανένα μέσο που να μεταδίδει σωστές πληροφορίες» περιγράφει ο Thaw Thur. Μάλιστα, περισσότεροι από 30 τοπικοί δημοσιογράφοι έχουν συλληφθεί από την αρχή του πραξικοπήματος, ενώ στην αρχή της εβδομάδας, συνελήφθη και ο δημοσιογράφος του Associated Press, ένας ντόπιος φωτογράφος αλλά και ένας ακόμη δημοσιογράφος από την Ιαπωνία.

Στην Μιανμάρ των 54 εκατομμυρίων πολιτών, ζουν διάφορες εθνοτικές ομάδες. Ανάμεσά τους και οι Ροχίνγια, η πλέον διωκόμενη μειονότητα του κόσμου. Σε ένα, κατά κύριο λόγο βουδιστικό κράτος, οι μουσουλμάνοι Ροχίνγια ζούσαν ανέκαθεν υπό το καθεστώς διωγμού, ωστόσο από το 2017, ο στρατός της Μιανμάρ ξεκίνησε μια τεράστια επιχείρηση γενοκτονίας σε βάρος τους, με αποτέλεσμα περισσότεροι από 750.000 Ροχίνγια να φεύγουν προς το γειτονικό Μπαγκλαντές για να σωθούν. Την επιχείρηση μπορεί να την ξεκίνησε ο στρατός, ωστόσο ο ρόλος της ανατραπείσας σήμερα ηγέτιδας της χώρας, Αούνγκ Σαν Σου Τσι ήταν καθοριστικός, καθώς κι εκείνη στήριξε τις επιθέσεις εναντίον τους.

«Προσπαθούν να τους διώξουν εδώ και χρόνια από την Μιανμάρ» λέει ο Thaw Thur. «Νομίζω μάλιστα, οι περισσότεροι άνθρωποι τα προηγούμενα χρόνια είχαν προσχωρήσει στην άποψη ότι πρέπει να φύγουν. Ωστόσο πλέον από κοινού έχουμε στραφεί όλοι ενάντια στο στρατιωτικό καθεστώς. Διαδηλώνουμε όλοι μαζί. Ο ίδιος στρατός που κυνηγούσε τους Ροχίνγια, τώρα κυνηγά εμάς».

Συγγενείς θρηνούν τον θάνατο μιας γυναίκας, που δολοφονήθηκε από τα πυρά των στρατιωτικών δυνάμεων στην πόλη Μανταλέι, στις 28 Φεβρουαρίου. AP

Σύμφωνα με τον 30χρονο, οι προσπάθειες των πολιτών θα ενταθούν το επόμενο διάστημα, αλλά για να υπάρξει ελπίδα ανατροπής του στρατιωτικού καθεστώτος, θα πρέπει να αυξηθεί η πίεση από την διεθνή κοινότητα. «Εμείς δεν θα σταματήσουμε, αλλά χρειάζεται δράση από τους διεθνείς παράγοντες. Οι πραξικοπηματίες προς το παρόν δεν φαίνονται να πτοούνται. Σε συνομιλίες που είχαν πρόσφατα με τους απεσταλμένους του ΟΗΕ, είπαν πως δεν τους ενδιαφέρει ούτε ο κίνδυνος απομόνωσης της χώρας, ούτε οι ενδεχόμενες κυρώσεις».

Πάντως, την 1η Μαρτίου, η δικηγόρος της νικήτριας των εκλογών Αούνγκ Σαν Σου Τσι, ενημέρωσε μέσω βίντεο, πως συναντήθηκε με την συλληφθείσα ηγέτιδα και πως είναι ζωντανή και υγιής. Και ενώ η κατάσταση στη χώρα επιδεινώνεται, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, δεν κατάφερε την Παρασκευή να συμφωνήσει σε μια κοινή δήλωση. Οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση ανακοίνωσαν αναγκαστικά μέτρα προς την Μιανμάρ, με τους διεθνείς παρατηρητές ωστόσο να καλούν σε εμπάργκο όπλων προς την χώρα της Νοτιοανατολικής Ασίας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα