Eteron: Ξεχείλωμα της εθνικής ασφάλειας και παρακολουθήσεις – Τι πρέπει να αλλάξει στο θεσμικό πλαίσιο

Eteron: Ξεχείλωμα της εθνικής ασφάλειας και παρακολουθήσεις – Τι πρέπει να αλλάξει στο θεσμικό πλαίσιο
NEWS24/7

Με το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης για την ΕΥΠ να συγκεντρώνει σφοδρή κριτική από νομικό και πολιτικό κόσμο, το Eteron ανοίγει τον φάκελο του απορρήτου των επικοινωνιών και προτείνει πολιτικές προς υλοποίηση.

Δυναμικά στο προσκήνιο θέτει ξανά το ζήτημα των υποκλοπών στην Ελλάδα το Eteron – Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή, με την εκδήλωση που πραγματοποίησε την Πέμπτη (1/12) με θέμα «Υποκλοπές και Απόρρητο: Θεσμικό Πλαίσιο και Προτάσεις Πολιτικής» σε μια κατάμεστη αίθουσα «Γεώργιος Καραντζάς» στην ΕΣΗΕΑ.

Πιάνοντας το νήμα από την προηγούμενη εκδήλωσή του «Υποκλοπές | Spyware και Κρίση του Κράτους Δικαίου» που εστίασε περισσότερο σε ζητήματα που άπτονται της τεχνολογίας και τον ρόλο των κακόβουλων λογισμικών, η νέα συζήτηση έθεσε στο επίκεντρο το απόρρητο, το υπάρχον νομικό πλαίσιο αλλά και – το πιο σημαντικό – συγκεκριμένες προτάσεις που μπορούν να υλοποιηθούν προκειμένου να οριοθετηθεί το πλαίσιο άρσης του απορρήτου και η επίκληση σε “λόγους εθνικής ασφάλειας”.

Αφετηρία για την εκδήλωση και βάση για την κουβέντα που πραγματοποιήθηκε μεταξύ περισσότερων από 250 ατόμων αποτέλεσε η νέα νομική μελέτη που δημοσίευσε το Ινστιτούτο με συγγραφέα τον Δημήτρη Τσαραπατσάνη, αναπληρωτή καθηγητή στη Νομική Σχολή του πανεπιστημίου του York που μπορείτε να δείτε αναλυτικά εδώ.

Ο διευθυντής του Eteron, Γαβριήλ Σακελλαρίδης ανοίγοντας την εκδήλωση μίλησε για την πρόθεση του Ινστιτούτου να ανοίξει το ζήτημα με το βλέμμα στην προστασία του κράτους δικαίου και τη διερεύνηση διαφόρων πτυχών του ζητήματος, οι οποίες δεν μπορούν να καλυφθούν μόνο από την εξαιρετική δουλειά της ερευνητικής δημοσιογραφίας. Ο διευθυντής του Eteron χαρακτήρισε κρίσιμη τη συγκυρία μέσα στην οποία εκπονήθηκε και παρουσιάζεται η παραπάνω μελέτη, καθώς, πριν λίγες ώρες μπήκε στις αρμόδιες επιτροπές της Βουλής το σχέδιο νόμου της κυβέρνησης και του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ΕΥΠ. Επομένως, η παρουσίαση της μελέτης αυτής του Eteron έρχεται να υλοποιήσει τον σκοπό και την φιλοδοξία του Ινστιτούτου από την ίδρυσή του, ώστε, όπως σημειώνει ο κ. Σακελλαρίδης, να γίνεται πιο παρεμβατικό, να προσπαθεί να μπαίνει στο δημόσιο διάλογο και να θέτει ζητήματα.

Μια προωθυμένη νομική μελέτη, τη στιγμή που έπρεπε

Στο πρώτο μέρος της εκδήλωσης, ο Δημήτρης Τσαραπατσάνης παρουσίασε τη νομική μελέτη που αφορά στην αξιολόγηση και μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου που ρυθμίζει τις διαδικασίες άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών των προσώπων για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αφού λοιπόν ανέλυσε το ελληνικό νομικό πλαίσιο της άρσης του δικαιώματος στο απόρρητο των επικοινωνιών για λόγους εθνικής ασφάλειας, σκιαγράφησε λύσεις που έχουν δοθεί στο ανωτέρω ζήτημα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το νομικό παράδειγμα της Γαλλίας. Στην περίπτωση της Γαλλίας, όπως σημείωσε, σημαντικό νομικό προχώρημα έγινε μετά την υπόθεση Σνόουντεν για τις μαζικές παρακολουθήσεις.

Μεταξύ άλλων, επεσήμανε πως με το υπάρχον νομικό πλαίσιο και το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε υποβαθμίζεται το δικαίωμα στο απόρρητο και υπερτερεί η ιδεολογία της προστασίας του κράτους, ενώ παράλληλα απουσιάζουν παντελώς οι μηχανισμοί ελέγχου και υποβαθμίζεται περαιτέρω ο ρόλος της ΑΔΑΕ.

Παράλληλα, ο κ. Τσαραπατσάνης υποστήριξε σθεναρά τον περιορισμό της άρσης απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας, προκρίνοντας τη σημασία του δικαιώματος στο απόρρητο, με όποιο κόστος ή ρίσκο μπορεί κάτι τέτοιο να συνεπάγεται. Για το λόγο αυτό, κομβικό ρόλο μεταξύ των προτάσεων στις οποίες καταλήγει η μελέτη έχει η υιοθέτηση ενός στενού ορισμού της έννοιας της εθνικής ασφάλειας. Στις άλλες προτάσεις αναφέρεται η ανάγκη αιτιολόγησης της άρσης απορρήτου και η κρίση από δικαστικό συμβούλιο, η θέσπισης ειδικών προστατευόμενων κατηγοριών πολιτών (πολιτικοί, δημοσιογράφοικαι η δυνατότητα ενημέρωσης των ατόμων που έχουν τεθεί υπό παρακολούθηση και αναδρομικά. Επιπλέον, έμφαση δίνεται στην αναφορά ονοματεπώνυμου όταν διατάσσεται άρση του απορρήτου και δικαιολόγηση ειδική και εμπεριστατωμένη, ενώ στυλιτέυται και η αναβάθμιση της ΑΔΑΕ. Τέλος, τονίζεται η σημασία της δημιουργίας ειδικού ένδικου βοηθήματος ουσίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας με αντικείμενο την αναγνώριση της παρανομίας εν εξελίξει διαδικασίας άρσης του απορρήτου των επικοινωνιών και τη λήψη κάθε κατάλληλου μέτρου για τη διακοπή της, καθώς επίσης και τροποποίηση άρθρων του Κανονισμού της Βουλής, που θα ορίζει πως ο Διοικητής της Ε.Υ.Π. δεν μπορεί να επικαλεστεί την υποχρέωση εχεμύθειας.

“Να μη συνηθίσουμε στις πρακτικές που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση των υποκλοπών”

Στο δεύτερο μέρος της εκδήλωσης του Eteron, ακολούθησε στρογγυλό τραπέζι όπου συζητήθηκαν διεξοδικά όλες οι πτυχές της άρσης του απορρήτου με τη συμμετοχή του Δημήτρη Τσαραπατσάνη, του Καθηγητή Δημοσίου Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ξενοφών Κοντιάδη, της Δρ Αικατερίνας Παπανικολάου, Δικηγόρου και Μέλους στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών (ΑΔΑΕ) και του Διευθυντή του Eteron, Γαβριήλ Σακελλαρίδη.

Τα ζητήματα που ανέδειξε από την πλευρά του, με την έναρξη της συζήτησης ο διευθυντής του Eteron, είναι αρχικά η προσπάθεια υποβάθμισης της υπόθεσης των υποκλοπών, φέρνοντας ως παράδειγμα πρόσφατες δημοσκοπήσεις που παρουσίαζαν μειωμένο το ενδιαφέρον του κόσμου για το θέμα. Στη συνέχεια, ο κ. Σακελλαρίδης αναφέρθηκε στον κίνδυνο της χαλάρωσης των αντιστάσεων και της κανονικοποίησης των πρακτικών που ακολουθήθηκαν στην υπόθεση των υποκλοπών. Όπως είπε, αν δε διαλευκανθεί, αποδοθεί δικαιοσύνη και υπάρξει διαφάνεια στην υπόθεση τα επόμενα χρόνια μπορεί η πρακτική αυτή να διαιωνίζεται, αν δεν υπάρξουν τομές.

Τέλος, έθεσε το μείζον ζήτημα του πού βρίσκονται όλα αυτά τα στοιχεία που έχουν συλλεχθεί από τις υποκλοπές των τηλεφωνικών επικοινωνιών. Επεσήμανε δηλαδή την ανάγκη να δοθούν απαντήσεις για το ποιοι είναι αυτοί που αν δεν πέσει φως στην υπόθεση, θα κρατούν δέσμιους, θα εκβιάζουν και θα εκφοβίζουν πολιτικούς, δικαστικούς, δημοσιογράφους.

Οι τρεις πράξεις του δράματος

Με τη σειρά του, ο Ξενοφών Κοντιάδης μίλησε για την ανάγκη μεταρρύθμισης του υπάρχοντος νομικού πλαισίου και χρησιμοποίησης των εργαλείων που υπάρχουν στο Σύνταγμα. Εξήρε το έργο της ΑΔΑΕ σε ένα αντίξοο, όπως επεσήμανε, περιβάλλον, χάρη στην οποία αποκαλύφθηκε το ίδιο το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων, παρά τα λίγα μέσα που έχει στη διάθεσή της, με ευθύνη της κυβέρνησης. “Η ΑΔΑΕ έσωσε την τιμή της ελληνικής δημοκρατίας, λειτουργώντας ως το μοναδικό αντίβαρο” είπε χαρακτηριστικά ο κ. Κοντιάδης.

Στη συνέχεια, παραλλήλισε το σκάνδαλο των υποκλοπών με έναν θεατρικό δράμα σε τρεις πράξεις. Στην πρώτη πράξη συμπεριέλαβε τα όσα συνέβησαν πριν την αποκάλυψή του, τη διαρκή άρση του απορρήτου με την αόριστη επίκληση των λόγων εθνικής ασφαλείας για έναν ιλιγγιώδη αριθμό προσώπων, περίπου 16.000 το 2021. Με μια απλή διαίρεση, όπως είπε μεταξύ άλλων, η ιδρυματοποιημένη εισαγγελέας της ΕΥΠ υπέγραφε περίπου 60 – 70 φακέλους την ημέρα, άρα της αρκούσαν 5-6 λεπτά για να εγκρίνει έναν φάκελο και να τον υπογράψει, χαρακτηρίζοντας την εν λόγω πρακτική κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος. Στη συνέχεια έρχονται η συγκέντρωση της διοικητικής και πολιτικής εποπτείας της ΕΥΠ στα χέρια του ίδιου του πρωθυπουργού, η ρύθμιση με την οποία δεν ενημερώνονται τα πρόσωπα που παρακολουθούνται καθώς και οι ισχυρές ενδείξεις ότι η ΕΥΠ χρησιμοποιούσε το παράνομο λογισμικό Predator για την παράλληλη παρακολούθηση προσώπων.

Η δεύτερη πράξη του δράματος, όπως σημειώνει ο κ. Κοντιάδης έρχεται μετά την αποκάλυψη των αντισυνταγματικών επισυνδέσεων με τις παραιτήσεις του ΓΓ του πρωθυπουργού και του διοικητή της ΕΥΠ που δεν μπορούν να καλύψουν τη ρητή άρνηση του πρωθυπουργού να αναλάβει την πολιτική ευθύνη. Την ίδια στιγμή, όπως σημειώνει, η Δικαιοσύνη αντί να διερευνήσει πλήρως το σκάνδαλο, επικεντρώνεται στο πώς έφτασαν οι πληροφορίες στους δημοσιογράφους οι οποίοι το αποκάλυψαν, ενώ η ΕΥΠ ανακοινώνει πως από λάθος έχουν καταστραφεί τα αρχεία παρακολούθησης Κουκάκη-Ανδρουλάκη. Ως σημαντικότερο στοιχείο στη συγκεκριμένη πράξη του δράματος, ο κ. Κοντιάδης ορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η κυβερνητική πλειοψηφία μέσα στη Βουλή, με το να αποδέχεται κατά παράβαση του κανονισμού της Βουλής, όταν επικαλούνται τα συγκεκριμένα άτομα που καλούνται σε ακρόαση στην Επιτροπή Θεσμών ή ως μάρτυρες, το απόρρητο για να μην πουν τίποτα, με αποτέλεσμα τον ευτελισμό των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, ένα σκάνδαλο μέσα στο σκάνδαλο, αυτό της συγκάλυψης, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει.

Ερχόμενος στην τρίτη πράξη του δράματος, αυτή των τελευταίων ημερών, ο κ. Κοντιάδης αναφέρθηκε στη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία ισχυρίζεται ότι αποκαθιστά τη συνταγματική νομιμότητα, ενώ στην πραγματικότητα βρίθει συνταγματικών ρυθμίσεων και προτάσεων που αντίκεινται στην ΕΣΔΑ. Χαρακτηριστικά αναφέρει την περαιτέρω ανάγκη περιορισμού των λόγων εθνικής ασφάλειας, ενώ περιγράφει την ενημέρωση των παρακολουθούμενων μετά από τρία χρόνια ως “κωμωδία”, με την ΑΔΑΕ να υποβαθμίζεται διαρκώς.

Τα τρία στάδια του σκανδάλου αποκαλύπτουν, όπως τονίζει ο κ. Κοντιάδης κάτι πολύ σοβαρότερο. Πρώτα από όλα, ότι η ανεξέλεγκτη λειτουργία της ΕΥΠ ενσωματώθηκε μέσα στο θεσμό του λεγόμενου επιτελικού κράτους στο πλαίσιο ενός σχεδίου υπερσυγκέντρωσης της εξουσίας σε ένα ιδιότυπο κέντρο διακυβέρνησης. Δεύτερον, ότι τα σημαντικά αντίβαρα στην κυβέρνηση, η δικαιοσύνη, οι ανεξάρτητες αρχές, αποδείχθηκαν αναποτελεσματικά. Το τρίτο είναι ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τη διαφάνεια της κρατικής δράσης απαξιώθηκε επίσης, και αν τα τρία αυτά στοιχεία συνδυαστούν, συνθέτουν μια δυστοπική πραγματικότητα.

Σχετικά με τις προτάσεις της μελέτης Τσαραπατσάνη, συμφώνησε πως η έννοια της εθνικής ασφάλειας πρέπει κατά το σύνταγμα να ορίζεται στενά, ως προς την προστασία της εδαφικής ακεραιότητας και του δημοκρατικού πολιτεύματος. Όπως είπε μεταξύ άλλων, η απόφαση για μια παρακολούθησε πρέπει να ανατεθεί σε πολυπρόσωπο όργανο, με πλήρη αιτιολόγηση και ονοματεπώνυμο, να υπάρξουν εγγυήσεις για τα πολιτικά πρόσωπα και αναβάθμιση της ΑΔΑΕ.

“Τίποτα δεν συγκρίνεται με την επιμονή του έλληνα νομοθέτη να μην προβλέπεται αιτιολογημένη άρση”

Η Δρ Αικατερίνα Παπανικολάου, στάθηκε στις παράπλευρες ωφέλειες της υπόθεσης των υποκλοπών, λέγοντας ότι έχει συμπτυχθεί μια κοινότητα γνήσια ανήσυχων πολιτών οι οποίοι συναντιούνται, ενώ το τελευταίο διάστημα υπήρξε ένας μεγάλος βιβλιογραφικός πλούτος και κινητοποίηση της επιστημονικής κοινότητας, ιδιαίτερα όσον αφορά το άρθρο 19 του Συντάγματος για τις παρακολουθήσεις και αναφέρεται στη μελέτη του κ. Τσαραπατσάνη ως μια σημαντική συνεισφορά συγκριτικού δικαιόυ.

Αναφερόμενη στο δικαίωμα που κατοχυρώνει το άρθρο 19 του Συντάγματος, εντοπίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον υπό την εξής έννοια: Είναι ένα δικαίωμα που απολαμβάνει της υψηλότερης κανονιστικής προστασίας. Όπως εξηγεί, κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα σε αυτοτελή διάταξη, κατοχυρώνεται ως προστασία στο δικαίωμα του ιδιωτικού βίου στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, διαθέτει δικό του κανονιστικό έρισμα στον χαρτη θεμελειωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. “Παρόλα αυτά, ερχόμαστε σε μια χώρα δυτικού τύπου όπως η δικιά μας αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου το κανονιστικό πλαίσιο και η ανεξιχνίαστη διοικητική πρακτική έρχεται να κατορθώσει αυτό το δικαίωμα να το αποδυναμώσουν” σημειώνει επισημαίνοντας την αντίφαση.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον εντοπίζεται σε μια απόφαση του ΕΔΔΑ του 2022 που περιγράφει την εθνική ασφάλεια, το οποίο παρέθεσε αναλυτικά η κ. Παπανικολάου. Η εν λόγω απόφαση, από τη μία αναγνωρίζει ότι μιλώντας για εθνική ασφάλεια μιλάμε για μια έννοια ρευστή, εξελισσόμενη, της οποίας το περιεχόμενο προσδιορίζεται κάθε φορά σε μεγάλο βαθμό από τη συγκυρία, τις ιδιατερότητες της κάθε έννομης τάξης, τη χρονική συγκυρία. Από την άλλη όμως, επισημαίνει πως οι έννοιες της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης θα πρέπει να ερμηνεύονται με θεσμική αυτοσυγκράτηση και επίγνωση εξαιρετικότητας, δεδομένου ότι η πρόταξή τους αντιστρατεύτει τον προορισμό καθεαυτό της πληροφορίας, ως κοινό κτήμα. Εκεί που όμως το ΕΔΔΑ είναι ανηυποχώρητο, είναι στο ζήτημα των επαρκών διαδικαστικών εγγυήσεων, προκειμένου να αντισταθμήσουν όλα τα προηγούμενα. Αυτές δεν είναι άλλες από τη Δικαστική Αρχή και την Ανεξάρτητη Αρχή. Όπως εξηγεί, η ανάγκη ύπαρξης τέτοιων εγγυήσεων είναι αυτή που αποτρέπει τον κίνδυνο αυθαιρεσίας και τελικά την παραφθορά του όρου της εθνικής ασφάλειας και την καταχρηστική χρησιμοποίησή του πορκειμένου να αποκτηθούν πληροφορίες οι οποίοες θα μπορούσαν μόνο ψευδεπίγραφα να αποτελέσουν περιεχόμενο της εθνικής ασφάλειας.

Επιπλέον, σχετικά με τα εχέγγυα που κατοχυρώνει το ελληνικό Σύνταγμα, εδώ έχουμε μια πρωτότυπη κατασκευή, όπως την παρουσιάζει η κ. Παπανικολάου. Θέλει τη Δικαστική Αρχή να πάρει την απόφαση άρσης του απορρήτου πριν γίνει και εκ των υστέρων, η Ανεξάρτητη Αρχή οφείλει να ελέγξει τους όρους και τις προϋποθέσεις για την άρση. Όπως λοιπόν επισημαίνει, ο εν λόγω έλεγχος που ορίζει το Σύνταγμα, στην περίπτωση των υποκλοπών δεν υπάρχει. “Έτσι καταργείται ουσιαστικά ο ρόλος της Ανεξάρτητης Αρχής. Επομένως δεν υπάρχει καμία σύγκρουση μεταξύ της Δικαστικής και της Ανεξάρτητης Αρχής” αναφέριε χαρακτηριστικά.

Στο τέλος της τοποθέτησής της, η κ. Παπανικολάου υπερθεμάτισε στην απουσία της αιτιολόγησης της άρσης του απορρήτου στο νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την ΕΥΠ. “Τίποτα δεν συγκρίνεται με την επιμονή του έλληνα νομοθέτη να μην προβλέπεται αιτιολογημένη άρση. Εκεί χτυπάει το κράτος δικαίου, χωρίς αιτιολογία δεν πρόκειται να προσδιοοριστεί ποιός είναι ο λόγος εθνικής ασφάλειας” αναφέρει χαρακτηριστικά.

Παρακολουθήστε την εκδήλωση του Eteron:

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα