Τσαραπατσάνης στο NEWS 24/7: Το νομοσχέδιο για το απόρρητο έχει σχεδιαστεί για να πετύχει την αδιαφάνεια
Ο αναπληρωτής καθηγητής της Νομικής του Πανεπιστημίου του Γιορκ, μιλάει στο NEWS 24/7 για την προστασία του απορρήτου, απαντώντας τόσο για το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο όσο και για το νομοσχέδιο που η κυβέρνηση έθεσε σε δημόσια διαβούλευση.
- 05 Δεκεμβρίου 2022 06:23
Το νομοσχέδιο για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη Τρίτη, με τα κόμματα της αντιπολίτευσης, την ΑΔΑΕ αλλά και συνταγματολόγους να ασκούν κριτική στην κυβέρνηση για όσα περιλαμβάνονται στα άρθρα του νομοθετήματος.
Το News 24/7 απηύθυνε ερωτήματα στον αναπληρωτή καθηγητή Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Γιορκ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, Δημήτρη Τσαραπατσάνη, ο οποίος εκπόνησε πρόσφατα μια μελέτη για λογαριασμό του Ινστιτούτου ΕΤΕΡΟΝ, με τίτλο: “Υποκλοπές και απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και προτάσεις πολιτικής”.
Ο τρόπος που αντιμετωπίστηκε μέχρι σήμερα θεσμικά το σκάνδαλο των υποκλοπών, έχει δώσει την εντύπωση πως η ΕΥΠ και οι Ανεξάρτητες Αρχές λειτουργούν για την προστασία του κράτους (με την έννοια της εκάστοτε κυβέρνησης) και όχι του Συντάγματος και άρα των δικαιωμάτων των πολιτών. Συμφωνείτε με αυτή την εντύπωση ή τη βρίσκετε υπερβολική;
Συμφωνώ σε ένα βαθμό με τη διατύπωση, αλλά νομίζω ταυτόχρονα ότι δεν είναι ακριβής ως προς κάποια σημεία. Καταρχάς, η ανεξάρτητη Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) ήταν, επί της ουσίας, το μόνο θεσμικό αντίβαρο που πράγματι λειτούργησε, αφού από εκείνη μάθαμε για την επισύνδεση στο κινητό τηλέφωνο του Νίκου Ανδρουλάκη, μετά τη διενέργεια σχετικού ελέγχου της ΑΔΑΕ στον πάροχο κινητής τηλεφωνίας.
Επιπλέον, ο τεράστιος αριθμός υποτιθέμενα νόμιμων επισυνδέσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας με εισαγγελική διάταξη τα τελευταία 8 χρόνια δείχνει ότι το ζήτημα πηγαίνει πολύ πέραν της προστασίας της κυβέρνησης με τη στενή έννοια.
Συμφωνώ ωστόσο ότι, για διαφορετικούς λόγους, πράγματι κανένα αντίβαρο στην κυβέρνηση και την ΕΥΠ από τα θεωρητικά προβλεπόμενα δεν λειτούργησε αποτελεσματικά (δικαστική λειτουργία, ΑΔΑΕ και Βουλή).
Ποιο θα ξεχωρίζατε ως το σημαντικότερο πρόβλημα του ισχύοντος νομικού πλαισίου για την άρση του δικαιώματος στο απόρρητο;
Το κεντρικό πρόβλημα, που το προσφάτως κατατεθέν νομοσχέδιο δεν επιλύει, είναι η απουσία αιτιολογίας της εισαγγελικής διάταξης με την οποία επιτρέπεται η άρση απορρήτου των επικοινωνιών των προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Επί της ουσίας, λόγω της απουσίας αυτής κανείς δεν ξέρει, και κυρίως κανείς δεν μπορεί να μάθει και να ελέγξει, για ποιους ακριβώς λόγους ο εισαγγελικός λειτουργός επιτρέπει στην ΕΥΠ να παρακολουθεί τους πολίτες. Από αυτό το απολύτως κεντρικό πρόβλημα απορρέει και ένα δεύτερο, που είναι η αδυναμία του πολίτη να προσφύγει στη δικαιοσύνη κατά της αναιτιολόγητης διάταξης αυτής.
Το σύστημα ήταν – και με το πρόσφατο νομοσχέδιο παραμένει – απολύτως καφκικό, με βασική του προτεραιότητα την απόλυτη προστασία των κρατικών μυστικών και, επομένως, της ενδεχόμενης αυθαιρεσίας των κρατικών υπηρεσιών.
Πώς κρίνετε το σχέδιο νόμου που τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση; Μπορούν οι πολίτες να περιμένουν ουσιαστικές αλλαγές που ενισχύουν τη διαφάνεια;
Επιγραμματικά, όχι: οι πολίτες που θεωρούν την επαρκή προστασία του δικαιώματός τους στο απόρρητο των επικοινωνιών βασικό ζητούμενο έχουν ελάχιστα να περιμένουν από το νομοσχέδιο, ακόμη και στην τελευταία, σχετικά βελτιωμένη με τη αρχική, εκδοχή του.
Στην πραγματικότητα, το νομοσχέδιο είναι κατασκευασμένο για να πετύχει ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή την αδιαφάνεια και την προστασία των κρατικών μυστικών.
Όπως ήδη ανέφερα, το νομοσχέδιο δεν προβλέπει τη δυνατότητα αιτιολογίας της αρχικής ή της δεύτερης διάταξης (υιοθετεί ένα μοντέλο διπλού εισαγγελικού ελέγχου) με την οποία αποφασίζεται η άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας.
Επιπλέον, δεν προβλέπει καμία δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη από τα θιγόμενα πρόσωπα, ενώ ρυθμίζει την εντελώς θεωρητική δυνατότητα ενημέρωσής τους με τρόπο που την καθιστά πρακτικά εντελώς αβέβαιη και μάλλον σπάνια εξαίρεση: αυτή επιτρέπεται μετά την πάροδο τριετίας και μόνο αν το αποφασίσει μια τριμελής επιτροπή στην οποία το μέλος της ΑΔΑΕ μειοψηφεί.
Πέραν αυτού, η ρύθμιση για τα πολιτικά πρόσωπα δημιουργεί δύο κατηγορίες άρσης απορρήτου (των πολιτικών προσώπων, ο κύκλος των οποίων μάλλον ορίζεται με αυθαίρετο τρόπο και ημών των πολιτών) διασπώντας τη συνοχή του πλαισίου, ενώ, επιπλέον, καθιστά τον Πρόεδρο της Βουλής αποφασιστικό όργανο για τα πολιτικά πρόσωπα, γεγονός που δημιουργεί μια σειρά από νομικά και άλλα ζητήματα. Επιπλέον, κάτι που είναι κρίσιμο, το νομοσχέδιο επί της ουσίας παροπλίζει την ΑΔΑΕ.
Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε και σε πολλές ακόμη διατάξεις που είναι εξαιρετικά προβληματικές όπως, ας πούμε, στη δυνατότητα της ΕΥΠ να καθορίζει η ίδια ανά τακτά χρονικά διαστήματα ποια κακόβουλα λογισμικά είναι παράνομα, αλλά και να τα χρησιμοποιεί κατ’εξαίρεση.
Επιγραμματικά, η αρχική κριτική που ασκήθηκε στο νομοσχέδιο από σύσσωμο το νομικό κόσμο, τις δύο ανεξάρτητες αρχές (ΑΔΑΕ και Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα) και την Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, παρά τις οριακές βελτιώσεις, συνεχίζει να ισχύει.
Υπάρχει παγκοσμίως μοντέλο για την προστασία του απορρήτου το οποίο να θωρακίζει επαρκώς το παραπάνω δικαίωμα; Θα μπορούσατε να μας αναφέρετε μερικά κομβικά σημεία που θα μπορούσαν να υιοθετηθούν;
Δεν μπορώ να έχω γνώμη για όλα τα μοντέλα ελέγχου των υπηρεσιών ασφαλείας που έχουν υιοθετηθεί – θα χρειαζόταν δουλειά μηνών από μεγάλη ερευνητική ομάδα για να αποτυπωθούν αυτά με επάρκεια – αλλά, τουλάχιστον στην Ευρώπη, υπάρχουν παραδείγματα πολύ σοβαρά που θα άξιζε να τα λάβουμε υπόψη μας.
Στη μελέτη που έκανα για το ΈΤΕΡΟΝ, φερειπείν, εξετάζω το γαλλικό μοντέλο. Εντελώς επιγραμματικά, θα μπορούσαμε, αν θέλαμε να προστατεύσουμε με κάποιες δικλείδες ασφαλείας το δικαίωμα στο απόρρητο των επικοινωνιών, να αναφέρουμε τις ακόλουθες προτάσεις, που εμπνέονται από το μοντέλο αυτό:
1) υποχρέωση αιτιολογίας της πράξης άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών των προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας, με αναφορά στην πράξη του ονοματεπώνυμου του προσώπου,
2) εμπλοκή της ΑΔΑΕ στη διαδικασία ήδη από τη στιγμή που διατυπώνεται αίτημα από την ΕΥΠ (ή άλλες υπηρεσίες),
3) θέσπιση ένδικου βοηθήματος, ενδεχομένως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το οποίο ο πολίτης που υποπτεύεται ότι παρακολουθείται να μπορεί να προσφύγει ενώπιον της δικαιοσύνης για να ελεγχθεί η νομιμότητα της πράξης άρσης απορρήτου,
4) θέσπιση επιπλέον διαδικαστικών προϋποθέσεων για ειδικά προστατευόμενες κατηγορίες (δικηγόροι, δικαστές, μέλη ανεξάρτητων αρχών, δημοσιογράφοι θα μπορούσε να είναι κάποιες από αυτές),
5) ουσιαστική αναβάθμιση, κυρίως με πόρους, ανθρώπινο δυναμικό και τεχνογνωσία, της ΑΔΑΕ. Στις προτάσεις αυτές θα μπορούσαμε να προσθέσουμε και μια έκτη, που είναι η τροποποίηση του Κανονισμού της Βουλής ώστε να μπορεί να ασκηθεί κοινοβουλευτικός έλεγχος στην ΕΥΠ χωρίς την (προσχηματική ή μη) επίκληση της υποχρέωσης εχεμύθειας του Διοικητή και των υπαλλήλων της
*Ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης είναι αναπληρωτής καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Γιορκ (ΗΒ). Είναι διδάκτορας του Πανεπιστημίου Παρίσι Χ-Ναντέρ και δικηγόρος Αθηνών. Διδάσκει Θεωρία του Δικαίου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, Ανθρώπινα Δικαιώματα και Συνταγματική Θεωρία.