Δημήτρης Χριστόπουλος: Θέλουν κράτος οι κρίσεις – Αν δεν το έχεις ή δεν το θέλεις, τιμωρείς και τιμωρείσαι

Δημήτρης Χριστόπουλος: Θέλουν κράτος οι κρίσεις – Αν δεν το έχεις ή δεν το θέλεις, τιμωρείς και τιμωρείσαι

Ο Δημήτρης Χριστόπουλος γράφει για την ανεπάρκεια του ελληνικού Κράτους να ανταποκριθεί απέναντι στις μεγάλες δυσκολίες μέσα από τις ιδεοληπτικές εμμονές της κυβέρνησης.

Αν θέλεις η χώρα σου να πρωταγωνιστεί στην ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση, να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για κοινή δημοσιονομική πολιτική ή την ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ και τοποθετήσεις αρμόδιο Υπουργό έναν πολιτικό που απεργάζεται σχέδια επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι δε θα τα καταφέρεις. Ουσιαστικά υπονομεύεις τη βιωσιμότητα της ίδιας σου της επιλογής.

Αν πάλι θέλεις να φτιάξεις καζίνο, πίστα φόρμουλας 1, γκολφ, πολυτελή ξενοδοχεία, γραφεία στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, και αναθέσεις την υλοποίηση του πρότζεκτ σε κάποιον που πρωτοστάτησε ώστε το Ελληνικό να γίνει πάρκο, νησίδα πρασίνου ανοιχτό στους πολίτες, μπορείς να είσαι σίγουρος ότι θα καθυστερήσεις. Ο άνθρωπος σου, όσο κι αν πιέζεται, θα δυσκολευτεί. Έχει άλλη αντίληψη για το τι πρέπει να γίνει. To ίδιο ισχύει αν τοποθετήσεις σε νευραλγικό πόστο σχετικά με τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ηλεκτρικής ενέργειας από λιγνίτη, έναν οικολόγο που είναι πεισμένος ότι αυτές οι μορφές ενέργειας πρέπει να καταργηθούν.

Τέλος, μια ολόκληρη γενιά – κι ο γράφων μαζί της – γαλουχήθηκε πολιτικά με το σύνθημα «λεφτά για την παιδεία κι όχι για το ΝΑΤΟ». Αν τοποθετήσεις έναν επιφανή εκπρόσωπο της γενιάς αυτής Υπουργό Άμυνας, μπορείς να είσαι βέβαιος ότι ο άνθρωπος δεν θα είναι χαρούμενος με φιέστες σαν κι αυτές που είδαμε προχθές με τα πολεμικά αεροπλάνα στους αιθέρες της Αττικής. Δεν θα το θέλει. Το πιο πιθανό είναι να μην αισθάνεται άνετα ακόμη και με την ίδια αγορά των αεροσκαφών αυτών. Επιχειρήματα όπως ότι η χώρα χρειάζεται τα αεροσκάφη διότι ο συσχετισμός ισχύος με την Τουρκία το επιβάλλει πιθανώς να το «ακούσει», αλλά ένθερμος αγοραστής δεν θα γίνει ποτέ.

Είναι πολύ εύκολο να βάλουμε ονόματα στις προηγούμενες αναθέσεις. Πληθώρα από το χώρο της Αριστεράς… Πάμε τώρα να κάνουμε το ίδιο πείραμα κι από την άλλη πλευρά.

Αν θέλεις να οργανώσεις ένα αξιόμαχο σύστημα πυροπροστασίας και το αναθέσεις σε κάποιον που όταν βλέπει πυροσβέστες να κάθονται, σκέφτεται ότι πρέπει να απολυθούν διότι είναι βάρος στο δημόσιο κορβανά, θα δυσκολευτείς πολύ να τα καταφέρεις. Διότι, για να προστατευθείς από τις φωτιές, δεν πρέπει να απολύσεις, αλλά να προσλάβεις πυροσβέστες.

Αν πάλι θέλεις ένα δυνατό δημόσιο σύστημα υγείας, από πρωτοβάθμια περίθαλψη ως Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, για την αντιμετώπιση της πανδημίας, και το αναθέσεις σε κάποιον που πιστεύει πως οι ΜΕΘ είναι πολυτέλεια και πως η υγεία ως αγαθό παρέχεται επαρκέστερα από ιδιωτικά και όχι δημόσια νοσοκομεία, τότε πάλι θα έχεις πρόβλημα. Για να θωρακίσεις υγειονομικά την κοινωνία θέλεις και πρωτοβάθμια περίθαλψη και ΜΕΘ και καλούς μισθούς για τους γιατρούς που θα τις στελεχώσουν, διότι ειδάλλως θα προτιμήσουν να φύγουν, όπως και κάνουν.

Αν, τέλος, θέλεις ένα καλό δημόσιο πανεπιστήμιο με ικανοποιητικό αριθμό μελών διδακτικού και διοικητικού προσωπικού, πληθώρα γνωστικών αντικειμένων και υλικοτεχνική υποδομή που θα το καθιστά ελκυστικό ίδρυμα, και το αναθέσεις σε κάποιον που πιστεύει ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο είναι ανίατο άντρο ανομίας και τεμπελιάς, οι φοιτητές «αιώνιοι» και οι καθηγητές από «μέτριοι» ως «κηφήνες», τότε πάλι θα έχεις σίγουρα υπονομεύσει την επιλογή σου.

Αυτά βλέπω να συμβαίνουν σήμερα.

Δεν είναι ζήτημα ανεπάρκειας λοιπόν. Είναι ζήτημα αντίληψης.

Το μεγαλύτερο θέμα που διαρκώς αναδεικνύεται είτε με τις επιδόσεις της χώρας στο αντι Covid μέτωπο, είτε με την αντιμετώπιση των καλοκαιριών πυρκαγιών, είτε αυτή τη φορά με την κακοκαιρία δεν είναι η “ανεπάρκεια του κρατικού μηχανισμού” και τα τοιαύτα. Διότι αυτά τα γνωρίζαμε και γνωρίζαμε επίσης ότι μετά από τόσα χρόνια λιτότητας και συρρίκνωσης ενός ούτως ή άλλως αναποτελεσματικού δημοσίου, το ελληνικό κράτος δεν μπορεί εύκολα να ανταπεξέλθει σε τέτοιων διαστάσεων καταστροφές.

Αλλού είναι το ζήτημα: όταν ουσιωδώς αποστρέφεσαι αυτό που καλείσαι να βελτιώσεις διοικώντας το, τότε δεν θα τα καταφέρεις. Όταν δεν θέλεις το δημόσιο πανεπιστήμιο, το δημόσιο σχολείο, το δημόσιο νοσοκομείο, όταν ιδεολογικά εναντιώνεσαι στην έννοια του κοινού αγαθού, διότι η ανισότητα των ανθρώπων σου φαίνεται φυσική επιλογή, τότε η αναποτελεσματικότητά σου στη διαχείρισή του ο,τιδήποτε δημοσίου είναι αναμενόμενη. Εκτός αν απλώς το κλείσεις. Πάντως, να το διοικήσεις δεν γίνεται.

Δεν μπορείς να διοικήσεις αυτό που αποστρέφεσαι.

Όταν είσαι ειλικρινά πεισμένος ότι η ατομική ευθύνη είναι πανάκεια, τότε το κράτος έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Εκφυλίζεται. Όχι όμως ως σύμπτωμα διοικητικής ανεπάρκειας αλλά ως προϊόν συγκεκριμένης επιλογής, ιδεολογικά φορτισμένης. Θέλουν κράτος οι κρίσεις. Αν δεν το έχεις, τιμωρείς και τιμωρείσαι.

Από τις φωτιές στην κακοκαιρία και τη διαχείριση της πανδημίας παρακολουθούμε λοιπόν εδώ και κάμποσο καιρό την θεαματική ανατίναξη του κυβερνητικού αφηγήματος περί «αποτελεσματικής διακυβέρνησης». Όμως προσοχή: η κυβέρνηση δεν είναι αναποτελεσματική επειδή είναι άσχετη. Άσχετη με διοίκηση ήταν όντως η πρώτη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2015 ή του ΠΑΣΟΚ το ‘81. Η Αριστερά στην Ελλάδα δεν είχε διοικήσει, και το ξέραμε. Και αυτό βέβαια, με τις φαεινές εξαιρέσεις, το πληρώσαμε.

Εδώ όμως έχουμε κάτι άλλο. Η αναποτελεσματικότητα της κυβέρνησης δεν είναι λοιπόν μόνο ένδειξη συμπτωματικής ανικανότητας. Είναι κι αυτό φυσικά. Η διοίκηση στην Ελλάδα πάντα είχε τις κακοδαιμονίες της και σε αυτό έχουν ευθύνες όσοι κυβέρνησαν αυτόν τον τόπο. Η αναποτελεσματικότητα όμως σήμερα έχει πολιτικό πρόσημο: είναι το σύμπτωμα της αποστροφής προς το κοινό. Είναι το δόγμα της «ατομικής ευθύνης»: «τρέξτε να σωθείτε» ή απλώς «μην κυκλοφορείτε».

Αν αντί για κυβέρνηση, οι άνθρωποι διοικούσαν επιχείρηση πιθανώς θα τα πήγαιναν καλύτερα. Αλλά οι κυβερνήσεις, τα νοσοκομεία, η πολιτική προστασία, τα πανεπιστήμια δεν είναι επιχειρήσεις.

Είναι άλλο πράγμα.

Ζούμε σε μια συγκυρία κρίσεων: η μία γεννιέται αναπάντεχα μέσα στην άλλη. Σαν τις Ρωσικές κούκλες: η οικονομική, η προσφυγική, η υγειονομική και τέλος η κλιματική. Για την αντιμετώπιση μιας ενδημικής κατάστασης όπου πλέον το αναπάντεχο είναι η κανονικότητα, χρειάζεται δυνατό κράτος. Και το δυνατό, το αποτελεσματικό κράτος κοστίζει. Ο πολιτικός χώρος που ιδεολογικά αποστρέφεται το ισχυρό κράτος, η παράταξη που βλέπει στο κράτος μόνο τον διωκτικό μηχανισμό κι όχι την κοινωνική ευθύνη, η παράταξη που κυβερνά την Ελλάδα δηλαδή, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στη διαχείριση αυτών των κρίσεων. Αυτό δεν τίθεται πλέον ως ερώτημα· αποδείχθηκε.

Το κρίσιμο ερώτημα για τα δύσκολα χρόνια που έρχονται είναι: η αντίπαλη παράταξη μπορεί; Κι αν ναι, με ποιους όρους;

*Ο Δημήτρης Χριστόπουλος είναι Κοσμήτορας της Σχολής Πολιτικών Επιστημών Παντείου Πανεπιστημίου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα