Είδαμε το “Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες”: Μια ταινία που ξέρει τι θέλουν οι φανς (του βιβλίου)

Είδαμε το “Εκεί που τραγουδάνε οι καραβίδες”: Μια ταινία που ξέρει τι θέλουν οι φανς (του βιβλίου)
Columbia Pictures' WHERE THE CRAWDADS SING-Michele K Short

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος είδε την πολυαναμενόμενη ταινία " και μεταφέρει τις εντυπώσεις του.

Κάπου στα βάθη του αμερικάνικου Νότου, μια κοπέλα μεγαλώνει μόνη της στα έλη. Παρατημένη από την οικογένειά της στο έλεος του άγριου τοπίου, η Κάγια επιβιώνει μοναχικά από τα 7 της. Καθώς τα χρόνια περνάνε η κατανόηση κι η ανθρωπιά γύρω από το πρόσωπό της θα σπανίσουν κι οι ντόπιοι θα συνεχίσουν να την βλέπουν σαν ένα τοπικό αξιοπερίεργο. Όχι ένας αληθινός άνθρωπος, αλλά ένα σκιάχτρο, ένα πλάσμα του μύθου σαν αυτά που εξηγεί κανείς σε ευκολόπιστους τουρίστες.

Η Κάγια θα βρεθεί σε ρομαντική σχέση με τον λίγο μεγαλύτερο φίλο της καθώς μεγαλώναν παρέα στη Βόρεια Καρολίνα, όμως η ενηλικίωση φέρνει μαζί τη σκληρή πραγματικότητά της. Εκείνος θα την αφήσει για να αναζητήσει ευκαιρίες στη ζωή του μακριά από εκείνο το μέρος κι η όλο και πιο αποξενωμένη Κάγια θα βρεθεί τελικά μπλεγμένη σε μια υπόθεση σοκαριστική: Γίνεται βασική ύποπτη στην υπόθεση του φόνου ενός άλλου άντρα με τον οποίο διατηρούσε σχέση.

Η διασκευή του βιβλίου-φαινομένου της Ντίλια Όουενς (βιβλίου που έχει πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως και που έχει γίνει αντικείμενο αμέτρητων συναντήσεων σε κάθε λογής book clubs και στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Δώμα) διαθέτει αυτού του είδους την κινηματογραφική ροή που συναντά κανείς αποκλειστικά σε μεταφορές mainstream, εμπορικών βιβλίων.

Την αναγνωρίζετε εύκολα αυτή τη ροή: Σε κανένα σημείο η δεν κάνει κοιλιά, αλλά και σε κανένα σημείο δεν νιώθεις πως σταματά να κινείται με σταθερό βηματισμό προς τα μπροστά ώστε να αφήσει κάτι να αναπνεύσει, ή να πειραματιστεί με τον χρόνο και το βάρος των συναισθημάτων. Γεγονότα διαρκώς συμβαίνουν, το καθένα έχει συνέπεια στο επόμενο, πληροφορούμαστε τα πάντα από συμπυκνωμένες σκηνές επεξήγησης που είναι ισομερώς απλωμένες στο σενάριο.

Υπάρχει λόγος που τέτοιου τύπου παλιομοδίτικες ταινίες-διασκευές είναι δύσκολο να τις κλείσεις αν τις πετύχεις στην τηλεόραση: Η πρόσβαση είναι εύκολη από κάθε τους σημείο, και πάντα κάτι συμβαίνει δίχως το σενάριο να μοιάζει πηγμένο ή υπερβολικό. Είναι κι αυτό, οπωσδήποτε, μια τέχνη.

Η ιστορία της Κάγια αναπτύσσεται σε δύο χρόνους, από τη μία στο παρόν όπου βρίσκεται όχι απλά κατηγορούμενη, αλλά κάπως προφανής ύποπτος (και ένοχος!) για τον πολύ κόσμο, κι από την άλλη στο κατατρεγμένο παρελθόν της, από όταν μικρή έως και σήμερα. Η σεναριογράφος Λούσι Αλιμπάρ παρουσιάζει μια διαρκή ροή από συμβάντα, όμως πλασάροντας το φιλμ τόσο ως χαρτογράφηση μιας περιοχής, όσο και σαν κλασικό δικαστικό δράμα, προσπαθεί να τα έχει όλα.

Ο χαρακτήρας της παραμένει ερωτηματικό για τεράστιο κομμάτι του φιλμ, κάτι που φυσικά και θα ήταν αποδεκτό σε ένα δικαστικό θρίλερ (όπου τα πάντα είναι δομημένα ακριβώς γύρω από αυτή την άγνοια και αβεβαιότητα) όμως εδώ θα λειτουργούσε με αποξενωτικό τρόπο ως προς τον θεατή– εκτός κι αν μιλάμε για φανς του βιβλίου, που υποπτευόμαστε πως θα περάσουν εξαιρετικά γενικώς.

Η Αλιμπάρ ξέρει καλά από τις περιοχές εκείνες, έχοντας προηγουμένως γράψει το αγαπητό σε μεγάλη μερίδα του κοινού φιλ, Beasts of the Southern Wild– μπορεί κανείς πολύ εύκολα να διακρίνει ομοιότητες στους κόσμους και τους χαρακτήρες ανάμεσα σε εκείνη την ταινία και στο βιβλίο της Όουενς. Μπορεί επίσης εύκολα να διακρίνει συχνές γραφικότητες ή κλισέ εκλάμψεις, από τις μονοκόμματες και χοντροκομμένες αντιδράσεις των «εχθρικών ντόπιων» μέχρι το πώς διαδραματίζονται τα πράγματα στην αίθουσα του δικαστηρίου. (Είναι σαν το φιλμ να έχει γραφτεί από ανθρώπους που έχουν αφομοιώσει το δικαστικό δράμα 100% παρακολουθώντας το στην τηλεόραση.)

Αν όμως κάπου οι κινηματογραφικές Καραβίδες κερδίζουν πόντους, αν μη τι άλλο για το θάρρος αυτής της επιλογής, είναι στην πρωταγωνίστρια Ντέιζι Τζόουνς. Η Τζόουνς (που μας μίλησε αναλυτικά για την εμπειρία της, στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο) δεν μοιάζει καθόλου προφανώς επιλογή για τον ρόλο. Η Κάγια, με τη σκληρή της νότια προφορά και με μια ύπαρξη στα όρια της αγριότητας, δε θα μπορούσε να είναι πιο διαφορετική από την αέρινη παρουσία της αγγλίδας ηθοποιού.

Όμως αυτό που ενώνει την Κάγια και την Ντέιζι είναι κάτι ευρύτερα ανθρώπινο, μια αίσθηση απομόνωσης και μελαγχολίας που εκφράζεται με έναν πράο, σιωπηλό, υπομονετικό και τελικά στιβαρό τρόπο. Υπό αυτή την έννοια, μπορεί κανείς να τραβήξει παραλλήλους ανάμεσα στη Μαριάν του Normal People (τον ρόλο που έκανε δηλαδή γνωστή την Έντγκαρ-Τζόουνς) και την Κάγια των Καραβίδων: Το μυστικό είναι στις σιωπές.

Η ταινία τελικά, χωρίς να γίνεται ποτέ ακριβώς «καλή», διαθέτει κάτι το εξαιρετικά αποτελεσματικό. Ξέρει πώς ακολουθήσει τη ροή πληροφορίας και, κυρίως, συναισθημάτων του βιβλίου και να τα μεταφέρει στον οθόνη. Όχι με τον πιο λεπτοδοσμένο τρόπο, και σίγουρα όχι με τον λιγότερο κλισέ. Αν μη τι άλλο, υπάρχουν στιγμές που το φιλμ μοιάζει με λίστα σούπερ μάρκετ, απλώς με πράγματα που η παραγωγή θέλει να βρουν την συμβατική θέση τους στην ιστορία.

Είναι παράδοξο: Δεν είναι αρκετά καλό ως δικαστικό δράμα (ο Ντέιβιντ Στραδέρν είναι όπως πάντα γεμάτος ψυχή στο ρολο του, ως συνήγορος της Κάγια) και όχι αρκετά μεστό ως αληθινή ανασύσταση μιας περιοχής και των αισθητικών ιδιαιτεροτήτων της. Οριακά υπάρχουν σημεία που δεν μοιάζει καν με αληθινή ταινία, παρά με κάτι που θα βλέπουμε στο φόντο σειρών σαν το Rock. Όμως κάπου εκεί μέσα –και σε μεγάλο βαθμό χάρη στην Έντγκαρ-Τζόουνς– βρίσκει συναίσθημα (κι ας είναι δανεικό, από το βιβλίο) που καταφέρνει να μετατρέψει σε κάτι ελκυστικό.

Και, μέσα σε ένα mainstream κινηματογραφικό σκηνικό όπου τα πάντα λειτουργούν με γνώμονα τη φασαρία και το μέγεθος, υπάρχει κάτι το αναζωογωνητικό σε μια ταινία αληθινή εμπορική, που απευθύνεται σε ενήλικο κοινό. Είναι σαν ένα από εκείνα τα ‘90s δράματα που διασκεύαζαν δημοφιλή μπεστ σέλερ, και που ακόμα και δίχως να διαθέτουν τρομερές καλλιτεχνικές βλέψεις, ήξεραν πως α) να δώσουν στους φανς αυτό που ήθελαν και β) στο ευρύτερο κοινό κάτι που θα τους κεντρίζει διαρκώς το ενδιαφέρον. Είναι ένα είδος ταινίας που έχει εκλείψει.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα