ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΥΣ ΣΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ANIMATION ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΤΑΙ ΣΤΟ NEWS 24/7
Στο πλαίσιο του ANIMASYROS 2025, του κορυφαίου ελληνικού φεστιβάλ animation, μιλήσαμε με δύο βετεράνους, τον Ιορδάνη Ανανιάδη και τον Γιώργο Σηφιανό, και δύο νέους δημιουργούς, τον Δημήτρη Αρμενάκη και την Ασπασία Καζέλη, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του ελληνικού animation.
Το ANIMASYROS 2025, το μεγαλύτερο Διεθνές Φεστιβάλ Κινουμένων Σχεδίων στην Ελλάδα και ένα από τα κορυφαία 20 της Ευρώπης, επιστρέφει για 18η συνεχή χρονιά, από τις 22 έως τις 28 Σεπτεμβρίου, στην πρωτεύουσα των Κυκλάδων. Με ένα πρόγραμμα πιο πλούσιο από ποτέ, το φεστιβάλ παρουσιάζει 280 ταινίες από 50 χώρες, σε επτά διαγωνιστικά τμήματα – από το Διεθνές και Φοιτητικό, μέχρι τα AnimaPride και τις ταινίες μεγάλου μήκους – ενώ προσφέρει ειδικά αφιερώματα, εκπαιδευτικά εργαστήρια, παράλληλες δράσεις και διεθνείς συνεργασίες.
Φέτος, το αφιέρωμα The Great Greek Masters τιμά τους δημιουργούς που έθεσαν τα θεμέλια του ελληνικού animation, παρουσιάζοντας έργα από τη δεκαετία του ’40 έως τη δεκαετία του ’80 – μικρού μήκους ταινίες, πιλότους, fillers με κοινωνική, πολιτική και μυθολογική θεματολογία. Στο πλαίσιο αυτό, προσκεκλημένοι είναι οι βετεράνοι Γιάννης Κουτσούρης, Άγγελος Χατζηανδρέου, Ιορδάνης Ανανιάδης, Άντα Γανώση και Γιώργος Σηφιανός, που θα μοιραστούν τις εμπειρίες τους, τις τεχνικές και τη διαδρομή τους.
Εμείς συνομιλήσαμε με δύο βετεράνους, τον Ιορδάνη Ανανιάδη και τον Γιώργο Σηφιανό, και με δύο εκπροσώπους της νεότερης γενιάς, τον Δημήτρη Αρμενάκη και την Ασπασία Καζέλη, για να σκιαγραφήσουμε το πλήρες τοπίο του ελληνικού animation, από τις απαρχές μέχρι τις σύγχρονες δημιουργικές τάσεις.
Ιορδάνης Ανανιάδης: Η πορεία ενός Great Greek Master
Ο Ιορδάνης Ανανιάδης ξεκίνησε δημιουργώντας διαφημιστικά φιλμ στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη του ταινία, Πανδαισία, βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ενώ στην Αθήνα άνοιξε το δικό του ατελιέ, όπου παρήγαγε διαφημιστικές αλλά και προσωπικές ταινίες. Οι δημιουργίες του έχουν διακριθεί σε ελληνικά και διεθνή φεστιβάλ, με τον Αδάμ (1986) να φτάνει στη shortlist των Όσκαρ της κατηγορίας μικρού μήκους animation ταινίας. Παράλληλα δίδαξε κλασικό animation στη Σχολή Ορνεράκη, επηρεάζοντας μια νέα γενιά δημιουργών, και σήμερα ολοκληρώνει την ενδέκατη ταινία του.
O ίδιος εξομολογείται στο NEWS 24/7 τι είναι αυτό που τον κρατά στο animation τόσα χρόνια: “Νομίζω ότι όταν καταφέρνεις να κάνεις επάγγελμα αυτό που αγαπάς, είναι το καλύτερο που μπορεί να σου συμβεί. Και για αυτό, παρόλο που είμαι συνταξιούχος, έχω ακόμα δύο ταινίες στο σχέδιο μου. Η μία είναι σχεδόν ολοκληρωμένη και η άλλη είναι σε διαδικασία”.
Και συνεχίζει μιλώντας για το το μεγαλύτερο εμπόδιο που συνάντησε στην πορεία του: “ήταν η τεχνική του κινουμένου σχεδίου. Στη δεκαετία του ’60 δεν υπήρχαν σχολές, ούτε βιβλία για να μελετήσεις. Έστειλα μια επιστολή στα στούντιο του Ντίσνεϊ ζητώντας τεχνικές πληροφορίες, αλλά αυτά απαγορευόταν να βγουν έξω.
Αντί για τα βιβλία που ήλπιζα, μου έδωσαν μια λίστα με πολλά βιβλία που όμως, δυστυχώς, δεν υπήρχαν στην αγορά. Μετά το ’70 άρχισαν να κυκλοφορούν κάποια βιβλία που αφορούσαν το animation.
Έτσι, βλέποντας άλλες ταινίες, ήθελα να πετύχω κάτι καλύτερο και πιο επαγγελματικό. Ήθελα οι ταινίες μου να έχουν την ίδια ποιότητα με εκείνες που βλέπαμε στον κινηματογράφο και αργότερα στην τηλεόραση.
Ο πατέρας του είχε μια μηχανή προβολής και λήψεως και τα καλοκαίρια στην αυλή του πρόβαλε κωμωδίες, Μίκυ Μάους και διάφορα τέτοια. “Εγώ πιτσιρικάς τότε, μαγεύτηκα” αναφέρει.
Και συνεχίζει ”Στη Θεσσαλονίκη, τη δεκαετία του ’60, είχα γνωρίσει κάποια παιδιά που είχαν ένα στούντιο και μαζί ξεκινήσαμε να κάνουμε κάποια διαφημιστικά φιλμάκια για τον κινηματογράφο. Τότε το κινούμενο σχέδιο εντασσόταν σε διαφημίσεις στον κινηματογράφο. Αυτό με ώθησε αργότερα να κάνω την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους στη Θεσσαλονίκη, η οποία ήταν η “Πανδαισία”” . Όταν παίχτηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης το 1971, ήταν μια σημαντική στιγμή για μένα” τονίζει.
Και αναλύει “ήταν η πρώτη ταινία που ο κόσμος χειροκρότησε. Πήγε πάρα πολύ καλά, παρόλο που είχε τεχνικές ατέλειες, γιατί την γυρίσαμε σε ένα υπόγειο, στο εργαστήριο του πατέρα μου με μια ερασιτεχνική μηχανή. Αυτή η ταινία με βοήθησε να κερδίσω το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη.
Με κάποια χρήματα και μια υποτροφία -την οποία η χούντα δεν μου την έδωσε- κατάφερα να κατέβω στην Αθήνα με τα παιδιά που ξεκινήσαμε το στούντιο και κάναμε διαφημιστικά προκειμένου να βιοποριζόμαστε.
Μία άλλη ταινία μου ήταν ο Κύκλος, μια μεγάλη επιτυχία του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Θεωρήθηκε μία από τις καλύτερες 250 ταινίες σε όλο τον κόσμο μέσα στα 120 χρόνια που υπάρχει το κινούμενο σχέδιο μικρού μήκους.
Όσο για τη νέα γενιά; “Η νέα γενιά ασχολείται περισσότερο με το 3D και το υπολογιστή. Ο παραδοσιακός τρόπος τείνει να εξαφανιστεί. Δυστυχώς εγώ συνεχίζω να δουλεύω με τον παραδοσιακό τρόπο, όμως το πρόγραμμα στον υπολογιστή βγάζει ωραία αποτελέσματα, αν και είναι πιο μηχανικό” σχολιάζει.
Και πώς βλέπει τη νέα γενιά των Ελλήνων δημιουργών animation;
”Υπάρχουν παιδιά που κάνουν εξαιρετική δουλειά, με την πλαστελίνη και τις κούκλες. Παρόλο που οι σχολές δεν είναι επαρκείς, υπάρχουν καλές προσπάθειες. Στην Αμερική και στην Ευρώπη, οι μαθητές αρχίζουν με το παραδοσιακό σχέδιο πάνω στο χαρτί, και μετά περνούν στο κομπιούτερ. Το σημαντικό είναι να έχεις αυτή την κατάρτιση, αλλιώς το αποτέλεσμα θα είναι μηχανικό και χωρίς ψυχή”.
Ο Γιώργος Σηφιανός και η animation αποκρυπτογρλαφηση της ζωφόρου του Παρθενώνα.
Το The Great Greek Masters αποτελεί μια διακριτική αλλά ουσιαστική πράξη αναγνώρισης προς εκείνους που πρώτοι οραματίστηκαν και υλοποίησαν την τέχνη του animation στην Ελλάδα. Ένα σημείο επαφής ανάμεσα στο παρελθόν και τη σημερινή κοινότητα του ελληνικού animation – μια στιγμή έμπνευσης για ό,τι ακολουθεί.
Η έκθεση που συνοδεύει το αφιέρωμα παρουσιάζει σπάνιο εικαστικό υλικό: αυθεντικά σχέδια, ζελατίνες, storyboards και φωτογραφίες από τα στούντιο των πρωτοπόρων δημιουργών. Αυτά τα αντικείμενα προσφέρουν μια μοναδική ματιά στο εικαστικό και τεχνικό εργαστήριο των πρωτοπόρων.
Ο Γιώργος Σηφιανός σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας και animation στη CFT Gobelins στο Παρίσι, όπου εργάστηκε επαγγελματικά και συνέχισε σε θεωρητικό επίπεδο, πραγματοποιώντας διδακτορικό στη Σορβόννη για την αισθητική του κινηματογράφου animation. Από νωρίς ξεχώρισε με την ταινία «SMILE» (1973) και συνέχισε με πειραματικές ταινίες όπως η «Odeur De Ville», η «C’est moi» και το «Blind Writer», πειραματιζόμενος με διάφορες μικτές τεχνικές και εικαστική αισθητική. Από το 1995 διευθύνει το τμήμα κινηματογράφου animation της E.N.S.A.D. στο Παρίσι, εμπνέοντας τους μαθητές του να πειραματίζονται πάνω στις έννοιες της φόρμας του ρυθμού της αφήγησης και του γραφισμού.
Ο ίδιος εξομολογείται στο NEWS 24/7 για τη δουλειά του πως “το ουσιαστικό μέρος της, πέρα από τις ταινίες, είναι σχετικά άγνωστο στην Ελλάδα. Αυτά που έχω γράψει είναι στα γαλλικά κυρίως. Έχω ζήσει στο εξωτερικό για πάνω από 40 χρόνια και η παρουσία μου στον ελληνικό χώρο είναι μάλλον περιπτωσιακή. Άλλωστε, αυτή που θεωρώ σαν τη σημαντικότερη δουλειά μου, όλων αυτών των χρόνων, είναι ακόμα αδημοσίευτη, ακόμα και στη Γαλλία, παρόλο που έχω παρουσιάσει αποσπάσματα της σε πολλά διεθνή συνέδρια.
Πρόκειται για τη ανακάλυψη της ύπαρξης «αnimation», στη ζωφόρο του Παρθενώνα. Οι μορφές της ζωφόρου διαδέχονται η μία την άλλη, σαν «θέσεις κλειδιά» συγκεκριμένων κινήσεων, κάτι που αντιστοιχεί με τη σημερινή πρακτική των κινούμενων σχεδίων. Η ανάλυση και η σύνθεση της κίνησης, αποτελεί δομικό στοιχείο της σύνθεσης της ζωφόρου και επιπλέον έχει φιλοσοφική σημασία. (Το αποτέλεσμα λειτουργεί διαλεκτικά και το νόημα προκύπτει μέσα από την σύνθεση διαφορετικών δράσεων…).
Αυτό, όσο πιο αντικειμενικά θα μπορούσα να το πω, έχει νομίζω πολύ μεγάλη σημασία. Ο Γάλλος ιστορικός Pascal Vimenet, στα συμπεράσματα ενός συμποσίου, δε δίστασε να παραλληλίσει αυτή τη μελέτη, με την αποκρυπτογράφηση της επιγραφής της Ροζέττας, από τον Champollion, που ήταν η απαρχή για την αποκωδικοποίηση των ιερογλυφικών”.
Και συνεχίζει μιλώντας για τον όρο «animation»: “Η αγγλική, τραβηχτή προφορά «ανιμέισιον», δεν ταιριάζει ηχητικά με την ελληνική γλώσσα. Το ίδιο συμβαίνει και με την γαλλική προφορά του αντίστοιχου όρου. Παλιότερα, όταν έγραφα την διδακτορική μου διατριβή στη δεκαετία του 80, είχα προσπαθήσει να έρθω σε επαφή με την ακαδημία Αθηνών, για τη μετάφραση του όρου, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Ωστόσο η ρίζα είναι ο ελληνικός άνεμος, που έγινε anima στα λατινικά. Αντί για «ανιμέισιον», θα πρότεινα τον όρο «ανίμηση», «ανιμητής», «κινηματογράφος ανίμησης» ή «ανιματογράφος» κλπ”.
Αποφεύγει να χρησιμοποιεί τον όρο «πειραματικό» στη δουλειά του γιατί “Πειραματικός για πολλούς σημαίνει ένα είδος αυτοσκοπού που καταλήγει σε φορμαλισμό. Στοχεύω πάντα τον αντίποδα του φορμαλισμού, να βάζω δηλαδή τη φόρμα στην υπηρεσία του θέματος. Ωστόσο στην τέχνη η ανανέωση είναι απαραίτητη, δεν μπορεί να υπάρξει ανανεωμένη έκφραση χωρίς ψάξιμο, δηλαδή χωρίς πειραματισμό.
«Φτάσε όπου δεν μπορείς», έλεγε αν θυμάμαι καλά, ο Καζαντζάκης. Αυτό σημαίνει προσπάθησε να ξεπεράσεις αυτό που κάνεις σήμερα, αυτό που έχει ήδη γίνει. Αυτό το ξεπέρασμα, αυτό το βήμα μπροστά, είναι πάντα η προσφορά της τέχνης.
Ο κινηματογράφος ανίμησης, για να χρησιμοποιήσουμε και τον όρο, είναι ένας κινηματογράφος ανοιχτός και εξελισσόμενος, επειδή πρόκειται για ένα σχετικά νέο τρόπο έκφρασης. Η πιονιέροι του είδους όπως ο Norman McLaren, ή ακόμα Raoul Servais, άλλαζαν την τεχνική και την φόρμα από τη μια ταινία στην άλλη. Σήμερα πολλά πράγματα έχουν κατασταλάξει, (για εμπορικούς ή βιομηχανικούς λόγους κυρίως), αλλά η ανανέωση των μορφών συνεχίζεται αναπόφευκτα και είναι απαραίτητη. Γιατί η ανανέωση της μορφής, σημαίνει και προϋποθέτει, την ανανέωση της σκέψης”.
Με βάση την εμπειρία σας ως εκπαιδευτικός στη Γαλλία, ποιες διαφορές διαπιστώνετε ανάμεσα στην ελληνική και τη διεθνή δημιουργική κοινότητα animation;
“Δεν θα έκανα επομένως διαχωρισμό ανάμεσα στην ελληνική και τη μη ελληνική δημιουργία. Το κριτήριο θα το έβαζα περισσότερο στην απαίτηση για «ποιότητα» (η λέξη δεν είναι ικανοποιητική…) τόσο της ελληνικής όσο και της οποιαδήποτε άλλης παραγωγής.
Τόσο στην Ελλάδα όσο και στη Γαλλία ή στις άλλες χώρες έχουμε καλές, μέτριες, εξαιρετικές, ή πολύ κακές ταινίες. Από την άλλη, τα δέκα εκατομμύρια του ελληνικού πληθυσμού δίνουν σίγουρα- στατιστικά-πιθανότητες για ένα μικρότερο αριθμό ταινιών, από τα σχεδόν εβδομήντα εκατομμύρια των Γάλλων ή τα πολλαπλάσια των Κινέζων. Και όταν υπάρχει ποσότητα, είναι σίγουρα πιο εύκολο να ξεπροβάλουν σημαντικές ταινίες.
Στην Ελλάδα υπάρχει αυτή τη στιγμή μια δυναμική, συντονισμένη κυρίως γύρω από την ASIFA, που νομίζω υπόσχεται πολλά. Σημαντικά Φεστιβάλ οργανώνονται (όπως της Σύρου για παράδειγμα), ο κινηματογράφος ανίμησης διδάσκεται σε σχολές, υπάρχουν μεταπτυχιακοί ερευνητές στο χώρο…
Αυτή η δυναμική δεν υπήρχε παλιότερα. Ωστόσο η βιοποριστική κύρια ανάγκη, σπρώχνει στην υιοθέτηση μοντέλων, οικονομικής περισσότερο παρά πολιτισμικής ανάπτυξης. Αυτό που ωστόσο με προβληματίζει είναι ένα είδος υποβιβασμού του «αισθάνεσθαι» σε αντιπαράθεση με την κυριαρχική τάση μιας συμβολικής προσέγγισης.
Η αισθητική παιδεία μέσω της μουσικής, στην αρχαία Ελλάδα, ήταν από τα βασικά τους μαθήματα. Η ανάπτυξη των απόλυτων οπτικών διορθώσεων, στον Παρθενώνα για παράδειγμα, μαρτυρεί για την ευαισθησία εκείνης της εποχής. Η συρρίκνωση αυτής της ευαισθησίας, είναι που με εντυπωσιάζει αυτή τη στιγμή. Και σίγουρα οι συνέπειες της. Ξεφύγαμε από την ανίμηση, αλλά το πρόβλημα στο χώρο μας είναι αντίστοιχο. Αλλού εκφράζεται σαν κιτς, αλλού σαν ατομικισμός που επιμένει να αγνοεί το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και να ασχολείται αποκλειστικά με διαπροσωπικές θεματολογίες.
Ο κινηματογράφος ανίμησης, έχει επομένως πολύ δουλειά μπροστά του”.
O Γιώργος Σηφιανός καταλήγει μιλώντας για το πώς νιώθει βλέποντας το έργο του να έχει επιδράσει στις νέες γενιές δημιουργών “Ήμουν για χρόνια καθηγητής, που σημαίνει κάποιος που προσπαθεί όχι μόνο να μεταδώσει γνώσεις αλλά να προκαλέσει την δημιουργική διάθεση. Όταν η δημιουργία συνδέεται με την ανανέωση, ένας καλός καθηγητής είναι αυτός που οι μαθητές του τον ξεπερνούν. Ευτυχώς, νομίζω ότι πολλοί από τους μαθητές μου με έχουν ξεπεράσει και κατά πολύ.
Όσο για το μέλλον, ιδιαίτερα με την έξαρση που παίρνει τον τελευταίο καιρό η ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης. Πίσω από τα εργαλεία υπάρχουν πάντα ιδεολογίες και αυτές είναι που πρέπει νομίζω να τραβήξουν την προσοχή μας. Σίγουρα δεν πρέπει να χάσουμε τον έλεγχο των εκφραστικών μέσων. Έχουμε κάτι να ανακαλύψουμε μέσα από τις τεχνολογικές εξελίξεις κι αυτό είναι κάτι αρχήν σημαντικό. Αλλά πέρα από αυτή την επικαιρότητα, ο προβληματισμός ανάμεσα στο «είναι» και το «φαίνεσθαι» είναι νομίζω ο πιο σημαντικός. Κυρίως για το μέλλον”.
Kαι η νέα γενιά…
Ο Δημήτρης Αρμενάκης και μία Εποχή Συνθετική
Στο πλαίσιο του Ελληνικού Διαγωνιστικού, ξεχωρίζει η καινούρια ταινία του Δημήτρη Αρμενάκη The Synthetic Age, η οποία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Αννεσύ.
Ο Δημήτρης Αρμενάκης είναι σκηνοθέτης κινουμένων σχεδίων με έδρα την Αθήνα. Το 2017 αποφοίτησε από το Τμήμα Τεχνών Ήχου και Εικόνας του Ιονίου Πανεπιστημίου στην Κέρκυρα και το 2019 ολοκλήρωσε το μεταπτυχιακό του στο Royal College of Art του Λονδίνου. Από τότε εργάζεται ως ανεξάρτητος σκηνοθέτης κινουμένων σχεδίων σε διαφημίσεις, μουσικά βίντεο, ταινίες μικρού μήκους και ντοκιμαντέρ.
Η ταινία διαδραματίζεται σε μια πόλη που οι άνθρωποι καταναλώνουν καρτούν. Εκεί ένας σκύλος συναντά παλιούς φίλους και μαζί προσπαθούν να δραπετεύσουν. “Η ιδέα πίσω από τον κόσμο της ταινίας The Synthetic Age ξεκίνησε από την τέταρτη ταινία μου, στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού Narrative Animation στο Royal College of Art, ονόματι All You Can Eat, όπου πρωταγωνιστούν οι ίδιοι χαρακτήρες της ταινίας The Synthetic Age. Από το 2018, που ξεκίνησε η παραγωγή του All You Can Eat, υπήρχε η ιδέα να συνεχιστεί το εν λόγω σύμπαν με κάποιον τρόπο.
Όσον αφορά την κατανάλωση των κινουμένων σχεδίων στο σενάριο, η οπτική και των δύο ταινιών βρίσκεται από τη σκοπιά του καταναλωθέντος, των πλασμάτων που είναι αποδέκτες της απληστίας των ανθρώπων. Ως ευρύτερο σχόλιο, θα έλεγα πως η μετάφραση της προαναφερθείσας σχέσης καταναλωτή και καταναλωθέντος είναι ανοιχτή προς ερμηνεία από τον θεατή και μπορεί να παραπέμψει σε άλλες παρόμοιες δυναμικές σχέσεις, όπως η εκμετάλλευση, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή η κατάσταση των πολεμικών προσφύγων” αναφέρει ο Δημήτρης Αρμενάκης.
Και συνεχίζει μιλώντας για το ποιες ήταν οι μεγαλύτερες προκλήσεις “Η αντίθεση του ασπρόμαυρου κόσμου με υφές κάρβουνου, όπου αποτυπώνεται η αίσθηση ενός μεγάλου δυστοπικού αστικού κέντρου, με τους χρωματιστούς χαρακτήρες των καρτούν εντείνει τη δυναμική της σχέσης που αναλύσαμε παραπάνω. Εν ολίγοις, οι αισθητικές επιλογές εξυπηρετούν σε μεγάλο βαθμό αφηγηματικά την ιστορία της ταινίας. Οι προκλήσεις κατά τη δημιουργία μιας ταινίας κινουμένων σχεδίων μικρού μήκους βρίσκονται κυρίως στους χρόνους παραγωγής, που διαρκούν από μερικούς μήνες έως χρόνια, και ο δημιουργός πρέπει να είναι αφοσιωμένος ώστε να μην αποκλίνει από την αρχική ιδέα”.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Αννεσύ. Πώς ήταν η εμπειρία αυτή και ποιες αντιδράσεις ξεχωρίσατε από το διεθνές κοινό; Πόσο σημαντική είναι για εσάς η παρουσίαση της ταινίας σε φεστιβάλ όπως το Animasyros, που δίνει φωνή στο ελληνικό animation σε διεθνές επίπεδο; “Ενώ έχω παρευρεθεί στο φεστιβάλ κινουμένων σχεδίων Αννεσύ ως θεατής, φέτος ήταν η πρώτη φορά που ήμουν καλεσμένος με ταινία, γεγονός που χαροποίησε όλη την ομάδα μας. Το πρόγραμμα στο οποίο συμμετείχε η ταινία ήταν το Midnight Shorts, γνωστό για τις πιο «ενήλικες» θεματικές του. Το κοινό αγκάλιασε την ταινία, όπως και τις υπόλοιπες υπέροχες συμμετοχές του προγράμματος. Χαίρομαι ιδιαίτερα που η ταινία θα είναι μέρος του Ελληνικού Διαγωνιστικού Τμήματος στο φετινό Animasyros, σε ένα φεστιβάλ-ορόσημο για την ελληνική κοινότητα του animation, το οποίο φέτος ενηλικιώνεται και κλείνει 18 χρόνια στήριξης του ελληνικού και διεθνούς animation” σημειώνει.
Και καταλήγει μιλώντας για το μέλλον του animation ”Η ελληνική κοινότητα του animation εξελίσσεται συνεχώς, με εγχώριες παραγωγές να διακρίνονται τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Η ASIFA HELLAS έχει καταφέρει μέσα στα χρόνια να φέρει δημιουργούς, παραγωγούς κ.λπ. πιο κοντά, ώστε να αλληλοστηρίζονται μεταξύ τους. Πολλοί νέοι δημιουργοί έχουν κάνει τα βήματά τους στον χώρο των κινουμένων σχεδίων και η μόνη συμβουλή που θα είχε ουσία είναι να πραγματοποιούν συνεργασίες με συναδέλφους τους, καθώς η ομαδική φύση του animation προσφέρει χαρά σε όλους τους συντελεστές μέσα από την τελική εμψύχωση: να βλέπουν τη δημιουργία τους στη μεγάλη οθόνη”.
H Ασπασία Καζέλη και ένας Καφές Φρέσκος
Παράλληλα, το ANIMASYROS τρέχει για δεύτερη χρονιά, το πρόγραμμα International MIFA Campus, σε συνεργασία με Φεστιβάλ του Αννεσύ, που στόχο έχει να αναδείξει και να ενισχύσει δημιουργούς από τη Μεσόγειο. Αυτό περιλαμβάνει – μεταξύ άλλων – κι ένα 4ήμερο workshop που γίνεται στη Σύρο, στο οποίο έξι δημιουργοί δουλεύουν τα work-in-progress έργα τους για να τα πιτσάρουν του χρόνου στο Αννεσύ. Σε αυτό, φέτος, έχει επιλεγεί να συμμετάσχει και η Ασπασία Καζέλη.
H Ασπασία Καζέλη μιλά για την ταινία της “Coffee’s Fresh” που βρίσκεται ακόμα σε στάδιο development: “Η φθορά του νου, ή αλλιώς άνοια, είναι ορισμένες φορές αναπόφευκτη σε άτομα της τρίτης ηλικίας. Αυτή η φθίνουσα πορεία συμβαίνει σταδιακά με κάποιες μνήμες να γίνονται πιο ρευστές, να μεταπλαθονται, να εξαφανίζονται. Έτσι είναι και με ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο, τη γιαγιά μου (Βούλα).
Πριν τρία χρόνια βρισκόμουν στην Πορτογαλία λόγω εργασίας στην παραγωγή της AniDoc ταινίας “PERCEBES” της Laura Gonçalves και Alexandra Ramires. Πλάι τους είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τα στάδια δημιουργίας του animated documentary, ενός genre που με γοητεύει για τον μαγικό ρεαλισμό του.
Όσο ήμουν εκεί ζήτησα από τη γιαγιά να μου γράφει τις αναμνησεις της για τα νεαρά της χρόνια στο νησί της Σάμου. Η αφορμή ήταν η εξάσκηση της μνήμης της, εφόσον είχα αντιληφθεί ότι ο νους της εμφάνισε διακυμάνσεις. Ήξερα άλλωστε ότι της αρέσει να μοιράζεται τις ιστορίες της, τις παιδικές της περιπέτειές κατά την κατοχή, την πορεία της ως ανερχόμενη αθλήτρια και την σχέση της με τον παππού μου (Αντώνης), με τον οποίο ήταν φίλοι από παιδιά.
Οι ιδιαίτερες και προσωπικές τους αναμνήσεις, μερικές από τις οποίες μπορεί να μεταλλάσσονται με τον καιρό, έδωσαν το έναυσμα για την ιδέα της ταινίας μου “Ο καφές είναι φρέσκος” (“Coffee’s fresh”). Όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, τους ρώτησα αν συμφωνούν να γίνουν τα νιάτα τους ταινία. Συμφώνησαν και η γιαγιά μου είπε χαριτολογώντας “Αντώνη, θα πάμε στο Hollywood!”.
Καθώς μου αφηγούνται τις ιστορίες τους, τους ηχογραφώ. Ωστόσο, μερικές φορές η γιαγιά μου δυσκολεύεται να θυμηθεί ορισμένα περιστατικά επομένως ο παππούς επεμβαίνει συμπληρώνοντας τις ιστορίες, ενώ προσθέτει και τα δικά του βιώματα – όπως τη μετανάστευση στην Παλαιστίνη. Γενικά, τα ιστορικά γεγονότα θα εκτυλίσσονται στο φόντο της προσωπικής τους αφήγησης και θα εμφανιζονται με συμβολικό τρόπο.
Συλλέγω κομμάτια της ζωής δύο αγαπημένων προσώπων – μιας άλλης εποχής και μακρινών γεγονότων – και μέσα από τη δική μου σκοπιά θα μεταφερθούν σε εικόνα, χρησιμοποιώντας την τεχνική frame by frame animation. Η μνήμη φαντάζει ως κάτι εύπλαστο, σαν ζύμη που κολλάει στα χέρια. Η φόρμα της μεταμορφώνεται, τέμνεται, αλλοιώνεται. Αυτή η εύπλαστη ποιότητα θα είναι καθοριστική για την ταινία”.
Και συνεχίζει μιλώντας για την ελληνική σκηνή animation, για το αν είναι πιο περιορισμένη και για τα εμπόδια που συναντά: “Το animation είναι ένα μέσο που χρειάζεται χρόνο και υπομονή. Μιλώντας από προσωπική σκοπιά – ως νέα σκηνοθέτης της indie σκηνής – είναι μεγάλη απόφαση να ασχοληθείς με αυτό τον τομέα, πόσο μάλλον με τη δημιουργία και σκηνοθεσία της δικής σου μικρού μήκους animated ταινίας.
Συμφωνώ εν μέρει ότι η ελληνική σκηνή animation είναι πιο περιορισμένη σε αριθμό, σε σχέση με κάποιες άλλες χώρες. Διότι αυτό εξαρτάται από τη χώρα στην οποία κάποι@ αναφέρεται κατά τη σύγκριση. Ίσως οι χώρες που εμφανίζουν άνθιση στον τομέα του animation να είναι αυτές που προσφέρουν χρηματοδοτικές ευκαιρίες που δύνανται να υποστηρίξουν τα ανάλογα έργα και την δουλειά που απαιτούν για την παραγωγή τους.
Η έλλειψη χρηματοδότησης για την ανάπτυξη (development) ενός μικρού μήκους animation είναι παράγοντας που δυσχεραίνει την απόφαση κάποι@ να ξεκινήσει να δουλεύει την ταινία του.
Γι αυτό και είναι τόσο σημαντικές οι λίγες διεθνής πλατφόρμες της χώρας, όπως το AnimaSyros με το International MIFA Campus και το Agora, μιας και μπορείς να επικοινωνήσεις και να απευθυνθείς σε άτομα του συγκεκριμένου κλάδου που έρχονται από διάφορα σημεία του κόσμου.
Γενικά, η σκηνή του animation είναι μικρή σε σύγκριση με άλλους κλάδους (βλ. live-action) και η σκηνή του indie (ανεξάρτητου) animation είναι ακόμα πιο περιορισμένη. Ωστόσο, αυτή η μικρή κλίμακα – παρά τις όποιες δυσκολίες – προσφέρει το θετικό της αμεσότητας με την οποία μπορεί κάποι@ να γνωρίσει, να επικοινωνήσει ή και να συνεργαστεί με άλλ@ δημιουργούς”.
Η επιλογή της Ασπασίας στο International MIFA Campus σημαίνει ότι θα δουλέψει το έργο της σε ένα περιβάλλον με διεθνείς μέντορες και στη συνέχεια θα το παρουσιάσει στο Annecy. Πώς βιώνει αυτή την εμπειρία και πόσο πολύτιμη είναι;
“Στο φετινό Animasyros, οι μέντορες του International MIFA Campus είναι καλλιτέχνες των οποίων το έργο θαυμάζω από καιρό. Δυναμικές φωνές του animation με ταινίες και συνεργασίες που αποτελούν προσωπική πηγή έμπνευσης. Η συμμετοχή μου στο campus είναι λοιπόν μια μοναδική – σχεδόν απίστευτη – εμπειρία. Ανυπομονώ για τη συνεργασία με τους μέντορες, η οποία θα δώσει περαιτέρω ώθηση στην ανάπτυξη της ταινίας μου “Ο καφές είναι φρέσκος” (“Coffee’s fresh”) και μία νέα ματιά. Αυτή η προετοιμασία θα έχει ως σκοπό την παρουσίαση του project στο φεστιβάλ του Annecy, το οποίο είναι από τα κορυφαία στον κόσμο. Οι απαιτήσεις είναι υψηλές, δίνοντας όμως το αναγκαίο πάτημα για να ανέβουμε ψηλότερα” σημειώνει.
Και καταλήγει μιλώντας για το workshop της Σύρου…
“Θεωρώ εξαιρετικά σημαντικό να μοιράζεσαι τη δημιουργική διαδικασία σου με άλλ@ καλλιτέχνες. Το πρώτο βήμα είναι πάντα δύσκολο, γνωρίζοντας ότι εκτίθοντας τη δουλειά σου θα λάβεις απόψεις άλλων πάνω σε κάτι τόσο προσωπικό. Ωστόσο, με αυτόν τον τρόπο έχεις την ευκαιρία να ανταλλαξεις γνώμες, να εμπνευστείς και να εξελίξεις περαιτέρω το έργο σου, αλλά και τ@ εαυτή σου.
Γνώρισα και ‘αγκαλιασα’ το Animasyros πριν μία δεκαετία, όσο φοιτούσα στη σχολή της Σύρου (Τμήμα μηχανικών σχεδίασης προϊόντων και συστημάτων). Με το πέρασμα του χρόνου, βλέπω το φεστιβάλ να μεταμορφώνεται, να αναπτύσσεται και να αποτελεί δυνατό κόμβο για το ελληνικό, αλλά και διεθνές animation.
Έχει τύχει να αναφέρω το Animasyros σε αγαπημένη φίλη σκηνοθέτη από την Κροατία, την Lucija Mrzljak, η οποία εξέφρασε τις υπέροχες αναμνήσεις που είχε κατά την επίσκεψή της στο φεστιβάλ, καθώς και την γνωριμία της με ελληνίδες/έλληνες δημιουργούς και τις υπέροχες ταινίες τους. Έτσι, ως νέα σκηνοθέτης της indie σκηνής, νιώθω ότι υπάρχει αντιπροσώπευση του κλάδου αυτού, ενώ δίνονται δυνατότητες προώθησης των καλλιτεχνών και των έργων τους”.