“ΠΟΥ ΗΤΑΝ ΤΑ ΕΝΑΕΡΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΠΥΡΟΣΒΕΣΤΕΣ;” – Η ΟΡΓΗ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙΚΩΝ ΤΗΣ ΑΧΑΪΑΣ
Το NEWS 24/7 βρέθηκε στις καμένες περιοχές της Αχαΐας και συνομίλησε με κατοίκους που μετρούν τις πληγές τους
Από την Δευτέρα το βράδυ οι κάτοικοι των προαστίων γύρω από την Πάτρα βλέπουν την φωτιά να προχωράει και να καίει τα πάντα στο διάβα της, πλησιάζοντάς τους απειλητικά και φτάνοντας στις αυλές τους.
Από την Άνω και Κάτω Συχαινά, την Βούντενη, την Δραγώνενα, την Μπάλα, το μόνο που βλέπει κάνεις είναι το απέραντο γκρίζο της στάχτης. Σήμερα, το πύρινο μέτωπο έχει υποχωρήσει, όμως τα ελικόπτερα που εξακολουθούν να κάνουν ρίψεις όπου ακόμα υπάρχει καπνός και τα βυτιοφόρα που κυκλοφορούν κάνουν τους κατοικους να βρίσκονται ακόμα σε επιφυλακή.
Έλλειψη συντονισμού και καθυστέρηση εναέριων μέσων καταγγέλλουν οι κάτοικοι που μίλησαν στο NEWS 24/7, ενώ παράλληλα μετρούν τις πληγές τους αυτή την μέρα που ξημέρωσε: ατέλειωτες εκτάσεις καμένης γης, ζημιές σε σπίτια και αποθήκες, ελιές, δέντρα και ζώα από τα οποία ζούσαν έχουν γίνει στάχτη.
«Χτες ζήσαμε μια κόλαση»
«Έχουμε περάσει 2 νύχτες που τρέχουμε και δεν κοιμόμαστε. Είχαν λαμπαδιάσει όλα, και η νύχτα είχε γίνει μέρα» λέει η κα Ξένη καθώς προσπαθεί να πλύνει την αυλή του σπιτιού της από τις στάχτες που υπάρχουν παντού. Την συναντάμε στη Βούντενη (Σκιοέσσα), ένα -μέχρι πρότινος- κατάφυτο μέρος μόλις 7 χιλιόμετρα έξω από την Πάτρα.
Ήδη από την Δευτέρα το βράδυ οι κάτοικοι της Βούντενης έβλεπαν την φωτιά που είχε ξεκινήσει από τα Συχαινά, απεναντί τους, να εξαπλώνεται ταχύτατα, μέχρι που την Τρίτη κυριολεκτικά περικύκλωσε τον οικισμό τους.
«Τρέχαμε με κουβάδες, εγώ και τα παιδιά μου να σώσουμε τα ζώα που είχαμε στο μαντρί, γιατί εκεί που ήταν, θα καίγονταν όλα. Με νύχια και με δόντια τα γλυτώσαμε» λέει η κα Ξένη. Δύο ολόκληρα βράδια παλέψανε και τα μετέφεραν σε ασφαλές μέρος, «Αυτά τα ζώα είναι πλέον όλη μας η ζωή» λέει με θλίψη. Και αυτό γιατί οι ελιές, από τις οποίες εξαρτώνταν επίσης, κάηκαν ολοσχερώς από τη φωτιά.
«150 ελιές, όλες στάχτη. Μόνο τα ζώα που μπορέσαμε να σώσουμε μας έμειναν. Αγρότισσα είμαι, τι άλλο μπορούσαμε να κάνουμε;Έπρεπε να μείνουμε να τα φροντίσουμε. Αλλά τώρα τι θα κάνουμε που έχει καεί όλο το βουνό και δεν θα έχουν τα ζωντανά να φάνε; Πόσο σανό να αγοράσουμε; Με τι λεφτά;» εξηγεί.
Οι περισσότεροι κάτοικοι της περιοχής -αγρότες και καλλιεργητές οι περισσότεροι- έμειναν για να προστατέψουν τα σπίτια τους παρά το 112 που τους προέτρεπε σε εκκένωση. Στην περιοχή τους τρία σπίτια απειλήθηκαν σοβαρά από την φωτιά, και όπως λένε όλοι οι κάτοικοι με τους οποίους συνομιλήσαμε, αν δεν έμεναν οι ίδιοι να τα υπερασπιστούν, θα είχαν γίνει στάχτη και αυτά όπως οι ελιές και οι καλλιέργειες που έχασαν καθώς βρίσκονταν σε άλλες τοποθεσίες.
Εμφανώς αγανακτισμένοι πολλοί ήταν αυτοί που τονίζουν ότι τα εναέρια μέσα καθυστέρησαν να κάνουν ρίψεις στην περιοχή τους. Μόνοι τους τρέχανε με τα βυτία καθώς και οι πυροσβέστες λένε ότι ήταν πάρα πολύ λίγοι.
Ανάμεσα σε αυτούς που βοήθησαν στην πρώτη γραμμή όλο τον οικισμό, ήταν και ο κ. Νίκος που με αυτοθυσία και εθελοντικά τρέχει τις τελευταίες μέρες γεμίζοντας το βυτίο του αγροτικού του. «Έχω τρία παιδιά και ένα σπίτι σε αυτό το μέρος, έπρεπε να τα σώσω. Με αυτό το αγροτικό και μερικούς ακόμα προσπαθήσαμε να μην μπει η φωτιά στο χωριό» λέει.
«Χτες, ζήσαμε μια κόλαση. Δεν μπορούσες να αναπνεύσεις ούτε να δεις από τους καπνούς και έβλεπες δίπλα σου τις φλόγες να απλώνονται παντού» περιγράφει. «Αυτό που έζησα αυτές τις δύο μέρες δεν το εύχομαι σε κανέναν άνθρωπο. Δεν πληρώνονται αρκετά οι πυροσβέστες για το έργο που προσφέρουν. Καταλαβαίνω ότι χτες είχαν πολλά μέτωπα και δεν μπορούσαν να κάνουν παραπάνω για εμάς, γιαυτό μείναμε μόνοι μας» λέει ο ίδιος.
Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει και ο Θεόδωρος Καραθανάσης, ο πρόεδρος του αγροτικού και αρδευτικού συνεταιρισμού στην Βούντενη.
«Από τις 10:30 το βράδυ που είχε ξεσπάσει η πυρκαγιά στα Συχαινά, το πρώτο πυροσβεστικό το είδα στις 2:00 το βράδυ. Την πρώτη μέρα δεν είδαμε καθόλου εναέρια, την δεύτερη ήρθαν λίγα, σήμερα είναι που έχουν έρθει πολλά.Τώρα όμως ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Η ζημιά έγινε» τονίζει και υπογραμμίζει ότι «τα σπίτια τα έσωσε ο κόσμος, πέσαμε όλοι να βοηθήσουμε».
Οι μέχρι τώρα ζημιές που μετρούν οι κάτοικοι είναι ότι έχει καταστραφεί το αρδευτικό δίκτυο -παλεύουν με δικά τους βυτία να ποτίσουν ο,τι απέμεινε-, περιβόλια, ελιές καήκανε και ζώα όπως πρόβατα, μοσχάρια και κότες (δεν έχει γίνει ακόμα επίσημη καταγραφή για αυτά)
«Εμένα το σπίτι μου ποιος θα μου το φτιάξει;»
Λίγο πιο πέρα, βρίσκονται τα Λιαπέικα, πάνω ακριβώς από το Μυκηναϊκό νεκροταφείο Βούντενης.
Στο σπίτι που συναντάμε τις περισσότερες ζημιές οι ιδιοκτήτες βρίσκονται στην απόλυτη απόγνωση. «Τι να μπορώ να κάνω μετά από αυτό; Εμένα το σπίτι μου ποιος θα μου το φτιάξει; Φτιάχνω αυτό το σπίτι από τότε που ήμουν νέος. Πώς θα μπορέσω να το ξαναφτιάξω;» λένε οι ιδιοκτήτες.
Η κεραμιδένια σκεπή έχει γίνει χαλί στην καρβουνιασμένη βεράντα τους και τα δέντρα στην αυλή έχουν καψαλιστεί. Για καλή τους τύχη η φωτιά δεν επεκτάθηκε σε όλο το κτίριο και σώθηκαν τα ζώα στο μαντρί που βρίσκονται από την άλλη πλευρά.
Όπως υπογραμμίζουν το δικό τους χωράφι ήταν πρόσφατα καθαρισμένο, αντιθέτως από εκεί που έφτασε η φωτιά στο σπίτι τους είναι από τον άλλοτε κατάφυτο χώρο που ανήκει στην αρχαιολογική υπηρεσία και δεν είχε ούτε καθαριστεί, ούτε και είχαν κλαδέψει τα δέντρα. Τώρα όλα είναι γκρίζα.
Και εκείνοι έβλεπαν από την πανοραμική του θέα, την φωτιά να επεκτείνεται σταθερά από οικισμό σε οικισμό και να μην την σταματούν ούτε πυροσβέστες, ούτε εναέρια που τονίζουν ότι ήταν λιγοστά και έφτασαν αργά.
«Σήμερα γυρίζουν όλη μέρα και ρίχνουν σε αυτά που καπνίζουν, που ήταν νωρίτερα;» αναρωτιούνται με θλίψη.