Μιχάλης Ρένεσης: Χρεοκοπίες τραπεζών και συστημική κρίση

Μιχάλης Ρένεσης: Χρεοκοπίες τραπεζών και συστημική κρίση
Γουόλ Στριτ Peter Morgan/AP Photo

Ο οικονομολόγος Μιχάλης Ρένεσης γράφει για την χρηματοπιστωτική κρίση κρίση και το ντόμινο των αλλαγών μετά τις χρεοκοπίες μεγάλων και μικρότερων τραπεζών σε ΗΠΑ και Ευρώπη.

Οι χρεοκοπίες και οι καταρρεύσεις μεγάλων και μικρότερων τραπεζών, σε διαφορετικές χώρες μαρτυρούν ότι η σύγχρονη χρηματοπιστωτική κρίση παίρνει διεθνείς διαστάσεις και ότι το διεθνές πιστωτικό σύστημα δεν λειτουργεί αν αφεθεί στο «αόρατο χέρι» της αγοράς, αλλά χρειάζεται σύγχρονη και αποτελεσματική ρύθμιση από τα κράτη ή τις οικονομικές ολοκληρώσεις.

Χρεοκοπίες αμερικανικών τραπεζών

Ο Μάρτιος ήταν μήνας καταρρεύσεων τραπεζών, καθώς μέσα σε μια εβδομάδα χρεοκόπησαν τρείς αμερικανικές τράπεζες:

α) Silvergate Bank από το Σαν Ντιέγκο της Καλιφόρνιας, με ενεργητικό 16 δις δολάρια στις 8 Μαρτίου.

β) Silicon Valley Bank από τη Σάντα Κλάρα της Καλιφόρνιας, με ενεργητικό 209 δις δολάρια, στις 10 Μαρτίου.

γ) Signature Bank από τη Νέα Υόρκη, με ενεργητικό 118 δις δολάρια, στις 12 Μαρτίου.

Η χρεοκοπία της Silicon Valley Bank (SVB) δημιούργησε το μεγαλύτερο πανικό, επειδή είναι η 16η σε μέγεθος τράπεζα των ΗΠΑ. Η χρεοκοπία των τριών τραπεζών είχε ιδιαίτερα αρνητικές επιπτώσεις στις ασφαλιστικές εταιρείες και τα συνταξιοδοτικά ταμεία που είχαν στα θησαυροφυλάκιά τους κρατικά και εταιρικά ομόλογα αρκετών τρις δολαρίων, η αξία των οποίων μειώθηκε από την αύξηση των επιτοκίων.

Η κρίση επεκτείνεται και σε άλλες αμερικανικές τράπεζες. 11 μεγάλες αμερικανικές τράπεζες, στις 16 Μαρτίου, κατέθεσαν στην Federal Reserve Board (FRB) 30 δις δολάρια, σύμφωνα με το CNBC, μεταξύ των οποίων είναι η Bank of America, Citigroup, η JP Morgan Chase, η Wells Fargo, η Goldman Sachs, και η Morgan Stanley. Τα χρήματα αυτά θα παραμείνουν στην FRB για 120 ημέρες. Η βοήθεια προς την FRB ήρθε μετά τις φήμες, ότι η διοίκηση της τράπεζας εξετάζει σοβαρά την πώλησή της. Η χρεοκοπία της SVB οδήγησε στη μείωση των ομολόγων της Western Alliance κατά 44% και της FRB κατά περίπου 59%. Οι μετοχές των τραπεζών PacWest, Zions και UMB Financial μειώθηκαν κατά 20,7-27,5 %

Ύφεση το 2023;

Η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν υποστήριξε, ότι η κατάσταση είναι ελεγχόμενη και το αμερικανικό τραπεζικό σύστημα παραμένει σταθερό. Τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης δε συμμερίζονται την αισιοδοξία της κυβέρνησης. Η διαδικτυακή έκδοση Axios γράφει, ότι υπάρχει κίνδυνος αφετηρίας νέας κρίσης στις ΗΠΑ. Συγκρίνεται η σημερινή κατάσταση με την κρίση του 2008 που κατέρρευσε η Lehman Brothers, όταν το χρέος της έφθασε τα 613 δις δολάρια. Τότε η αμερικανική κυβέρνηση διοχέτευσε στην οικονομία χρήμα, το οποίο δεν έλυσε οριστικά το πρόβλημα, αλλά το μετέθεσε. Οι συνέπειες της κρίσης του 2008 παραμένουν και μεταξύ άλλων οδήγησαν στη διόγκωση του εξωτερικού χρέους των ΗΠΑ. Μεγάλοι γίγαντες της Γουόλ-στριτ, όπως η Black Rock, η Wells Fargo και η Neuberger Berman από τον Ιανουάριο του 2023 προειδοποιούσαν, ότι η αμερικανική οικονομία μπορεί να βρεθεί σε ύφεση φέτος. Με βάση το Dow Jones, από την 1η Ιουλίου 2022 ο δείκτης S&P500 μέσα σε ένα εξάμηνο έχασε 21%, που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στη σύγχρονη ιστορία των ΗΠΑ. Ο πληθωρισμός αυξανόταν και η Fed άργησε να προχωρήσει σε αυξήσεις των επιτοκίων χορηγήσεων.

Η υπουργός οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γιέλεν δήλωσε στα τέλη Ιανουαρίου, ότι την ανησυχεί ο κίνδυνος χρεοκοπίας των ΗΠΑ, αν το Κογκρέσο δεν αυξήσει το πλαφόν του κρατικού χρέους μέχρι το καλοκαίρι του 2023, τονίζοντας ότι ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα είναι σκέτη καταστροφή και η αμερικανική οικονομία θα εισέλθει σε περίοδο ύφεσης. Οι δαπάνες θα πρέπει να μειωθούν για να αντιστοιχούν στα φορολογικά έσοδα.

Το πλαφόν του κρατικού χρέους των ΗΠΑ είχε οριστεί το Δεκέμβριο 2021 στο ύψος των 31,38 τρις δολαρίων. Το χρέος πλέον ξεπέρασε στο ύψος του πλαφόν και το υπουργείο οικονομικών δε μπορεί να εκδώσει επιπλέον ομόλογα για την κάλυψή του, χωρίς τη συγκατάθεση του Κογκρέσου. Η αμερικανική κυβέρνηση επιμένει, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι το Κογκρέσο θα εγκρίνει την αύξηση του πλαφόν.

Το 2008 επιλέχτηκε η πολιτική της «ποσοτικής χαλάρωσης». Δόθηκε στις τράπεζες «φθηνό χρήμα» στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Με αυτά τα χρήματα πληρώνονταν οι εισαγωγές και προτάθηκε στους εξαγωγείς να επενδύουν τα υπερκέρδη τους στις γρήγορα αναπτυσσόμενες νεοφυείς επιχειρήσεις στην πεδιάδα Silicon Valley. Εμφανίστηκαν στην αγορά επιχειρήσεις των οποίων το ενεργητικό ήταν δυσανάλογο με το τζίρο τους. Ελλειμματικές επιχειρήσεις αποτιμούνταν σε δις δολάρια. Στο επίκεντρο βρέθηκαν οι τρείς αμερικανικές τράπεζες που χρεοκόπησαν. Σύμφωνα με το Wall Street Journal άλλες περίπου 186 αμερικανικές τράπεζες ευρίσκονται στην επικίνδυνη ζώνη.

Πώς αντιμετωπίστηκε η κατάρρευση της SVB;

Στις 10 Μαρτίου χρεοκόπησε η Silicon Valley Bank (SVB) που χρηματοδοτούσε τις νεοφυείς επιχειρήσεις, έπειτα από την αύξηση από τη Fed των επιτοκίων στο 4,5-5%. Στις 31 Δεκεμβρίου 2022 το ενεργητικό της SVB ήταν 209 δις δολάρια και οι καταθέσεις 175,4 δις δολάρια. Χρεοκοπία τόσο μεγάλης τράπεζας είχε να παρατηρηθεί από την οικονομική κρίση του 2008. Προσωρινός διαχειριστής της τράπεζας ορίστηκε η Ομοσπονδιακή εταιρεία ασφάλισης καταθέσεων (FDIC), η οποία εκποιεί τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών που χρεοκοπούν και εξοφλεί τους καταθέτες, οι αποταμιεύσεις των οποίων δεν είναι ασφαλισμένες. Οι ασφαλισμένοι καταθέτες της SVB απόκτησαν πρόσβαση στους λογαριασμούς τους από τη Δευτέρα 13 Μαρτίου και οι ανασφάλιστοι πήραν κάποια προκαταβολικά μερίσματα, ενώ τα υπόλοιπα χρήματα θα επιστραφούν μετά την εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων της τράπεζας.

Στις ΗΠΑ ασφαλίζονται καταθέσεις μέχρι 250 χιλιάδες δολάρια. Η χρεοκοπία της SVB προέκυψε, όταν οι πελάτες της τράπεζας έσπευσαν να κάνουν ανάληψη 42 δις δολαρίων σε μια ημέρα. Λόγω του πανικού σταμάτησε η διαπραγμάτευση των μετοχών της τράπεζας στο Χρηματιστήριο, μετά την πτώση της μετοχής της κατά 66%, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters. H SVB δεν μπόρεσε να πληρώσει τους πελάτες της, επειδή 91 δις δολάρια ήταν σε εταιρικά και κρατικά ομόλογα μεγάλης διάρκειας, που δε μπορούσαν να «σπάσουν». Τα χρεόγραφα αυτά είχαν αγοραστεί με επιτόκιο 0-0,25%. Τον τελευταίο χρόνο, όμως, η FED αύξησε τα επιτόκια στο 4,5-5%, για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού. Σύμφωνα με τους Financial Times η SVB έχασε περίπου 15 δις δολάρια.

Οι αμερικανικές τράπεζες υπολογίζουν την αξία των ομολόγων με δύο τρόπους: α) με τη μέθοδο Mark -To -Market MTM), με βάση την τρέχουσα τιμή της αγοράς και β) με τη μέθοδο Held -To –Maturity (HTM), κρατώντας τα ομόλογα μέχρι τη λήξη τους. Τα περισσότερα ομόλογα υπολογίζονται με τη δεύτερη μέθοδο. Αν η πώληση γίνει πριν τη λήξη τους, τότε υπάρχουν μεγάλες απώλειες.

Όταν τα επιτόκια είναι υψηλά οι επενδυτές στρέφονται στην αγοροπωλησία χρήματος (ραντιέρηδες), παρά στη χρηματοδότηση νέων επενδυτικών σχεδίων.

Σύμφωνα με το πρακτορείο Bloomberg, η FED ενίσχυσε τις αμερικανικές τράπεζες με 165 δις δολάρια, από τις 8 μέχρι τις 15 Μαρτίου. 152 δις δολάρια δόθηκαν ως βραχυπρόθεσμες πιστώσεις μέχρι 90 ημέρες. Το αντίστοιχο ποσό κατά την οικονομική κρίση του 2008 ήταν 111 δις δολάρια. Σύμφωνα με τους Financial Times, η κεφαλαιοποίηση των έξι μεγαλύτερων αμερικανικών τραπεζών (Citigroup, Morgan Stanley, Bank of America, Goldman Sachs, JP Morgan Chase, Wells Fargo) μειώθηκε κατά 13%.

Η χρεοκοπία της SVB ήταν η μεγαλύτερη αμερικανικής τράπεζας από την κρίση του 2008 και η δεύτερη μεγαλύτερη στην ιστορία των ΗΠΑ, μετά τη χρεοκοπία της Washington Mutual Bank.

Κατάρρευση της Credit Suisse και συστημική κρίση

Τον πανικό από τη χρεοκοπία των τριών αμερικανικών τραπεζών ήλθε να ενισχύσει η κατάρρευση της ελβετικής Credit Suisse (CS). Η τραπεζική κρίση ήλθε και στην Ευρώπη. Οι συνέπειες από την κατάρρευση της CS μπορούν να συγκριθούν με τις επιπτώσεις της χρεοκοπίας της Lehman Brothers (LB), σύμφωνα με εκτιμήσεις του οικονομολόγου που προέβλεψε την κρίση του 2008 του Νουρουέλ Ρουμπινί.

Η CS έχει κατά δύο φορές μεγαλύτερο ενεργητικό από τη SVB και υπολογίζεται στα 500 δις δολάρια, γι’ αυτό και ο Νουρουέλ Ρουμπινί υποστηρίζει ότι η κατάρρευση της θα έχει συνέπειες συστημικών διαστάσεων, όπως η LB. Φαινομενικά η χρεοκοπία της CS αποφεύχθηκε, αλλά συγχωνεύτηκε με τη UBS, δημιουργώντας μια φαραωνικών διαστάσεων τράπεζα. Οι τράπεζες δανείζουν η μία την άλλη, γι’ αυτό η χρεοκοπία μιας μεγάλης τράπεζας μπορεί να συμπαρασύρει πολλές άλλες.

Η αξία των μετοχών της CS μειώθηκε κατά 30% στις 15 Μαρτίου, όταν ο κύριος μέτοχός της η Εθνική Τράπεζα της Σαουδικής Αραβίας αρνήθηκε να την ενισχύσει. Η CS αντιμετώπιζε αρκετά προβλήματα τα τελευταία χρόνια και η ελεγκτική Price Waterhouse Coopers (PwC) αρνιόταν να επικυρώσει τους ισολογισμούς της.

Η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας προχώρησε τελικά στην πώληση της δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζάς της CS στην πρώτη μεγαλύτερη UBS στη συμβολική τιμή των 3 δις ελβετικών φράγκων (3,2 δις δολαρίων). Η UBS για την ενίσχυσή της πήρε από την Κεντρική Τράπεζα δάνειο 100 δις ελβετικών φράγκων με ελκυστικούς όρους. Θεωρείται ότι αυτή η κίνηση θα οδηγήσει σε εξαγορές και συγχωνεύσεις τραπεζών σε παγκόσμια κλίμακα. Παρά τη συγχώνευση, οι μετοχές της CS και της UBS υποχώρησαν στις 24 Μαρτίου κατά 8,6% και 8% αντίστοιχα.

Τα τελευταία χρόνια οι τράπεζες συνήθισαν στα χαμηλά επιτόκια , γι’ αυτό κινούνταν πολύ δραστήρια στην αγορά των ομολόγων. Όταν όμως οι κεντρικές τράπεζες αύξησαν τα επιτόκια για την αντιμετώπιση του πληθωρισμού, μειώθηκε η αξία των χρεογράφων, που αποτελούν τμήμα του ενεργητικού των τραπεζών που είχαν αποκτηθεί για προστασία από δύσκολες καταστάσεις όπως οι κρίσεις, αφού οι τίτλοι αυτοί είχαν σταθερές αποδόσεις.

Εκφράζονται φόβοι για πιθανή χρεοκοπία μεγάλων τραπεζών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αν και υποστηρίζεται από τις Βρυξέλλες, ότι το σύστημα είναι περισσότερο ανθεκτικό και ελεγχόμενο. Όμως την Παρασκευή 24 Μαρτίου οι μετοχές της μεγαλύτερης τράπεζας της Γερμανίας της Deutsche Bank υποχώρησαν κατά 14%. Επίσης μειώθηκαν οι μετοχές της γερμανικής Commerzbank κατά 8,4%, της γαλλικής Societe Generale κατά 7,2 και της αυστριακής Raiffaisen κατά 7,5%.

Υψηλά επιτόκια και διαχείριση του χρέους

Η ενεργειακή κρίση, η απειλή νέας ύφεσης και η αύξηση των επιτοκίων έχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στη διαχείριση του χρέους. Αν γενικευθεί η κρίση των κρατικών χρεών, τότε η οικονομία μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με παγκόσμια κρίση χρέους.

Η οικονομική κρίση του 2008 ήταν αποτέλεσμα των ανισορροπιών του οικονομικού συστήματος, όταν στην ιδιωτική οικονομία συγκεντρώθηκε μεγάλος όγκος «κακού χρέους». Στα τέλη του 2022 το συνολικό παγκόσμιο χρέος ήταν 71 τρις δολάρια ή κατά 2,3 φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο του 2008. Την τελευταία δεκαετία η κατάσταση χειροτέρευσε αργά αλλά σταθερά, όμως προς τα τέλη της οξύνθηκε απότομα λόγω της πανδημίας. Για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα χαλάρωσαν οι όροι δανεισμού και κατά συνέπεια η εξυπηρέτηση του παγκόσμιου χρέους. Τώρα με την αύξηση των επιτοκίων η κατάσταση γίνεται εκρηκτική και δύσκολα αντιμετωπίσιμη.

Οι πληθωριστικές πιέσεις έγιναν πιο έντονες όταν άρχισε η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας, μετά την πανδημία. Οι αυξήσεις των τιμών, ωστόσο, θεωρήθηκε ότι θα έχουν προσωρινό χαρακτήρα, λόγω της διάρρηξης των εφοδιαστικών αλυσίδων, της αναντιστοιχίας ζήτησης και προσφοράς και της αύξησης των τιμών των ενεργειακών πόρων και των πρώτων υλών. Ο πληθωρισμός όμως επιμένει.

Όταν γίνονται γνωστά τα δομικά προβλήματα των τραπεζών, οι πελάτες τους αποσύρουν τις καταθέσεις τους και αυτό μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.

Η τραπεζική κρίση μπορεί να μετατραπεί σε παγκόσμια συστημική κρίση λόγω των συσσωρευμένων οικουμενικών, οικονομικών, νομισματικών, κοινωνικών και δημογραφικών αντιθέσεων. Οι σύγχρονες κρίσεις του συστήματος δεν έχουν τόσο τα χαρακτηριστικά των κυκλικών οικονομικών κρίσεων, αλλά είναι πολλαπλές επάλληλες κρίσεις με χαρακτηριστικά «μακρών κυμάτων».

*Ο Μιχάλης Ρένεσης είναι οικονομολόγος, ειδικός σε θέματα Ανατολικής Ευρώπης

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα