Ο νέος “Ντάμπο” του Τιμ Μπάρτον και μια πολυβραβευμένη κοινωνική αλληγορία από την Ιταλία

Ο νέος “Ντάμπο” του Τιμ Μπάρτον και μια πολυβραβευμένη κοινωνική αλληγορία από την Ιταλία

Ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις ταινίες της εβδομάδας κάθε Πέμπτη. Σήμερα ο “Ευτυχισμένος Λάζαρος” έρχεται με βραβείο Σεναρίου από τις Κάννες κι ο νέος “Ντάμπο” βρίσκει τον Τιμ Μπάρτον ξανά σε φόρμα, σε μια βδομάδα με 12(!) νέες ταινίες.

Πόλεμος αυτές τις εβδομάδες στις αίθουσες, με τις εταιρείες να αδειάζουν ό,τι έχει ξεμείνει στα ράφια τους από την περασμένη σεζόν. Μετά τα Όσκαρ αλλά πριν ξεκινήσει η νέα φεστιβαλική περίοδος (τον Μάιο στις Κάννες) και πριν αρχίσει η σταθερή ροή των καλοκαιρινών μπλοκμπάστερ, αυτό το δίμηνο βλέπει δεκάδες ταινίες στις αίθουσες κάθε βδομάδα, οι περισσότερες εκ των οποίων είναι στοιχήματα που δεν βγήκαν.

Όμως το θέμα είναι πως ανάμεσα σε αυτές τις ταινίες που για έναν συνδυασμό λόγων κάπως ξέμειναν, πάντα θα βρίσκουμε αληθινά διαμάντια. Οι τελευταίες βδομάδες έχουν δει την κυκλοφορία μερικών εκ των καλύτερων ταινιών του 2018, από το μεγαλεπίβολο ασιατικό έπος “Σκιά” ως το ιδιοσυγκρασιακό νουάρ “Το Μυστικό της Ασημένιας Λίμνης”, ταινίες μικρότερου εμπορικού βεληνεκούς αλλά αρκετά ξεχωριστές φιλμικές περιπτώσεις που πραγματικά αξίζει να ανακαλύψει κανείς στη σκοτεινή αίθουσα.

Έτσι, δίπλα στην -ωραιότατη- εμπορική επιλογή αυτής της βδομάδας, το εγγυημένο οικογενειακό χιτ “Ντάμπο”, βρίσκουμε σήμερα άλλη μια από τις πιο σημαντικές παραγωγές του ‘18, μια από τις ευρωπαϊκές ταινίες της χρονιάς, τον “Ευτυχισμένο Λάζαρο” της Αλίτσε Ρορβάκερ. Είναι ένα φιλμ που σχεδόν ένα χρόνο αφού το πρωτοείδα, συνεχίζει να μένει αξέχαστο.

Πάμε στις κριτικές της εβδομάδας, για να μιλήσουμε και για τις δύο αυτές ταινίες, και για τις υπόλοιπες που ζητούν την προσοχή μας αυτό το 7ήμερο:

Ευτυχισμένος Λάζαρος

*****

(“Lazzaro Felice / Happy as Lazzaro”, Αλίτσε Ρορβάκερ, 2ω7λ)

Καστ: Αντριάνο Ταρντιόλο, Άλμπα Ρορβάκερ, Νικολέτα Μπράσκι, Σέρζι Λόπεζ

Η προηγούμενη ταινία της Αλίτσε Ρορβάκερ: Το βραβευμένο με το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες “Meraviglie” (“The Wonders”) για μια οικογένεια της ιταλικής επαρχίας που βλέπει την καθημερινοτητά της να διαταράσσεται όταν καταφθάνει εκεί κοντά ένα συνεργείο τηλεοπτικού ριάλιτι και ξεκινά διαγωνισμό στον οποίο η οικογένεια αποφασίζει να συμμετάσχει- παρά τις ενστάσεις του πατέρα. Από εκεί ως τον “Λάζαρο”, η Ρορβάκερ σταθερά ασχολείται στις ταινίες της με τη σύγκρουση του σύγχρονου πολιτισμού με την παράδοση, και το πώς η Ευρώπη αφήνει πίσω τους δεσμούς με την επαρχία.

Η καινούρια: Ο “Ευτυχισμένος Λάζαρος” ξεκινά, φυσικά, στην επαρχιακή Ιταλία συστήνοντάς μας μια πολυμελή οικογένεια που μένει στιβαγμένη σε ένα σπίτι δουλεύοντας σε τραγικές συνθήκες για ένα πάμπλουτο αφεντικό της καπνοβιομηχανίας. Ένας σχεδόν απόκοσμα αγνός και καλοσυνάτος χωρικός θα φτάσει εκεί που δε μπόρεσε κανείς, αλλάζοντας τελείως τα δεδομένα, με έναν τρόπο οριακά μεταφυσικό.

Και πώς είναι: Τρομερά περίεργο τέρας αυτή η ταινία. Δε θέλω να πω τίποτα περισσότερο για τον ακριβή μηχανισμό που μας οδηγεί στην επόμενη πράξη του φιλμ, όμως είναι κάτι το εντυπωσιακό και αξέχαστο, το πώς η ταινία αυτή στέκεται ως λειτουργική κινηματογραφική οντότητα. H Ρορβάκερ κρατά στοιχεία από την παράδοση του ιταλικού σινεμά (αυτό είναι ένα είδος ταινίας στο οποίο πολύ συχνά βλέπουμε το ιταλικό σινεμά να επιστρέφει στο πέρασμα των δεκαετιών) όμως το κάνει με φρέσκες ιδέες και με τρόπο που έναν κεντρικό προβληματισμό απόλυτα σημερινό, τον επαναπλαισιώνει ως κάτι σοκαριστικά αιώνιο.

Η ιταλίδα εξετάζει το πώς οι φεουδαρχικές δομές και η απάνθρωπη ταξικότητα ζουν και βασιλεύουν επανατοποθετημένες μέσα σε νέα όρια και καταλαμβάνοντας νέα τμήματα γης καθώς ο πολιτισμός κινείται προς ένα μέλλον χτισμένο πάνω στις ίδιες ακριβώς προβληματικές δομές. Όλα αυτά τα πετυχαίνει μέσα από μια ιδιόμορφη ιστορία που συνδυάζει στοιχεία φαντασίας και νεορεαλιστικού παραμυθιού, όπου όμως ο ήρωας είναι μια οριακά μεσσιανική φιγούρα που ήρθε για να σώσει, για να δώσει ελπίδα, για να θυσιαστεί- και δεν έχει ιδέα πώς να το κάνει, παγιδευμένος μέσα σε ένα σύστημα αδυσώπητο και ανίκητο.

Η Ρορβάκερ μπλέκει όλα αυτά τα στοιχεία με μια αποστομωτική δεξιοτεχνία καταλήγοντας σε ένα άκρως συζητήσιμο τελευταίο 10λεπτο του φιλμ της, όπου του το subtext γίνεται text με έναν τρόπο τόσο προφανή και πατροναριστικό, που για μέρες μετά την προβολή ήμουν ακόμα θυμωμένος. Ευτυχώς (κι αυτό μπορεί να είναι εντελώς προσωπικό και το καταλαβαίνω απόλυτα) αυτή η επιλογή δε μπορεί ποτέ να χαλάσει ό,τι έχει προηγηθεί. Η Ρορβάκερ απλά επιλέγει να εκφράσει στην κυριολεξία, και δίχως διακριτικότητα, όλα όσα ανέπτυσσε τόση ώρα σε θεματικό επίπεδο.

Θα μπορούσε να είναι χειρότερα και το τέλος να καταστρέφει ολοσχερώς την ταινία, κάτι που δε συμβαίνει. Αν μη τι άλλο την κάνει -μέσα μου- ακόμα πιο συναρπαστική. Διαθέτει κοινωνικά στοιχεία στο βλέμμα της, αποτυπωμένα με έναν φιλόδοξο, πρωτότυπο τρόπο, διαθέτει αφηγηματικά hooks τα οποία μπορούν να γραπώσουν τον κάθε θεατή, πιάνει τον παλμό του θυμού της σημερινής κοινωνίας, και αναπτύσσει επιδέξια ένα κεντρικό επιχείρημα περί μετεξέλιξης και διαχρονικότητας των θεσμών της δουλείας. Ο “Λάζαρος” της Ρορβάκερ είναι μάλλον το καλύτερο σενάριο της χρονιάς (δικαιότατα βραβευμένο στις Κάννες) και είναι, σε κάθε περίπτωση, μια από τις λιγοστές ταινίες του τελευταίου διαστήματος που ενώ αντιδρούν εμφανέστατα σε πολιτικές κρίσεις εντελώς σύγχρονες, δε μοιάζουν παγιδευμένες σε ένα μέρος ή σε μία στιγμή.

Ή, ειλικρινά, να το πούμε κι αυτό, σε έναν μόνο πλανήτη.

Ντάμπο

*****

(“Dumbo”, Τιμ Μπάρτον, 1ω52λ)

Καστ: Κόλιν Φάρελ, Ντάνι ΝτεΒίτο, Μάικλ Κίτον, Εύα Γκριν

H διαδρομή της καριέρας του Τιμ Μπέρτον θα ήταν από μόνη της ένα συναρπαστικό θέμα ταινίας κι ενώ είναι μάλλον δεδομένο και κοινά αποδεκτό πως ποτέ δε θα μπορέσει να ξαναφτάξει τα επίπεδα εφευρετικότητας και επιδραστικότητας της πρώτης του περιόδου (με τα κλασικά του φιλμ όπως ο “Ψαλιδοχέρης”, το “Εντ Γουντ”, ο “Σκαθαροζούμης” και φυσικά το “Batman Returns”), έχει ενδιαφέρον το πώς μοιάζει να έχει ανακαλύψει ένα νέο πεδίο συναισθηματικής εκτόνωσης ακόμα και μέσα από έργα ανάθεσης ή φαινομενικά τυπικών οσκαρικών προδιαγραφών. Ή, τώρα, σε μια ακόμα αναβίωση κλασικού φιλμ κινουμένων σχεδίων της Disney, σε live action εκδοχή. Σε αντίθεση με τι φρικαλέα “Αλίκη” του όμως, το “Ντάμπο” είναι γλυκό, ευχάριστο και, απρόσμενα, ειλικρινές.

Η ιστορία γνωστή- στο πρώτο μέρος του φιλμ ο Μπέρτον παραμένει απόλυτα πιστός στο αρχικό υλικό του κλασικού έργου κινουμένων σχεδίων (με την προφανή εξαίρεση κάποιων φυλετικά ευαίσθητων σημείων), αφηγούμενος με διασκεδαστικό, αν και όχι συνταρακτικά παθιασμένο τρόπο, την ιστορία ενός μωρού ελέφαντα με τεράστια αυτιά που του επιτρέπουν να πετάει, ολοκληρώνοντας την διαδρομή από περιθωριοποιημένο φρικιό σε σταρ. Εκεί είναι που βρίσκει και το πάτημά του ο σκηνοθέτης καδράροντας συχνά-πυκνά το στόρι μέσα από τα μάτια του Ντάμπο σε ένα εμφανή παραλληλισμό με τον εαυτό του (ένα outsider φρικιό από το οποίο ο κόσμος περιμένει ένα, και μόνο, “αξιοπερίεργο” πράγμα) προτού εξελιχθεί σε μια οριακή καρτούν πολεμική στο δεύτερο μέρος.

Με την εισαγωγή των χαρακτήρων του Μάικλ Κίτον (διασκεδαστικά over the top Μπερτονικός villain) και της Εύα Γκριν (…Εύα Γκριν) η ιστορία μεταφέρεται σε ένα απολαυστικά meta στάδιο στο οποίο ο Μπέρτον τα βάζει με την ίδια τη Disney και την εργοστασιακή της αντι-καλλιτεχνική λογική, κατά την οποία κάθε τι μοναδικό και αυθεντικό μετατρέπεται σε brand. “Έχετε δει μέχρι και σπίτι να πετάει, αλλά δεν έχετε δει αυτό”, ακούγεται σε μια στιγμή, ατάκα που επιβεβαιώνει το επίπεδο συμβολικότητας της ιστορίας, την οποία ο Μπέρτον -μαζί με το καστ και το συνεργείο των αγαπημένων του φρικιών- ακολουθεί θριαμβευτικά και συναισθηματικά μέχρι τέλους.

Στο αδικημένο “Big Eyes” η Έιμι Άνταμς έπαιζε μια ζωγράφο ουσιαστικά φυλακισμένη από τον σλάπστικ villain, ατάλαντο σύζυγό της σε μια γωνιά του σπιτιού της, εξαναγκασμένη να παράγει αμέτρητες παραλλαγές του στυλ που την έκανε διάσημη. Ως άλλος Μπέρτον σε σχέση εξάρτησης και εκμετάλλευσης με ένα αδηφάγο entertainment σύστημα, η Άνταμς καλείται να φτιάξει “κι άλλα από αυτά με τα μεγάλα μάτια που αρέσουν στον κόσμο” με τον ίδιο τρόπο που ο Ντάμπο πρέπει απλώς “να κάνει 4-5 γύρους με τα μεγάλα του αυτιά για να μπορέσουμε να φύγουμε από δω μέσα”. Το “Ντάμπο” είναι, ναι, ένα κυνικής σύλληψης κατασκεύασμα, με τη Disney να κανιβαλίζει το παρελθόν της για τη σιγουριά των εκτυπωμένων εισιτηρίων, ζητώντας από έναν καλλιτέχνη σαν τον Μπέρτον να φτιάξει “κι άλλα από αυτά με τα μεγάλα μάτια”. Το έργο του δεν είναι επαναστατικό, αλλά κάπου ανάμεσα στην προσωπική σύνδεση, τη συγκινητική ιστορία επιβίωσης και εύρεσης μιας ειλικρινούς προσωπικότητας μέσα σε ένα corporate τσίρκο, και στην παρέλαση πανέμορφων αναφορών στο ένδοξο και θριαμβευτικό animation παρελθόν (η σεκάνς με τους ροζ ελέφαντες είναι απίστευτα όμορφη), ο Μπέρτον καταφέρνει να νοιαστεί, και να σε πείσει να νοιαστείς κι εσύ.

Η Τρύπα

2,5

(“The Hole in the Ground”, Λι Κρόνιν, 1ω30λ)

Καστ: Σίνα Κέρσλεϊκ, Τζέιμς Κουίν Μάρκι, Σιμόν Κίρμπι

Γυναίκα προσπαθεί να ξεφύγει από το βασανισμένο παρελθόν της και μετακομίζει με το μικρό γιο της σε μια επαρχιακή πόλη στα όρια δάσους. Στο δάσος εκείνο είναι που θα εντοπίσει και τον γιο της δίπλα σε μια μεγάλη τρύπα όταν εκείνος εξαφανιστεί, αλλά σταδιακά αρχίζει να πιστεύει πως το αγόρι που γύρισε μαζί της δεν είναι το αληθινό της παιδί. Η ατμόσφαιρα τρόμου και παράνοιας εντείνεται ύστερα από τη γνωριμία με μια μυστηριώδη γειτόνισσα η οποία την γεμίζει εκ νέου υποψίες.

Ατμοσφαιρικός τρόμος ως παραβολή για το άγχος της μητρότητας, κείμενο που έχουμε δει ξανά να διατυπώνεται σε εμβληματικά φιλμς του είδους, κλασικά και σύγχρονα, κάτι που δεν είναι απαραιτήτως κακό, ειδικά όταν η εκτέλεση -όπως συμβαίνει με το υποσχόμενο ντεμπούτο του Κρόνιν- προσφέρει ένα πλούσιο περιβάλλον υπανικτικών ήχων και αποτελεσματικών τεχνικών έντασης, από jump scares μέχρι επίμονη χρήση του επιβλητικού σκηνικού. Ο Κρόνιν ξέρει πώς να γυρίσει μια ταινία τρόμου, αλλά το πρόβλημα είναι πως σε αυτό το γνώριμο μονοπάτι, αφήνει το συμβολισμό να υπερισχύσει της ιστορίας σε σημαντικό βαθμό, μια τάση που -ατυχώς, θα πω- έτσι κι αλλιώς κυριαρχεί στην πρόσφατη σοδειά ταινιών τρόμου, από το «Hereditary» (του οποίου η «Τρύπα» έχει χριστεί-λέμε-τώρα διάδοχος) ως το «Babadook».

Επίσης προβάλλονται

O Άγγελος

*****

(“El Angel”, Λουίς Ορτέγα, 1ω58λ)

O πρωτοεμφανιζόμενος Λορέντζο Φέρο δίνει μια σχεδόν αγγελική υπόσταση σε έναν διαβόητο Αργεντίνο εγκληματία που ως έφηβος επιδόθηκε σε ένα σερί εγκλημάτων κλιμακούμενης βαρβαρότητας, ξεκινώντας από ληστείες και φτάνοντας ως την απαγωγή και τον βιασμό. Η ανδρόγυνη ομορφιά του Φέρο δένει αρμονικά με την καλλιτεχνική διεύθυνση και την παραμυθένια παστέλ απόχρωση της φωτογραφίας του Χουλιάν Απεζτεγκούια, ανασυστήνοντας μια φρικαλέα ιστορία ως ηλιόλουστο παραμύθι αγνώστων σκοπών και κατευθύνσεων. Ο σκηνοθέτης Λουίς Ορτέγα βάζει το -πανέμορφο, ομολογουμένως- λιθαράκι του στην κινηματογραφική μυθολογία του γοητευτικού εγκληματία όμως η αισθητική του πρόταση μοιάζει να έχει συντεθεί από πολυχρησιμοποιημένα vintage κομμάτια και με μια ηθική ατολμία. Τα πιο άγρια στοιχεία των αληθινών επιθέσεων έχουν μείνει εκτός οθόνης (μια σαφέστατα υπολογιστική κίνηση εκ μέρους του σκηνοθέτη) κι όσα έχουν επιβιώσει δεν σχηματίζουν κάτι αληθινά ενδιαφέρον, παρά το γεμάτο ερωτηματικά ψυχολογικό, σεξουαλικών τόνων, προφίλ ενός εγκληματία που -απλά- ήθελε να γίνει ποπ είδωλο. Μέσα από τη φυλακή, δήλωνε πως ήθελε η ιστορία της ζωής του να γίνει ταινία από τον Κουέντιν Ταραντίνο με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο ντι Κάπριο. Βλέποντας τον “Άγγελο”, αναρωτιέμαι τι θα μπορούσε να έχει κάνει με αυτό το υλικό κάποιος σαν τον Ράιαν Μέρφι.

Μεκτούβ, Αγάπη Μου

*****

(“Mektoub, My Love: Canto Uno”, Αμπντελατίφ Κεσίς, 2ω54λ)

Ο Αμπντελατίφ Κεσίς επιστρέφει μετά τον Χρυσό Φοίνικα για τη “Ζωή της Αντέλ” με μια ταινία που πρωτοείδαμε στο Φεστιβάλ Βενετίας του ‘17, κι αν απορεί κανείς πώς είναι δυνατόν μια ταινία ενός σκηνοθέτη που μόλις έχει κατακτήσει τις Κάννες να εμφανίζεται τόσο αθόρυβα και διακριτικά στις αίθουσες, η απάντηση είναι στις εικόνες. Ο Κεσίς εμφανίζεται τόσο ικανοποιημένος με τον εαυτό του που αφηγείται ένα καλοκαίρι ενηλικίωσης τριών νέων (δυο αγοριών κι ενός κοριτσιού) ως ένα τρίωρο έπος Μαλικ-ιανής οπτικής γλώσσας, με την κάμερα να απολαμβάνει τις αργές μέρες του καλοκαιριού και την γεμάτη ενέργεια ένταση των κινήσεων και των αισθήσεων της νεότητας. Το οποίο είναι κωδική περιγραφή της δίχως μέτρο ή συναίσθησης αντρικής ματιάς, με την κάμερα να κοιτάζει γυναικεία κορμιά και πρακτικά να ξερογλείφεται, σε βαθμό που να τοποθετεί εκ νέου ακόμα και την “Αντέλ” σε νέο πλαίσιο- δεν είμαι σίγουρος πως εκείνη η ταινία θα γεράσει ιδιαίτερα κολακευτικά.

Στιγμιαία Οικογένεια (“Instant Family”, Σον Άντερς, 1ω58λ). Ζευγάρι υιοθετεί τρία παιδιά και τα βρίσκει σκούρα σε συγκινητική δραμεντί με πρωταγωνιστές τους Μαρκ Γουόλμπεργκ και Ρόουζ Μπερν και την ανερχόμενη Ιζαμπέλα Μονέρ του “Sicario 2” στο ρόλο της απαιτητικής έφηβης κόρης.

Πόλη Υπό Κατοχή (“Captive State”, Ρούπερτ Γουάιατ, 1ω49λ). Τζον Γκούντμαν και Βέρα Φαρμίγκα πρωταγωνιστούν σε θρίλερ εξωγήινης κατοχής από τον σκηνοθέτη του πρώτου “Πλανήτη των Πιθήκων” της σύγχρονης τριλογίας.

Κωδικός Κολίμπρι (“The Hummingbird Project”, Κιμ Νγκουέν, 1ω51λ). Δύο ξαδέρφια τα βάζουν με την πρώην εργοδότριά τους προσπαθώντας να γίνουν εκατομμυριούχοι χάρη σε μια συμφωνία για την οποία μια οπτική ίνα θα συνδέσει το Κάνσας με το Νιου Τζέρσι.

Ο Καθηγητής και ο Τρελός (“The Professor and the Madman”, Φαρχάντ Σαφίνια, 2ω4λ). Μελ Γκίμπσον και Σον Πεν πρωταγωνιστούν σε μια ιστορία εποχής για την πρώτη έκδοση του λεξικού της Οξφόρδης(!), μια ξεκάθαρη μελλοντική Ταινία Που Δεν Υπάρχει.

Ελεύθερο Θέμα (Στέλλα Θεοδωράκη, 2ω28λ). Καθηγήτρια στην Καλών Τεχνών δίνει στους οκτώ φοιτητές της μια άσκηση ελεύθερου θέματος και την αρχή κάνει ένας από τους φοιτητές, ο Γιώργος, που βρίσκει τυχαία το κινητό της Ίριδας και βασίζει την εργασία του στη ζωή της.

Επιστροφή στην Κορυφή (Στρατής Χατζηελενούδας). Ντοκιμαντέρ για έναν 35χρονο άνδρα που χρησιμοποιώντας το αναπηρικό του αμαξίδιο μετά από ατύχημα, αποφασίζει να ανέβει στην κορυφή του Ολύμπου, κορυφή που είχε ήδη κατακτήσει αρτιμελής δύο φορές πριν τον τραυματισμό του.

Παίζεται ακόμα

Μια ταινία που ήδη παιζόταν στις αίθουσες και αξίζει να δεις αν την έχασες.

Εμείς

*****

(“Us”, Τζόρνταν Πιλ, 1ω56λ)

Οικογένεια πηγαίνει για διακοπές σε εξοχικό σε παραλιακή κωμόπολη αλλά το πρώτο τους βράδυ εκεί απειλούνται από μια οικογένεια που προσπαθεί να εισβάλει στο σπίτι τους. Η οικογένεια είναι, βασικά, οι ίδιοι τους οι εαυτοί. Η Λουπίτα Νιόνγκο του “12 Χρόνια Σκλάβος” δίνει μια από τις ερμηνείες της χρονιάς σε ένα συμβολικό θρίλερ ανεξάντλητο, γεμάτο ανατροπές και μια ανατρεπτική τελευταία πράξη, από το μυαλό του βραβευμένου με Όσκαρ σκηνοθέτη του “Get Out”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα