Η Κατερίνα Μπαρμπιέρι Camille Blake

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΠΑΡΜΠΙΕΡΙ, Η ΣΠΟΥΔΑΙΑ ΜΟΥΣΙΚΟΣ ΜΙΛΑ ΣΤΟ NEWS 24/7 ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΣΤΑ ΓΙΑΝΝΕΝΑ

Η Ιταλίδα συνθέτρια ηλεκτρονικής μουσικής μίλησε στο Magazine λίγο πριν την πολυαναμενόμενη συναυλία της στο κάστρο του Ιτς Καλέ στο πλαίσιο της έκθεσης “Plásmata II: Ioannina” της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση και του Movement Radio.

Δέκα χρόνια έχουν περάσει από τότε που η Κατερίνα Μπαρμπιέρι κυκλοφόρησε το ντεμπούτο της, υπάρχει όμως ακόμη μία παρανόηση γύρω από το έργο της που ενοχλεί την Ιταλίδα συνθέτρια. «Αυτό που δεν αντέχω είναι όταν χαρακτηρίζουν τη μουσική μου ambient» λέει στο Magazine. «Καταλαβαίνω ότι είναι ο εύκολος και τεμπέλικος τρόπος για να μιλήσεις για μια μουσική που δεν έχει καθορισμένο ρυθμό ή δεν χρησιμοποιεί τύμπανα. Όμως η ambient είναι ένα πολύ συγκεκριμένο είδος με το οποίο δεν ταυτίζομαι. Η μουσική μου, δεν έχει ήχους από τύμπανα, κουβαλά όμως πολλή ενέργεια και ένταση. Είναι πολύ κινητική».

Έχουν γραφτεί πολλά ακόμη για εκείνη και είναι εμφανές το μελλοντολογικό μοτίβο όσον αφορά την κριτική αποτίμηση των δίσκων και των συναυλιών της, κάτι που η Μπαρμπιέρι αναγνωρίζει και παρατηρεί με ενδιαφέρον. «Προφανώς δεν θέλω η μουσική μου να ακούγεται συντηρητική. Και μου αρέσει που ο κόσμος την αντιλαμβάνεται σαν να έρχεται από το μέλλον. Για μένα όμως όταν ακούς καλή μουσική όλες αυτές οι κουβέντες περί κατηγοριοποίησης παύουν να έχουν νόημα» λέει, τονίζοντας ότι αναζητά την έμπνευση ακόμα και στο μακρινό της παρελθόν. «Νομίζω ότι η μουσική μου προκαλεί συζητήσεις για τη σχέση καλλιτέχνη και τεχνολογίας. Συνδέεται πολύ με έννοιες όπως είναι η πρωτοπορία εξαιτίας της τεχνολογίας που χρησιμοποιώ για να τη δημιουργήσω». Το κατεξοχήν «εργαλείο» της είναι τα modular σινθεσάιζερ – σταθερά παρόντα σε κάθε της δουλειά μέσα σε στούντιο και πάνω σε σκηνές. Η διαδικασία όμως της σύνθεσης και της ηχογράφησης της μουσικής της αλλάζει από άλμπουμ σε άλμπουμ, από το πρώτο της Vertical (2014) μέχρι το φετινό Myuthafoo. «Είναι απρόβλεπτη και τυχαία διαδικασία. Για μένα η μόνη βεβαιότητα αφορά την αφοσίωση σε αυτό που κάνω, θέλω δηλαδή να περνάω πολύ χρόνο με τα όργανα και τα μηχανήματα, να πηγαίνω στο στούντιο κάθε μέρα». Εκτός φυσικά και αν είναι σε περιοδεία – ή όπως αυτή την περίοδο που αφήνει πίσω της το Μιλάνο, όπου πέρασε τα χρόνια της πανδημίας, για να επιστρέψει στο «gentrified μα ακόμη πολύ ενδιαφέρον» Βερολίνο.

«Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει σταθερή επαφή με το στούντιο. Πρέπει να δημιουργείς τις συνθήκες που θα σου επιτρέψουν να εκφράσεις τη δημιουργικότητά σου. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορείς να την ελέγξεις απόλυτα ώστε να καταλήξεις σε μια συγκεκριμένη συνταγή. Δεν μπορώ να γράψω μουσική μόνο με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Όπως δεν μπορώ να ακούω μόνο ένα συγκεκριμένο στιλ», λέει αν και από τότε που ως έφηβη ακόμα έκανε μαθήματα κλασικής κιθάρας στο ωδείο, είχε μια έφεση σε «περίεργα» genres. «Άκουγα μεν κλασική μουσική γιατί έπαιζα κλασική κιθάρα, μου άρεσε όμως πάρα πολύ να ακούω και avant garde συνθέτες και στην εφηβεία μου άρχισα να πηγαίνω σε noise, metal και drone συναυλίες». Επισημαίνει ότι ο «θόρυβος» την οδήγησε στην ηλεκτρονική μουσική και θυμάται την «πετριά» της με ζόρικες μπάντες από την Ιαπωνία όπως οι αξιόμαχοι doom/sludge «μεταλάδες» Corrupted.

Μα ούτε καν όταν ήσουν μικρό παιδί δεν σου άρεσε η ποπ μουσική; της λέω. «Άκουγα ποπ όταν ήμουν στο δημοτικό. Θυμάμαι να πηγαίνω με τον μπαμπά μου τα Σάββατο στα δισκάδικα και να μου αγοράζει CD τέτοιων καλλιτεχνών. Είμαι παιδί των 90s, θέλοντας και μη έχω επηρεαστεί και από την ποπ μουσική εκείνης της δεκαετίας» λέει και η κουβέντα, όσον αφορά τη μουσική, ποπ και μη, οδηγείται στην τρέχουσα. «Είμαι σίγουρη ότι δεν μου αρέσουν πολλά πράγματα αλλά προτιμώ να σκέφτομαι όσα μου αρέσουν» λέει. Εντάξει, αλλά δεν μπορεί να ακούς συνέχεια noise. «Έχω ένα πολύ ευρύ φάσμα ακουσμάτων» απαντά αν και δυσκολεύεται πραγματικά να αναφερθεί σε συγκεκριμένα ονόματα. Εντάξει, ας το κάνουμε αλλιώς, επιμένω. Ποιο είναι το τελευταίο τραγούδι που άκουσες στο Spotify; «Το καινούριο single των Slowdive. Μόλις κυκλοφόρησε. Είναι, ξέρεις, στο κλασικό shoegaze και dream pop μοτίβο τους. Ναι, λοιπόν, το shoegaze είναι μια από τις μεγαλύτερες επιρροές μου. Είχα εμμονή και με αυτή τη μουσική στην εφηβεία μου, ειδικά με τους My Bloody Valentine. Η ακρόαση των δίσκων τους υπήρξε για μένα μια από τις πιο καθοριστικές εμπειρίες της ζωής μου. Την πρώτη φορά που άκουσα τη μουσική τους δεν ήμουν καθόλου προετοιμασμένη γι’ αυτό που με περίμενε. Κανείς όμως δεν μπορεί να σε προετοιμάσει για τον ήχο των My Bloody Valentine. Ένιωσα σαν να είχα προσγειωθεί σε άλλο πλανήτη. Η μουσική τους είναι τόσο ογκώδης και δυνατή που σου δημιουργεί μια αίσθηση διάλυσης του ήχου. Αυτό ακριβώς το αίσθημα ήταν που με έκανε να ερωτευτώ και την ηλεκτρονική μουσική. Αυτή η σωματική εμπειρία του να σε κατακλύζει ο ήχος και σχεδόν να μετατρέπεσαι σε αέρα. Σου περιγράφω, όπως καταλαβαίνεις, κάτι διαφορετικό από την ambient» λέει, επιστρέφοντας στην αρχή της συζήτησης, οπότε της θυμίζω ότι συχνά το όνομα της τοποθετείται στην ίδια πρόταση με του Μπράιαν Ίνο.

Οι χώροι στους οποίους μου έχει δοθεί η ευκαιρία να παίξω ζωντανά έχουν διαμορφώσει τη μουσική μου, τον τρόπο που σκέφτομαι και συνθέτω.

«Είναι φυσικά μεγάλη μου τιμή, λατρεύω τη μουσική του, τον τρόπο με τον οποίο χρησιμοποιεί τα σινθεσάιζερ, αλλά και τις έννοιες του χρόνου και του περιβάλλοντος χώρου. Αποτελεί πηγή έμπνευσης για μένα κυρίως γιατί μου δημιουργεί την εντύπωση ότι η μουσική είναι για εκείνον, όπως και για μένα, μια βαθιά ανάγκη. Με κατακλύζει ένα αίσθημα κατεπείγοντος για να εκφραστώ, όπως έχω την ανάγκη να τραφώ για να ζήσω. Γι’ αυτό και δεν με νοιάζουν ιδιαίτερα οι χαρακτηρισμοί και όσα λέγονται για τη μουσική μου. Όχι ότι δεν είναι σημαντικό το feedfback. Φυσικά και είναι. Χωρίς feedback είναι πιθανό να σταματήσεις να κάνεις μουσική. Δημιουργείς μουσική για να τη μοιραστείς με τον κόσμο. Προσωπικά αναζητώ τον διάλογο με το κοινό ειδικά στις ζωντανές μου εμφανίσεις. Το feedback γίνεται κομβικό κομμάτι του ίδιου του σόου».

Κατερίνα Μπαρμπιέρι Furmaan Ahmed


«Η Μπαρμπιέρι έχει συνηθίσει να ακούει τη μουσική της σε περίεργα μέρη. Εν μέρει ψυχεδελική και εκκλησιαστική, τα αυστηρά ηχοτοπία της έχουν μία ψυχοσωματική καθαρτική επίδραση που λειτουργεί καλύτερα σε μη τυπικούς χώρους, από ερειπωμένες εκκλησίες μέχρι λατομεία μαρμάρου και πολυόροφα πάρκινγκ αυτοκινήτων – οπουδήποτε δεν μπορείς να πιάσεις την κουβέντα στο μπαρ. Με μια στοίβα από modular σινθεσάιζερ και μια έκρηξη ξηρού πάγου, μια ζωντανή της εμφάνιση μετατρέπει κάθε κτίριο σε όργανο. Και με τον ίδιο τρόπο που η ισχύς της απογυμνωμένου techno δείχνει να πολλαπλασιάζεται όταν ακούγεται μέσα σε μια αποθήκη, ο ψυχο-ακουστικός μινιμαλισμός της απαιτεί υπερμεγέθη αρχιτεκτονική». Αυτά σημειώνονται στο πρόσφατο μακροσκελές cover story της συνθέτριας στο περιοδικό MixMag.

«Οι χώροι στους οποίους μου έχει δοθεί η ευκαιρία να παίξω ζωντανά έχουν διαμορφώσει τη μουσική μου, τον τρόπο που σκέφτομαι και συνθέτω. Οι πρώτες μου συναυλίες ήταν σε μεγάλους βιομηχανικούς χώρους, όπως το Kraftwerk στο Βερολίνο, ένα αχανές εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Παίζοντας λοιπόν σε χώρους με πολλή αντήχηση (reverb), μου γεννήθηκε η επιθυμία να πειραματιστώ με συγκεκριμένους ήχους και μελωδικά μοτίβα που θα μου επέτρεπαν να ακούω την κατακλυσμιαία επίδραση του ήχου μέσα στο χώρο. Μέσω της αντήχησης ήταν σαν ο ίδιος ο χώρος να προσέθετε άλλη ένα επίπεδο στη μουσική μου. Είναι ένα ηχητικό πινγκ πονγκ. Ο χώρος στις συναυλίες μετατρέπεται μετατρέπεται σχεδόν σε ζωντανό οργανισμό που προσθέτει μουσικότητα στις συνθέσεις μου» λέει στο Magazine του NEWS 24/7, επισημαίνοντας όμως και ότι όλο αυτό που περιγράφει συνέβαινε ανέκαθεν σε συγκεκριμένους χώρους, πολύ πριν από την έλευση της ηλεκτρονικής μουσικής. «Συνέβαινε, για παράδειγμα, στις εκκλησίες με τις χορωδίες και τα πολυφωνικά σύνολα. Τραγουδώντας τα μέλη τους αντιλαμβάνονταν την ηχητική διαστρωμάτωση του χώρου», κάτι που για την ίδια δεν απέχει πολύ και από αυτό που βιώνει ο κόσμος στο πιο ξακουστό club του πλανήτη. «Είναι προφανές ότι η ακουστική του Berghain έχει επηρεάσει πολύ τις παραγωγές της techno μουσικής. Ο ήχος εκεί μέσα είναι τεράστιος, με πολλή αντήχηση, σκοτεινός και σπηλαιώδης, ενώ οι πρώιμες techno παραγωγές ήταν πολύ “στεγνές”».

Δεν είναι ότι η Μπαρμπιέρι παίζει ζωντανά μόνο σε «μη τυπικούς χώρους», όπως τονίζει το MixMag. Παίζει, κι ας μην είναι η καλύτερή της, και σε απολύτως τυπικούς, όπως είναι ένα μεγάλο φεστιβάλ σαν το Primavera Sound της Βαρκελώνης. «Στο Primavera έχω παίξει δύο φορές. Την πρώτη έπαιξα στο κλειστό αμφιθέατρο όπου συνήθως παρουσιάζεται πιο πειραματική μουσική. Ήταν πολύ ωραία συναυλία. Την επόμενη φορά, πέρυσι δηλαδή, έπαιξα σε μια μεγάλη ανοιχτή σκηνή και μου φάνηκε περίεργο. Ένιωθα σαν να είμαι σε σούπερ μάρκετ. Το κοινό ήταν μεγαλύτερο αλλά όχι προσεκτικό. Σε τέτοιους γιγάντιους χώρους είναι δύσκολο να συνδεθείς με το κοινό, νιώθεις ότι είναι πολύ μακριά σου, είναι μια εμπειρία που ένιωσα να με αλλοτριώνει».

Ακριβώς γι’ αυτό ούτε θέλει ούτε μπορεί να κρύψει τη χαρά της που την Πέμπτη 29 Ιουνίου θα παίξει ζωντανά στο κάστρο του Ιτς Καλέ στο πλαίσιο της έκθεσης “Plásmata II: Ioannina” της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση ως καλεσμένη του Movement Radio της Στέγης που έχει αναλάβει την επιμέλεια Μουσικής της έκθεσης (Διεύθυνση Movement Radio: Voltnoi & Quetempo). «Είμαι ευγνώμων που θα έχω την ευκαιρία να παίξω σε ένα τόσο όμορφο χώρο. Κατά κανόνα επεξεργάζομαι και το οπτικό κομμάτι των συναυλιών μου με ένα site specific τρόπο ώστε να δημιουργήσω ένα διάλογο ανάμεσα στη μουσική, τον χώρο και το κοινό. Έτσι θα κάνω και τώρα. Θα προσπαθήσω να δημιουργήσω μια έντονη, ατμοσφαιρική εμπειρία. Ειδικά αυτή την περίοδο παίζω πολύ δυνατά».

Για το τέλος αφήσαμε την Τεχνητή Νοημοσύνη. «Νομίζω ότι υπάρχουν ενδιαφέρουσες πτυχές. Ως μουσικός δεν φοβάμαι την Τεχνητή Νοημοσύνη. Προς το παρόν. Μπορεί να προσφέρει κάποια εργαλεία που μπορούν να ενταχθούν στη δημιουργική διαδικασία. Δεν νομίζω ότι θα υποκαταστήσει ποτέ ολοκληρωτικά την καλλιτεχνική δημιουργία. Είναι αυτό που σου είπα νωρίτερα. Οι καλλιτέχνες δεν δημιουργούν τέχνη απλώς και μόνο για να το κάνουν ή γιατί το βλέπουν τη ζωή μόνο μέσα από ένα καπιταλιστικό πρίσμα και νοιάζονται μόνο τα λεφτά. Όχι, οι καλλιτέχνες έχουν ανάγκη να εκφραστούν. Οι καλλιτέχνες θέλουν να τρώγονται με τα ρούχα τους, δεν τα θέλουν όλα λυμένα. Η Τεχνητή Νοημοσύνη είναι απλά άλλο ένα εργαλείο που ακόμα κι αν γεννήσει κάποιες ιδέες, το μυαλό του ανθρώπου θα πρέπει μετά να τις φιλτράρει και να τις επεξεργαστεί. Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ τέτοιες εφαρμογές, όχι ακόμα τουλάχιστον, αλλά με τα modular synths και sequencers αυτό που κάνω είναι υπό μία έννοια μια μορφή τεχνητής νοημοσύνης. Δηλαδή ρυθμίζω παραμέτρους, τα μηχανήματα παράγουν κάποια πράγματα, και μετά εγώ τα φιλτράρω. Η μουσική είναι μια διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τη μηχανή».

Στο πλαίσιο της έκθεσης “Plásmata II: Ioannina” της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση η Caterina Barbieri θα εμφανιστεί την Πέμπτη 29 Ιουνίου στο κάστρο του Ιτς Καλέ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα