ΟΙ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΕΙΔΑΜΕ ΣΤΙΣ ΦΕΤΙΝΕΣ ΚΑΝΝΕΣ

Μια ελεγειακή τριπλέτα ταινιών πάνω μνήμη, την απόσταση, την επιθυμία. Επίσης: Η ματωμένη body horror b-movie The Substance! Το Megalopolis του Κόπολα! Κι ό,τι άλλο ξεχωρίσουμε από τις φετινές συναρπαστικές Κάννες.

Ένα χαοτικό Διαγωνιστικό που ξεκίνησε αδιάφορα αλλά εξελίχθηκε σε μια από τις πιο απρόβλεπτες επιλογές που έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σε φεστιβάλ, είχε σαν αποτέλεσμα ένα φεστιβάλ Καννών γεμάτο ζωή και ενέργεια.

Η επερχόμενη απονομή των βραβείων σίγουρα θα βοηθήσει να αποκρυσταλλωθούν κάποιες απόψεις γύρω από τις ταινίες – πάντα έτσι γίνεται, είναι λογικό. Όμως φέτος που δεν υπήρχε μια ταινία σαν τα Παράσιτα ή τη Ζώνη Ενδιαφέροντος (ταινία δηλαδή που κάπως δίχως αντιστάσεις αναγνωρίζεται από σύσσωμη την κριτική ως μεγαλούργημα) γύρω από την οποία να συγκεντρωθεί η συζήτηση, τα πράγματα είναι ακόμα πιο ρευστά.

Κι ακόμα κι αν ένα μεγάλο βραβείο για μια διχαστική ταινία (ή η απουσία ενός) την «σταμπάρει» επίσημα ως επιτυχία ή μη, αυτό το δεκαήμερο θα έχει για πάντα την γοητεία του. Ένα δεκαήμερο στη διάρκεια του οποίου ταινίες ανυψώνονται ή κατακρημνίζονται καθώς η κουβέντα γύρω από αυτές διαρκώς εξελίσσεται, μεταλλάσσεται.

Αυτές είναι εκείνες που ξεχωρίσαμε εμείς αληθινά πιο πολύ:

Anora

Η σεξεργάτρια Άνι γνωρίζει νεαρό Ρώσο με ανεξάντλητο χαρτζιλίκι από τον πατέρα του και γρήγορα παθιάζονται τόσο πολύ μεταξύ τους που παντρεύονται στη στιγμή. Όταν ο πατέρας του νεαρού στείλει τα πρωτοπαλίκαρά του να ακυρώσουν τον γάμο ακολουθεί ένα ξέφρενο κυνηγητό από τη Νέα Υόρκη στο Λας Βέγκας, στη διάρκεια του οποίου η Άνι θα αποδειχθεί ο πιο άφοβος αντίπαλος που περίμεναν ότι θα αντιμετώπιζαν ποτέ οι μπράβοι.

Ο βασιλιάς του αγνού αμερικάνικου ανεξάρτητου σινεμά του σήμερα, Σον Μπέικερ (The Florida Project), επιστρέφει στο Διαγωνιστικό των Καννών μετά το εντυπωσιακό (και εντυπωσιακά σκληρό) Red Rocket που ποτέ δεν βρήκε διανομή στη χώρα μας. Αυτή τη φορά όμως οι ορέξεις του τον φέρνουν περισσότερο κοντά σε κάτι σαν το Tangerine (την ταινία που τον έκανε γνωστό στη σινεφίλ κοινότητα), με μια ξέφρενη σκρούμπολ περιπέτεια που ακολουθεί αποφασισμένες ηρωίδες σε απολαυστικές περιπέτειες στα περιθώρια του κοινωνικού ιστού.

Την Άνι παίζει η Μάικι Μάντισον, που είναι από εκείνα τα πρόσωπα που δεν ξεχνάς ακόμα και σε μικρούς ρόλους – θα τη θυμάστε από το Κάποτε… στο Χόλιγουντ του Ταραντίνο ή από το Scream του ‘22– και στην οποία ο Μπέικερ εμφανώς είδε κάτι με απείρως μεγαλύτερο potential. Εδώ δίνει μια από τις κορυφαίες ερμηνείες των Καννών, τρέχοντας, φωνάζοντας, παλεύοντας, αλλάζοντας διαρκώς mood, χρησιμοποιώντας το σώμα της, παίζοντας μια ηρωίδα ρομαντικής σλάπστικ περιπέτειας, σαν μια κλασική Pretty Woman όπου όμως τα πάντα (ή ένταση, η ταχύτητα, τα χρώματα) έχουν εκτιναχθεί στο 11.

Ο Μπέικερ γράφει, σκηνοθετεί και μοντάρει ένα σπαρταριστά αστείο και όμορφο παραμύθι χωρίς πρίγκιπα κάπου έξω από το αμερικάνικο όνειρο, για μια νεαρή γυναίκα που δεν έχει ποτέ το περιθώριο να κάνει μια στάση, να πάρει ανάσα, και να συνειδητοποιήσει τι είναι όλα αυτά που ποτέ δεν –θα μπορούσε να– είχε. Κάθε επιμέρους επεισόδιο είναι από μόνο του είναι μια φανταστική κωμική περιπέτεια, κι αν και όλα μαζί ομολογουμένως δημιουργούν μια ταινία ελαφρώς πιο φουσκωμένη από το ιδανικό, στο τέλος τόσο η ταχύτητα και το χιούμορ όσο η φοβερή Μάντισον και το συγκλονιστικό φινάλε του φιλμ δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια αντίστασης. Ο Σον Μπέικερ γενικώς μέτρια ταινία στη ζωή του δεν έχει κάνει, αλλά αυτή είναι η πιο ορμητική και διασκεδαστική από όλες του ως τώρα.

The Substance

The Substance - USA - 2h20 - 2024 - Réalisatrice et scénariste : Coralie Fargeat -

Άμεσο midnight classic που με ένα μαγικό τρόπο βρήκε τη θέση του στο επίσημο Διαγωνιστικό των Καννών.

Ξεφτισμένη σταρ κάνει συμφωνία με τον διάβολο, και με μία μόνο ένεση μπορεί να μετατραπεί στον Καλύτερο Εαυτό της. Η υποσημείωση όμως ποια είναι: Οι δύο εαυτοί (που παρουσιάζονται ως δύο εντελώς διαφορετικά φυσικά σώματα) πρέπει να λειτουργούν συνεργατικά, ως ένα. Κάθε 7 μέρες, πρέπει να αλλάζουν θέση, κι όποιος εαυτός πριν ήταν ξύπνιος, τώρα να κοιμηθεί. Κάθε παραβίαση αυτού του χρόνου, κάθε έμπρακτη ένδειξη απληστίας, τιμωρείται.

Μια κοντρολαρισμένη υστερία διαρκείας, μια επίθεση στο γούστο, στις φοβίες, στην κάθε καλά κρυμμένη μέσα μας αίσθηση ανασφάλειας, με την Κοραλί Φαρζά (Revenge) να επιδεικνύει εντυπωσιακό έλεγχο του gore και του αίματος και του χιούμορ πάνω στην τραγωδία και στη θλίψη που κρύβει μέσα του αυτό το στόρι. Περισσότερα στην αναλυτική κριτική μας.

Caught by the Tides

Στην Κίνα της αυγής του 21ου αιώνα, μια γυναίκα κι ένας άντρας μοιράζονται ένα παθιασμένο έρωτα που όμως δεν διαρκεί πολύ. Ο Μπιν εξαφανίζεται γιατί θέλει να δοκιμάσει την τύχη του σε μια άλλη επαρχία της Κίνας, κι εκείνη τότε αποφασίζει να ψάξει να τον βρει.

Με μια ιδέα που έχει κοινά με πολλές από τις προηγούμενες ταινίες, ο κινέζος μάστερ Ζία Ζανγκ-κε απλώνει στην οθόνη το magnum opus του μετατρέπονται ένα ερωτικό κυνηγητό σε μια αποστομωτική ματιά στο πέρασμα του χρόνου κατά το πρώτο ¼ του αιώνα. Χρησιμοποιώντας οπτικό υλικό που γύριζε χωρίς απαραίτητα να έχει συγκεκριμένο σκοπό κατά τα τελευταία 20 χρόνια, από πόλεις, στιγμές και ανθρώπους, ο Ζανγκ-κε μοντάρει το πέρασμα του χρόνου κρατώντας αληθινά, πρωτογενή υλικά στα χέρια του. Διαφορετικά φορμάτ, ποιότητες εικόνας, τόνοι και εποχές, διαδέχονται η μία την άλλη με μια άγρια οργανικότητα που μόνο μια μη-κατασκευασμένη αλήθεια θα μπορούσε να έχει.

Σε αυτή την αναζήτηση, η Ζάο Τάο, σύντροφος του σκηνοθέτη και θρυλική πια πρωταγωνίστριά του, παραδίδει μια μεγαλειώδη, σιωπηλή ερμηνεία αποκλειστικά μέσα από τραγούδι, χορό, βλέμμα και γλώσσα του σώματος. Είναι σαν ένα πνεύμα του 21ου αιώνα που διατρέχει τις δεκαετίες, την ώρα που γύρω της αλλάζει η εικόνα και η ίδια η δομή των πόλεων, μέχρι και το άγριο ξύπνημα της πανδημικής περιόδου όταν τα πάντα πια μοιάζουν άκομψα, σκληρά.

Ο Ζανγκ-κε (Οι Στάχτες Μιας Αγάπης) πάντα ενδιαφερόταν στο σινεμά του για τη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό και κατασκευασμένο περιβάλλον του, με πόλεις και κτίρια και φυσικά την τεχνολογία, και πουθενά όλες αυτές οι ορμές δεν συγκρούονται τόσο δυνατά στο σινεμά του όσο σε αυτό το σιωπηλό ρομάντζο, μια μουσική ωδή στην απόσταση και στο χρόνο που σμιλεύει πόλεις, ανθρώπους και συναισθήματα, ασταμάτητος σαν παλίρροια.

Grand Tour

Τώρα αυτό θα ακουστεί πολύ παρόμοιο αλλά ναι, δύο από τις τρεις καλύτερες ταινίες του φεστιβάλ είναι βασικά ίδιες μεταξύ τους σε επίπεδο πλοκής. Στη Μιανμάρ των αρχών του 20ου αιώνα, σε μια πόλη υπό βρετανικό αποικιοκρατικό έλεγχο, ο διπλωμάτης Έντουαρντ αφήνει πίσω τη μνηστή του, Μόλι, τη μέρα που θα παντρεύονταν. Τον διαπερνά μια μελαγχολία – για την κατάσταση της Μόλι, για την δική του ύπαρξη. Νιώθει, μας λέει σε αφήγηση στην αρχή της ταινίας, πως είναι σα να τρέχει να ξεφύγει από ένα όνειρο που είδε, και το οποίο δε θυμάται, αλλά τον στοιχειώνει ακόμα η αίσθησή του.

Η Μόλι, αποφασισμένη να παντρευτεί, ακολουθεί τη διαδρομή του Έντουαρντ για να φτάσει κοντά του. Το ετεροχρονισμένο ταξίδι τους, διατρέχει χώρες και πόλεις συνθέτοντας ένα οπτικό οδοιπορικό μέσα από ζούγκλες και πόλεις, μέσα από τοπικές κουλτούρες και τους καταπιεστές τους, μια αληθινή ματιά στην ανθρώπινη κατάσταση σε διπλό χρόνο.

Με τη μία αφήγηση σαν ηχώ της άλλης, με έναν άντρα να έχει στο κατόπι του ένα ξεχασμένο όνειρο και μια γυναίκα να κυνηγά τα ίχνη ενός φαντάσματος, αυτή η διαδρομή είναι κάτι παραπάνω από ένα οδοιπορικό, κάτι πιο πλούσιο από ένα ρομάντζο. Ο Μιγκέλ Γκόμες, κινηματογραφικός ποιητής των αποστάσεων και των μελαγχολικών μετανιωμένων (μη) αποφάσεων, καδράρει τους χαρακτήρες του σαν κεντρικές φιγούρες σε ένα πανέμορφο ασπρόμαυρο θέατρο σκιών ανάμεσα σε φυλλωσιές, σε πληθυσμούς, σε κτίρια, σε θλιμμένες γιορτές, σε αποστομωτικά αδιέξοδα.

Η δράση κυλά μέσω αφήγησς και μέσα από τις ασπρόμαυρες παλέτες του με τις σκιάσεις που κάνουν κάθε κάδρο να μοιάζει σαν να τρεμοσβήνει – ή σα να παλεύει να μείνει ζωντανό. Δίνοντας έτσι σε αυτή την ιστορία μια πραγματική υφή αφήγησης χαμένης στο χρόνο. Με το Tabu του 2012 ο Γκόμες μας χάρισε ένα από τα κορυφαία φιλμ της περασμένης δεκαετίας, και με το Tsugua Diaries του 2021, το πιο ζωντανό και όμορφο έργο της κόβιντ περιόδου. Με το Grand Tour φτάνει πρώτη φορά στο Διαγωνιστικό των Καννών κι ελπίζουμε αυτό να σημάνει περαιτέρω αναγνώριση του σπουδαίου έργου του.

Megalopolis

Για το διχαστικό έπος του Κόπολα τα είπαμε πιο αναλυτικά μετά την πρεμιέρα του, και παραμένει μια ταινία όμοια της οποίας δεν έχουμε ξαναδεί ούτε υποπτευόμαστε πως θα ξαναδούμε εύκολα. Για την αναλυτικότερη αντίδρασή μας, μπορείτε να διαβάσετε το κείμενο για την ταινία, με την επιπλέον πληροφορία πως το φιλμ έχει κι επισήμως πλέον βρει διανομή και για την Ελλάδα.

All We Imagine As Light

Στον αντίποδα, βρίσκεται το μυθοπλαστικό ντεμπούτο της ινδής Παγιάλ Καπάντια, που πριν 3 χρόνια μας είχε δώσει το ανατριχιαστικό ντοκιμαντερίστικο essay film A Night of Knowing Nothing, για μια σχέση την οποία μας αφηγείται η χαμένη αλληλογραφία ανάμεσα σε δύο άτομα, μέσα από την οποία μαθαίνουμε για τις δραστικές κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που συντελέστηκαν γύρω τους την ίδια περίοδο.

Στο νέο της φιλμ, περνώντας στην μυθοπλασία πια, ακολουθεί δύο νοσοκόμες συγκατοίκους στο Μουμπάι και τις προσπάθειές τους να κρατήσουν το συναίσθημά τους ζωντανό για τις σχέσεις τους, που απειλούνται να σιγοσβήσουν μέσα σε ένα καταπιεστικό, μουντό περιβάλλον. Η νοσοκόμα Πράμπα συγχύζεται ότνα λαμβάνει ένα δώρο από τον απομακρυσμένο της σύζυγο, που βρίσκεται σε άλλη όχι. Η νεότερη συγκάτοικός της, Άνου, θέλει απλώς να βρει ένα μέρος μες στην πυκνοκατοικημένη πόλη όπου να μπορεί να αγγίξει το αγόρι της, σα να μη τους κοιτά (και να μην τους ελέγχει) κανείς.

Είναι ένα ποίημα, φτιαγμένο από τα πιο απλά υλικά. Η αίσθηση της απόστασης και της επιθυμίας, συντετριμμένες μέσα σε έναν αστικό ιστό φτιαγμένο για να καταστρέφει ανθρώπους και όνειρα. Η Καπάντια καταλαβαίνει πως το σινεμά είναι το θρόισμα του αέρα· αφήνει το φως και τους ήχους της πόλης και τα βλέμματα να σμιλέψουν τις ηρωίδες της στην διάρκεια ενός θαυμάσιου πρώτου μέρους. Εκεί όπου τα πάντα είναι καταπιεσμένα, και η επαναστατική πράξη είναι ένα πηγαίο γέλιο ή το κράτημα ενός χεριού μέσα σε ένα πλήθος κόσμου, με την κάμερα πάντα σε απόσταση.

Η Καπάντια βρίσκει χρόνο και χώρο για να κινηματογραφήσει το Μουμπάι ως ένα ενδιάμεσο αέναο μέρος, ως ένα τόπο συνάντησης ανθρώπων που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες κι έχουν διαφορετικές επιθυμίες, αλλά καταπιέζονται όλοι από το ίδιο ακραίο σύστημα κάστας. Στον τερματικό σταθμό του καπιταλισμού, δυο γυναίκες προσπαθούν απλά να νιώσουν ένα άγγιγμα χωρίς η σκληρή συστημική κατασκευή γύρω τους να θελήσει να τις ισοπεδώσει. (Ένα μοτίβο που κυριαρχεί και στο εκπληκτικό της ντοκιμαντέρ, με μια και πάλι έντονα πολιτικοποιημένη ματιά γύρω από τον ρομαντικό σκελετό.)

Στο δεύτερο μέρος της ταινίας οι δύο νοσοκόμες, μαζί με μια άλλη συνάδελφο υπό την απειλή της απώλειας του σπιτιού της (επειδή η «ανάπτυξη» δεν νοιάζεται ούτε για τα άτομα, ούτε για τις προσωπικές τους ιστορίες) ταξιδεύουν σε ένα παραλιακό μέρος, όπου οι επιθυμίες αρχίζουν πλέον να εκδηλώνονται. Η Καπάντια κινηματογραφεί αυτή την απελευθέρωση δίχως ποτέ να σπάει τόνο σε σχέση με το υπόλοιπο φιλμ. Τα πάντα είναι ακόμα τρυφερά, πληγωμένα, διστακτικά. Όμως η διακριτική έστω μετατόπιση είναι εκεί: Οι δύο γυναίκες μοιράζονται περισσότερο χρόνο (στο πρώτο μέρος είναι σαν η πόλη να τις κρατά μακριά, κι ας μένουν μαζί), κι ακόμα και το τζαζ μοτίβο που διατρέχει την ταινία αλλάζει σε κάτι που ακούγεται λιγότερο διερευνητικό, και περισσότερο σίγουρο.

Με επιρροές από άλλους auteurs ενός σινεμά για τη θέση του ανθρώπου μέσα σε στοιχειωμένη και επιβλητική φύσης (Απιτσατπόνγκ, Αλίτσε Ρορβάχερ, Μιγκέλ Γκόμες), η Καπάντια πλέκει ένα λεπτοκεντημένο αριστούργημα πάνω στην απόσταση, στην επιθυμία και τον εγκλωβισμό της στη μοντέρνα αστική καταπίεση του καπιταλισμού. Χρησιμοποιεί τη μουσική, τα βλέμματα, τις αποχρώσεις του φωτό, τους ήχους, τη θάλασσα – κι από τα τρία σπουδαία φιλμ του φετινού Διαγωνιστικού πάνω σε αντίστοιχα μοτίβα (μαζί με το Grand Tour και το Caught by the Tides), μπορεί να είναι και το καλύτερο.

Ξεχωρίζουν ακόμα

Στο αδικημένο από την κριτική Oh, Canada του Πολ Σρέιντερ, ένας θρυλικός αριστερός ντοκιμαντερίστας και αντιπολεμικός ακτιβιστής, πεθαίνει από καρκίνο φτάνοντας τα 80. Συμφωνεί να τον καταγράψει ένα συνεργείο, σε αυτό που θα είναι η τελευταία του συνέντευξη. Για τον ίδιο, αυτό δε θα είναι παρά η εξομολόγησή του.

Ο Σρέιντερ διαπραγματεύεται τις συνήθεις ιδέες του περί ενοχής, μετάνοιας και μοναξιάς σε ένα φιλμ που μοιάζει πολύ με αυτοπροσωπογραφία, από έναν καλλιτέχνη που τρέμει πως φτάνει στο τέλος χωρίς να έχει πει όσα θέλει. Κατ’ουσίαν, βρίσκει έναν τρόπο να κάνει τον θανατό του (και την ζωή του) κάτι το μόνιμο και το αιώνιο, καταγράφοντας εαυτόν μέσω του πρίσματος της μυθοπλασίας. Υπέροχος Ρίτσαρντ Γκιρ πρωταγωνιστής, και μαζί ο Τζέικομπ Ελόρντι ως νεότερη εκδοχή του, με την Ούμα Θέρμαν ως σύζυγος.

Στο Bird της Άντρεα Άρνολτ, ένα νεαρό κορίτσι ζει μαζί με τον πατέρα της σε μια κατάληψη κάπου στην αγγλική αποκέντρωση. Παραλημέη από τον πατέρα της (Μπάρι Κίγκαν), η μικρή θα αναζητήσει την επικοινωνία και τη ζεστασιά που της προσφέρει η γνωριμία με έναν αποξενωμένο άντρα (Φραντζ Ρογκόφσκι) – που κι εκείνος φυσικά κάποια πληγή του, κάποιο κομμάτι της ταυτότητάς του θέλει να βρει. Πολύ καλοπαιγμένο, με trademark κατανόηση και κινηματογράφηση από την Άρνολντ ανθρώπων έξω από τον αστικό ιστό, και με ένα ρισκαδόικο φινάλε που λειτουργεί 100% σε συναισθηματικό επίπεδο.

Πολλά ελληνικού ενδιαφέροντος φιλμ επίσης: Για την υπέροχη Κιούκα του Κωστή Χαραμουντάνη τα είπαμε και αναλυτικά. Το September Says είναι το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο της Αριάν Λαμπέντ για δύο αδερφές πολύ κοντά η μία στην άλλη που όμως συναντούν προβλήματα στο σχολείο χάρη στη συμπεριφορά της Σεπτέμπερ. Τρυφερό ως πορτρέτο επικοινωνίας μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν μπορεί (ή δε θέλει) να τις κατανοήσει. Βαρύ φινάλε με κάποια άτσαλα κομμάτια, αλλά το χέρι της Λαμπέντ έχει μια σιγουριά κι η ίδια έχει βλέμμα και κατανόση στο πώς να διαχειριστεί μια πολύπλοκη συνθήκη όπως αυτή του φιλμ.

Στο To a Land Unknown του Μαχτνί Φλάιφελ, δύο παλαιστίνιοι πρόσφυγες θέλουν με κάθε τρόπο να καταφέρουν να φύγουν από την Ελλάδα και να πλησιάζουν τη Γερμανία ή/και την Ιταλία. Η Αθήνα ως μια ενδιάμεση κατάσταση στην οποία δε φτάνεις βάσει σχεδίου και δεν σε αφήνει να φύγεις. Σημαντική ελληνική συμπαραγωγή της Homemade Films της Μαρίας Δρανδάκη, και με έναν ρόλο-κλειδί για την Αγγελική Παπούλια, με το επιτελείο του φιλμ να σηκώνει περήφανα την παλαιστινιακή σημαία μέσα στο θέατρο Croisette, στα έγκατα του JW Marriot της Κρουαζέτ.

Info:

Το Anora και το Oh, Canada θα κυκλοφορήσει από την Tanweer. Το Caught by the Tides θα κυκλοφορήσει από την AMA Films. Το Megalopolis, το The Substance και το September Says θα κυκλοφορήσουν από την Feelgood Entertainment. Το Grand Tour θα κυκλοφορήσει από την Weirdwave. Το All We Imagine as Light, το Bird και το Κιούκα θα κυκλοφορήσουν από το Cinobo. Η ταινία To a Land Unknown βρίσκονται σε αναζήτηση διανομής. Το 77ο φεστιβάλ Καννών διεξάγεται 14 έως 25 Μαΐου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα