Νέες ταινίες: All-star “Τρεις Σωματοφύλακες” και το βραβευμένο δράμα δικαστηρίου “Σεντ Ομέρ”

Νέες ταινίες: All-star “Τρεις Σωματοφύλακες” και το βραβευμένο δράμα δικαστηρίου “Σεντ Ομέρ”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Η πασχαλινή κίνηση στις αίθουσες συνεχίζει να βγάζει πρωταθλητή το οικογενειακό θέαμα του “Super Mario Bros.” το οποίο τρέχει προς το όριο των 100.000 εισιτηρίων σα να ήταν ο Sonic ο Σκατζόχοιρος. Στη δεύτερη θέση πάει καλά ο “Εξορκιστής του Βατικανού” με τον Ράσελ Κρόου σε μεγάλα camp κέφια.

Ο θρίαμβος όμως των ταμείων είναι δίχως αμφιβολία οι προβολές-event της τριλογίας του “Άρχοντα των Δαχτυλιδιών” που συνεχίζονται με τους “Δύο Πύργους”, που από 5 αίθουσες σε όλη την Ελλάδα ξεπέρασαν τα 7.000 εισιτήρια. Δείχνοντας πως το κοινό είναι έτοιμο να ορμήξει στην προβολή που θέλει υπό τις κατάλληλες συνθήκες.

Αντιθέτως δυστυχώς το υπέροχο anime “Suzume” κινήθηκε σε εξαιρετικά χαμηλό μέσο όρο (1.600 εισιτήρια από 28 αίθουσες), δείχνοντας πως ο κόσμος δεν είναι ίσως ακόμα έτοιμος να αγκαλιάσει τις anime κυκλοφορίες που δεν σχετίζονται με κάποια δημοφιλή σειρά. Στο μεταξύ, το “Τζον Γουίκ: Κεφάλαιο 4” έχει ξεπεράσει τις 150.000 εισιτηρίων και κερδίζει με άνεση τον τίτλο του πρωταθλητή χειμώνα, λίγο πριν ξεκινήσει η ροή των θερινών μπλοκμπάστερ από τη μεθεπόμενη εβδομάδα.

Σεντ Ομέρ

(“Saint Omer”, Άλις Ντιόπ, 2ω2λ)

4 / 5

Μια γυναίκα από τη Σενεγάλη κατηγορείται πως εγκατέλειψε το 15μηνο παιδί της να πεθάνει, και μια συγγραφέας παρίσταται στη δίκη προκειμένου να εμπνευστεί από το γεγονός για να γράψει μια επαναδιατύπωση της Μήδειας, αρχίζοντας στην πορεία να αμφισβητεί πολλά από τα κομμάτια της ηθικής και κοινωνικής της κοσμοθεωρίας που θεωρούσε δεδομένα.

Η σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Άλις Ντιόπ με την πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία μυθοπλασίας κερδίζει τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας, έχοντας εμπνευστεί από ένα αληθινό περιστατικό το οποίο δραματοποιεί με έναν αληθινά αξιοπρόσεκτο τρόπο: Όχι ώστε να το αποτυπώσει μέσω δράσης, αλλά διασκευάζοντάς το ως μια σειρά από δραματικούς μονολόγους που οι ηθοποιοί, σαν αρχαίοι τραγωδοί, ερμηνεύουν για το κοινό– της δίκης αλλά και της κινηματογραφικής αίθουσας.

Η Ντιόπ χρησιμοποιεί τη ντοκιμαντεριστική ματιά της για να αφηγηθεί τόσο την ιστορία της μητέρας όσο και την ιστορία όπως την αντιλαμβάνεται μέσα από το βλέμμα της η αφηγήτρια και το κάνει με έναν σοκαριστικά ευθύ τρόπο, μην αφήνοντάς τον θεατή να αποδράσει στιγμή, καδράροντας την τραγική μητέρα μέσα σε πίνακες ακινησίας χρωματισμένους με ζεστές αποχρώσεις, κίτρινων, καφέ τόνων δια χειρός της ήδη σπουδαίας διευθύντριας φωτογραφίας Κλερ Ματόν (“Το Πορτρέτο Μιας Γυναίκας Που Φλέγεται”, “Atlantics”, “Μικρή Μαμά”).

Έτσι, συζητά για ζητήματα φυλετικά και ταξικά ως έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες, σε μια Γαλλία που ζει πάνω στην αποικιοκρατικό παρελθόν της, συνδέοντας μοντέρνα και αρχαία τραγωδία με μια γραμμή τόσο ευθεία όσο το βλέμμα της τραγικής ηρωίδας. Με μια κάμερα κλειδωμένη πάνω σε πρόσωπα και στον χώρο που αυτά τοποθετούνται, η ταινία καταργεί τις αποστάσεις επιτρέποντας στον θεατή να κοιτάζει επίμονα της ηρωίδες όσο και σε εκείνες να κοιτάζουν εμάς. Όταν η κατηγορούμενη Λοράνς Κολί (της καθηλωτικής Γκουσλαζί Μαλαντά) γυρίζει χαμογελώντας, θρυμματίζει τον τέταρτο τοίχο με την ίδια ισοπεδωτική δύναμη με την οποίο το φιλμ μας κολλά στον τοίχο από την πρώτη του ως την τελευταία στιγμή. Το “Σεντ Ομέρ” θα ζει μέσα σου για πολύ καιρό αφού το δεις.

Οι Τρεις Σωματοφύλακες: Ντ’ Αρτανιάν

(“Les Trois Mousquetaires: D’Artagnan”, Μαρτέν Μπουρμπουλόν, 2ω1λ)

2.5 / 5

Νέα διασκευή της κλασικής περιπέτειας “Οι Τρεις Σωματοφύλακες” του Αλέξανδρου Δουμά, γυρισμένο σε δύο μέρη από τον Μαρτέν Μπουρμπουλόν του “Άιφελ”– επίσης μια γαλλική παραγωγή γυρισμένη σαν ολίγον πιο εξευγενισμένη εκδοχή χολιγουντιανής ταινίας εποχής. Σε αυτό το πρώτο μέρος ακολουθούμε τον Ντ’Αρτανιάν καθώς φτάνει στο Παρίσι με διακαή πόθο να γίνει σωματοφύλακας του βασιλιά, όμως καταφέρνει να μπλέξει σε συνωμοσίες της βασιλικής αυλής, γνωρίζοντας παράλληλα τους σωματοφύλακες του τίτλου.

Η κατά Μπουρμπουλόν εκδοχή της ιστορίας δεν φέρνει κάτι ριζοσπαστικό παρά την προσθήκη επιμέρους νέων στοιχείων, παρά εστιάζει στην απεικόνιση ενός κλασικού κειμένου με έναν ασφαλή τρόπο και πάνω σε πρόσωπα γνώριμα κι αγαπητά από το κοινό. Έτσι, στο all-star καστ αυτής της διασκευής συναντάμε μεταξύ άλλων τους Βενσάν Κασέλ, Λουί Γκαρέλ, Βίκι Κριπς, Εύα Γκριν, Ρομέν Ντιρίς δίχως κανείς τους να μοιάζει να βαριέται. Αστοχία λοιπόν που τελικά το πιο άχρωμο κομμάτι του φιλμ είναι ο ίδιος ο Ντ’Αρτανιάν. Κατά τα άλλα το φιλμ δεν είναι ούτε αρκετά ακαδημαϊκό, ούτε αρκετά ριζοσπαστικό, επιλέγοντας μια μέση οδό που μας φέρνει απέναντι σε κάτι αναμφίβολα καλοφτιαγμένο, προσεγμένο, με μέγεθος και σταρ και ένα κάποιο αξιοσημείωτο εκτόπισμα– μα δίχως τελικά κάτι το αληθινά αξιομνημόνευτο.

Άρρηκτος Δεσμός

(“Guy Ritchie’s The Covenant”, Γκάι Ρίτσι, 2ω3λ)

2.5 / 5

Αμερικανός λοχίας τραυματίζεται σε θανάσιμη ενέδρα κατά τη διάρκεια του πολέμου στο Αφγανιστάν κι ο ντόπιος διερμηνέας του του σώζει τη ζωή επιστρέφοντάς τον στη βάση του. Τότε όμως θα έρθει η σειρά του λοχία να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο που έχει στη διάθεσή του, προκειμένου να επιστρέψει τη χάρη.

Ο Γκάι Ρίτσι στη σοβαρή εκδοχή του, αφήνοντας κατά μέρος τα κλεισίματα του ματιού προς το κοινό και επιλέγοντας μια ευθεία, στιβαρή αφηγηματική οδό (σκεφτείτε περισσότερο “Ένας Οργισμένος Άνδρας Εκδικείται” και λιγότερο “The Gentlemen”), παραδίδει μια μάλλον απρόσμενη για τον ίδιο ταινία πάνω στην ανδρική αδελφικότητα που απλώς τυγχάνει να τοποθετείται σε περιβάλλον πολεμικής σύρραξης. Στην πραγματικότητα το φιλμ δεν έχει πολλά να πει για τις αμερικάνικες πολιτικές, για τους ταλιμπάν ή για τον ίδιο τον πόλεμο, επιλέγοντας το συγκεκριμένο ως ένα σκηνικό που σταδιακά ξεφορτώνεται προκειμένου να φτάσει στην διαπροσωπική ιστορία των δύο ανδρών στην καρδιά του στόρι.

Αυτό το ξεφλούδισμα δεν είναι δίχως ενδιαφέρον, καθώς η ταινία περνά από διάφορα στάδια προτού κατασταλλάξει σε αυτό που τελικά θέλει στα αλήθεια να αφηγηθεί. Στην διαδρομή δεν είναι όλα τα επιμέρους κομμάτια εξίσου ενδιαφέροντα, αλλά ακόμα και μέσα από την γενικότερη σχηματικότητα του φιλμ, ο τρόπος που ο Γκάι Ρίτσι εστιάζει στους δύο κεντρικούς ήρωές του (παιγμένους με παλιομοδίτικα ματσό ηρωική διάθεση από τους Τζέικ Τζίλενχαλ και Νταρ Σαλίμ) κρατά ένα ενδιαφέρον μέχρι τέλους.

Καραόκε

(“Karaoke”, Μοσέ Ρόζενταλ, 1ω40λ)

3 / 5

Η ζωή ενός μεσήλικου ζευγαριού αλλάζει όταν στην πολυκατοικία μετακομίζει ένας αχαλίνωτα μερακλής γείτονας που τους καλεί στα καραόκε πάρτυ στο πάντα γεμάτο (από κόσμο, από μουσική, χορό και χρώματα) σαλόνι του. Σταδιακά, όλα όσα έμοιαζαν ασφαλή και συνετά στην ζωή τους τίθενται υπό επανεξέταση καθώς ένας νέος κόσμος ανοίγεται μπροστά τους, γεμάτος ρυθμό, εξερεύνηση και περιπέτεια.

Κάτι σαν κομεντί μεσήλικης ενηλικίωσης (επειδή εξάλλου η ενηλικίωση δεν σταματά ποτέ), το φιλμ είναι δραματουργικά προβλέψιμο, αλλά ποτέ βαρετό ή μονότονο. Μιας και τα πάντα περνούν μέσα από την κίνηση και το περφόρμανς, είτε πρόκειται για έναν φλογερό χορό είτε για ένα σπαρακτικό τραγούδι. Κεφάτο, όμορφο, με ψυχή και τέμπο– εξάλλου όλοι γνωρίζουμε πως το μυστικό για μια πετυχημένη βραδιά καραόκε δεν βρίσκεται στην πρωτοτυπία, αλλά στην παθιασμένη ερμηνεία.

Evil Dead Rise

(Λι Κρόνιν, 1ω37λ)

3 / 5

Χάρη σε ένα σεισμό αλλά και τα ανήσυχα ψαχουλέματα ενός εκ των παιδιών μιας οικογένειας, ένα αρχέγονο κακό απελευθερώνεται στο διαμέρισμα όπου μια μητέρα προσπαθεί μόνη να διαχειριστεί τα τρία της παιδιά αλλά και την επιστροφή της αδερφής της που ανέκαθεν αποτελούσε σκληρό καρύδι. Ο Λι Κρόνιν, που πριν λίγα χρόνια μας είχε κεντρίσει το ενδιαφέρον με την “Τρύπα”, αναβιώνει την κλασική μυθολογία σλάπστικ τρόμου του Σαμ Ρέιμι τείνοντας περισσότερο προς τα στιβαρά τινάγματα, παρά στο χιούμορ που έκανε την ορίτζιναλ τριλογία να ξεχωρίσει.

Δεν είναι λάθος το σκεπτικό, μιας και το στυλ του Ρέιμι είναι ακριβώς αυτό: Στυλ του Ρέιμι. Οπότε υπό μία έννοια, ένας καλός τρόπος να προσεγγίσεις εκ νέου την ιδέα ενός “Evil Dead” θα ήταν πάντα με έναν πιο μοντέρνο, λιγότερο χιουμοριστικό τρόπο. Το σκηνικό αυτή τη φορά είναι πιο αστικό αλλά η αγωνία του αποκλεισμού παραμένει η ίδια, καθώς ο Κρόνιν στοχεύει στο gore και στην αδιάκοπη ένταση, καταφέρνοντας μάλιστα να μην καπελωθεί η ιστορία από μια έντονη αλληγορική διάσταση που συχνά κλέβει το οξυγόνο σε πολλές σύγχρονες ταινίες τρόμου. Διακριτικά και χωρίς πολλές φανφάρες, το φιλμ αφηγείται μια ιστορία επικεντρωμένη σε γερούς οικογενειακούς δεσμούς υπό φρικιαστική κατάρρευση, και το κάνει αποτελεσματικά και χωρίς τεμπελιές. Στιβαρό, φρικιαστικό, χωρίς φλυαρία ή πολλές εξυπνάδες– μια καλή ταινία τρόμου που δίνει αυτό που υπόσχεται.

Κυκλοφορούν ακόμη

Πέρα από τον Τοίχο: Ιρανικό δράμα από τον σκηνοθέτη του “Περίπτωση Συνείδησης”, για την καθημερινότητα ενός τυφλού άντρα που αρχίζει να καταρρέει όταν μια καταζητούμενη γυναίκα εισβάλει στη ζωή του.

Σπασμένος Ήχος: Ντοκιμαντέρ για την εξέλιξη του μπουζουκιού παράλληλα με μια πολιτιστική και κοινωνική αποτύπωση της εξέλιξης της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα