Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Pixar εντυπωσιάζει ξανά με το “Πάντα στο Κόκκινο”, το “Μετά τον Γιανγκ” καθηλώνει

Οι ταινίες της εβδομάδας: Η Pixar εντυπωσιάζει ξανά με το “Πάντα στο Κόκκινο”, το “Μετά τον Γιανγκ” καθηλώνει
AFTER_YANG_BTS_MO_DSC00877.tif Future Autumn LLC

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Όπως αναμενόταν το “The Batman” άνοιξε πολύ δυνατά, φτάνοντας στην κορυφή και του εγχώριου box office με το πρώτο μεγάλο άνοιγμα του 2022, σχεδόν 75.000 εισιτήρια. Μένει να δούμε τι πόδια θα έχει η ταινία και κατά πόσο θα κρατήσει το ερχόμενο διάστημα. Οι επόμενες μέρες στις αίθουσες θα δουν μια πληθώρα μικρότερων κυκλοφοριών που οι εταιρείας ως επί το πλείστον φύλαγαν το προηγούμενο διάστημα, κι αυτό με το βλέμμα προς μια θερινή περίοδο που φέτος αναμένεται να ξεκινήσει νωρίτερα από ποτέ.

Από τις κυκλοφορίες της περασμένης εβδομάδας να ξεχωρίσουμε την ατυχή καταβαράθρωση του υπέροχου “Συρανό ντε Μπερζεράκ” που έκανε λίγο παραπάνω από 1.000 εισιτήρια σε 28 αίθουσες και μάλλον είπε το τελευταίο του τραγούδι. Μακάρι να εκτιμηθεί στο μέλλον.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Πάντα στο Κόκκινο

(“Turning Red”, Ντόμι Σι, 1ω40λ)

3.5 / 5

Ένα 13χρονο κορίτσι κινεζικής καταγωγής στον Καναδά του 2002 βρίσκεται χαμένο ανάμεσα στην αυστηρή παράδοση της οικογένειάς της και στον πιο απελευθερωτικό κόσμο της εφηβείας, με τις κουλ φίλες της και με την ξεσαλωμένη ποπ μουσική που της αρέσει να ακούει – και που στα μάτια της μητέρας της μοιάζει με θέαμα αυστηρώς ακατάλληλο για την κόρη της. Αυτή η εσωτερική πάλη, ακριβώς στην αιχμή της εφηβείας, θα εξωτερικευθεί όταν η Μέι Λι ξαφνικά ένα πρωί ξυπνήσει έχοντας τη μορφή ενός γιγαντώδους, κόκκινου πάντα. Πώς θα καταφέρει να ελέγξει τον νέο της εαυτό και να πάει κρυφά στη συναυλία που διακαώς επιθυμεί.

H Ντόμι Σι του απολαυστικά ακραίου (σχεδόν χόρορ!) μικρού μήκους “Bao”, σκηνοθετεί εδώ την πρώτη ταινία της Pixar που είναι σόλο γυρισμένη από γυναίκα και το αποτέλεσμα είναι ένας μικρός θρίαμβος– ίσως η καλύτερη ταινία του στούντιο από την εποχή του “Inside Out”. Η νεαρή ηρωίδα μετατρέπεται σε ένα τεράστιο κόκκινο τέρας που είναι συντονισμένο με τα συναισθήματά της, ακριβώς τη στιγμή που αρχίζει να εμφανίζει τα πρώτα σκιρτήματα και τα πρώτα πάθη. Η αλληγορία είναι εμφανής αλλά αυτό δεν την κάνει λιγότερο θαρραλέα, μιας και είναι αληθινά σπάνιο να βλέπουμε στο mainstream σινεμά μια ιστορία ενηλικίωσης τόσο αναπολογητικά κεντραρισμένη πάνω στην κοριτσίστικη εμπειρία και σε ό,τι αυτή κουβαλά μαζί της, από τον τρόπο που κοιτά τα αγόρια, μέχρι τη σχέση με τις φίλες της, με την οικογένειά της, και τελικά μέχρι τον τρόπο που καλείται να ελέγχει διαρκώς τα συναισθήματά της.

Η κάπως εμπορική ανάγκη του φιλμ να ακολουθεί μια μάλλον προδιαγεγραμμένη δομή το κρατά ελαφρώς πίσω από το αφηρημένο μεγαλείο (πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη μυθολογία, και πρέπει να υπάρχει συγκεκριμένη δομή πλοκής με στόχους και κινδύνους). Όμως ακόμη κι έτσι πολλές από τις επιμέρους εφαρμογές αυτών των ιδεών γίνονται με απολαυστικό τρόπο, όπως το όλο set piece της κλιμάκωσης του φιλμ στη συναυλία, ενώ δεν υπάρχει στιγμή που το φιλμ κάνει κοιλιά σε αγνό επίπεδο διασκέδασης: Είναι ανεξάντλητα αστείο και ταυτόχρονα μοιάζει και απόλυτα ζησμένο.

Επιπλέον, ο ξέφρενος ρυθμός και η καρτουνίστικη διάσταση της περιπέτειας οδηγούν σε μια πολύ λιγότερο κυριολεκτική απεικόνιση προσώπων και καταστάσεων, με το φιλμ να μη στοχεύει στον ρεαλισμό όσο στην έκφραση κινήσεων, χρωμάτων και εκφράσεων. Είναι ως εκ τούτου ωραιότερο ως animation από την πλειονότητα των ντισνεϊκών αντίστοιχων παραγωγών, ακόμα και χωρίς να επιχειρεί να είναι εντυπωσιακό. Σε αυτή την ιδέα βρίσκεται τελικά και το κλειδί: Το “Πάντα στα Κόκκινα” (και μπράβο για τον ελληνικό τίτλο, κιόλας) δεν πασχίζει να παρουσιαστεί ως πολύπλοκο, δομικά εξεζητημένο, οπτικά επιβλητικό. Ξέρει πολύ καλά τι είναι, και καταφέρνει αβίαστα να μας παρασύρει στον υπέροχο κόσμο του.

Μετά τον Γιανγκ

(“After Yang”, Κογκονάντα, 1ω36λ)

4/5

Σε ένα ασαφές κοντινό μέλλον, το «πολιτιστικό ανδροειδές» Γιανγκ (δηλαδή ένα ανδροειδές με κύριο σκοπό την πολιτιστική εκπαίδευση του μικρότερου παιδιού της οικογένειας) παθαίνει βλάβη χωρίς κάποιο προφανή λόγο. Η κόρη του Τζέικ θέλει τον Γιανγκ πίσω- τον βλέπει σαν μεγάλο της αδερφό. Ο Τζέικ κάνει ό,τι μπορεί για να τον επισκευάσει, επισκέπεται από επίσημες αντιπροσωπείες μέχρι αγνώστου αξιοπιστίας ανεξάρτητους μηχανικούς, αλλά κανείς δε μπορεί να βρει τι ακριβώς έχει χαλάσει στον Γιανγκ. Καθόλη τη διαδικασία ο Τζέικ, έχοντας ανακαλύψει κάποιες σωσμένες αναμνήσεις του Γιανγκ, βλέπει ξανά τη ζωή του από διαφορετική οπτική, συνειδητοποιώντας πόσα πολλά πράγματα είχε αφήσει να περάσουν από δίπλα του.

Ο Κόλιν Φάρελ, σταθερά φανταστικός σε ό,τι κι αν κάνει, μια βδομάδα αφού κατάφερε να δώσει βρει ερμηνευτική προσωπικότητα ακόμα και κάτω από τόνους μακιγιάζ στο “The Batman”, πρωταγωνιστεί σε αυτό το αφηγηματικά λιτό αλλά σημειολογικά πλούσιο φιλμ επιστημονικής φαντασίας δανείζοντας στην εικόνα κάτι από την μεστή μελαγχολία του. Μεγάλο μέρος της ταινίας ζητά από τον Φάρελ να κάνει στην άκρη ή να αδειάζει τον εαυτό του κι εκείνος, στρατιώτης, το υπηρετεί με θαυμαστή απουσία ματαιοδοξίας.

Όχι μόνο αυτό το κεντρικό περφόρμανς, αλλά είναι τα πάντα στο “Μετά τον Γιανγκ” που είναι σχεδιασμένα με τη λογική του κενού. Η αποστομωτική χωροταξία, οι λείες επιφάνειες ενός αποστειρωμένου μέλλοντος, τα άδεια δωμάτια, η νεκρή διακόσμηση, οριοθετούν ένα ευρύτερο υπαρξιακό και κοινωνικό κενό. Στο κέντρο του, ένα παιδί μεγαλώνει χωρίς αληθινή σύνδεση με μία κάποια κουλτούρα, οι δε γονείς βρίσκονται σε απόσταση, σαν απλοί θεατές των ίδιων των ζωών τους. Σε αυτό το μέλλον των χρήσιμων ανδροειδών, οι πολιτικές προεκτάσεις είναι αυτές που κανείς θα περίμενε: Πολύς κόσμος μισεί τους κατασκευασμένους «ανθρώπους», τους κλώνους, την ιδέα της πολιτιστικής ενσωμάτωσης, ο ρατσισμός και η συνωμοσιολογία είναι ξανά εκεί– όμως τα πάντα, όλα, βρίσκονται στα περιθώρια. Της ιστορίας, των κάδρων, των διαλόγων. Πρέπει απλά να εστιάσεις λίγο το βλέμμα σου για να τα διακρίνεις.

Η ταινία δεν εμπλέκεται στα αλήθεια με αυτές τις ιδέες, μα αυτό επιστρέφει πίσω στον τρόπο με τον οποίο είναι χτισμένη. Σαν επικαλυμμένα από ένα κύμα πλήρους αποσύνδεσης από κάθε συναίσθημα, τα πάντα εδώ, στην καρδιά του στόρι, είναι βουβά. Αυτό που δεσπόζει είναι οι άδειοι χώροι, οι φουτουριστικές επιφάνειες. Είναι κι αυτό μια πολιτική δήλωση, υπό μία έννοια. Έτσι, είναι μόνο η μικρή κόρη που συνεχίζει επίμονα να σπάει το κάλυμμα της σιωπής, ζητώντας ξανά και ξανά να έχει πίσω τον Γιανγκ.

Ο πατέρας κάνει ό,τι μπορεί για να μάθει τι πήγε στραβά. Μετακινείται ανάμεσα σε χώρους, καθένας εκ των οποίων διαθέτει τη δική του αισθητική πολιτική, τη δική του ανθρωπογεωγραφία. Όλες οι μετακινήσεις συμβαίνουν μέσω μιας λεωφόρου που μοιάζει πάντοτε ίδια, πάντοτε απαράλλαχτη, ίσως απλά ατελείωτη. Είναι όμως ένα άλλο πλέγμα, όχι απτό, που βγάζει τον Τζέικ από το αδιέξοδο: Το πλέγμα των αναμνήσεων του Γιανγκ, το οποίο αρχίζει να ξετυλίγει αρχείο-αρχείο, και το οποίο μοιάζει σαν χάρτης κάποιου ουρανού γεμάτου αστέρια.

Σταδιακά, το κυρίαρχο ερώτημα του «τι συνέβη στον Γιάνγκ» (έτσι κι αλλιώς από τη φύση του βαθύτατα υπαρξιακό, μιας και στον Γιανγκ συνέβη το πιο φυσικό κι ανθρώπινο πράγμα όλων: ο θάνατος) δίνει τη θέση του σε μια αναζήτηση με καθόλου επείγοντα χαρακτήρα για τον Τζέικ. Μέσω του Γιανγκ, ανα-βιώνει την ίδια του τη ζωή κοιτάζοντάς την απέξω. Πώς κάποιες φορές βιώνουμε κάτι βαθύ ή συνταρακτικό και νιώθουμε πως βλέπουμε τον εαυτό μας σα να είχαμε βγει από το σώμα μας; Κάτι τέτοιο. Κάθε στιγμή ξαφνικά αποκτά νέες διαστάσεις, νέες πτυχές. Κάνοντας unzip αρχεία αναμνήσεων, ο Τζέικ είναι σα να κάνει unzip στον ίδιο του τον βιωματικό κόσμο, γεμίζοντας το τεράστιο κενό στην καρδιά του φιλμ και του χώρου του (κινηματογραφικού και μη).

Στοχασμός πάνω στο μέλλον και το παρόν, στην πολιτική και υπαρξιακή διάσταση της ίδιας μας της ύπαρξης και των χώρων που καταλαμβάνουμε, στη σύνδεση βιώματος και τεχνολογίας, ανάμνησης και συναισθήματος, το “Μετά τον Γιανγκ” επιβεβαιώνει τον Κογκονάντα ως έναν σπουδαίο κινηματογραφιστή μετά το άπαιχτο στην Ελλάδα αριστούργημα “Columbus”, ένα από τα κορυφαία σκηνοθετικά ντεμπούτα της περασμένης δεκαετίας. Ένας αληθινός κινηματογραφικός αρχιτέκτονας.

Σημείο Βρασμού

(“Boiling Point”, Φίλιπ Μπαραντίνι, 1ω32λ)

3 / 5

Όταν τα πάντα πάνε στραβά στη διάρκεια μιας βραδιάς: Ο σεφ ενός μεγάλου εστιατορίου του Λονδίνου φτάνει με καθυστέρηση στη δουλειά και βρίσκει τα πάντα εκτός ρυθμού. Μια απροειδοποίητη επιθεώρηση μειώνει το rating του εστιατορίου την ώρα που η βραδινή βάρδια επιφυλάσει κάθε λογής έκπληξη κι εμπόδιο. Ένας παλιός συνεργάτης του είναι εκεί, μαζί με μια κριτικό εστιατορίων, για δικούς του σκιώδεις λόγους, σε ένα τραπέζι οι πελάτες είναι ιδιότροποι και αγενείς, οι παραγγελίες των υλικών έχουν μείνει πίσω, κι αυτά είναι μόνο η αρχή.

Με την αφήγηση να παρουσιάζεται μέσα από ένα μονοπλάνο, το φιλμ μας ρίχνει βαθιά στον κόσμο των υψηλής πίεσης εστιατορίων με μια διάθεση αν μη τι άλλο θρίλερ. Η δράση είναι καταιγιστική, τα απρόοπτα έρχονται χωρίς σταματημό, και το φιλμ πιάνει το θεατή από το λαιμό και δεν το αφήνει μέχρι το τέλος. Η σκηνοθετικές ακροβασίες λειτουργούν μεν αποτελεσματικά (η ταινία είναι καθηλωτική κι αυτό οπωσδήποτε μετράει για κάτι) αλλά από την άλλη υπάρχει μια σαφής αίσθηση χορογράφησης που τελικά λειτουργεί αντίθετα, υπογραμμίζοντας διαρκώς την φύση κατασκευής του έργου σε συνδυασμό με το εκθετικής απιθανότητας σερί από απρόοπτα που συμβαίνουν στη διάρκεια μιας νύχτας. Ωστόσο, και παρά ένα φινάλε δραματουργικά μετέωρο, το φιλμ ως αγνό κομμάτι αγχώδους entertainment, είναι δύσκολο να μην σε κερδίσει και να μην σε διασκεδάσει.

Η Μπαλάντα της Λευκής Αγελάδας

(“Ballad of a White Cow / Ghasideyeh gave sefid”, Μπεχτάς Σαναέχα, Μαριάμ Μογκαντάμ, 1ω45λ)

2.5 / 5

Μια χήρα αγωνίζεται ενάντια σε ένα κυνικό σύστημα που οδήγησε τον σύζυγό της στο θάνατο, παρότι αποδείχθηκε αθώος για το έγκλημα για το οποίο καταδικάστηκε– αλλά πολύ αργά, καθώς αυτό συνέβη μετά την εκτέλεσή του. Η μοίρα της θα ενωθεί με εκείνη ενός αγνώστου, ο οποίος εμφανίζεται στη ζωή της ξαφνικά, θέλοντας να ξεπληρώσει το χρέος του απέναντι στον σύζυγό της. Τι είναι όμως αυτό που στα αλήθεια τους συνδέει; Στην παράδοση του Ιρανικού κοινωνικού σασπένς, χτίζει μια σειρά (ίσως υπερβολικών κιόλας) εξελίξεων χωρίς να χάνει το ενδιαφέρον του θεατή.

River: Ντοκιμαντέρ φύσης σε αφήγηση Γουίλεμ Νταφόε. Μια οπτική και μουσική οδύσσεια που εξερευνά τη σχέση ανθρώπου και ποταμών και το πώς αυτά έχουν σχηματίσει τους τόπους μας και τελικά την ίδια μας την Ιστορία.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα