Τράπεζες: Οι “κόκκινοι” κλάδοι της οικονομίας

Διαβάζεται σε 5'
Τράπεζα (Φωτογραφία αρχείου)
Τράπεζα (Φωτογραφία αρχείου) iStock

Οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν τα κόκκινα δάνεια και κατά την διάρκεια του 2023 με το «βάρος» να πέφτει πλέον στις μικρές τράπεζες όπου ο δείκτης της ΜΕΔ παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6% το 2023.

Οι κλάδοι της Εστίασης, της Αγροτικής Δραστηριότητας και των Κατασκευών εξακολουθούν να αποτελούν τα μεγαλύτερα αγκάθια για τις συστιμικές Τράπεζες, καθώς εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά κόκκινων δανείων, σε μια περίοδο που οι διοικήσεις κατάφεραν να συγκρατήσουν τις νέες επισφάλειες σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που προέβλεπαν οι αρχικές εκτιμήσεις.

Συγκεκριμένα ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων για το σύνολο των επιχειρηματικών δανείων των τραπεζών διαμορφώθηκε σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος σε 6% με το υψηλότερο ποσοστό να συγκεντρώνουν οι Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις με 9,6% και οι πολύ μικρές Επιχειρήσεις με 23,6%.

Σε ότι αφορά στους κλάδους που συγκεντρώνουν τα υψηλότερα ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων πρόκειται για την Εστίαση (23,1%), την Αγροτική Δραστηριότητα (18,8), τις Κατασκευές (15,7%), το Εμπορίου (11,1%), την Υγεία (9,2%) και την μεταποίηση (8,8%).

Υψηλά ποσοστά καταγράφονται και σε επιμέρους κλάδους της μεταποίησης, όπως ο κλάδος της Κλωστοϋφαντουργίας (27,8%), της βιομηχανίας Χάρτου, Ξύλου και Επίπλων (19,7%) και των λοιπών Μεταποιητικών Δραστηριοτήτων (18,2%), τα οποία όμως αφορούν μικρότερα υπόλοιπα χορηγήσεων και συνεπώς έχουν μικρή επίδραση στη διαμόρφωση του συνολικού δείκτη NPE του κλάδου της μεταποίησης.

Αντίθετα τα χαμηλότερα ποσοστά «κόκκινων δανείων» παρατηρούνται στους κλάδους της Ενέργειας (0,6%) και των Χρηματοπιστωτικών Επιχειρήσεων 0,7%.

800 εκατ. νέα κόκκινα δάνεια

Συνολικά πάντως οι ελληνικές τράπεζες συνέχισαν να μειώνουν κατά την διάρκεια του 2023 το απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους και παράλληλα συγκράτησαν τη δημιουργία νέων κόκκινων δανείων στα 800 εκατ. ευρώ περίπου.

Το συνολικό απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) υποχώρησε σε 9,9 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 24,9% ή 3,294 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,2 δισ. ευρώ). Σημειώνεται ότι η συνολική μείωση των ΜΕΔ σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους, που καταγράφηκε το Μάρτιο του 2016, έφθασε το 90,7% ή 97,2 δισ. ευρώ.

Η μεγάλη αυτή μείωση ήταν κυρίως αποτέλεσμα της χρήσης του «Ηρακλή», ο οποίος θα αναλάβει τώρα να καθαρίσει από τα κόκκινα δάνεια και τις μη συστημικές τράπεζες. Με στοιχεία 31.12.2023, το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ που έχει ενταχθεί στο σχέδιο «Ηρακλής» ανέρχεται σε 42,8 δισ. ευρώ (από 43,8 δισ. την 31/12/2022), ενώ το ύψος των χορηγηθεισών εγγυήσεων από το Ελληνικό Δημόσιο ανέρχεται πλέον σε 16,5 δισ. ευρώ.

Ο λόγος των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων στο τέλος του 2023 διαμορφώθηκε σε 6,6%, έναντι 8,7% στο τέλος του 2022, με τις τέσσερις σημαντικές τράπεζες να έχουν πετύχει τον επιχειρησιακό στόχο για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ και τις τρεις εξ αυτών να βρίσκονται κάτω από το 5%. Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες, ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 37,6% το 2023, μειωμένος κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το Δεκέμβριο του 2022.

Τα στοιχεία της ΤτΕ για την εικόνα των μη εξυπηρετούμενων δανείων των τραπεζών δείχνουν τα εξής:

  • Τα δάνεια αβέβαιης είσπραξης (unlikely to pay) ανήλθαν σε 3,2 δισ. ευρώ (32% των ΜΕΔ) στο τέλος του 2023, μειωμένα κατά 20,3% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,1 δισ. ευρώ).
  • Τα δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες (πρώιμες ληξιπρόθεσμες οφειλές) αυξήθηκαν κατά 9%, με αποτέλεσμα να ανέλθουν σε 5,4 δισ. ευρώ στο τέλος του 2023, από 4,9 δισ. το τέλος του 2022. Η αύξηση αυτή προέρχεται κυρίως από τα επιχειρηματικά δάνεια σε καθυστέρηση από 1 έως 30 ημέρες.
  • λόγος των δανείων τα οποία είναι σε καθυστέρηση από 1 έως 90 ημέρες προς το σύνολο των εξυπηρετούμενων δανείων αυξήθηκε σε 3,8% το 2023, έναντι 3,6% στο τέλος του 2022.
  • Τα δάνεια σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι καταγγελμένες απαιτήσεις) υποχώρησαν περαιτέρω στο τέλος του 2023 και διαμορφώθηκαν σε 2,5 δισ. ευρώ (25,5% των ΜΕΔ), μειωμένα κατά 7,7% σε σχέση με το τέλος του 2022 (4,4 δισ. ευρώ).
  • Ωστόσο, το 68,5% των ΜΕΔ που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη του ενός έτους (το ποσοστό είναι μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 που ανερχόταν σε 77%). Το αντίστοιχο ποσοστό καθυστέρησης για τα επιχειρηματικά δάνεια ανέρχεται σε 75,5%, για τα στεγαστικά σε 54,7% και για τα καταναλωτικά σε 62,5%.
  • Το 42% των ΜΕΔ αφορά καταγγελμένες απαιτήσεις, οι οποίες στο τέλος του 2023 ανήλθαν σε 4,2 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 5,8% ή 0,6 δισ. ευρώ, σε σχέση με το τέλος του 2022, κυρίως λόγω των συναλλαγών πωλήσεων δανείων.
  • Το 10,6% των ήδη ρυθμισμένων δανείων εμφανίζει καθυστέρηση άνω των 90 ημερών, ποσοστό μειωμένο σε σχέση με το τέλος του 2022 (13,3%).
  • Το 64,4% των ΜΕΔ άνω των 90 ημερών δεν έχει ρυθμιστεί, έναντι 65,5% στο τέλος του 2022, ενώ τα ποσοστά για τα στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια ανέρχονται σε 72,4%, 73,5% και 59,2% αντίστοιχα.
  • Οι διαγραφές δανείων τον Δεκέμβριο του 2023 ανέρχονταν σε 1,041 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 739,5 εκατ. ευρώ αφορούν καταγγελμένες απαιτήσεις, κυρίως επιχειρηματικών δανείων (0,57 δισ. ευρώ).
  • Ωστόσο, ο δείκτης NPE σε επίπεδο τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να παραμένει υψηλός και πολλαπλάσιος του ευρωπαϊκού μέσου όρου, ο οποίος διαμορφώθηκε στο 1,9% τον Δεκέμβριο του 2023. «Κατά συνέπεια, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται», αναφέρεται στην Έκθεση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα