Μαρία Χρουσάκη -Χριστούγεννα 1951, Αθήνα Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου | Φωτογραφικό Αρχείο Μαρίας Χρουσάκη

ΣΤΗΝ ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ ΕΙΔΑΜΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΘΗΝΑ ΝΑ ΠΑΙΡΝΕΙ ΣΑΡΚΑ ΚΑΙ ΟΣΤΑ

Είδαμε την έκθεση "Αστυγραφία" στην Εθνική Πινακοθήκη, την πρώτη έκθεση που επιμελήθηκε η διευθύντρια του Μουσείου, Συραγώ Τσιάρα.

Η αίθουσα Περιοδικών Εκθέσεων στο Κεντρικό Κτίριο της Εθνικής Πινακοθήκης – Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου έχει μεταμορφωθεί. Όλα φαίνονται πιο φωτεινά και μία όμορφη αίσθηση σε κατακλύζει περπατώντας ανάμεσα στα έργα που αναδίδουν μία νοσταλγική αστική/ αθηναϊκή αύρα.

Η Ακρόπολη, τα σοκάκια της Αθήνας, τα καφενεία, οι βιτρίνες, οι κινηματογράφοι, τα χαμόσπιτα, πολυτελή διαμερίσματα, εργάτες που κουβαλούν στους ώμους τους υλικά οικοδομής, ρομαντικές βεράντες, άνθρωποι που χορεύουν, γυναίκες πλύστρες που πασχίζουν για ένα μεροκάματο. Εικόνες μιας χώρας που επί τρεις δεκαετίες υπέστη έναν ραγδαίο μετασχηματισμό. Εικόνες όπως τις αποτυπώνουν σπουδαίοι Έλληνες καλλιτέχνες, όπως ο Σπύρος Βασιλείου, ο Βλάσης Κανιάρης, ο Χρήστος Καπράλος, ο Γιώργος Λαζόγκας, ο Γιάννης Μόραλης, ο Χρόνης Μπότσογλου, ο Δημήτρης Χαρισιάδης, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, η Μαρία Χρουσάκη, η Χρύσα Ρωμανού, ο Γιάννης Ψυχοπαίδης και πολλοί πολλοί άλλοί.

«Arrivederci Willkommen» του Βλάση Κανιάρη NEWS 24/7

Ο λόγος για την έκθεση «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ / URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970», μια πρωτότυπη σύλληψη που διερευνά εκδοχές του αστικού βιώματος στην ελληνική Τέχνη μέσα από το βλέμμα εικαστικών δημιουργών και κινηματογραφιστών που ερμηνεύουν την πόλη όχι μόνο ως δομημένο περιβάλλον που τους εμπεριέχει, αλλά και ως καθημερινό βίωμα.

Η πρώτη έκθεση που επιμελείται η νέα διευθύντρια, Συραγώ Τσιάρα

Η διευθύντρια της ΕΠΜΑΣ και επιμελήτρια της έκθεσης, Συραγώ Τσιάρα, ήταν παρούσα. Στεκόταν ανάμεσα στη διαγωνίως τοποθετημένη εμβληματική εγκατάσταση «Arrivederci Willkommen» του Βλάση Κανιάρη, ένα έργο που εστιάζει στην κοινωνιολογική πλευρά της μετανάστευσης, στους απρόσωπους, ανώνυμους μετανάστες που κατέκλυσαν τη Γερμανία της δεκαετίας του ’60, αναζητώντας εργασία και την προοπτική μιας καλύτερης ζωής.

Γελαστή, πρόθυμη να μας ξεναγήσει στην πρώτη έκθεση που συνέλαβε και επιμελήθηκε η ίδια και να μας μυήσει στα “μονοπάτια” της σκέψης της και του δικού της βιώματος. “Ανέλαβα τη διεύθυνση της Πινακοθήκης τον Ιούλιο του ‘22 και τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς άρχισα να σκέφτομαι την έννοια της έκθεσης αυτής. Έπρεπε να βρω τρόπους να γίνω κομμάτι της Πινακοθήκης, αλλά και της πόλης της Αθήνας, γιατι είχα ζήσει 23 συναπτά χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Σκεφτόμουν πώς μπορεί να κατανοήσει κανείς το περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται, αν όχι με βάση την ιστορία του;” μας είπε η κ. Τσιάρα.

Μιγάδης Γιάννης-Πίσω όψη πολυκατοικιών ΕΠΜΑΣ

79 δημιουργοί, 202 εικαστικά έργα (τα 100 προέρχονται από τη Συλλογή της Εθνικής Πινακοθήκης, ενώ τα υπόλοιπα προέρχονται από άλλα μουσεία και ιδιωτικές συλλογές) και 22 ταινίες δηλώνουν βροντερά “παρών” στην έκθεση αυτή.

Η Συραγώ Τσιάρα μελέτησε τη συλλογή και από το διαδίκτυο, αλλά κυρίως εκ του φυσικού. “Διαπίστωσα ότι με ενδιέφεραν κάποια έργα που δεν τα είχαμε δει πολύ στην Εθνική Πινακοθήκη. Ήθελα να φωτίσω κάποιες περιοχές. Επικεντρώθηκα λοιπόν στο στοιχείο της αστικοποίησης και στην ιστορία του: πώς φτιάχνεται δηλαδή η πόλη, πώς αλλάζει η πόλη μετά τον πόλεμο, ποιοι είναι οι βασικοί παράγοντες αλλαγής. Διαπίστωσα λοιπόν ότι ένας από τους σημαντικότερους είναι η μετακίνηση, η αστυφιλία, η εσωτερική και η εξωτερική μετανάστευση” επισήμανε.

Η πόλη ως εμπειρία

Η έκθεση αρθρώνεται σε 7 ενότητες που φέρουν τους τίτλους: «Σκηνογραφία», «Νοσταλγία», «Γιαπί», «Κοντινό Πλάνο», «Θέαμα», «Όνειρα και Συγκρούσεις», «Υλικότητες». Τα μεταξύ τους όρια είναι ρευστά και εξερευνώντας τις ενότητες αυτές ανακαλύπτει κανείς το πώς οι καλλιτέχνες της μεταπολεμικής Ελλάδας βίωσαν την αστικοποίηση και το διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον της πρωτεύουσας.

Καπράλος Χρήστος -Η πλύστρα (παραλλαγή) Πρώην Ίδρυμα Χρήστου και Σούλης Καπράλου

Η πόλη αλλάζει σταδιακά και μαζί της αλλάζουν και οι άνθρωποι. Γίνεται πεδίο συγκρότησης νέων ταυτοτήτων για εσωτερικούς και εξωτερικούς μετανάστες, αγκαλιά και καταφύγιο, τόπος συνάντησης και επιθυμίας, αλλά και μηχανισμός αποξένωσης, απόρριψης, μαζικοποίησης και περιθωριοποίησης.

Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν τις αλλαγές που συμβαίνουν στο αστικό τοπίο, την ανθρωπογεωγραφία και τη διασύνδεση υλικού και έμψυχου περιβάλλοντος, παρελθόντος και παρόντος. Αρχικά κυριαρχούν η νοσταλγία, οι στερεοτυπικές ή εξιδανικευτικές αφηγήσεις μιας ιδιαίτερης αστικής ταυτότητας που αλλοιώνεται μαζί με τα νεοκλασικά σπίτια που καταπίνουν οι οικοδομές, ενώ η τέχνη προσπαθεί να διασώσει την πόλη που εξαφανίζεται. Καθώς οι καλλιτεχνικές αναπαραστάσεις του αστικού μετασχηματισμού συλλαμβάνουν ένα νοερό παλίμψηστο εμπειριών και συναισθημάτων σε μια φαντασιακή συνύπαρξη διαφορετικών εποχών, το έργο τέχνης αποκτά σκηνογραφική διάσταση.

Η πόλη επινοείται ως σκηνικό, οι δημιουργοί επιλέγουν την οπτική γωνία και συνθέτουν το κάδρο αντλώντας αναφορές από την πραγματικότητα, τη μνήμη και την επιθυμία. Κατά τη δεκαετία του 1960 αναδεικνύεται η ρεαλιστική πρόθεση ορισμένων δημιουργών να επισημάνουν τα προβλήματα και τις αντιθέσεις της καθημερινής ζωής στη μεγαλούπολη με κριτική ματιά. Προς το τέλος της ιστορικής περιόδου που εξετάζει η έκθεση, η υλικότητα αποκτά καινούργιο νόημα στο έργο καλλιτεχνών που εξετάζουν εννοιολογικά τη διάσταση του αστικού βιώματος.

Ιωάννου Γιώργος -Εκ του αμφιβόλου χώρου ΕΠΜΑΣ

Μία γόνιμη συνομιλία, εκπλήξεις και καλλιτεχνικές στάσεις

Στην έκθεση αυτή, πέρα από το ευφυές της στήσιμο, εντυπωσιάζει η εξαιρετικά γόνιμη συνομιλία που αναπτύσσεται ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες –ζωγραφική, γλυπτική, χαρακτική, εγκαταστάσεις, φωτογραφία, σχέδια και αφίσες– με αποσπάσματα από τον δημοφιλή ελληνικό κινηματογράφο, τις ταινίες κριτικού ρεαλισμού και τις έκκεντρες αφηγήσεις. Για πρώτη φορά στην Εθνική Πινακοθήκη μάλιστα, η φωτογραφία λαμβάνει τόσο εξέχουσα θέση και συνομιλεί επί ίσοις όροις με τη ζωγραφική.

Μαρία Χρουσάκη -Χριστούγεννα 1951, Αθήνα Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτσου | Φωτογραφικό Αρχείο Μαρίας Χρουσάκη

Επιπλέον, έντονο είναι και το στοιχείο της έκπληξης, καθώς έρχονται στο φως έργα διάσημων Ελλήνων καλλιτεχνών άγνωστα στο ευρύ κοινό, όπως για παράδειγμα το “Βάζο με τις Ανεμώνες” του Γιάννη Ψυχοπαίδη, ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ποπ έργα της εποχής του, τα αποκαλυπτικής δυναμικής χαρακτικά του Παναγιώτη Τέτση, ένα παλαιότερο έργο του Χρόνη Μπότσογλου που απεικονίζει ένα εργατικό ατύχημα, η απεικόνιση της ανθρώπινης εργασίας του Διαμαντή Διαμαντόπουλου, τα μνημειακά έργα της Χρύσας Ρωμανού, αλλά και τα πόμολα του Χίλτον που σχεδίασε ο Γιάννης Μόραλης.

Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν την πόλη όχι μόνο ως δομημένο περιβάλλον που τους εμπεριέχει, αλλά και ως καθημερινό βίωμα, ένα πλαίσιο με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι είτε με όρους αναγνώρισης, ασφάλειας και αποδοχής είτε με όρους ανίχνευσης, διαπραγμάτευσης και σύγκρουσης, ανέφερε η κυρία Τσιάρα.

Δεν μπορώ να μην αναφερθώ και στα πολιτικά αιχμηρά πολύχρωμα έργα του Γιώργου Ιωάννου, στον “Νεροχύτη της Βαρβάρας” του Γιώργου Παραλή, στην εκπληκτική φωτογραφία της Μαρίας ΧρουσάκηΧριστούγεννα, Αθήνα 1951”, αλλά και στο ατμοσφαιρικό “Καφενείον το Νέον (Νύχτα)”, του Γιάννη Τσαρούχη.

Εντυπωσιακό σε μέγεθος και σε σύλληψη το έργο της Ρένας Παπασπύρου “Φωτοτυπίες απευθείας απ’ την ύλη”, που απεικονίζουν υλικά που περισυνέλλεξε η καλλιτέχνιδα στις περιπλανήσεις της μέσα στην πόλη σε μια προσπάθεια προσωπικής ταξινόμησης και αρχειοθέτησης του αστικού τοπίου.

Χρύσα Ρωμανού (1931-2006) -Reportage Συλλογή Ειρήνης Παναγοπούλου

Σαν μια βόλτα στην πόλη

Έργα ζωγραφικής, γλυπτικής, χαρακτικής, εγκαταστάσεις, φωτογραφίες και αποσπάσματα παλιών ελληνικών ταινιών είναι εκεί και καλούν τον θεατή να περιπλανηθεί ανάμεσά τους σε μία ελεύθερη διαδρομή, σαν να κινείται μέσα σε στην πόλη της Αθήνας. Γι αυτό και στην έκθεση αυτή δεν υπάρχει μία προδιαγεγραμμένη εκθεσιακή πορεία.

Το “Βάζο με τις Ανεμώνες” του Γιάννη Ψυχοπαίδη NEWS 24/7

Η αφήγησή της επιχειρείται μέσω μίας διαρκούς μετακίνησης από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο. Όπως μας εξομολογήθηκε η κ. Τσιάρα, εμπνεύστηκε το είδος αυτό της εκθεσιακής αφήγησης από την τεχνική των ταινιών και του κινηματογράφου.

Σκοπός της είναι να πάρει μαζί του ο θεατής ό,τι θέλει, ό,τι του κάνει εντύπωση και τον συγκινήσει και να κάνει τις δικές του συνδέσεις με τα εκθέματα.

Σχέδια για πόμολα του Γιάννη Μόραλη NEWS 24/7

Κινηματογραφική προσέγγιση κυριολεκτικά και μεταφορικά

Όλη η εκθεσιακή προσέγγιση έχει να κάνει με τον κινηματογράφο και τις τεχνικές του. Στην είσοδο της έκθεσης δεσπόζουν οι μνημειώδεις γιγαντοαφίσες του Γιώργου Βακιρτζή αποτελώντας κυρίαρχο συνδετικό κρίκο του Κινηματογράφου με την Τέχνη. Ακολούθως, σε τρία σημεία είναι στημένες 3 οθόνες που προβάλλουν παλιές ελληνικές ταινίες. Επιλεγμένα από την κ. Τσιάρα αποσπάσματα από τη “Στέλλα”, τον “Δράκο”, τη “Συνοικία το όνειρο”, τη “Θεία απ’ το Σικάγο” και “Λαός και Κολωνάκι”, αλλά και ολόκληρες μικρού μήκους, κυρίως.

Βακιρτζής Γεώργιος-Αφίσα από την ταινία "Η λεοπάρδαλις της Σικελίας" Δωρεά Υπουργείο Πολιτισμού και Επιστημών/ΕΠΜΑΣ

Η τρίτη οθόνη αποτελεί και την τελευταία στάση του κοινού. Εκεί τα αποσπάσματα στην οθόνη διαρκούν συνολικά μία ώρα.

«Η πόλη είναι πολλά πράγματα. Δεν είναι μόνο η μετανάστευση ή η αστυφιλία. Είναι οι απολαύσεις, η ίδια η ζωή, η αστική κουλτούρα, η υπόσχεση μιας καλύτερης ζωής. Η εκθεσιακή λοιπόν αφήγηση να μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο. Αυτό είναι ακριβώς που κάνει και ο κινηματογραφικός φακός. Δεν σας κρύβω ότι αυτή ήταν μια έμπνευση που μου γεννήθηκε μέσα από τις ταινίες. Οι καλλιτέχνες ερμηνεύουν την πόλη όχι μόνο ως δομημένο περιβάλλον που τους εμπεριέχει, αλλά και ως καθημερινό βίωμα, ένα πλαίσιο με το οποίο έρχονται αντιμέτωποι είτε με όρους αναγνώρισης, ασφάλειας και αποδοχής είτε με όρους ανίχνευσης, διαπραγμάτευσης και σύγκρουσης» εξηγεί η Συραγώ Τσιάρα. Αποκάλυψε μάλιστα πως θα διοργανωθεί κι ένα μεγάλο αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη με ταινίες του ελληνικού σινεμά.

Ο λαϊκός κινηματογράφος ηθογραφίας άλλωστε, κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση. Αν και κατακρίθηκαν για στερεοτυπική αφέλεια, προσκόλληση στα πάθη του ιδιωτικού βίου και απουσία κριτικής εμβάθυνσης, οι ελληνικές ταινίες του ’50 και του ’60, ακριβώς λόγω της αποδοχής και της διείσδυσης που είχαν στην κοινωνία, λειτούργησαν ιστορικά ως επιδραστικοί δίαυλοι εκσυγχρονισμού.

Εισήγαγαν και διέδωσαν νέες αντιλήψεις για τις σχέσεις ανάμεσα στα φύλα, την οικογένεια και την κοινωνία, επηρέασαν καταναλωτικά πρότυπα, ατομικές και συλλογικές συμπεριφορές, σκιαγράφησαν τους όρους συμβίωσης στο κέντρο, τη γειτονιά και την πολυκατοικία.

Αυτήν την οπτική του λαϊκού ή εμπορικού κινηματογράφου στο αστικό βίωμα διεμβολίζει το αιχμηρό βλέμμα δημιουργών που πειραματίζονται με τον κριτικό ρεαλισμό, ένα βλέμμα εναλλακτικό και έκκεντρο που ασχολείται με λιγότερο δημοφιλείς και εύπεπτες ιστορίες της πόλης.

Το δημόσιο πρόγραμμα παράλληλων δράσεων που θα πλαισιώνει την έκθεση –ξεναγήσεις, εκπαιδευτικά προγράμματα, δημόσιες δράσεις θεωρητικού και διακαλλιτεχνικού χαρακτήρα κ.ά.– θα αρχίσει να ξεδιπλώνεται το φθινόπωρο, περίοδο που θα παρουσιαστεί και ο κατάλογος της έκθεσης, μια έκδοση στην ελληνική και την αγγλική γλώσσα.

Διάρκεια: 21 Ιουνίου 2023 – 3 Μαρτίου 2024

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα