Killer NETFLIX

ΜΕ ΤΟ THE KILLER, Ο ΝΤΕΙΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ ΘΡΙΑΜΒΕΥΤΙΚΑ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΘΡΙΛΕΡ

Πρωταγωνιστεί ο Μάικλ Φασμπέντερ, με σενάριο από τον σεναριογράφο του Se7en. Ακόμα: Έχουμε νέο φαβορί για το Χρυσό Λιοντάρι;

Μια μέρα με μόνο μαγικές στιγμές δεν είναι εύκολο να πετύχεις σε φεστιβάλ αλλά αυτό είχαμε την Κυριακή όταν έγινε η πρεμιέρα για τον νέο Ντέιβιντ Φίντσερ με το The Killer, αλλά με το La Bete του Μπερτράν Μπονελό, ένα γαλλικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας πάνω στη μελαγχολία και το αδιέξοδο του έρωτα, με Λέα Σεϊντού και Τζορτζ Μακέι.

Είναι αυτό το Τέρας νέο φαβορί για το Χρυσό Λιοντάρι δίπλα στο Poor Things του Λάνθιμου; Έτσι πιστεύουμε.

Ο ΦΙΝΤΣΕΡ ΣΤΑ ΠΑΛΙΑ ΤΟΥ ΛΗΜΕΡΙΑ

Το The Killer του Φίντσερ δε θα χτυπήσει βραβείο λογικά αλλά δεν έχει σημασία. Είναι η επιστροφή του σκηνοθέτη σε πιο pulp μονοπάτια, πιο κοντά στο Κορίτσι με το Τατουάζ του από ό,τι στο Mank, με τον Άντριου Κέβιν Γουόκερ του Se7en να γράφει ξανά σενάριο για ταινία του Φίντσερ και το αποτέλεσμα να είναι ένα πηχτό, αποτελεσματικό, απολαυστικό, δεν-περισσεύει-ούτε-χιλιοστό θρίλερ με υπαρξιακές πινελιές και πολύ χιούμορ.

Ήδη από τους τίτλους αρχής καταλαβαίνεις τι πρόκειται να συμβεί: Αμέσως μετά το λογότυπο του Netflix δεν χρειάζεται ούτε μισή παραπανίσια οθόνη πριν περάσουμε στο ψητό. Τίτλος και credits περνάνε μπροστά από τα μάτια μας σε αστραπιαίο ρυθμό, δίνοντας τον τόνο για αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει.

Το οποίο είναι –μέσα από μια ακολουθία τακτοποιημένων κεφαλαίων που εκτυλίσσονται το καθένα σε άλλη τοποθεσία και αφορούν έναν διαφορετικό αντίπαλο– η προσπάθεια ενός τρομερά ικανού εκτελεστή (Μάικλ Φασμπέντερ, ψυχρός, στιβαρός) να διαχειριστεί ένα καίριο λάθος που συμβαίνει σε μια δουλειά και του οποίου οι συνέπειες είναι πολλαπλές και θανάσιμες.

Όλη η ταινία ουσιαστικά διαδραματίζεται μέσα από την οπτική του εκτελεστή κι ο Φίντσερ μας βάζει εντυπωσιακά στο μυαλό του, παίζοντας με εντυπωσιακή ευκολία με τον κινηματογραφικό χώρο και την οπτική του γωνία. Η μουσική που ακούει ο μοναχικός εκτελεστής από τα ηχεία του (Smiths, ξεκαρδιστικά) μετατοπίζεται σε ένταση ακόμα και στη μέση ενός ρεφρέν ή μιας τονικής αλλαγής, κάτι πολύ ασυνήθιστο αλλά που υπογραμμίζει την απόσταση ανάμεσα στους διαφορετικούς χώρους και τη θέση μας στον κάθε ένα. Υπάρχει ο χώρος που καταλαμβάνει ο εκτελεστής (εδώ η μουσική ακούγεται χαμηλά, όπως θα άκουγες ένα τραγούδι από τα ηχεία του διπλανού στο μετρό) και ο χώρος τον οποίο ελέγχει ο εκτελεστής μέσα από το βλέμμα του (εδώ η μουσική κατακλύζει τα ηχεία, σα να έχεις φορέσει εσύ τα ακουστικά).

Ο Φίντσερ βάζει από την αρχή τον θεατή σε μια τέτοια διαδικασία μετακίνησης εντός κι εκτός του κεφαλιού του εκτελεστή, κάτι που έχει πολύ ενδιαφέρον μιας και όλη η –γραμμικότατη– δράση εξελίσσεται μέσα από τα μάτια του και υπό το πέπλο της αφήγησής του. Για την ακρίβεια, όχι τόσο αφήγηση όσο εσωτερικός μονόλογος, μια σειρά από επεξηγήσεις και κανόνες και γραμμές ηθικού κώδικα που ανακυκλώνονται σε λούπα και που –σαν την μουσική των Smits– διαρκώς μετατοπίζεται, διακόπτεται, υποσκάπτεται. Αυτά που ακούμε κι αυτά που βλέπουμε συχνά έρχονται σε κόντρα, σαν ο εκτελεστής να προσπαθεί μονίμως να πείσει εμάς (και τον εαυτό του) για κάτι. Η τεχνική του αναξιόπιστου αφηγητή είναι καλά θεμελιωμένη στο σινεμά, κι εδώ έχουμε κάτι σαν έναν αναξιόπιστο εσωτερικό μονόλογο, έναν υπολογιστικό, ψυχρό, κοινωνιοπαθή που εκλογικεύει στον εαυτό του τα όσα κάνει, ακόμα και τα όσα πηγαίνουν στραβά.

Είναι σα να βλέπεις κάποιον να επιμένει να προσπαθεί να εξηγήσει την φιλοσοφία ζωής του ενώ το υπόλοιπο τραπέζι διαρκώς τον διακόπτει επειδή ένας είδε έναν γνωστό του να περνάει, άλλος θυμήθηκε να παρέμβει με έναν ανέκδοτο, ένα τηλέφωνο χτύπησε, κλπ. Εκτός από τρομερά αγωνιώδης και πλήρως αποτελεσματική ως θρίλερ διαδικασίας, είναι και μια πολύ αστεία ταινία.

Το ότι στην ισορροπία του πράγματος, αυτό το στεγνό χιούμορ και η επαναληπτικότητα των μοτίβων δεν αποσπούν από τη τις φονικές ρουτίνες του εκτελεστή, είναι μια κατάθεση στην ικανότητα του Φίντσερ να παράγει υπολογισμένες στην εντέλεια εικόνες κινηματογραφικού σασπένς – σα να το κάνει με την μεγαλύτερη ευκολία και απλότητα του κόσμου.

Κάθε κεφάλαιο είναι και μια διαφορετική άσκηση είδους: Μια παρακολούθηση, μια απρόσμενα σωματική σκηνή δράσης, μια ληστεία, κλπ. (Σε ένα από αυτά, η Τίλντα Σουίντον ξεχωρίζει με έναν απολαυστικό μονόλογο που παίζει διαρκώς ανάμεσα στην ψυχραιμία και την ταραχή.) Μέσα από έναν ισχνό αφηγηματικό ιστό, ο Φίντσερ συνθέτει μια ταινία που μοιάζει μικρή αλλά είναι τεχνικά μεστή όσο ελάχιστες. Και αντί να περιπλέκει χωρίς λόγο την ιστορία, γεμίζει το κενό με τεχνική, με χιούμορ, με διαδικασία. Και με μια λεπτοκεντημένη εστίαση στη ρουτίνα ενός επαγγελματία, και το πώς αυτή η ρουτίνα απορρυθμίζεται – και τι ακριβώς ακολουθεί όταν συμβεί κάτι τέτοιο.

Σα να κοιτάει την ιστορία του είδους, του αστυνομικού θρίλερ με όλους αυτούς τους μοναχικούς εγκληματίες, και να αναρωτήθηκε: Τι μπορεί να σκέφτονται όλοι αυτοί, όλη αυτή την ώρα; Μπορώ να βάλω τον θεατή στο μυαλό τους, καταφέρνοντας να τους κοιτάζω την ίδια στιγμή από απόσταση; Μπορώ να τους πάρω σοβαρά, αλλά και κάπως όχι την ίδια στιγμή; Και μπορούμε να περάσουμε όλοι τέλεια καθώς αυτό συμβαίνει;

Ναι. Η ταινία αυτή, απλά κινείται.

Το The Killer θα στριμάρει στο Netflix στις 10 Νοεμβρίου.

Ο ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΦΙΝΤΣΕΡ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙ ΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΠΕΡΓΙΕΣ

Ντέιβιντ Φίντσερ Vianney Le Caer/Invision/AP

Αξίζει να υπενθυμίσουμε για μια ακόμα μέρα αυτών των ανταποκρίσεων πως οι σταρς δεν είναι εδώ. Συγκεκριμένα, ο Μάικλ Φασμπέντερ, πρωταγωνιστής του Killer με κάθε σκηνή της ταινίας να περιστρέφεται γύρω από αυτόν, δεν ήταν παρών στην πρεμιέρα του φιλμ λόγω της τρέχουσας απεργίας των ηθοποιών (και των σεναριογράφων) σε αναζήτηση μιας συλλογικής σύμβασης που εξασφαλίζει τους εργαζόμενους απέναντι στα στούντιο σε ζητήματα όπως οι ελάχιστες αποζημιώσεις, τα σταθερά έσοδα από τις στρίμινγκ επαναλήψεις, και φυσικά η έλευση του ΑΙ. Τα μεγάλα στούντιο αρνούνται να συζητήσουν ουσιαστικά αυτούς τους όρους εξ ου και βρισκόμαστε εν μέσω γενικής απεργίας.

Ο Ντέιβιντ Φίντσερ παρόλ’αυτά, δηλώνει πως «καταλαβαίνω και τις δύο πλευρές», μια εξαιρετικά ατυχής και άστοχη δήλωση από έναν από τους βετεράνους, σημαντικότερους σκηνοθέτες του μοντέρνου Χόλιγουντ. Ειδικά αν μπει δίπλα στην στάση κάποιου σαν του Μπράντλεϊ Κούπερ, ο οποίος αν και ως σκηνοθέτης του Maestro (επίσης ταινία του Netflix, σημειωτέον) μπορούσε να έρθει κανονικά στη Βενετία, επέλεξε να μην το κάνει καθώς η ταυτόχρονη παρουσία του ως ηθοποιός θα υπέσκαπτε το όλο νόημα της κινητοποίησης.

«Δεν ξέρω τι λέει για την κατάσταση της βιομηχανίας», είπε ο Φίντσερ στη συνέντευξη τύπου αναφερόμενος στην απεργία. «Είμαι πολύ λυπημένος, είμαι ανάμεσα στις δύο πλευρές». Σημείωσε πως το Killer γυρίστηκε εν μέσω πανδημίας και πως ο ίδιος δεν θέλει ποτέ ξανά να δουλέψει υπό τέτοιες συνθήκες. Τώρα, χάρη στην παράλογη και αντεργατική στάση των στούντιο η παραγωγή έχει σταματήσει ξανά και η βιομηχανία κινδυνεύει να μπει σε άλλη μια κρίση, αλλά ο Φίντσερ λέει πως «μπορώ να καταλάβω και τις δύο πλευρές και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τις ενθαρρύνουμε να μιλήσουν».

Θυμίζουμε πως η ένωση των στούντιο συνεχίζει να μην απαντά σοβαρά στα βασικά αιτήματα-κλειδιά των σωματείων, εξ ου και οι συνομιλίες έχουν σταματήσει.

Σε κάτι πιο ευχάριστο, μετά την πρεμιέρα του Killer στη Sala Grande ο Φίντσερ φάνηκε να μην καταλαβαίνει καθόλου γιατί ο κόσμος συνέχιζε να χειροκροτά για τόσα λεπτά (μια μακρά παράδοση των κινηματογραφικών φεστιβάλ, που συνοδεύεται από «μετρητή» του standing ovation, μια από τις μεγαλύτερες ανοησίες του σύγχρονου κινηματογραφικού ρεπορτάζ). Κουνάει τα χέρια του απορώντας τι συμβαίνει, και τελικά αφού δεν καταλαβαίνει απλώς ξεκινάει να φύγει– εν μέσω standing ovation.

Νωρίτερα, μιλώντας στους New York Times, ο Φίντσερ θυμάται την προηγούμενη φορά που βρέθηκε στη Βενετία, για το Fight Club, όπου η αντίδραση ήταν, ας το πούμε ευγενικά, διχασμένη.

«Κοίταξα στο κοινό και το νεαρότερο άτομο στη σειρά μας ήταν ο Τζόρτζιο Αρμάνι», θυμάται ο Φίντσερ. «Σκεφτόμουν, ‘δεν είμαι σίγουρος ότι η γκεστ λιστ είναι σωστή για αυτή την ταινία’», η οποία πράγματι σε πρώτη φάση απέκτησε πολύ αρνητική φήμη πριν βρει το κοινό της.

Τι κάνει λοιπόν το Killer ταιριαστό αυτή τη φορά στο φεστιβάλ; «Τίποτα», απαντάει στεγνά ο Φίντσερ. «Η Βενετία είναι highbrow –σημαντικές ταινίες για σημαντικά ζητήματα– και μετά να η δική μας μικρή ταινία».

LA BETE: ΕΝΑ ΓΑΛΛΙΚΟ SCI-FI ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΤΟ ΛΙΝΤΟ ΝΑ ΠΑΡΑΜΙΛΑ

Αν το Poor Things παραμένει φαβορί αυτή τη στιγμή για το Χρυσό Λιοντάρι, τουλάχιστον υπάρχε μια ταινία που δεν θα αφήσει την Επιτροπή να πάρει εύκολα αυτή την απόφαση. Το La Bete είναι η νέα ταινία του Μπερτράν Μπονελό (του πολιτικά εμπρηστικού Nocturama και του φανταστικού πρόσφατου Zombi Child)

με πρωταγωνιστές τους Λέα Σεϊντού και Τζορτζ Μακέι, με ένα μικρό αλλά χαρακτηριστικό ρόλο να κρατά –όπως μας είχε πει κι η ίδια πέρσι την άνοιξη– και η Γκουσλαζί Μαλαντά του Σεντ Ομέρ.

Ο Μπονελό διασκευάζει με πολύ ελεύθερο τρόπο το Θηρίο στη Ζούγκλα του Χένρι Τζέιμς, από το οποίο αντλεί την πρώτη χωροχρονική τοποθέτηση δύο εραστών που διαρκώς έρχονται κοντά όμως πάντα κάποια τραγωδία, κάποιος φόβος, τους κρατά μακριά διαμέσου των αιώνων. Στο (κοντινό) μέλλον, κυριευμένο από την τεχνητή νοημοσύνη, και με τα ανθρώπινα συναισθήματα να θεωρούνται απειλή, η Γκαμπριέλ (Σεϊντού) θα πρέπει να εκμηδενίσει τα πάθη της εξαγνίζοντας το DNA της, κάτι που θα επιτευχθεί πηγαίνοντας πίσω στις παλιές ζωές της. Συναντά τον Λούις, τον μεγάλο της έρωτα, πρώτα στις αρχές του 20ου αιώνα στη Γαλλία εν μέσω μιας πλημμύρας, κι έπειτα στο Λος Άντζελες του 2014, μέσα από οθόνες κι υπό την απειλή μιας έκρηξης βίας. Τι θα σημαίνει αυτό για τη νέα τους συνάντηση, μερικές δεκαετίες από τώρα;

Ο σταθερός συνεργάτης του Μπονελό, διευθυντής φωτογραφίας Ζοσέ Ντεσέζ (που έχει γυρίσει και το εκπληκτικό φετινό Passengers, θα τα πούμε όταν έρθει η ώρα), στήνει αισθητικά την κάθε εποχή με διαφορετικούς κώδικες, ζεστασιά ή ψυχρότητα, η Λέα Σεϊντού είναι μαγευτική αλλά και σαν γεμάτη μυστικά, μοιάζοντας να ανήκει σε όλες τις εποχές και σε καμία, κι ο Τζορτζ Μακέι φέρνει μια καθηλωτική ένταση σε όλες του τις ενσαρκώσεις, καθώς η ιστορία ενός έρωτα –κι άρα ενός φόβου που πάει πάντα μαζί– διαπερνά τις εποχές, τη λογική και τις συμβάσεις.

Εικόνες δημιουργούνται και διαλύονται μπροστά στα μάτια μας, επαναλαμβάνονται, επιστρέφουν και αναπαράγονται καθώς φόβος και μοναξιά περικυκλώνουν δύο εραστές που νιώθουν κάπου βαθιά μέσα τους, ενστικτωδώς, πως βρίσκονται διαρκώς ο ένας στο βαρυτικό πεδίο έλξης της άλλης, ακόμα κι αν δεν μπορούν να κατανοήσουν πλήρως το γιατί. Μια ερωτική ιστορία για την ίδια τη μυθολογία –και τη δημιουργία– των ερωτικών ιστοριών (η ταινία ξεκινά με τη Σεϊντού να παίζει μπροστά σε green screen μια πολύ μετέπειτα κομβική σκηνή, ενώ αργότερα στην ταινία γινόμαστε μάρτυρες της δημιουργίας και της κυριολεκτικής καταστροφής ενός αποθέματος από κούκλες φτιαγμένες από σελιλόιντ), και για το πώς αναμνήσεις, όνειρα και οράματα, ελπίδες, ένστικτα και φόβοι γίνονται ένα μέσα σε έναν τυφώνα ερωτικής επιθυμίας που δεν έχει αρχή ή λογική.

Ο Μπονελό απολαμβάνει κιόλας να παίζει με τα είδη, από το ρομάντσο εποχής με τις περιορισμένες κινήσεις και τους αυστηρούς διαλόγους, μέχρι την επιστημονική φαντασία, το σλάσερ και την ποπ εικονογραφία και μουσική του 20ου αιώνα. Βάζει στο μπλέντερ από Mulholland Drive μέχρι San Junipero, από Κιούμπρικ μέχρι Χένρι Τζέιμς, αλλά φτιάχνει κάτι που όμοιό του τελικά δεν έχουμε δει ξανά. Ο διαπεραστικός τρόμος και η παθιασμένη καρδιά αυτού του μοναδικού φιλμ συγκρίνεται μόνο με την μελαγχολία του.

Το La Bete, ξεκάθαρα ανάμεσα στις ταινίες που περιμένουμε να πάρουν κάποιο πολύ μεγάλο βραβείο αν όχι το Χρυσό Λιοντάρι, έχει διανομή στην Ελλάδα από την Weirdwave.

Το 80ό φεστιβάλ Βενετίας διεξάγεται 30 Αυγούστου ως 9 Σεπτεμβρίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα