Όλοι μαζί και το ΔΝΤ μόνο του για τις συντάξεις

Όλοι μαζί και το ΔΝΤ μόνο του για τις συντάξεις
Η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ AP

Ο παράγοντας "ανάπτυξη" είναι αυτός που μπορεί να φέρει τους Ευρωπαίους δανειστές απέναντι στο ΔΝΤ για τις συντάξεις, αν βγει ο λογαριασμός για το δημοσιονομικό χώρο.

Οι διαφορές των προβλέψεων μεταξύ των δανειστών και του ΔΝΤ για την πορεία της ανάπτυξης μπορεί να ευνοήσουν για πρώτη φορά την Ελλάδα, στην προσπάθεια να αναστρέψει το επαχθές μέτρο της περικοπής συντάξεων που επέβαλε να προνομοθετηθεί από το 2017 το Ταμείο.

Οι διαθέσεις των δανειστών αναμένεται να αποτυπωθούν σήμερα κατά την συνεδρίαση της ομάδας εργασίας της Ευρωζώνης (EuroWorking Group), όπου θα συζητηθεί και το αποτέλεσμα της πρώτης μετά το μνημόνιο αξιολόγησης της ελληνικής οικονομίας. Με δεδομένο όμως ότι οι προβλέψεις μέχρι το 2022 βρίσκονται σε διαπραγμάτευση κανείς (ούτε οι Ευρωπαίοι ούτε και το Ταμείο) δεν θα είναι κατηγορηματικός στην θέση του.

Υπενθυμίζεται ότι το ΔΝΤ έχει ήδη ανακαλέσει από την άνοιξη την εκτίμηση του ότι το μέτρο είναι “δημοσιονομικό”. Συγκεκριμένα, στις προβλέψεις του στην έκθεση για την δημοσιονομικές προοπτικές των μελών του (Fiscal Monitor) εκτιμούσε για την Ελλάδα ότι επιτυγχάνει και με το παραπάνω πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ από το 2019 ως το 2022.

Παρ’όλα αυτά, αναμένεται να επιμείνει προς το παρόν για την εφαρμογή του μέτρου της περικοπής των συντάξεων με δύο βασικά επιχειρήματα. Ότι η Ελλάδα δεν πρόκειται να πετύχει μετά το 2022 ρυθμό ανάπτυξης 1,5% του ΑΕΠ που προβλέπει η ΕΕ αλλά 1% του ΑΕΠ και ότι έχουν υποεκτιμηθεί οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, από το 2022 και μετά, είναι και η βασική διαφορά στις προβλέψεις μεταξύ ΔΝΤ και ΕΕ. Οι Ευρωπαίοι δανειστές -και κυρίως η ΕΕ- θεωρούσαν αχρείαστα τα μέτρα της διετίας 2019 -2020, αφού θεωρούσαν από τότε ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα επιτυγχάνονταν και χωρίς νέες περικοπές. Τελικά όμως τα δέχθηκε μετά από την πίεση της Γερμανίας και την ανάγκη ομοφωνίας για να κλείσει τότε η δεύτερη αξιολόγηση.

Τώρα όμως που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει το πρώτο λόγο στην αξιολόγηση της Ελλάδας μετά τα μνημόνια, θα επανέλθει υποστηρίζοντας το ελληνικό επιχείρημα ότι το μέτρο είναι αντιαναπτυξιακό, αφού οι νέες περικοπές θα “αφαιρέσουν” 2 δισ. το χρόνο από την πραγματική οικονομία. Τούτο τη στιγμή που η Ελλάδα πρέπει να δείξει ότι επιταχύνει την ανάπτυξη της για να κερδίσει εκτός των άλλων και την εμπιστοσύνη των αγορών.

Η ΕΚΤ, δια στόματος του μέλους του Εκτελεστικού Συμβουλίου κ. Μπενουά Κερέ, τάχθηκε πρόσφατα υπερ της συνέχισης των μεταρρυθμίσεων που μπορούν να ευνοήσουν και την ανάπτυξη.

Ο ESM με την σειρά του, τηρεί την πιο σκληρή στάση απέναντι σε αλλαγές συμφωνημένων μέτρων. Δεν θέλει όμως με τίποτα μια στασιμότητα ή μια αργή ανάπτυξη της οικονομίας που θα ανέτρεπε τον σχεδιασμό για το χρέος έστω και αν η Ελλάδα συνέχιζε να επιτυγχάνει υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Φτάνει να βγαίνει ο “λογαριασμός”

Το στοίχημα που πρέπει να κερδίσει η ελληνική πλευρά είναι να πείσει του Ευρωπαίους δανειστές και για το δημοσιονομικό χώρο και για την μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού χωρίς την περικοπή των συντάξεων.

Το δημοσιονομικό σκέλος του μέτρου βρίσκεται ήδη σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με την ελληνική πλευρά πρόθυμη να “σπάσει” αντίμετρα και ελαφρύνσεις σε περισσότερα χρόνια ώστε να υπάρξει επιπλέον δημοσιονομικός χώρος αν τελικά ΕΕ, ΔΝΤ, ΕΚΤ και ESM δεχθούν ότι το συνολικό υπερπλεόνασμα δεν είναι 3,5 δισ. ευρώ το 2022 αλλά λίγο μικρότερο.

Σε ό,τι αφορά το ασφαλιστικό, το οικονομικό επιτελείο έχει παραδώσει σε όλους τους θεσμούς από την προηγούμενη εβδομάδα τα στοιχεία, με βάση τα οποία το ασφαλιστικό σύστημα παραμένει βιώσιμο και μετά το 2060 ακόμη και αν δεν μειωθούν οι συντάξεις. Συγκεκριμένα, υπάρχουν προβολές που δείχνουν ότι και χωρίς τις περικοπές των συντάξεων, η ετήσια δαπάνη βαίνει μειούμενη από 17,2% του ΑΕΠ το 2016, με ρυθμό βραδύτερο μόνο κατά 0,5% του ΑΕΠ το χρόνο, αν δεν γίνουν οι περικοπές του 2019.Την ίδια ώρα, το πλεόνασμα του ΕΦΚΑ για το 2018 αναμένεται να φτάσει τα 1,5 δισ. ευρώ και, σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, προέρχεται κυρίως από την αύξηση των εισφορών από μισθωτή εργασία. Μια τέτοια τάση μπορεί να συνεχιστεί αν η οικονομία αυξήσει το ρυθμό ανάπτυξης και αυξηθεί η απασχόληση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα