Νέες ταινίες: Το Avatar: The Way οf Water είναι το must-see μπλοκμπάστερ γεγονός της σεζόν

Νέες ταινίες: Το Avatar: The Way οf Water είναι το must-see μπλοκμπάστερ γεγονός της σεζόν

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Avatar: The Way of Water

3.5

(Τζέιμς Κάμερον, 3ω10λ)

Στο 13 χρόνια αργότερα σίκουελ της εμπορικότερης ταινίας όλων των εποχών, ο Τζέικ Σάλι (Σαμ Γουόρθινγκτον) κι η οικογένειά του ζουν ειρηνικά στον πλανήτη Πανδώρα μέχρι που η επιστροφή των στρατιωτικών δυνάμεων της Γης αναγκάζει τους Νά’βι να σχηματίσουν ομάδες αντίστασης. Καθώς ο Τζέικ, η Νεϊτίρι (Ζόι Σαλντάνια) και τα παιδιά τους αναγκάζονται να αναζητήσουν νέο καταφύγιο για να προστατευθούν, ταξιδεύουν σε μακρινά χωριά του πλανήτη, όπου γνωρίζουν τις φυλές του νερού. Τα πράγματα εκεί θα αποδειχθούν εχθρικά αλλά με διαφορετικό τρόπο.

Πρώτη αφηγηματική ταινία εδώ και 13 χρόνια (και μόλις δεύτερη τα τελευταία 25) για τον πιο πετυχημένο σκηνοθέτη στην ιστορία του αμερικάνικου box office, οπότε το “Avatar: The Way of Water” είναι μια ντε φάκτο ταινία-γεγονός. Το κατά πόσον τόσα χρόνια αναμονής αξίζαν τον κόπο έχει υποθέτω να κάνει με τις προσδοκίες καθενός, αλλά αυτό που μπορούμε με σιγουριά να πούμε είναι πως, αν περιμένατε μία ταινία του Τζέιμς Κάμερον, με αυτό το σίκουελ είναι σα να παίρνετε πολλές σε συσκευασία μίας. Έχεις από τους «πεζοναύτες στο διάστημα» του “Aliens” μέχρι τις φιλοσοφικές αναζητήσεις περί σώματος και συνείδησης των “Εξολοθρευτών” κι από ένα εκπληκτικό τελευταίο set piece δράσης α λα “Τιτανικός” μέχρι –περισσότερο από κάθε τι άλλο– όλη την σπουδαία “Άβυσσο”: Μια κυριολεκτική υδάτινη εμβύθιση, με οικογενειακούς δεσμούς σε κρίση και μια εξωγήινη παρουσία στο ρόλο της συλλογικής συνείδησης που οι άνθρωποι έχουμε χάσει.

Υπό αυτή την οπτική, δεν είναι τελικά περίεργο αλλά ούτε και δυσάρεστο όταν αποδεικνύεται πως σχεδόν κάθε δραματικό στοιχείο και κάθε μοτίβο της περιπέτειας το έχουμε συναντήσει ξανά, και συχνά μάλιστα στις ίδιες τις ταινίες του Κάμερον. Ξέρει όμως πολύ καλά τι κάνει και υπάρχει γοητεία και –γιατί όχι– και μια κάποια ελευθερία στο να παρακολουθείς κάποιον να παίζει τόσο αποτελεσματικά τα χιτς. Ειδικά καθώς φαίνεται στην πορεία πως ίσως εν τέλει να πρόκειται και για κάτι παραπάνω από αυτό.

Αποφασισμένο να χρησιμοποιήσει όλο τον χρόνο κι όλο του τον χώρο, σα να λέει «τώρα που επιτέλους ήρθατε, θα κάτσετε να σας τα πώ», το φιλμ περνάει το μεγαλύτερο μέρος του πρώτου μισού της διάρκειάς του απλώς κάνοντας βόλτες στον θαυμαστό κόσμο του, με καλά τοποθετημένα διαλείμματα για τις απαραίτητες επεξηγήσεις. Είναι περίπου σαν το National Geographic ντοκιμαντέρ ενός κατασκευασμένου κόσμου που φαντάστηκε ένας άνθρωπος που έχει ταξιδέψει σε κάθε γωνιά του αληθινού κόσμου.

Με αναφορές σε υπαρκτές πολυνησιακές κουλτούρες, με αφηγηματικές αναφορές σε πρώιμο γουέστερν επανατοποθετημένο (και θεματικά αναποδογυρισμένο) σε εξωγήινους κόσμους, και με μια αίσθηση εξερεύνησης που συμπεριλαμβάνει από αφιλόξενες γωνιές του ωκεανού μέχρι μια σειρά από νέα πλάσματα, το “Avatar: The Way of Water” μοιάζει όχι απλά με αποτελεσματικό world building, αλλά με την παρανοϊκή απόφαση ενός δημιουργού να χτίσει ξανά τον κόσμο από την αρχή, αποφασίζοντας τι θα έκανε εκείνος διαφορετικά αν μπορούσε.

(Η ταινία ζητά από τον θεατή ας πούμε να ακολουθήσει με απόλυτα ειλικρινή τρόπο την περιπέτεια μιας φάλαινας με υποτιτλισμένους διαλόγους. Γιατί όχι;)

Μέσα σε αυτό τον κόσμο, σταδιακά μαθαίνουμε περισσότερα για τοπικές συνήθειες αλλά και για τοπικές απειλές, για τους τοπικούς ήρωες και τους τοπικούς δαίμονες. Μέσα από εντελώς γνώριμα αφηγηματικά στάδια, ο Κάμερον χτίζει τελικά προς κάτι όχι ακριβώς απρόσμενο, αλλά περιέργως καινοτόμο σε σχέση με τις άλλες ιστορίες του. Ακολουθεί τις περίπλοκες οικογενειακές δυναμικές, τις υπαρξιακές sci-fi αναζητήσεις περί σώματος, συνείδησης και μνήμης, και τις συγκρούσεις που σιγοβράζουν για δυόμιση ώρες, σε ένα τελικά εκστατικό τελευταίο act. Αποστομωτικό ως δράση και αγνά συγκινητικό ως θεματική κατακλείδα, το αποκορύφωμα αυτό του φιλμ είναι από τα κορυφαία σημεία της φιλμογραφίας του Κάμερον.

Κι εκεί, εν τέλει, τα πάντα πίσω στη βάση επιστρέφουν. Σε ιδέες αλληλοκατανόησης ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, στις διαφορετικές φυλές και στα διαφορετικά στάδια ανθρώπου-μηχανής-εξωγήινου. Σε ιδέες αρμονίας με τη φύση. Σε ιδέες αναζήτησης και πλήρους αμφισβήτησης του «εαυτού» (όπως εξερευνάται μέσα από τον συναρπαστικό εδώ Κουάριτς του Στίβεν Λανγκ, έναν χαρακτήρα οπωσδήποτε γεννημένο μέσα από το υποσυνείδητο του Κάμερον).

Τίποτα από αυτά μπορεί να μην είναι απίστευτα βαθύ ή ριζοσπαστικό, όμως ο Κάμερον –υποτιμημένος ως σεναριογράφος για ακόμη μια φορά– ξέρει ακριβώς πώς να δομήσει μια αχανή περιπέτεια ώστε να μοιάζει απολύτως συναρπαστική, οικεία και σαφής. Προσφέρει ασφάλεια και γνώριμους κώδικες για να μας βοηθήσει να νιώσουμε σαν στο σπίτι μας μέσα σε ένα πανέμορφο άγνωστο κόσμο, εκεί όπου τελικά και αντικατοπτρίζεται κάθε όραμα ενός καλύτερου Εγώ μας. Και τελικά καταφέρνει να μεγαλώσει τον κόσμο του με τρόπο οργανικό, χωρίς ειρωνείες, χωρίς κλεισίματα του ματιού, χωρίς easter eggs: Στο τέλος, όλο αυτό το σύμπαν μοιάζει πιο μεστό, και πιο έτοιμο να μας προσφέρει κι άλλες περιπέτειες.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο Τζέιμς Κάμερον στο News24/7

Χειροπαλαιστής

*****

(Γιώργος Γούσης, 1ω17λ)

Ο Παναγιώτης, ένας χειροπαλαιστής που ζει στην επαρχία, δεν αντέχει άλλο τη νοοτροπία της μικρής κοινωνίας και μετακομίζει στην Αθήνα για να κυνηγήσει τα όνειρα του και να ασχοληθεί πιο επαγγελματικά με το άθλημα της χειροπάλης. Εκεί, οι επιλογές του θα τον φέρουν αντιμέτωπο σ’ έναν αγώνα «μπρα ντε φερ» με τον πιο δύσκολο αντίπαλό του: τον εαυτό του.

Με φόντο μια σύγχρονη Ελλάδα βουτηγμένη στην Κρίση, από την απομόνωση της επαρχίας μέχρι την αστική απόγνωση της Αθήνας, μια ιδιότυπη διαδρομή ενηλικίωσης φανερώνεται στο προσωπικό, γεμάτο αντιφάσεις ταξίδι ενός κατεξοχήν κινηματογραφικού ήρωα– αστείου, υπαρξιακού, δραματικού, όλα την ίδια στιγμή.

Ο Γιώργος Γούσης των “Μαγνητικών Πεδίων” παίρνει ένα γλυκόπικρο, αγνά αστείο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ που είχε γυρίσει με αντικείμενο τον αδερφό του και το επεκτείνει σε ένα μεγάλου μήκους πικρό αστικό αστείο. Ενδιαφέρον ως δομή (ποτέ δεν είναι απολύτως σαφές τι είναι παρατήρηση και τι είναι κατασκευή, και δεν έχει και καμία σημασία, εν τέλει) και πιο μεστό από όσο αρχικά πιθανώς μοιάζει, το φιλμ επιβεβαιώνει τον Γούση ως σκηνοθέτη με εξαιρετικά ένστικτα και τον έτερο Γούση ως μια αληθινά δίχως προηγούμενο κινηματογραφική(;) περσόνα.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Πώς ο Γιώργος Γούσης έκανε ντοκιμαντέρ για τον αδερφό του, τον χειροπαλαιστή

Zombi Child

4 / 5

(Μπερτράν Μπονελό, 1ω43λ)

Ο σκηνοθέτης των έτσι κι αλλιώς θεματικά επιθετικών “Nocturama” και “House of Tolerance” παραδίδει την πιο vibes-only ταινία της φιλμογραφίας του, χρησιμοποιώντας με δημιουργική ελευθερία έννοιες του φανταστικού όπως τα τα ζόμπι και το βουντού, για να αφηγηθεί μια μυσταγωγική ιστορία πολιτιστικής κληρονομιάς, εκμετάλλευσης, θυμού και ενοχής.

Στην Αϊτή του 1962 ένας άνδρας επιστρέφει από τους νεκρούς αλλά βρίσκεται σκλάβος σε φυτεία ζαχαροκάλαμων ενώ δεκαετίες μετά, η εγγονή του βρίσκεται σε ένα μοντέρνο περιβάλλον αφομοίωσης σε εστέτ σχολείο του Παρισιού, να εξομολογείται στις φίλες της μια αλήθεια που θα ανοίξει τους ασκούς του αιόλου. Ο Μπονελό ακολουθεί τις δύο διακριτές ιστορίες του υπομονετικά πριν τις φέρει σε μια –τελικά αναπόφευκτη– κοινή κορύφωση, προσδίδοντας μέσα από το στήσιμο, την κίνηση της κάμερας, τις χρωματικές υφές και το υπνωτιστικό ηχοτοπίο μια ονειρικά απόκοσμη αίσθηση στην παραβολή του.

Μας ταξιδεύει στην Αϊτή του 1962 και στο Παρίσι του σήμερα, μπλέκοντας το ένοχο παρελθόν της γαλλικής αποικιοκρατίας με ιστορίες αληθινών ζόμπι, βουντού, κομματιών της Ριάνα, όλα παιγμένα σαν το πιο “French Horror Story” αρρωστημένο επεισόδιο “Gossip Girl”. Απλά μοναδικό.

Νυχτερινοί Επισκέπτες

3 / 5

(“Le Passagers de la Nuit / The Passengers of the Night”, Μίκαελ Ερς, 1ω51λ)

Με φόντο την εκλογή του Μιτεράν στη Γαλλία το 1981, μια γυναίκα έχει μόλις δει τον γάμο της να τελειώνει και τώρα πρέπει να αναζητήσει δουλειά για να φροντίσει τα παιδιά της. Θα βρεθεί να δουλεύει στην αγαπημένη της ραδιοφωνική εκπομπή, κι εκεί μαζί με έναν νέο κόσμο που της ανοίγεται και νέες ευθύνες που της αναλογούν, θα γνωρίσει και νέους ανθρώπους που θα καθορίσουν τη ζωή της– ανάμεσά τους μια μοναχική έφηβη την οποία παίρνει αμέσως υπό την προστασία της.

Η Σαρλότ Γκενσμπούργκ απολαμβάνει να παίζει μέσα από μικρές κινήσεις και αντιδράσεις έναν εντελώς ανθρώπινο και απτό χαρακτήρα, σε ένα δράμα εποχής που ποτέ δεν νιώθει άσχημα με το εύρος του ή με την σαφήνειά του. Ο Μίκαελ Ερς του επίσης καλού “Αμάντα”, απολαμβάνει να ξετυλίγει κουβάρια προσωπικών ιστοριών και να σκιαγραφεί περίπλοκους ανθρώπους δίχως ποτέ να κραυγάζει– δίνοντας πάντα ως πλαίσιο αυτών των εντελώς αναγνωρίσιμων και συνηθισμένων στιγμών, κάποια κοσμοϊστορικά (με τους διαφορετικούς τρόπους τους) γεγονότα.

Εδώ αφήνει τη χροιά της εικόνας του να είναι θαμπή με έναν νοσταλγικά αναγνωρίσιμο, ζεστό τρόπο, βουτώντας πλήρως στην ‘80s εσάνς. Αφήνοντας την ηρωίδα του να πει την ιστορία της την ίδια στιγμή που ζει μια Ιστορία που δεν μπορεί καν να αντιληφθεί. Αυτή αποκοπή στιγμής και ιστορικότητας έχει και πάλι ενδιαφέρον, ακόμα κι αν σε σημεία θα ευχηθείς το ίδιο το δράμα να μπορούσε να είναι έστω ελαφρώς πιο καθηλωτικό.

Ραμπιγιέ Κουρνάζ Εναντίον Τζορτζ Μπους

3 / 5

(“Rabiye / Rabiye Kurnaz vs. George W. Bush”, Αντρέας Ντρέσεν, 1ω59λ)

Ο γιος της Ραμπιγιέ, μας τουρκικής καταγωγής γυναίκας που ζει στη Γερμανία, φυλακίζεται στο Γκουαντάναμο δίχως φωνή και δίχως ακρόαση. Τότε εκείνη ξεκινά έναν πολυετή αγώνα στη Γερμανία και στις ΗΠΑ προκειμένου ο γιος της να μπορέσει να βρει το δίκιο του και να απελευθερωθεί. Βασισμένο σε αληθινή ιστορία, το φιλμ διαθέτει πολλές απρόσμενες τονικές αναστροφές προς την ελαφρότητα και το χιούμορ, που βοηθούν να υπογραμμιστεί ο παραλογισμός ενός συστήματος με μιας σχεδόν φυσική ροπή προς τον φασισμό. Για την ακρίβεια, είναι μόνο όταν η ταινία αγκαλιάζει πλήρως τα συγκινησιακά της στοιχεία που χάνει, μιας και το τονικό πείραμα του Ντρέσεν στέφεται κατά τα άλλα με επιτυχία.

Ακόμα κυκλοφορούν

Το Πολικό Εξπρές: Το χριστουγεννιάτικο παραμύθι του Ρόμπερτ Ζεμέκις επανακυκλοφορεί στις αίθουσες. Πρωτοπόρο ως προς την εξερεύνηση της motion capture τεχνολογίας στο σινεμά (χωρίς αυτό ίσως να μην υπήρχε το “Avatar” ας πούμε) παραμένει ωστόσο απόκοσμο δείγμα της λεγόμενης uncanny valley (όταν ψεύτικα πράγματα προσομοιάζουν τον ρεαλισμό αρκετά ώστε να μοιάζουν αποκρουστικά) και με μια πλοκή που δεν τσουλάει. (2*)

Délicieux, Το Πρώτο Εστιατόριο: Στη Γαλλία του 1789, λίγο πριν την Επανάσταση, η γαστρονομία αποτελεί αυστηρά τομέα των αριστοκρατών. Το κύρος ενός αριστοκρατικού οίκου εξαρτάται αποκλειστικά από την ποιότητα και τη φήμη του τραπεζιού του. Όταν ο μάγειρας Μανσερόν σερβίρει ένα μη εγκεκριμένο πιάτο δικής του εμπνεύσεως σε ένα δείπνο που παραθέτει ο αυτοαποκαλούμενος Δούκας του Σαμφόρ, οι επιπτώσεις είναι σκληρές.

Ιστορία(-ες) του Κινηματογράφου: Το επικό έργο του Ζαν-Λικ Γκοντάρ για την ιστορία, τη γέννηση (και το τέλος;) του κινηματογράφου. Ένα δοκίμιο που ανατρέχει σε εμβληματικές στιγμές της πορείας του μέσου, τις απομονώνει, τις επανατοποθετεί, τις επανεξετάζει, διερωτώμενο τελικά για την ίδια τη σημασία και τον ρόλο των όσων ποτέ (κινηματογραφικώς) διατυπώθηκαν. Ή και όσως βρέθηκαν ανάμεσα στις γραμμές– και τους ήχους. (5*)

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα