Ο δράστης, σε ποσοστό 90% σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις,  είναι ένα γνώριμο άτομο για την επιζώσα, προέρχεται από το περιβάλλον και τις σχέσεις της. Getty Images/iStockphoto

ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΜΕ ΜΕ ΤΑ ΣΤΕΡΕΟΤΥΠΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΒΙΑΣΜΟ

Υπάρχουν ακόμα αντιλήψεις που αναπαράγουν και διαιωνίζουν την κουλτούρα βιασμού, αντιστρέφοντας την ευθύνη από τους δράστες στα θύματα.

Κάθε φορά που ένα «γυαλιστερό» πρόσωπο κατηγορείται για βιασμό, ανασύρονται με ιλιγγιώδη ταχύτητα στη δημόσια σφαίρα επιχειρήματα από το σκοτεινό σεντούκι της πατριαρχίας που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του θύματος και στην υπεράσπιση του θύτη. Το ίδιο συνέβη εσχάτως στην υπόθεση καταγγελίας για βιασμό και σωματική βία εις βάρος του Ευρωβουλευτή Αλέξη Γεωργούλη. Με το που ανακοινώθηκαν το αίτημα άρσης της ασυλίας του και οι κατηγορίες που τον βαραίνουν, χωρίς καμία περίσκεψη και φειδώ, τα social media κατακλύστηκαν από μια χυδαία ρητορική που είχε στον πυρήνα της τα στερεότυπα για το βιασμό.

Κανένα άλλο έγκλημα δεν περιβλήθηκε από τόσες μυθοπλασίες, όσο ο βιασμός. Πρόκειται για αντιλήψεις γερά εδραιωμένες στην κοινωνική συνείδηση, οι οποίες διαπερνούν την απόκριση και τη μεταχείριση των θεσμών απέναντι στα αιτήματα δικαιοσύνης. Αντιλήψεις που αναπαράγουν και διαιωνίζουν την κουλτούρα βιασμού, αντιστρέφοντας την ευθύνη από τους δράστες στα θύματα. Μόνο που μετά από εκατοντάδες μελέτες, έρευνες, στατιστικές, μαρτυρίες που αποκαλύπτουν την αλήθεια, θα έπρεπε να είχαμε ξεμπερδέψει μ’ αυτά. Μετά από τόση γνώση και εμπειρία θεμελιωμένη στα οδυνηρά βιώματα χιλιάδων θηλυκότητων στον κόσμο, θα περίμενε κανείς η κοινωνία να στέκεται με περισσότερη σοφία, ενσυναίσθηση και διαύγεια σ’ αυτά τα ζητήματα αντί – ένα μέρος της τουλάχιστον – να πλειοδοτεί στη χυδαιότητα.

Ένα κομμάτι του δημόσιου λόγου αποδέχεται τον βιασμό ως αδιαμφισβήτητο συμβάν μόνο σε μια συγκεκριμένη τυποποίηση του, όταν δηλαδή διαπράττεται από κάποιον άγνωστο τύπο με τερατώδη χαρακτηριστικά, με τη χρήση έντονης σωματικής βίας, απέναντι σ’ ένα θύμα που αντιστέκεται σωματικά και το οποίο φέρει συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά που εφάπτονται με τις εθνικοχριστιανικές πατριαρχικές επιταγές του «αμόλυντου» και «άσπιλου». Στην πραγματικότητα ένα πολύ μικρό ποσοστό βιασμών διαπράττονται σε τέτοιες συνθήκες.

Στη συντριπτική πλειονότητα των βιασμών δε χρησιμοποιείται σωματική βία. Η συναίνεση είναι το κριτήριο και όχι τα τεκμήρια σωματικής βίας. Εάν υπάρχει συναίνεση σε μια κατάσταση που το υποκείμενο είναι σε θέση να εκφράσει ελεύθερα και ενεργά τη συναίνεση του. Ο δράστης, σε ποσοστό 90% σύμφωνα με τις διεθνείς εκτιμήσεις, είναι ένα γνώριμο άτομο για την επιζώσα, προέρχεται από το περιβάλλον και τις σχέσεις της. Δε φέρει τη σφραγίδα του βιαστή. Δεν είναι απαραίτητα «άσχημος», «αποτυχημένος», «αντικοινωνικός». Οι βιαστές μπορεί να είναι και άτομα που εμπίπτουν στις κυρίαρχες νόρμες για την ομορφιά, μπορεί να έχουν πετυχημένες επαγγελματικές πορείες και να απολαμβάνουν κοινωνική αναγνώριση, να είναι δημοφιλείς και έξυπνοι. Ούτε ψυχικά ασθενείς είναι. Αντίθετα η ευκολία με την οποία χρησιμοποιείται η στρατηγική της ψυχιατρικοποίησης επιτείνει το στιγματισμό της ψυχικής νόσου.

Το κίνητρο δεν είναι το σεξ αλλά η άσκηση εξουσίας, γι’ αυτό και είναι εντελώς στρεβλό και ανυπόστατο το ούτως ή άλλως προβληματικό επιχείρημα «δεν είχε ανάγκη να βιάσει, μπορούσε να έχει όποια θέλει».

Γενικά, οι βιαστές δεν είναι μια ιδιαίτερη κάστα ανδρών που έχουν σφυρηλατηθεί σε σπηλιές. Είναι καθημερινοί άνδρες που στο πατριαρχικό συγκείμενο θεωρούν ότι έχουν το δικαίωμα να παραβιάζουν τα σώματα των θηλυκοτήτων και να ακυρώνουν τις επιθυμίες τους. Ότι οι δικές τους επιθυμίες προτεραιοποιούνται έναντι των άλλων και μπορούν να τις υλοποιούν, ασκώντας την εξουσία τους και αδιαφορώντας για το πλήγμα που προκαλούν. Το κίνητρο δεν είναι το σεξ αλλά η άσκηση εξουσίας, γι’ αυτό και είναι εντελώς στρεβλό και ανυπόστατο το ούτως ή άλλως προβληματικό επιχείρημα «δεν είχε ανάγκη να βιάσει, μπορούσε να έχει όποια θέλει». Οι βιαστές, επιπρόσθετα, δεν προέρχονται αποκλειστικά από κάποιον συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Ενώ οι ιδεολογίες του σεξισμού, της ομοφοβίας, της τρασφοβίας, όπως και η εξιδανίκευση της παραδοσιακότητας των έμφυλων ρόλων είναι σύμφυτες με την ακροδεξιά στην οργανωμένη τους μορφή, εντούτοις ως βιωμένες και μη ομολογημένες επιτελέσεις διατρέχουν ένα μεγάλο φάσμα του πολιτικού χώρου.

«Αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι κατασκευάζεται ένα στερεότυπο, σύμφωνα με το οποίο οι δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων είναι «τέρατα», «δράκοι», «ψυχικά ασθενείς». Ποτέ δεν είναι κάποιος όμορφος, πετυχημένος, έξυπνος, με κοινωνικό γόητρο. Πρόκειται για μια κατασκευή που βασίζεται στην κοινωνική πεποίθηση ότι οι βιασμοί και η σεξουαλική βία είναι μεμονωμένα περιστατικά, παρά το γεγονός πως οι διεθνείς στατιστικές καταδεικνύουν πως 1/10 γυναίκες έχει υποστεί σεξουαλική βία και 1/3 σεξουαλική παρενόχληση (FRA2014).

Στο πλαίσιο, λοιπόν, της κουλτούρας βιασμού καλλιεργείται η αντίληψη ότι η σεξουαλική βία και ο βιασμός δεν είναι ένα συχνό φαινόμενο και διαπράττεται από άτομα εκτός κοινωνίας. Πρόκειται καταφανώς για μια εξωτικοποίηση των θυτών που υποκρύπτει την έγνοια να αποσοβηθούν οι συστημικές και κοινωνικές ευθύνες για την άνθιση της σεξουαλικής βίας μέσω και της αναπαραγωγής της κουλτούρας του βιασμού. Κατηγορούνται τα θύματα γι’ αυτό που τους συνέβη, για τα ρούχα που φορούσαν, για το ότι μπορεί να κυκλοφορούσαν μόνες του το βράδυ, για το ότι μπορεί να είχαν σχέση με τον θύτη ή να φλέρταραν μαζί του. Συχνά ακούμε «αφού βγήκε μαζί του, τα ήθελε». Είναι μια διαδεδομένη αντίληψη που δεν κατανοεί πως η συναίνεση είναι μια πολυπρισματική και διαβαθμισμένη διαδικασία. Το ότι έκανα σεξ με κάποιον μια φορά, δεν σημαίνει ότι η συναίνεση μου είναι ενεργή κάθε φορά ή το ότι φλέρταρα με κάποιον δε σημαίνει πως συναινώ να κάνουμε σεξ. Άλλος μύθος είναι ότι ο βιασμός γίνεται από κάποιον άγνωστο σε ένα σκοτεινό δρομάκι.

Πάλι τα διεθνή δεδομένα αποκαλύπτουν πως η πιο συνήθης συνθήκη τέλεσης ενός βιασμού είναι σε ένα πλαίσιο γνωριμίας και σχεσιακότητας, μπορεί να είναι το αφεντικό μου, ένας συνάδελφος, ένα γνωστός από την παρέα ή ακόμα και ο σύντροφος μου. Αρνούμαστε να δούμε ότι ο βιασμός και συνολικότερα η σεξουαλική βία είναι πράξη επιβολής και εξουσίας. Δεν έχει να κάνει με το σεξ ή με μιαν «ανεξέλικτη» σεξουαλική ενόρμηση που στερεοτυπικά αποδίδουμε στις αρρενωπότητες. Είναι η έμφυλη κοινωνικοποίηση, τα έμφυλα στερεότυπα τα στο πλαίσιο των σεξιστικών κοινωνιών που ζούμε, τα οποία κατασκευάζουν τοξικές αρρενωπότητες που αντικειμενοποιούν τα γυναικεία σώματα, που δεν ακούν τα ΟΧΙ των γυναικών, που δεν αναγνωρίζουν την (σεξουαλική) αυτεξουσιότητα των θηλυκοτήτων. Μέσα σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον τελούν οι δράστες το ειδεχθές έγκλημα του βιασμού, η ευχαρίστηση αντλείται όχι από τη σεξουαλική πράξη αλλά από τη βία και την επιβολή» σημειώνει η Νατάσα Κεφαλληνού, υπεύθυνη επικοινωνίας στο Κέντρο Διοτίμα.

Επίσης, η σχεδόν ανακλαστική αντίδραση διάψευσης μιας καταγγελίας με το επιχείρημα ότι μια γυναίκα ισχυρίζεται ψευδώς ότι έχει υποστεί βιασμό, επειδή θέλει να εκδικηθεί κάποιον, ή να στήσει μια σκευωρία εναντίον του, ή να αντλήσει κάποιου είδους προβολή και δόξα, είναι εντελώς κοντόφθαλμη και τοποθετημένη σε σεξιστικά συμφραζόμενα που αναπαριστούν τις γυναίκες ως «δόλια» πλάσματα που υφαίνουν «μηχανορραφίες». Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του FBI μόλις το 2% των καταγγελιών για βιασμό είναι ψευδείς. Αντίθετα, ένα μεγάλο ποσοστό των βιασμών δεν καταγγέλλεται ακριβώς επειδή οι επιζώσες δεν έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, φοβούνται πως δεν θα τις πιστέψουν, πως θα δεχτούν κοινωνικές επικρίσεις για τη συμπεριφορά τους, θα διαπομπευτούν, θα επανεκτεθούν στον κακοποιητή τους.

Ένα μεγάλο ποσοστό των βιασμών δεν καταγγέλλεται ακριβώς επειδή οι επιζώσες δεν έχουν εμπιστοσύνη στο σύστημα απονομής δικαιοσύνης, φοβούνται πως δεν θα τις πιστέψουν, πως θα δεχτούν κοινωνικές επικρίσεις.

Ο λόγος που τα στερεότυπα για τον βιασμό, ενώ έχουν καταρριφθεί, εξακολουθούν να αναπαράγονται αβασάνιστα και συχνά με μένος, είτε λόγω αυτοματισμού, είτε από ομάδες οργανωμένου μισογυνισμού είναι γιατί βολεύουν. Εξωθώντας τον βιασμό ως έγκλημα σε μια απόκρημνη και απόμερη χώρα, εκτός κοινωνίας και εκτός καθημερινής ζωής, συντηρείται έξοχα η κρυμμένη κοινοτοπία της σεξουαλικής κακοποίησης. Μένουν όλα ως έχουν.

Τα θύματα ενοχοποιημένα, στιγματισμένα, ντροπιασμένα και αδικαίωτα. Οι θύτες ατιμώρητοι, πανίσχυροι και ανενόχλητοι. Τα σύννεφα στη θέση τους για να χουν να πέφτουν από κάπου όλοι εκείνοι που ορκίζονται στο «καλό παιδί που δεν είχε δώσει δικαιώματα». Το σύστημα της κουλτούρας βιασμού απείραχτο. Δε μπορούμε, όμως, να συνεχίσουμε έτσι. Με τόση οδύνη και βία. Είναι αναγκαία μια ρηξικέλευθη αλλαγή σε επίπεδο συνείδησης, λόγου και πρακτικής που θα είναι θυματοκεντρική και επανορθωτική, που θα ξεριζώσει τα στερεότυπα και τις μυθοπλασίες της παραχάραξης και της αντιστροφής της ευθύνης, που θα εκπαιδεύει και θα φροντίζει.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα