Κορονοϊός: Οι οικονομικοί κίνδυνοι και οι αναγκαίες απαντήσεις
Καθώς οι αγορές εμφανίζονται ευάλωτες και ανέτοιμες να προσφέρουν διεξόδους, το κράτος καλείται να ανακτήσει έναν πολυδιάστατο ρόλο - Οι νέες προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία.
- 29 Μαρτίου 2020 07:26
Η κρίση του Covid-19 που βρίσκεται σε εξέλιξη δημιουργεί νέες, πρωτοφανείς, για την παγκόσμια οικονομία προκλήσεις, καταδεικνύοντας τον ευάλωτο χαρακτήρα της σε συστημικού τύπου απειλές.
Η κατάσταση σε όλα τα επίπεδα εξελίσσεται δυναμικά και ταχύτατα, ενώ παράλληλα οι αβεβαιότητες είναι πολλές, τόσο σε ό,τι αφορά το χρόνο αντιμετώπισης της πανδημίας σε όρους δημόσιας υγείας (αποτελεί κορυφαία προτεραιότητα), όσο και σε ό,τι αφορά το εύρος και την ένταση των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων που θα προκαλέσει. Τα ερωτήματα σε παγκόσμιο, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για το σήμερα και τα διλήμματα για το μέλλον είναι πολλά και πολυεπίπεδα.
Από το αν θα μπορούσε να αποτραπεί η πανδημία κορονοϊού με συγκεκριμένα μέτρα και πολιτικές πρόληψης, μέχρι τις διαδικασίες μετασχηματισμού του παραγωγικού μοντέλου σε ένα ανθεκτικό, απέναντι σε πολυεπίπεδες κρίσεις, βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο. Παράλληλα και αυτή η κρίση, αναζωπυρώνει τη δημόσια συζήτηση για το ρόλο και τα όρια του κράτους και των αγορών. Ειδικότερα, η κρίση του Covid -19 φαίνεται να οδηγεί στη δημιουργία ενός νέου πεδίου «εύθραυστης συναίνεσης» γύρω από την αναγκαιότητα ενεργοποίησης ισχυρών δημόσιων παρεμβάσεων.
Καθώς οι αγορές εμφανίζονται ευάλωτες και ανέτοιμες να προσφέρουν διεξόδους, το κράτος καλείται να ανακτήσει έναν πολυδιάστατο ρόλο, τόσο σε οικονομικό επίπεδο για την αντιμετώπιση της ύφεσης όσο και επίπεδο κοινωνικής πολιτικής για τον περιορισμό της επέκτασης των ζωνών φτωχοποίησης, σε ένα περιβάλλον ήδη οξυμένων κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές της νέας αυτής συναίνεσης θα αναδειχθούν μέσα από το εύρος και το βάθος των παρεμβάσεων και κυρίως από το αν η κεντρική αυτή επιλογή αποτελεί στρατηγική επιλογή και αλλαγή παραδείγματος ή προσωρινή μεταστροφή.
Το ΕΝΑ μέσω του Δελτίου Οικονομικής Συγκυρίας & Πολιτικής καθώς και έκτακτων εκδόσεων επιδιώκει να συμμετέχει ενεργά στη δημόσια συζήτηση για την κρίση του Covid-19, αναδεικνύοντας κρίσιμα ερωτήματα και αναζητώντας απαντήσεις και προτάσεις. Στο πλαίσιο αυτό, στο πρώτο μέρος του Δελτίου, επιχειρείται μια αποτύπωση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στη δημόσια σφαίρα για τις αιτίες και τα χαρακτηριστικά της κρίσης του Covid-19 καθώς και για τις προτάσεις που κατατίθενται για την αντιμετώπισή της.
Η επισκόπηση της διεθνούς αρθρογραφίας και βιβλιογραφίας αναδεικνύει τρεις βασικές προσεγγίσεις, οι οποίες παρά τις διαφορές τους, δεν παρουσιάζουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα, καθώς εξετάζουν – από διακριτές αφετηρίες – διαφορετικές, αλλά συμπληρωματικές μεταξύ τους διαστάσεις της κρίσης:
I. Η κρίση του Covid-19 ως μια εξωτερική διαταραχή με συγκυριακό χαρακτήρα: η κρίση αξιολογείται ως μια συγκυριακή εξωτερική διαταραχή (κρίση δημόσιας υγείας), η διάρκεια της οποίας θα εξαρτηθεί από παράγοντες που σχετίζονται με την μεταδοτικότητα του ιού, την αποτελεσματικότητα και τήρηση των μέτρων συγκράτησης της εξάπλωσης του ιού, τον χρόνο για την εισαγωγή του εμβολίου και την επάρκεια των εθνικών συστημάτων υγείας.
Από οικονομική άποψη, για την προσέγγιση αυτή, κεντρικό επίδικο είναι η κρίση ρευστότητας που θα πλήξει την οικονομία (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) να μην εξελιχθεί σε κρίση αφερεγγυότητας, προκαλώντας πτωχεύσεις επιχειρήσεων, αύξηση της ανεργίας, απώλεια κεφαλαίου και μόνιμες επιπτώσεις στους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης. Στη βάση αυτή, εκτιμάται ότι η αποτροπή της εμβάθυνσης της κρίσης μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την έγκαιρη, ισχυρή και συντονισμένη παρέμβαση των φορέων άσκησης της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η αντίδραση της Ε.Ε με την ενεργοποίηση της ρήτρας γενικής διαφυγής και την ουσιαστική αναστολή του Συμφώνου Σταθερότητας, εντάσσεται μεν στο πλαίσιο αυτό, αλλά ο χρόνος ανταπόκρισης δεν μπορεί να την χαρακτηρίσει ως μια έγκαιρη παρέμβαση. Το κύριο βάρος αντιμετώπισης των άμεσων συνεπειών της κρίσης πέφτει στους ώμους των εθνικών προϋπολογισμών, ενώ ο Ευρωπαϊκός Προϋπολογισμός και η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, διατηρούν έναν επικουρικό ρόλο ενίσχυσης και κυρίως κατά τη φάση της ανάκαμψης. Στο πλαίσιο αυτό, οι εθνικές πρωτοβουλίες αντιμετώπισης των συνεπειών θα συνδεθούν αναπόφευκτα με σημαντικά πολιτικά διλήμματα και κυρίως για τις χώρες που έχουν συσσωρεύσει υψηλά χρέη εξαιτίας της προηγούμενης κρίσης (Ελλάδα, Ιταλία).
Ακόμη και αν αποφευχθεί το ενδεχόμενο μιας νέας δημοσιονομικής κρίσης, εγείρονται ανησυχίες για το κατά πόσο οι οικονομίες του Νότου θα είναι σε θέση ταυτόχρονα:
α) να εξυπηρετήσουν το χρέος τους και β) να συμβάλουν στην κάλυψη των αυξημένων αναπτυξιακών και κοινωνικών αναγκών τους, όπως αυτές θα προκύψουν μετά την ολοκλήρωση της υγειονομικής κρίσης. Το δίλημμα για το μέλλον που ήδη τίθεται, έγκειται στο αν θα αποφασιστεί μια πραγματικά ρεαλιστική ρύθμιση του χρέους στο πλαίσιο μιας συνολικότερης συντονισμένης ευρωπαϊκής πολιτικής προοδευτικής εξόδου από την κρίση ή αν οι οικονομίες της Ε.Ε θα αφεθούν μόνες με κίνδυνο την εμφάνιση νέων κύκλων δημοσιονομικής και διαρθρωτικής προσαρμογής με βάση την εμπειρία της κρίσης του 2010.
II. H κρίση του Covid-19 ως «επιταχυντής» μιας δομικής κρίσης της παγκοσμιοποίησης: η κρίση προσεγγίζεται ως παράγοντας εκδήλωσης των δομικών αδυναμιών του κυρίαρχου παραγωγικού και οικονομικού μοντέλου και κυρίως ως παράγοντας ανάδειξης της εξασθένισης της ικανότητας των κοινωνιών και οικονομιών να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις των κρίσεων. Σε παγκόσμιο επίπεδο η κρίση αυτή έρχεται μόλις μια δεκαετία μετά την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η οποία έχει περιορίσει σημαντικά τα περιθώρια παρέμβασης των κυβερνήσεων (πολύ χαμηλό ύψος επιτοκίων, υψηλά επίπεδα δημόσιου χρέος), ενώ τόσο ο ιδιωτικός τομέας όσο και τα νοικοκυριά εξακολουθούν να υφίστανται τις επιπτώσεις της (υψηλά επίπεδα χρέους επιχειρήσεων, μη εξυπηρετούμενα δάνεια, ανεργία). Στη πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις αντιμετώπισης της κρίσης, στηρίζονται στη ριζική αναθεώρηση των κατευθύνσεων πολιτικής σε δημοσιονομικό, νομισματικό και αναπτυξιακό επίπεδο και προσανατολίζονται προς την ενεργοποίηση νέων θεσμών και φορέων σε διεθνές και παγκόσμιο επίπεδο για τη χρηματοδότηση και ενίσχυση της -ανθεκτικής απέναντι σε κρίσεις – βιώσιμης ανάπτυξης.
III. Η κρίση του Covid-19 ως μια βαθύτερη κρίση οικοσυστημικού χαρακτήρα: η κρίση προσεγγίζεται ως μια οικοσυστημική κρίση, η οποία πηγάζει από την πίεση που ασκεί το οικονομικό σύστημα στο οικοσύστημα. Στη βάση αυτή, η κρίση δημόσιας υγείας και η κρίση βιωσιμότητας του αναπτυξιακού μοντέλου δεν αποτελούν διακριτά αντικείμενα, αλλά βρίσκονται σε διαρκή και πολυδιάστατη αλληλεπίδραση. Παράγοντες που επιταχύνουν και εντείνουν την ένταση και την διάρκεια των κρίσεων είναι η κλιματική αλλαγή και η καταστροφή των οικοσυστημάτων, οι υπερεντατικές παραγωγικές πρακτικές του αγροτικού τομέα, η υπέρμετρη αστικοποίηση σε συνδυασμό με την έλλειψη στοιχειωδών συλλογικών υποδομών καθώς και μια σειρά από αποτυχίες της αγοράς στις δραστηριότητες Ε&Α της φαρμακοβιομηχανίας.
Στο δεύτερο μέρος του Δελτίου αποτυπώνεται το οικονομικό περιβάλλον και η κοινωνική δυναμική στην οποία εκδηλώθηκε η κρίση του Covid – 19 στην Ελλάδα. Το σημείο αυτό, είναι σημαντικό να καταγραφεί ως «σημείο αναφοράς», προκειμένου να αξιολογηθούν οι μεταβολές που θα υποστούν οι αντίστοιχοι δείκτες, υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων των ευρωπαίων εμπειρογνώμων για ύφεση μεγάλης κλίμακας (82% διαβλέπουν μια ύφεση μεγάλης κλίμακας) καθώς και της εκτίμησης ότι οι επιπτώσεις της κρίσης στη ζήτηση θα είναι υψηλότερες σε σύγκριση με τις επιπτώσεις από την πλευρά της προσφοράς (σχεδόν ½ εμπειρογνώμονες συμφωνούν με την εν λόγω εκτίμηση)
1. Συμπερασματικά, στη συγκυρία αυτή, οι οικονομικές προοπτικές της χώρας εμφανίζονται συγκριτικά πιο επιβαρυμένες για τρεις λόγους:
1. Η υγειονομική κρίση εκδηλώνεται σε μια όχι ευνοϊκή συγκυρία για την ελληνική οικονομία, καθώς οι επιδόσεις του Δ΄ τριμήνου 2019, κατέδειξαν σοβαρή επιβράδυνση του ρυθμού μεγέθυνσης σε σχέση με το Γ΄ τρίμηνο, καταγράφοντας ουσιαστικά ύφεση, με το ΑΕΠ να σημειώνει πτώση σε πραγματικούς όρους κατά 0,7%, η οποία είναι η μεγαλύτερη που έχει καταγραφεί από το Γ΄ τρίμηνο του 2015. Ως αποτέλεσμα της αρνητικής επίδοσης του Δ΄ τριμήνου (σε σχέση με το Γ΄) η ετήσια πραγματική αύξηση του ΑΕΠ διαμορφώθηκε για το 2019 στο 1,9% παρά τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις που είχαν γίνει πρόσφατα για αύξηση του ΑΕΠ άνω του 2%.Η επίδοση αυτή είναι η χειρότερη επίδοση Δ΄ τριμήνου μεταξύ των 27 κρατών – μελών της Ε.Ε.
2. Το ελληνικό ΑΕΠ είναι σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένο από τον τουρισμό, την εστίαση και τη ναυτιλία, τομείς που συμβάλλουν περισσότερο από το 50% του προϊόντος και πλήττονται άμεσα από την κρίση, με αβέβαιο το χρόνο και το βαθμό ανάκαμψής τους.
3. Η κρίση του Covid-19 εγείρει σοβαρές ανησυχίες σχετικά με τις κοινωνικές επιπτώσεις και τη δημιουργία νέων εστιών ανισοτήτων. Το πρόβλημα αυτό είναι ιδιαίτερα επιτακτικό για την Ελλάδα, καθώς η δυναμική των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας αναμενόταν να κινηθεί σε κατεύθυνση όξυνσης – και πριν την εκδήλωση της υγειονομικής κρίσης – σαν αποτέλεσμα της οικονομικής πολιτικής όπως αυτή αποτυπώθηκε στον Προϋπολογισμό του 2020. Η εκτίμηση αυτή στηρίζεται – μεταξύ άλλων – στο ότι η φορολογική πολιτική κινήθηκε στην κατεύθυνση μιας «trickle-down» λογικής μέσα από μια πολιτική φοροελάφρυνσης με κύριους ωφελούμενους σχετικά μικρό πληθυσμό νομικών και φυσικών προσώπων (κερδοφόρες επιχειρήσεις, μερίσματα, υψηλά εισοδήματα, μεγάλη ακίνητη περιουσία κ.ά.) . Με αυτήν τη στρατηγική δεν μειώθηκε το συνολικό φορολογικό βάρος, αλλά ανακατανεμήθηκε με αντίστροφα αναδιανεμητικό πρόσημο. Συνδυαστικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες (Νόμος: Επενδύω στην Ελλάδα) αναβίωσης της εσωτερικής υποτίμησης και της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων το αποτύπωμα στο επίπεδο των ανισοτήτων αναμενόταν και προ κρίσης. αρνητικό. Οι 30.000 απολύσεις που πραγματοποιήθηκαν μέσα στις πρώτες δεκαπέντε μέρες της εκδήλωσης της υγειονομικής κρίσης, επιβάλλουν δραστικά και άμεσα μέτρα προστασίας και ενίσχυσης της εργασίας, καθώς όσο πιο διστακτικά και άτολμα θα είναι τα μέτρα σήμερα, τόσο περισσότερο παρατεταμένες και βαθιές θα είναι οι συνέπειες και τόσο πιο δύσκολη θα είναι η ανάκαμψη μετά.
Η νέα αυτή κρίση, μαζί με το επιτακτικό της αποτελεσματικής αντιμετώπισής της και του μετριασμού των επιπτώσεων, θέτει στον πυρήνα της πολιτικής τη στρατηγική για την επόμενη μέρα, τη στρατηγική της ανάκαμψης. Η συνέχεια της – προ υγειονομικής κρίσης -οικονομικής και αναπτυξιακής πολιτικής του τελευταίου εξαμήνου, φέρει τον κίνδυνο έντασης των παλαιών και ανάδειξης νέων ανισοτήτων, με δυνητικά υπονομευτικές συνέπειες για τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης και την κοινωνική συνοχή. Αντίθετα, μια στρατηγική ουσιαστικής βραχυπρόθεσμης στήριξης σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις και μια μακροπρόθεσμη στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης, με ενίσχυση του κράτους πρόνοιας και καταπολέμηση των ανισοτήτων, είναι εκείνη που μπορεί όχι μόνο να επουλώσει τις πληγές που θα αφήσει η τρέχουσα κρίση, αλλά να βάλει εκ νέου τη χώρα σε ράγες βιώσιμης ανάκαμψης.
Διαβάστε εδώ ολόκληρο το Δελτίο Οικονομικής Συγκυρίας & Πολιτικής #02 του Ινστιτούτου ΕΝΑ