Νέες ταινίες: Η υπαρξιακή συγκίνηση στη “Ζωή του Τσακ” κι η επιστροφή του Ντάρεν Αρονόφσκι
Διαβάζεται σε 14'
Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.
- 04 Σεπτεμβρίου 2025 16:36
Σπουδαίο κράτημα είχε το “Weapons” το περασμένο 4ήμερο, επαναλαμβάνοντας σχεδόν αυτούσια τα νούμερα του ανοίγματός του και φτάνοντας το ήδη εντυπωσιακό σύνολο των 55.000 εισιτηρίων σε 10 μέρες προβολής. Το hype δεν είναι καθόλου κενό για την συγκεκριμένη ταινία, που ξεκάθαρα μετατράπηκε – α λα “Ταιριάζουμε;” – σε τίτλο που το κοινό ήθελε διακαώς να δει για να γίνει κομμάτι της συζήτησης.
Καλό άνοιγμα για το “Ρόουζ Εναντίον Ρόουζ” στα 23.000 εισιτήρια και την πρώτη θέση του box office, αλλά μας χαροποιεί ιδιαιτέρως και η καλή δεύτερη εβδομάδα που είχαν τα “Χρώματα του Χρόνου” του Σεντρίκ Κλαπίς, μια απρόσμενη και πολύ φροντισμένη κομεντί καλλιτεχνικού βλέμματος, που έχει ήδη φτάσει τις 8.000 εισιτήρια καταφέρνοντας να βρει το κοινό της μες στον κατακλυσμό υπερπροσφοράς τίτλων της περιόδου. Το στηρίξαμε από την πρώτη στιγμή το φιλμ, και ελπίζουμε να συνεχίσει την πορεία του για λίγο έστω ακόμα.
Οι νέες ταινίες της εβδομάδας
Κλέφτης από Σπόντα
(“Caught Stealing”, Ντάρεν Αρονόφσκι, 1ω47λ)
★★½
Καμμένος πρώην παίχτης μπέιζμπολ του οποίου η καριέρα κόπηκε άδοξα, βρίσκει τον εαυτό ου μπλεγμένο σε μια απίθανη περιπέτεια στην underground πλευρά της Νέας Υόρκης των ‘90s, κυνηγημένος από τη μαφία, από εκτελεστές κι από μπράβους που θέλουν από τον Χανκ, κάτι που κι ο ίδιος δεν ξέρει πως έχει στην κατοχή του.
Σε 25 λέξεις: Κεφάτη επιστροφή του Ντάρεν Αρονόφσκι μετά τη “Φάλαινα” με σημείο αναφοράς το “After Hours” του Σκορσέζε, κερδίζει πόντους όταν χάνεται στον τόπο και τον χρόνο της ‘90s Νέας Υόρκης, αλλά κάποιες δυσάρεστες στροφές του κόβουν τη φόρα.
Κριτική
Ο Ντάρεν Αρονόφσκι επιστρέφει λίγα χρόνια μετά τη “Φάλαινα” με την πιο αναπάντεχα κεφάτη ταινία της καριέρας του, σα να ήθελε κι ο ίδιος να ξεδώσει. Πανκ πινελιές στο φόντο, στη μουσική (με σάουντρακ από τους Idles!), στη διάθεση και στους χαρακτήρες, με τον γείτονα Ρας (Ματ Σμιθ) να είναι ένα από τα highlights της ταινίας, δίνουν τον τόνο σε ένα φιλμ που διαρκώς τρέχει από μέρος σε μέρος κι από κατάσταση σε κατάσταση σα να προσπαθεί το ίδιο να σώσει τη ζωή του.
Σαν εκδοχή του σκορσεζικού “After Hours” φτιαγμένου σαν ταινία του Γκάι Ρίτσι κι όλο αυτό γυρισμένο από τον Αρονφόσκι, το φιλμ έχει μια φύσει διασκεδαστική δομή, όμως ακόμα κι εδώ είναι στιγμές που ο σκηνοθέτης του “π” και του “Ρέκβιεμ για Ένα Όνειρο” δε μπορεί να ξεφύγει (όπως δηλαδή κι ο Χανκ, ο χαρακτήρας του Όστιν Μπάτλερ) από μερικά από τα χειρότερα ένστικτά του.
Μια διάχυτη θρησκευτική ενοχή βαραίνει το φιλμ σε σημεία που θα έπρεπε να απογειώνεται, ενώ η ρευστή ονειρικότητα του “After Hours” εδώ δίνει τη θέση της σε κάτι το περισσότερο μανιακό. Και μια κάκιστη σεναριακή απόφαση πριν ακόμα το μέσον της ταινία, ταυτόχρονα σοκαριστική όσο τελικά και κλισέ, θα έρθει να αφαιρέσει πολλά από τη διάθεση κι από τη ζωντάνια του φιλμ, δίνοντας στον casual νιχιλισμό μια θέση στη βιτρίνα.
Το ότι η ταινία καταφέρνει και λειτουργεί σε σύνολο παρά τις λάθος στροφές είναι κατάθεση στην όρεξη του Αρονόφσκι – και οπωσδήποτε και στη χαρισματικότητα του Τόνικ του γάτου, που πρωταγωνιστεί σε όλη την ταινία. (Μια από τις καλύτερες cat movies της πρόσφατης μνήμης, αυτό πρέπει να το πούμε). Ο “Κλέφτης” έχει τις στιγμές του, έχει ένα φανταστικό καστ, και κάνει εξαιρετική χρήση τόπου και χρόνου, καθώς νιώθεις με απτό τρόπο κάτι από τις τελευταίες μέρες ενός νεοϋορκέζικου περιθωρίου του 20ου αιώνα.
Είναι σαν ένα παλιομοδίτικο τραγούδι που δεν σε συνεπαίρνει ακριβώς, αλλά καταφέρνει να σου θυμίζει κάτι από μια συγκεκριμένη στιγμή στο χρόνο, χωρίς ποτέ να είναι άκριτα νοσταλγικό. Δεν είναι κι ασήμαντο αυτό.
Η Ζωή του Τσακ
(“The Life of Chuck”, Μάικ Φλάναγκαν, 1ω51λ)
★★★
Τρία κεφάλαια από τη ζωή ενός συνηθισμένου ανθρώπου, του Τσακ Κραντζ. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο κόσμος τελειώνει. Στο δεύτερο κεφάλαιο, ο Τσακ αρχίζει να χορεύει στη μέση του δρόμο. Στο τρίτο, όλα ξεκινούν από την αρχή. Ποιος είναι τελικά ο Τσακ Κραντζ;
Σε 25 λέξεις: Βασισμένος σε μια νουβέλα του Στίβεν Κινγκ, ο Μάικ Φλάναγκαν (“The Fall of the House of Usher”) υπογράφει ένα Κάπρα αναφορών υπαρξιακό μελόδραμα ασυνήθιστης δομής, που καταφέρνει να συγκινεί. Βραβείο κοινού στο φεστιβάλ του Τορόντο.
Κριτική
Ο Μάικ Φλάναγκαν έχει φτιάξει το όνομά του μέσα από αξιοσημείωτες ταινίες τρόμου ή/κι διασκευές Στίβεν Κινγκ, κι ενώ η “Ζωή του Τσακ” βασίζεται σε νουβέλα του Κινγκ, ο μόνος τρόμος που συναντάμε είναι υπαρξιακός. Αυτό κάνει την ταινία κάτι σαν αποχώρηση για τον σκηνοθέτη, όμως με έναν παράδοξο τρόπο αυτή η διαδικασία εξερεύνησης που βρίσκεται στην καρδιά μιας καλής ιστορίας τρόμου, είναι κι εδώ παρούσα – παρέα με μια αγνή ανατριχίλα απέναντι στα όσα συναντά κανείς όταν κοιτάζει εκεί που φοβάται να κοιτάξει.
Ευρηματικά δομημένο ως μια ιστορία σε τρεις πράξεις μη χρονολογικά τοποθετημένες, το φιλμ ξεκινάει με μια μεγάλη παγκόσμια καταστροφή στην διάρκεια της οποίας η μεγάλη απορία στα στόματα όλων (εκτός από το «θα πεθάνουμε όλοι;;;;») είναι: «ποιος είναι αυτός ο Τσακ;». Τεράστια billboards ευχαριστούν τον 39χρονο άντρα με την μορφή του Τομ Χίντλστον, που κανείς δεν ξέρει ποιος είναι.
Υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο σε αυτές τις πρώτες σκηνές του φιλμ, όπου παρακολουθούμε χαρακτήρες που καλά-καλά δεν γνωρίζουμε, να βιώνουν με τον τρόπο τους τις πιθανώς τελευταίες τους στιγμές. Τι κάνεις, τι σκέφτεσαι, τι νιώθεις, όταν βλέπεις το τέλος να έρχεται; Πιθανότατα, θα ανατρέξεις (άλλοτε εν γνώσει σου, άλλοτε χωρίς να το συνειδητοποιείς) σε στιγμές που σε καθόρισαν, σε στιγμές στις οποίες θες να φωλιάσεις.
Η ενστικτώδης μνήμη και το παρελθόν που βρίσκεται σε ένα μόνιμο διάλογο με το παρόν και το μέλλον, είναι οι ιδέες που διατρέχουν το φιλμ σαν σκελετός. Όταν γνωρίζουμε τον Τσακ, είναι μέσα από μια αφήγηση (από τον Νικ Όφερμαν) που φλερτάρει με την χαριτωμενιά, όμως σε μια ξεκάθαρη σκηνή ανθολογίας, θα λειτουργήσει σαν επιπλέον όργανο σε έναν μουσικό ρυθμό, που παρασέρνει τον Τσακ σε ένα ξέσπασμα χορού που ούτε εμείς, ούτε ο ίδιος συνειδητοποιεί γιατί συνέβη.
Το βλέπεις όμως, και νιώθεις πως υπάρχει κάτι σε αυτόν τον φαινομενικά τόσο συνηθισμένο άντρα, κάτι το ανείπωτο και ανεξερεύνητο που τον κάνει ξεχωριστό. Όχι επειδή έχει κάτι το ιδιαίτερο, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει. Αυτή η σκηνή χορού είναι το οπτικό, ρυθμικό κι δραματουργικό επίκεντρο ενός φιλμ που μονίμως σε προκαλεί να μαντεύεις, και που μονίμως φλερτάρει με την εξυπνάδα και την συναισθηματική χειριστικότητα, χωρίς όμως στα αλήθεια να κυλά προς τα εκεί.
Αυτά τα πράγματα λειτουργούν πάντα διαφορετικά σε κάθε θεατή, όμως ακόμα κι αναγνωρίζοντας σε σημεία τον χειρισμό και την κατασκευή πίσω την ιστορία, βρήκα αδύνατο να μην παραδοθώ εν τέλει στην ταινία, βλέποντάς την βουρκωμένος στο μεγαλύτερο μέρος της. Υπάρχει μια Καπρα-ειδής επίγευση τελικά σε αυτή την ιστορία, αν ο Κάπρα τελοσπάντων ενδιαφερόταν να γυρίσει μια εναλλακτική προσέγγιση στην ιστορία φαντασμάτων, για τις ηχώ και τις αναμνήσεις ενός κόσμου που σβήνει.
Καθώς η ζωή του Τσακ ξετυλίγεται, απαντώντας κάποια ερωτήματα και θέτοντας καινούρια, ο Φλάναγκαν αναδεικνύει την μαγεία της κάθε μίας ύπαρξης, με τρόπο που στο τέλος του φιλμ μου φάνηκε τελικά και αξιοπρόσεκτα συγκρατημένος. Το ίδιο υλικό θα μπορούσε να έχει μεταφερθεί στην οθόνη σαν μια πλήρως cheesy πλαστικούρα, όμως η “Ζωή του Τσακ”, ακόμα κι αν ακροβατεί πολλές φορές αισθητικά και δραματουργικά, καταφέρνει να κεντράρει πάνω σε κάτι το βαθύ και αληθινό.
Ακριβώς όπως συμβαίνει και με τις ταινίες τρόμου, σαν αυτές που τόσο πετυχημένα δημιουργεί συνήθως ο Φλάναγκαν, το τίναγμα είτε λειτουργεί, είτε όχι. Αν σε πιάσει ο τρόμος, σε έπιασε. Αν δεν σε πιάσει, πάντα κάτι θα λείπει από την εμπειρία. Η “Ζωή του Τσακ”, αν και διαφορετική ως είδος και vibe, λειτουργεί περιέργως παρόμοια: Αν σε πιάσει, θα σε πιάσει για τα καλά. Αν όχι, θα αναρωτιέσαι γιατί ρουφάνε τις μύτες τους οι δίπλα.
Τρεις Φίλες
(“Trois Amies / Three Friends”, Εμανουέλ Μουρέ, 1ω57λ)
★★★½
Η Τζοάν δεν είναι πια ερωτευμένη με τον Βίκτορ, αλλά πονάει στη σκέψη πως δεν είναι ειλικρινής μαζί του. Η Αλίς, κολλητή της, δε νιώθει κι εκείνη πάθος πια για τον Ερίκ, αλλά η σχέση τους τα πάει μια χαρά παρόλαυτά – αυτό που δεν ξέρει είναι πως έχει κρυφό δεσμό με τη Ρεμπέκα, την κοινή τους φίλη. Όταν η Τζοάν αφήσει τελικά τον Βίκτορ κι εκείνος εξαφανιστεί από τις ζωές τους, οι τρεις φίλες δε μπορούν να φανταστούν πως τα πάντα στις ζωές τους θα αναποδογυρίσουν.
Σε 25 λέξεις: Το προσεγμένο άγγιγμα του Μουρέ (“Το Χρονικό Ενός Εφήμερου Έρωτα”) δίνει ψυχή σε μια ακόμα αισθηματική κομεντί που είναι πολύ πιο μεστή από όσο φαίνεται στην επιφάνειά της.
Κριτική
Ο Εμανουέλ Μουρέ έχει εξελιχθεί τα τελευταία χρόνια σε κορυφαίο εκπρόσωπο μιας απολαυστικά old school προσέγγισης στην αισθηματική κομεντί, την γαλλική ιδίως. Με ταινίες σαν το “Αυτά Που Λέμε Κι Αυτά Που Κάνουμε” και το “Χρονικό Ενός Εφήμερου Έρωτα”, αποτυπώνει με ευρηματικούς, αέρινους αλλά και ταυτόχρονα πυκνούς τρόπους στην οθόνη, το αόρατο πλέγμα δεσμών και σχέσεων που μας περιβάλει και εν τέλει μας κινεί. Οι ιστορίες του δεν είναι απλώς μια ακολουθία γεγονότων και εξελίξεων, είναι πετραδάκια σε ψηφιδωτό.
Το πιο πρόσφατο από τα φιλμ του, ίσως λιγότερο μεστό από τα δύο προηγούμενα αλλά και πάλι απολαυστικό και απρόσμενα στοχαστικό, ακολουθεί τρεις φίλες, τους έρωτές τους, και το σβήσιμο του έρωτά τους μέσα από ένα πλέγμα δυναμικών που συνυπάρχουν, εντείνονται και ξεφουσκώνουν με την απ(α)λότητα ενός κύματος που σκάει και φουσκώνει. Με όπλο του το μοντάζ και τα κάδρα που είναι γεμάτα λεπτομέρειες και αντιδράσεις που δεν χωράνε απαραίτητα σε περιγραφή και σε διαλόγους, ο Μουρέ έχει ένα χάρισμα να κοιτάζει κάτι το βγαλμένο από τη ζωή, μέσα από τις δραματικές συνθέσεις του.
Στις “Τρεις Φίλες” ειδικά, μια απρόσμενη εξέλιξη σχετικά νωρίς στο φιλμ, προκαλεί τον θεατή να κοιτάξει αυτή την κατά τα άλλα γνώριμη σύνθεση (των ερωτικών και συναισθηματικών μπλεξιμάτων) μέσα από μια άλλη οπτική γωνία. Με τρυφερότητα και μελαγχολία, με ένα καστ σύσσωμα εξαιρετικό, και κάνοντας κάθε μικρή κίνηση να διαθέτει βαρύτητα χωρίς ποτέ τίποτα να γίνεται υπέρμετρα δραματικό. Σκέτη απόλαυση.
Riviera
(Ορφέας Περετζής, 1ω24λ)
★★½
Ένας φοίνικας που μιλάει (σε όσους μπορούν να τον ακούσουν), δυο φίλες-για-πάντα, ένα αμήχανο καλοκαιρινό ειδύλλιο και μια μητέρα που θέλει να τα αφήσει όλα πίσω.
Σε 25 λέξεις: Μελαγχολική ιστορία ενηλικίωσης μέσα σε ένα καλοκαιρινή τοπίο που μοιάζει ξεχασμένο, εν μέσω μιας ριζικής διαδικασίας αλλαγής. Ωραίο vibe αλλά αμήχανη αφήγηση.
Κριτική
Με φόντο μια θερινή περιοχή που μοιάζει αιωρούμενη ανάμεσα σε ένα ξεφτισμένο παρελθόν και σε ένα αβέβαιο μέλλον, μητέρα και κόρη προσπαθούν να προχωρήσουν με τις ζωές τους και να κλείσουν την απόσταση μεταξύ τους. Είναι το gentrification το μεγάλωμα χωρίς ωρίμανση; Η αλλαγή δίχως ενδοσκόπηση;
Μια αλληγορική ιστορία ενηλικίωσης γυρισμένη με αυθεντικά μελαγχολικό βλέμμα από τον σκηνοθέτη Ορφέα Περετζή και μια περίεργα μαγευτική κεντρική ερμηνεία από την Εύα Σαμιώτη, πλήρως συντονισμένης στην υπνωτιστική μονοτονία της καλοκαιρινής ακινησίας. Κι ενώ τα συστατικά είναι εκεί, μαζί με ευαισθησία και με διάθεση παρατήρησης, που δίνουν στη “Riviera” μια αληθινά ανθρώπινη και κινηματογραφική χροιά, το φιλμ θα το βοηθούσε πολύ μια καλύτερη τρίτη πράξη – όχι απαραίτητα εντονότερη, αλλά όσο πιο κοντά φτάνουμε στο φινάλε, τόσο προδίδεται μια αφηγηματική αμηχανία και μια εξάρτηση τόσο στην ίδια την αλληγορία, όσο και σε κάποιες κλισέ επιλογές πλοκής και (περιφερειακών) χαρακτήρων.
Όμως κρατάμε σίγουρα τα πολύ βασικά στοιχεία: Μια ταινία που έχει βλέμμα, έχει τα συστατικά, και έχει κάτι να πει και να δείξει.
Δεσμώτες
(“Sons / Vogter”, Γκούσταβ Μόλερ, 1ω40λ)
★★
Μια ιδεαλίστρια φύλακας αντιμετωπίζει το μεγαλύτερο ηθικό δίλημμα της ζωής της, όταν ένας νεαρός άντρας από το παρελθόν της, μεταφέρεται στη φυλακή που δουλεύει εκείνη. Χωρίς να αποκαλύψει το μυστικό της, ζητά να μεταφερθεί στην πτέρυγά του, όπου αρχίζει να ξετυλίγεται ένα ψυχολογικό θρίλερ που θέτει το μέλλον –και την ψυχή– της σε κίνδυνο.
Σε 25 λέξεις: Παιχνίδι ηθικής από τον σκηνοθέτη του νευρώδους θρίλερ “Ο Ένοχος” που χρησιμοποιεί και πάλι εντυπωσιακά τον περιορισμένο χώρο αλλά δεν έχει διακυμάνσεις στην ένταση και την αφήγηση. Πάει για πολυεπίπεδο αλλά είναι μάλλον πολύ επίπεδο.
Κριτική
Όπως και στον ωραιότατο “Ένοχο”, έτσι κι εδώ ο σουηδός σκηνοθέτης εξερευνά ηθικές επιλογές και αναλύει χαρακτήρες μέσα από επιλογές και στάσεις που παίρνει μέσα σε ένα ασφυκτικά περιορισμένο περιβάλλον υψηλής πίεσης. Έχει μάλιστα ως σύμμαχο και μια εξαιρετική πρωταγωνίστρια, την Σίντσε Μπαμπέτ Κνούτσεν του “Borgen” αλλά και του αγαπημένου μας “Δούκα της Βουργουνδίας”.
Πάνω σε αυτήν στηρίζει όλο το φιλμ, αλλά με έναν τρόπο που δεν λειτουργεί αληθινά καλά. Σα να μη μπορούσε ή να μην ήθελε να βουτήξει πάλι στη σάκα με τα τρικ και τις ανατροπές που εκμεταλλεύτηκε στον “Ένοχο”, ο Μόλερ εδώ αφήνει τις διακυμάνσεις στην αφήγηση να περνάνε από το πρόσωπο της Κνούτσεν, έχοντας ο ίδιος αφήσει το σενάριό του περιέργως επίπεδο. Από τη στιγμή που θα παρουσιαστεί η αρχική δραματική τοποθέτηση, η ταινία πολύ απλά δεν έχει πολλά να δώσει, όσο κι αν το καλύπτει με επιδέξια συντήρηση έντασης. Η ιδέα υπάρχει, αλλά η ανάπτυξή της είναι κάπως άνευρη.
Επιλεγμένες προβολές
The Long Goodbye… To νουάρ αριστούργημα του Ρόμπερτ Όλτμαν με τον Έλιοτ Γκουλντ σε μια ειδική προβολή με συζήτηση αμέσως μετά. Σε εξαιρετικό timing μάλιστα, μιας και είναι η σπουδαιότερη cat movie όλων των εποχών, την εβδομάδα της κυκλοφορίας του κορυφαίου cat movie των τελευταίων χρόνων (“Κλέφτης από Σπόντα”). (Παναθήναια, Παρασκευή 5/9)
Ραν… Ο Βασιλιάς Ληρ του Σαίξπηρ στην κατά Κουροσάβα επική εκδοχή του, σε ένα από τα κορυφαία φιλμ όλων των εποχών, για το οποίο ο μεγάλος auteur έλαβε τη μοναδική του υποψηφιότητα για Όσκαρ Σκηνοθεσίας.
Αφιέρωμα Τζον Κασσαβέτης… Το έργο ενός εκ των πιο επιδραστικών σκηνοθετών στην ιστορία του σινεμά παρουσιάζεται στη Ριβιέρα, με προβολές διαχρονικών αριστουργημάτων όπως το “Μια Γυναίκα Εξομολογείται”, το “Σκιές” και το “Νύχτα Πρεμιέρας”. (Ριβιέρα, 4-12/9)
Όπερα… Το φοβερό giallo θρίλερ του Αρτζέντο σε μια προβολή του Midnight Express, ο πιο ταιριαστός συνδυασμός. (Άνεσις, Παρασκευή 5/9)
Ταξίδι στην Ιταλία… Ζευγάρι σε κρίση με φόντο τη Νάπολη στο αριστούργημα του Ρομπέρτο Ροσελίνι με Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Τζορτζ Σάντερς. (Ατενέ)
Κυκλοφορούν επίσης
Το Κάλεσμα 4: Τελευταία Τελετουργία: Το τελευταίο κεφάλαιο του franchise τρόμου, με Βέρα Φαρμίγκα και Πάτρικ Γουίλσον στους κεντρικούς ρόλους.
Τα Κακά Παιδιά 2: Η συμμορία ζώων επιστρέφει, κι ενώ προσπαθούν να μείνουν στον καλό δρόμο, βρίσκονται μπλεγμένοι σε μια περιπέτεια με αντιπάλους μια νέα απειλητική ομάδα – τα Κακά Κορίτσια. Παιδική περιπέτεια κινουμένων σχεδίων.