Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

ΓΙΩΡΓΟΣ ΘΩΜΟΠΟΥΛΟΣ: 26 ΧΡΟΝΙΑ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΗΣ ΣΤΟ ΥΠΟΓΕΙΟ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

Γνώριμος σε χιλιάδες αναγνώστριες και αναγνώστες που τον εμπιστεύονται με κλειστά μάτια, μιλάει στο NEWS 24/7 για το πώς κυλάει η ζωή στο τμήμα λογοτεχνίας του πιο ξακουστού βιβλιοπωλείου της Αθήνας.

Η Πολιτεία, ίσως το πιο εμβληματικό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, κλείνει φέτος 35 χρόνια επί της Ασκληπιού, όπου μεταφέρθηκε το 1988 από τον ιδρυτή της, Νίκο Λιβέριο, μετά από μια πρώτη, βραχύβια περίοδο στη Στοά της Όπερας. 

Στο δυναμικό της τα τελευταία 26 από αυτά ανήκει ο Γιώργος Θωμόπουλος, ένας από τους δύο πιο παλιούς εν ενεργεία βιβλιοπώλες στο ξακουστό τμήμα λογοτεχνίας, μια χαρακτηριστική και γνώριμη φυσιογνωμία σε χιλιάδες αναγνώστριες και αναγνώστες.

Μεταξύ πολλών άλλων τον ρωτήσαμε αν κατά τη γνώμη του υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία ή αν όλα τα βιβλία είναι καλά γι’ αυτό που είναι. Αν πρέπει να έχουμε ενοχές όταν αφήνουμε στη μέση βιβλία που δεν μας συναρπάζουν. Αν είναι προτιμότερο να διαβάζουμε νέους συγγραφείς ή κλασικούς. Αν έχει νόημα να συνεχίσουμε να ψάχνουμε σε ποιήματα, διηγήματα, νουβέλες και μυθιστορήματα τις λύσεις σε ζητήματα υπαρξιακής φύσεως. Αλλά και τελικά τι διαφορά έχει να δουλεύεις σε ένα βιβλιοπωλείο σε σχέση με ένα οποιοδήποτε άλλο κατάστημα λιανικής.

«Με τροφοδοτεί πάρα πολύ η επαφή με τον κόσμο. Λειτουργεί σχεδόν ψυχοθεραπευτικά πολλές φορές» λέει στο Magazine, αστειευόμενος ότι ξεκίνησε κάποτε να πηγαίνει στην Πολιτεία ως πελάτης και τελικά η ζωή τα έφερε έτσι ώστε να μη βγει ποτέ από αυτό το ξακουστό αθηναϊκό υπόγειο των γραμμάτων.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Πότε και πώς ξεκίνησες να δουλεύεις στην Πολιτεία; Ήταν η πρώτη σου δουλειά;
Το 1997, πριν από 26 χρόνια. Έκανα κι άλλες δουλειές παλιότερα, άσχετες όμως με τα βιβλία. Αυτή ήταν η πρώτη μου δουλειά σε βιβλιοπωλείο. Ήμουν πελάτης της Πολιτείας και είχα αναπτύξει καλή σχέση με τα παιδιά που ήταν ήδη εκεί. Εγώ δούλευα κούριερ τότε και μια μέρα, μεταξύ σοβαρού κι αστείου, τους λέω για πλάκα: Ρε παιδιά, μήπως θέλετε κανέναν υπάλληλο; Εντελώς συμπτωματικά έφευγε μια κοπέλα, και μου λένε: Ναι, έλα την Τρίτη να μιλήσεις με τον Λιβέριο. Τελικά όμως ο Λιβέριος ήταν στο μαγαζί εκείνη τη μέρα, οπότε του μίλησα επί τόπου. Ξέρεις τον Κούντερα; μου λέει. Ναι, του λέω. Εντάξει, μου λέει, έλα για δουλειά τη Δευτέρα. Τώρα έχουμε διευθυντές προσωπικού, είναι αλλιώς πια η φάση, τότε όμως έτσι ήταν τα πράγματα, πιο απλά.

Δεν σου έκαναν καμία άλλη ερώτηση για να δουν αν ξέρεις έστω από βιβλία;
Καμία απολύτως. Όμως εντάξει με ξέρανε ως πελάτη, συνέχεια εκεί μέσα τριγυρνούσα.

Το πόστο σου ήταν εξαρχής στο τμήμα λογοτεχνίας;
Ναι, τυχαία το κενό που προέκυψε ήταν στη λογοτεχνία. Τότε υπήρχε μόνο εκείνος ο χώρος, το πρώτο μαγαζί. Δεν υπήρχαν ακόμη οι διπλανοί χώροι που ξέρουμε σήμερα. Όλη η Πολιτεία εκεί ήταν μαζεμένη, εξαπλώθηκε σιγά σιγά, με τα χρόνια. Εκεί λοιπόν ήμουν εξαρχής. Και εκεί έμεινα. Δεν βγήκα ποτέ από το υπόγειο. Από σύμπτωση τότε και δούλευα σε υπόγειο και έμενα σε υπόγειο. Γενικά είχα χάσει το φως μου. Αλλά εντάξει, το βρήκα αλλιώς, πνευματικά. 

Ήταν ανέκαθεν όνειρο σου να γίνεις βιβλιοπώλης;
Η αλήθεια είναι πως ναι. Και κάθε φορά που πήγαινα στην Πολιτεία σκεφτόμουν πόσο ωραία θα ήταν αν δούλευα εκεί. Τα έφερε η μοίρα, που λένε, και έγινε. 

Υποθέτω ότι από μικρός είσαι βιβλιοφάγος;
Ναι, από νέος. Είχε ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου κάμποσα βιβλία στο σπίτι. 

Άρα είχες κι εσύ ανάλογη πετριά με τους μουσικόφιλους που θέλουν να δουλέψουν σε δισκοπωλεία.
Οι περισσότεροι μουσικόφιλοι νομίζω ότι θα ήθελαν να είναι frontmen σε μπάντες. Ή οι ποδοσφαιρόφιλοι θα ήθελαν να είναι σεντερφορ. 

Θυμάσαι την πρώτη μέρα στη δουλειά;
Βέβαια, είχα αγχωθεί τρομερά. Σκέψου ότι αν και δεν είχα χρήματα τότε, πήγα και αγόρασα ένα ζευγάρι παπούτσια. Λογικό είναι να έχεις άγχος όταν μπαίνεις σε ένα καινούριο χώρο. Επειδή όμως υπήρχε οικειότητα με κάποιους ανθρώπους εκεί μέσα, τελικά ήταν ομαλή η μετάβαση. 

Υπήρξε κάποια εκπαίδευση τον πρώτο καιρό;
Ποια εκπαίδευση; Γίνεται αυτομάτως πάνω στη δουλειά. Μαθαίνεις πράγματα από τους παλιούς σιγά σιγά. Η δουλειά βέβαια δεν έχει να κάνει μόνο με τα βιβλία καθαυτά, έχει και άχαρα κομμάτια, ταμείο, παραλαβές κλπ. Μαθαίνονται όμως όλα μέρα με τη μέρα.

Αν έρθω στο υπόγειο και σου ζητήσω οποιοδήποτε βιβλίο, θα θυμηθείς αμέσως που είναι;
Βέβαια, ξέρω σχεδόν τα πάντα. Άλλωστε όλοι εμείς που δουλεύουμε εκεί τα τοποθετούμε κάθε μέρα. 

Περίπου πόσο κόσμο εξυπηρετείς καθημερινά;
Επειδή μ’ αρέσει η επαφή με τον κόσμο μπορώ να εξυπηρετήσω ταυτόχρονα πολλούς και συνέχεια.  Πέρα από τον ίδιο το χώρο πάντως, αν είναι κάτι που ξεχωρίζει είναι ακριβώς αυτό: η επαφή με τον κόσμο. Αυτό είναι το πιο έντονο κομμάτι της δουλειάς σε συναισθηματικό επίπεδο. Δίνεις σε κάποιον κάτι που θέλει. Ή του δίνεις κάτι που δεν θέλει και τελικά του αρέσει. 

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Πόσο συχνά συμβαίνει να προτείνεις σε ένα πελάτη ένα άγνωστο του βιβλίο ή συγγραφέα και μετά από μέρες να έρθει να σου πει είτε ότι του άρεσε πολύ είτε καθόλου;
Αυτό γίνεται συνέχεια στην Πολιτεία. Δεν θέλω να περιαυτολογήσω, αλλά στο μεγαλύτερο ποσοστό έρχονται ευχαριστημένοι. Με τα χρόνια μπορείς να καταλάβεις τι θέλει ο άλλος, έστω στο περίπου. Μου δίνει χαρά το ότι πολλοί πελάτες έρχονται ειδικά για να με βρουν. Κάθε μέρα έρχονται πελάτες και ζητάνε να τους προτείνω κάτι να διαβάσουν.

Κι εσύ τους προτείνεις ανάλογα με αυτά που ξέρεις ότι έχουν διαβάσει στο παρελθόν ή ρίχνεις και πιο περίεργους τίτλους στο τραπέζι;
Και τα δύο. Μπορείς να τον στρέψεις τον άλλο κάπου αλλού. Πάντως ακριβώς επειδή τον έχεις μπροστά σου, με ένα μαγικό τρόπο μπορείς να καταλάβεις τι του αρέσει. Τουλάχιστον εγώ το καταλαβαίνω σε πολλές περιπτώσεις. 

Καταλαβαίνεις και κάποιον που θα έρθει για πρώτη φορά; Πώς γίνεται;
Οπτικά; Μεταφυσικά; Δεν ξέρω. Μπορείς όμως να καταλάβεις ότι θέλει Λένα Μαντά. Γιατί όχι; Μπορεί απλώς να θέλει να περάσει καλά. Δεν είναι κακό. Μπορεί να μη μας αρέσει εμάς, αλλά σε άλλους αρέσει. Μερικές φορές είναι καλό να δίνεις σε κάποιον αυτό που πραγματικά του αρέσει. Κι ας μην έχει την ποιότητα που νομίζεις εσύ ότι θα έπρεπε να έχει. Για ένα πελάτη όμως μπορεί να την έχει. Δηλαδή αν συγκινείται κάποιος με τη Λένα Μαντά, είναι πολύ ωραίο. Σημαίνει ότι περνάει καλά. 

Άρα δεν σκέφτεσαι ότι πρέπει να κατευθύνεις σε πιο ποιοτικά λογοτεχνικά μονοπάτια κάποιον που διαβάζει Λένα Μαντά;
Όχι πάντα, δεν θα το ‘λεγα. Πρέπει να τον οδηγήσεις εκεί που θα περάσει καλά. Στη ζωή πρέπει να βρίσκουμε τρόπους να περνάμε καλά. 

Η Λένα Μαντά γράφει καλά βιβλία;
Δεν τα έχω διαβάσει. 

Δουλεύεις 26 χρόνια στην Πολιτεία. Δεν μπορεί να μην έχεις άποψη.
Ίσως, τι να πω. Πάντως στην Πολιτεία είναι πολύ λίγοι αυτοί που έρχονται για να ζητήσουν Λένα Μαντά. Θα σου πω το εξής: Ένας μέσος άνθρωπος της βιοπάλης, που λένε, μπορεί να καθαρίζει σκάλες ή δεν ξέρω τι άλλο, προσπαθεί να βρει χρόνο μέσα στη μέρα του για να νιώσει κάτι μέσω του διαβάσματος. Γιατί να τον αποτρέψω από αυτό που τον ικανοποιεί;

Συμφωνείς όμως ότι υπάρχει καλή και κακή λογοτεχνία. Ή όλα τα βιβλία είναι καλά γι’ αυτό που είναι;
Αντικειμενικά υπάρχει αυτό που λες. Δεν μπορείς δηλαδή να πεις ότι ο Μπέκετ δεν είναι αντικειμενικά κορυφαίος. Αλλά επιτρέπω στον απλό αναγνώστη -όχι δηλαδή τον ειδικό, τον κριτικό λογοτεχνίας ή κάποιον πιο υποψιασμένο- την υποκειμενικότητα. Δεν πρέπει να κάνουμε τίποτα με το στανιό.

Από την άλλη όμως αν τρως συνέχεια junk food, δεν θα συνηθίσεις σε αυτό; Πώς θα μάθεις τη γεύση των σωστών πρώτων υλών;
Ναι, έχεις δίκιο σε αυτό που λες. Συμφωνώ ότι μερικές φορές πρέπει να βρεις τον τρόπο να στρέψεις κάποιον σε μια άλλη κατεύθυνση και ενδεχομένως να του αλλάξεις τη ζωή. Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει κάποτε ο καρδιολόγος της μάνας μου που είναι πελάτης μου: Κι εσύ μου δίνεις συνταγές, γιατί νομίζεις ότι έρχομαι σε σένα;

Το βιβλίο έχει μια ιδιαιτερότητα. Θα πας δηλαδή σε ένα βιβλιοπωλείο για να βρεις απαντήσεις σε ερωτήματα: Τι είναι ζωή, τι είναι αγάπη, τι είναι θάνατος, τι είναι το ένα, τι είναι το άλλο, διάφορα ζητήματα που μας προβληματίζουν καθημερινά όλους. Κάποιοι έρχονται και μου λένε: Δείξε μου τώρα μια γραμμή να διαβάσω και να συνεχίσω τη βόλτα μου. 

Μπορεί όντως ένα βιβλίο να αλλάξει τη ζωή ενός αναγνώστη;
Μπορεί να ταυτιστείς με μια ιστορία. Ή μπορεί ένα βιβλίο να υποβοηθήσει κάτι, να βγάλει κάτι από μέσα σου, να δεις κάπως διαφορετικά τα πράγματα.

Δηλαδή εσένα σου έχει συμβεί;
Ναι. Μου έχει συμβεί σίγουρα με τον Αντόνιο Πόρτσια. Έχω λατρέψει το «Μαιτρ & Μαργαρίτα». Μου έχει συμβεί πολύ έντονα με τον Μπέκετ. Μου έχει συμβεί με το «Μαγικό Βουνό» του Τόμας Μαν. Νομίζω ότι αυτό είναι το βιβλίο που θυμάμαι πιο καλά απ’ όλα και ακόμη δεν το έχω τελειώσει. Μιλάει τόσο έντονα για τη ζωή, ταυτίζομαι τόσο πολύ, που δεν θέλω να τελειώσει, σκέφτομαι ότι δεν αποκλείεται να τελειώσει και όλο αυτό που ζούμε. 

Επειδή ο χρόνος της ζωής μας είναι ως γνωστόν πεπερασμένος, θεωρείς ότι είναι προτιμότερο να διαβάζουμε νέα βιβλία ή τα κλασικά;
Σίγουρα αυτό που συμβαίνει τώρα στη λογοτεχνία μας αφορά εκ των πραγμάτων πιο έντονα, είναι πιο κοντά στην καθημερινότητά μας. Μου αρέσουν δηλαδή οι τωρινές ιστορίες, της σημερινής εποχής, των τελευταίων τριών δεκαετιών. Έχουν να κάνουν με τα δικά μας βιώματα, τις δικές μας μνήμες. Αλλά εννοείται ότι διαβάζοντας κλασικά βιβλία συνειδητοποιείς ότι τουλάχιστον σε ψυχολογικό επίπεδο αυτό που νιώθεις τώρα είναι περίπου το ίδιο με το 1920 για παράδειγμα. Όσον αφορά δηλαδή την ανθρώπινη αγωνία, το ψάξιμο της ύπαρξης. Αυτό που είναι όλη η τέχνη. 

Άρα είναι προτιμότερο να διαβάσεις ένα νέο συγγραφέα υποψήφιο για Μπούκερ ή κάτι του Τολστόι;
Μερικές φορές δεν πειράζει να μη διαβάσεις Τολστόι. Αυτό που με προβληματίζει είναι μήπως όλη αυτή η αποθέωση των κλασικών δεν μας επιτρέψει να βρούμε τον νέο Τολστόι, που λένε, σε 200 χρόνια. Ποιος μας λέει ότι δεν υπάρχει σήμερα; Σκέφτεσαι πόσοι καλοί συγγραφείς μπορεί να περάσουν σήμερα απαρατήρητοι και να μην αξιολογηθούν ποτέ;

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Έχεις αγαπημένα λογοτεχνικά είδη;
Όχι, δεν θα το ‘λεγα, μπορώ να διαβάσω απ’ όλα.

Συνήθως όμως τι διαβάζεις; Με τι περνάς καλύτερα;
Με όλα. Και με την ποίηση. Και με τη λογοτεχνία. Αναλόγως τη στιγμή και την ψυχολογική κατάσταση. 

Διαβάζεις κυρίως ελληνικά ή ξένα βιβλία;
Ξένα κυρίως να πω την αλήθεια. Μου αρέσει όμως να ανακαλύπτω και νέους Έλληνες συγγραφείς. Είναι το ζήτημα της ταύτισης που σου έλεγα νωρίτερα. Θεωρώ ότι έχουμε πολύ καλούς συγγραφείς στην Ελλάδα. Υπάρχουν πολλά δείγματα ποιότητας στη σύγχρονη παραγωγή, για να μη μιλήσω φυσικά για τις μεταπολεμικές γενιές. Δεν θέλω να πω ονόματα για να μην αδικήσω κανέναν. 

Έχουμε όντως ως χώρα λογοτεχνική εμμονή με τον Εμφύλιο;
Ναι, αυτό υπάρχει, αν και βλέπω ότι τα νέα παιδιά ξεφεύγουν από αυτό το μοτίβο, μιλάνε για τα τωρινά προβλήματα. Κάποιοι λίγοι για παράδειγμα έπιασαν το θέμα με τα μνημόνια και τις αγωνίες εκείνων των ημερών. Ή τώρα παρατηρώ μια τάση προς το ζήτημα των φύλων, αν και μου φαίνεται περίεργο να παρουσιάζεται ως κάτι απολύτως καινούριο, δεδομένου ότι αυτό με τα φύλα βέβαια υπήρχε πάντα στα γράμματα, δηλαδή και ο Καβάφης ομοφυλοφιλική ποίηση έγραφε. Φυσικά ήταν αναγκαίο να ξανάρθει πάλι στην επιφάνεια με όλα αυτά που συμβαίνουν, κακοποιήσεις κλπ. Προφανώς οι συγγραφείς πρέπει να έχουν ανοιχτές τις προσλαμβάνουσες για να αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει γύρω τους. 

Άλλα ζητήματα που παρατηρείς ότι πραγματεύεται η σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή της χώρας;
Εκτός των παραπάνω είναι η μοναξιά και η ανασφάλεια – υναισθηματική, ερωτική, επαγγελματική, όλα αυτά.

Αυτά δεν είναι διαχρονικά ζητήματα;
Ακριβώς, υπήρχαν πάντα. Αυτά πραγματεύεται η τέχνη.

Είναι τάση ή ιδέα μου ότι βγαίνουν ολοένα και περισσότερα βιβλία πολλών εκατοντάδων σελίδων, κοτζάμ «τούβλα»;
Ίσως, αν και πάντα έβγαιναν μεγάλα βιβλία και το πρόβλημα ήταν και είναι το ίδιο: Δεν προλαβαίνεις να τα διαβάσεις γιατί τρέχεις όλη μέρα, ο καπιταλισμός σε εξαντλεί κι όλα αυτά που λέγαμε πριν. Δουλεύεις όλη μέρα, τι να πρωτοκάνεις για να χαλαρώσεις; Να πας σινεμά; Να πιεις μια μπύρα; Να διαβάσεις; Να κοιμηθείς; Να κάτσεις να δεις το ταβάνι του σπιτιού σου; Μη νομίζεις πάντως ότι πουλάνε όλα τα «τούβλα» που κυκλοφορούν. Θυμάμαι ας πούμε ότι πήγε πολύ καλά το «Κονφιτεόρ» του Καμπρέ, επίσης η «Πατρίδα» του Αραμπούρου. Δε θυμάμαι πολλά ακόμα.

Γιατί λένε ότι στην Ελλάδα οι εκδότες δεν προτιμούν τα διηγήματα;
Πιο παλιά λέγανε όντως ότι δεν διαβάζει ο κόσμος διηγήματα. Τώρα οι εκδότες σιγά σιγά τα θέλουν. Υπάρχει μια τάση προς τα εκεί, είναι πιο εύκολο να τα διαβάσεις, τελειώνεις μια ιστορία στα γρήγορα και πας παρακάτω. Βγαίνουν πια πολλές συλλογές διηγημάτων. 

Θυμάμαι κάτι που μου είχε πει κάποτε ο καρδιολόγος της μάνας μου που είναι πελάτης μου: Κι εσύ μου δίνεις συνταγές, γιατί νομίζεις ότι έρχομαι σε σένα;”

Γενικά διαβάζουμε οι Έλληνες;
Εξετάζοντας τη φούσκα του κέντρου της Αθήνας και της Πολιτείας θα μπορούσα να πω ότι ναι, διαβάζουμε. Αλλά δεν είναι μόνος αυτός ο κόσμος. 

Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα το μέσο πλήθος βιβλίων που έχουν διαβαστεί από τον γενικό πληθυσμό στη χώρα μας είναι τα πέντε βιβλία.
Το σίγουρο είναι ότι η εκδοτική παραγωγή ολοένα και ανεβαίνει. Εμφανίζονται συνέχεια καινούριοι εκδοτικοί οίκοι. Κάτι λέει κι αυτό. 

Πιστεύεις ότι ένας βιβλιοπώλης σαν εσένα και σε ένα μαγαζί σαν την Πολιτεία μπορεί να επηρεάσει την πορεία ενός βιβλίου;
Ναι. Αυτή είναι η δουλειά μας, να προτείνουμε. Κάποιες φορές προκαλούμε κιόλας μια καλή πορεία. Προσωπικά είμαι λίγο εμμονικός. Αν κάτι μου αρέσει, θα το βοηθήσω πολύ. 

Δώσε μου δυο-τρία παραδείγματα συγγραφέων που έχεις βοηθήσει μέσα από τη δουλειά σου.
Να πω τον Νίκο Βεργέτη; Θα ακουστεί περίεργο γιατί όλοι ξέρουν ότι είμαστε φίλοι πια. Δεν το έκανα όμως γι’ αυτό. Από πιο παλιά μου έρχονται πχ ο Γιάννης Παλαβός, ο Χρήστος Οικονόμου, ο Τάκης Κατσαμπάνης.

Ως αναγνώστης αφήνεις βιβλία στη μέση;
Εννοείται, ό,τι δεν μου αρέσει το παρατάω. Δεν υπάρχει λόγος να ταλαιπωρούμαστε. Ανέκαθεν το έκανα, ποτέ δεν με έπιαναν ενοχές. 

Ούτε αν πρόκειται για ένα κλασικό βιβλίο που όλοι αποθεώνουν αλλά για κάποιο λόγο δεν σου αρέσει;
Εντάξει, μου είναι λίγο πιο δύσκολο σε αυτή την περίπτωση. Έχω αφήσει όμως πολλά βιβλία στη μέση, χωρίς ενοχές όπως σου είπα. Έχουμε άλλα θέματα για να νιώσουμε ενοχές. Αν είχαμε και για τα βιβλία θα ήμασταν για ψυχιατρείο. 

Τα βραβεία επηρεάζουν τις αναγνωστικές σου προτιμήσεις;
Δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Τα βραβεία δεν μου λένε τίποτα. Εντάξει, είναι μια ένδειξη τιμής που αποδίδεται από μια ομάδα ανθρώπων με συγκεκριμένα κριτήρια. Μέχρι εκεί. 

Ως άνθρωπος του βιβλίου, τι λες, είναι καλοί άνθρωποι οι συγγραφείς;
Όπως όλος ο κόσμος, έχουν και οι συγγραφείς τα προβλήματα τους. 

Μιλάς διπλωματικά.
Ε, μα τι να σου πω; Όλοι οι καλλιτέχνες δεν έχουν ένα πρόβλημα με τη ματαιοδοξία; Τώρα που το σκέφτομαι, είχα ενοχληθεί με τους συγγραφείς που πριν από μερικά χρόνια δεν είδα πολλούς να βγαίνουν και να φωνάζουν για τη φτωχοποίηση όλων μας, την ανεργία κλπ. Με κάτι τέτοια δυσκολεύομαι με τους συγγραφείς και γενικά με τους καλλιτέχνες, όταν δεν παίρνουν ανοιχτά θέση για το πρόβλημα του συνανθρώπου τους. Δεν λέω ότι οι συγγραφείς και οι καλλιτέχνες μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο, αλλά προσωπικά θα ήθελα να τοποθετούνται.

Διαχωρίζεις κατά κανόνα το έργο από τον καλλιτέχνη, στην προκειμένη το βιβλίο από τον συγγραφέα;
Ναι, πολλές φορές. Ο Σελίν, για παράδειγμα, κατηγορείται ως φασίστας. Ήταν; Ναι, ήταν. Έχει γράψει όμως καταπληκτικά. Ή ο Ουελμπέκ. Δεν είναι διφορούμενος; Είναι όμως και μεγάλος συγγραφέας. Είναι χαρισματικός στο να αποδομεί με κάθε βιβλίο του το εκάστοτε παρόν. Τώρα ας πούμε καταπιάνεται με τα γεράματα γιατί κοντεύει να γίνει γέρος. Αποδομεί το πρόβλημα της καθημερινότητας ο Ουελμπέκ. Νομίζω ότι κάνει αυτό που θα θέλαμε να κάνουμε και όλοι μας ως άνθρωποι, να μιλήσουμε δηλαδή για τα προβλήματα μας ευθέως. 

Πέρα από τα όποια προβλήματα, οια είναι η καλύτερη πτυχή της καθημερινότητας ενός βιβλιοπώλη;
Είναι το υπαρξιακό κομμάτι. Με πελάτες και συγγραφείς έχουν αναπτυχθεί φιλίες και έντονες σχέσεις. Έχει έρθει, για παράδειγμα, πελάτης στο υπόγειο για να πει τον πόνο του, να τον μοιραστεί μαζί μου, επειδή μπορεί να αρρώστησε η γυναίκα του. Πολλές τέτοιες στιγμές αξίζουν παραπάνω από το μισθό μου. Πληρώνεσαι συναισθηματικά όταν σε εμπιστεύεται ο άλλος. Νομίζω ότι αν δούλευα σε ένα κατάστημα με ρούχα δεν θα συνέβαινε αυτό. Έχει να κάνει με το τι έρχεται να ζητήσει κάποιος σε ένα βιβλιοπωλείο. Έρχεται να ζητήσει κάτι για τη ζωή του. Θέλει να μάθει. Αυτή είναι η διαφορά των υπολοίπων μαγαζιών με τα βιβλιοπωλεία ή τα δισκοπωλεία. 

Με Έλληνες συγγραφείς είσαι ειλικρινής όταν ζητάνε τη γνώμη σου;
Ναι, στο 90%. Για να καταλάβεις, ένας κολλητός μου συγγραφέας έβγαλε ένα βιβλίο και του είπα ότι δεν μπορώ να καταλάβω τι θέλει να πει. Δεν τον πείραξε. Τώρα έβγαλε δεύτερο βιβλίο, μου αρέσει πάρα πολύ, και του το είπα. Εντάξει, καμιά φορά είμαι λίγο διπλωμάτης, αλλά προσπαθώ να είμαι ειλικρινής. 

Ανέκδοτοι συγγραφείς σου φέρνουν τα χειρόγραφα τους;
Συμβαίνει συχνά και τα διαβάζω. Αυτό ίσως να έχει το πιο μεγάλο ενδιαφέρον. 

Μετά από τόσα χρόνια στη δουλειά, θεωρείς ότι μπορείς να προβλέψεις αν ένα βιβλίο θα πάει καλά;
Ναι, μπορώ. Και δεν σου κρύβω ότι αν πιστέψω σε ένα βιβλίο, θα προσπαθήσω κι εγώ να το βοηθήσω να πουλήσει κάτι παραπάνω. Αντικειμενικά παίζει ρόλο και η επιλογή του σωστού εκδοτικού οίκου για ένα βιβλίο. Αν και εμείς οι παλιοί της δουλειάς που μπορούμε να δούμε πέρα από αυτό, σε ένα βαθμό μπορούμε να βοηθήσουμε ένα βιβλίο, τουλάχιστον τοπικά, στο οικοσύστημα της Πολιτείας, άσχετα με τον εκδοτικό. Αυτός δεν είναι όμως και ο ρόλος του βιβλιοπώλη; Να ανακαλύψει κάτι και να το αναδείξει; Να σου πω όμως κάτι; Σκέφτομαι ότι τόση ώρα απαντάω στις ερωτήσεις σου έχοντας στο μυαλό ένα μικρό, τοπικό φαινόμενο. Εννοώ την Πολιτεία. Απαντάω με βάση αυτό που ζω εγώ. 

Θα δούλευες ποτέ σε άλλο βιβλιοπωλείο;
Όχι. Μόνο στο δικό μου, αν το άνοιγα. Αλλά δυστυχώς δεν υπάρχουν τα χρήματα. Πέρασαν και τα χρόνια. 

Λίγοι ιδιωτικοί υπάλληλοι μένουν στην ίδια δουλειά τόσο πολύ καιρό. Σήμερα, 26 χρόνια μετά το πρώτο σου μεροκάματο στο υπόγειο της Ασκληπιού, σε συναρπάζει ακόμα αυτό που κάνεις; Ή, για να το πω αλλιώς, είναι τουλάχιστον οι καλές μέρες από τις κακές;
Ευτυχώς είναι. Όπως σου είπα εμένα με τροφοδοτεί πάρα πολύ η επαφή με τον κόσμο. Λειτουργεί σχεδόν ψυχοθεραπευτικά πολλές φορές.

Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson

Στο κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι σου πόσα αδιάβαστα βιβλία έχεις;
Πάρα πολλά. Γενικά δεν διαβάζω με σταθερό ρυθμό. Μπορεί κάποιες μέρες να μη διαβάσω τίποτα. Και μετά να πάρω μπρος και να διαβάσω τρία βιβλία μέσα σε μια εβδομάδα. 

Δεν θέλεις να γράψεις το δικό σου βιβλίο;
Όχι, γιατί;

Γιατί όχι;
Δεν νομίζω ότι το ‘χω. Δεν το έχω σκεφτεί ποτέ. Δεν με απασχολεί. Άλλη είναι η δική μου δουλειά. 

Μπορείς να μου καταρρίψεις ένα μύθο για τη δουλειά του βιβλιοπώλη;
Αυτό που πιστεύουν ορισμένοι οι πελάτες όταν μας βλέπουν ανάμεσα σε τόσα βιβλία: Ότι τα έχουμε διαβάσει όλα. Δεν ισχύει. Δεν υπάρχει καμία σχολή βιβλιοπωλών από την οποία αποφοιτάς έχοντας διαβάσει τα πάντα. Μη σου πω κιόλας ότι ο πελάτης με τον βιβλιοπώλη διαβάζουν το ίδιο. Εργάτες είμαστε όλοι και ψάχνουμε τον ελεύθερο χρόνο για να ανοίξουμε κανένα βιβλίο.

Αν έρθει αύριο ένα νέο παιδί στην Πολιτεία και σου πει ότι θέλει να γίνει βιβλιοπώλης, τι συμβουλή θα του δώσεις; Ποια είναι τα μυστικά του σωστού βιβλιοπώλη;
Υπομονή και όρεξη να μάθεις από τους παλιότερους. Αυτό έκανα κι εγώ. Τι άλλο να του πω; Να αγαπάει το βιβλίο; Δεν είναι δεδομένο ότι το αγαπάει αφού θέλει να γίνει βιβλιοπώλης;

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα