Το νέο “Batman” με τον Ρόμπερτ Πάτισον είναι μια moody, κομιξική παραλλαγή του “Zodiac”

Το νέο “Batman” με τον Ρόμπερτ Πάτισον είναι μια moody, κομιξική παραλλαγή του “Zodiac”

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι κριτικές της εβδομάδας:

The Batman

(Ματ Ριβς, 2ω55λ)

2.5 / 5

Η πόλη της Γκόθαμ βυθίζεται στη διαφθορά και την κοινωνική σήψη την ώρα που ένας μασκοφόρος τιμωρός εμφανίζεται και προσπαθεί να κάνει τη διαφορά. Έχοντας κερδίσει την εμπιστοσύνη του ντετέκτιβ Γκόρντον, ο Μπάτμαν βοηθάει στην διαλεύκανση μιας σειράς γκροτέσκων φόνων που τον φέρνουν στο κατόπι ενός σίριαλ κίλερ. Τι σχέση έχουν όμως οι φόνοι με την ίδια της ιστορία της πόλης και ποιο είναι το ένοχο μυστικό που δεν πρέπει να έρθει στην επιφάνεια;

Ο Ρόμπερτ Πάτινσον φορά την κάπα του Μπάτμαν σε μια ακόμα νέα εκδοχή του ήρωα, αυτή τη φορά με την υπογραφή του όχι-σπουδαίου-αλλά-ποτέ-κακού σκηνοθέτη Ματ Ριβς (“Dawn of the Planet of the Apes”, “Cloverfield”). Η κατά Πάτινσον εκδοχή του Μπάτμαν είναι απείρως πιο moody από κάθε άλλη που έχει προηγηθεί, σαν έφηβος στο Λύκειο που σκαλίζει στιχάκια από τα Ξύλινα Σπαθιά στο θρανίο του και περπατά μόνος του στα διαλείμματα κλωτσώντας χαλίκια στο προαύλιο.

Είναι γέννημα-θρέμμα μιας πόλης σε κρίση ταυτότητας που μοιάζει να έχει παρατήσει όλα της τα παιδιά στη μοίρα τους, κι υπό αυτή την έννοια τόσο η αποτύπωση του ήρωα όσο κι η στυλιστική προσέγγιση του φιλμ έρχονται σε αρμονία. Ο Ριβς επιλέγει μια ομολογουμένως θαυμαστά αφοσιωμένη προσέγγιση ρυθμού και ατμόσφαιρας, κινούμενος αργά, υπνωτιστικά, στιβαρά μέσα σε έναν κόσμο κινηματογραφημένο σα να τον παρατηρούμε πίσω από τζάμια θολωμένα από το κρύο και τον καπνό.

Μέσα σε μια θα λέγαμε εμμονικά σκοτεινή οπτική που πλέον υιοθετούν χωρίς δεύτερη σκέψη οι κινηματογραφικές μεταφορές του χαρακτήρα, ο Γκρέιγκ Φρέιζερ (υποψήφιος για Όσκαρ Φωτογραφίας με το “Dune”) καδράρει τα πάντα σαν πίνακες νεκρωμένης αστικής ασφυξίας, με θολές νέον εκλάμψεις να πασχίζουν να βρουν διέξοδο. (Μια τέτοια σκηνή προς το τέλος είναι το εντυπωσιακό, εμφανές highlight του φιλμ.) Η κινηματογράφισή του, μεθοδική, υπομονετική, συχνά κοιτάζοντας τον κόσμο με μια ακινησία από ψηλά, παραπέμπει στο “Zodiac” του Ντέιβιντ Φίντσερ, το κατεξοχήν αμερικάνικο αριστούργημα του 21ου αιώνα πάνω στο κοινωνικό σκοτάδι και στον αόρατο εχθρό.

Εμφανέστατα δανειζόμενο, τόσο από την αισθητική και την κοσμοθεωρία του “Zodiac” όσο και την γκροτέσκα μεθοδικότητα του “Seven”, και αποτελώντας κάτι σαν εφηβική εκδοχή και των δύο, το νέο αυτό “Batman” πράγματι εστιάζει στο κυνήγι ενός σίριαλ κίλερ μέσα από ένα σαδιστικό παιχνίδι στοιχείων και γρίφων. Οι ίδιοι οι γρίφοι βέβαια είναι κάπως σαχλοί, όπως κι η ντετέκτιβ μεθοδολογία του Μπάτμαν για την οποία πολύς λόγος γίνεται, ακολουθεί με μεγάλη απλοϊκότητα μια κάπως προβλεπόμενη διαδρομή (λύσεις, στοιχεία, ηχογραφήσεις, πρόσωπα-κλειδιά, όλα εμφανίζονται με βολικούς τρόπους και συχνότητα), όταν δεν διακόπτεται ευθέως από φρεναριστές σεκάνς άνευρων επεξηγήσεων.

Τελικά το φιλμ, παρότι οπωσδήποτε απόλυτα προσηλωμένο στην στυλιστική του αποστολή, προσκρούει σε εμπόδια που το ίδιο βάζει στον εαυτό του. Πατά στη νουάρ παράδοση όμως η έρευνα μοιάζει με μονόδρομο αντί με ομιχλώδες αδιέξοδο, ενώ η κοινωνική χαρτογράφηση είναι σχηματική και η πολιτική του ηθική ανακατωμένη (εξίσου μεγάλο μέρος της νολανικής κληρονομίας, όσο το σκοτεινό, ολοσόβαρο προσωπείο). Θέτει τις παραμέτρους για ιδέες και εικόνες αιχμηρές όμως αποστρέφει το βλέμμα στο βωμό της καταλληλότητας, παρουσιάζει μια εκπυρσοκρότηση χωρίς να αναζητά συνέπεια και επίλυση. Είναι ένα φιλμ που χτίζει έναν κόσμο όμως δεν κινείται μέσα σε αυτόν (το “Zodiac”, υπνωτιστικό κι αυτό όσο κι αν ήταν, είναι μια ταινία που καλπάζει – ανάμεσα στα πρόσωπα, στις εποχές, στις κοινωνικές και ιδεολογικές μετατοπίσεις), στήνοντας το πιο μικρό πλέγμα που μπορεί κανείς να φανταστεί.

Βρίσκει όμως δύναμη σε μικρές κινητικές εξάρσεις: Στο γεμάτο ενέργεια παιχνίδι του Μπάτμαν με την συναρπαστική Κατγούμαν (Ζόι Κράβιτς, κλέβει το φιλμ όποτε εμφανίζεται) -που, και πάλι, θα μπορούσε να είναι αληθινά σπουδαίο αν η ταινία τολμούσε να παραδοθεί στις φλόγες που ανάβει- ή σε σεκάνς όπως αυτή της καταδίωξης με τον Πένγκουιν όπου τα πάντα μοιάζουν είτε έτοιμα να διαλυθούν είτε όχι ακόμα πλήρως κατασκευασμένα. Καλλιτεχνικά, αυτός είναι ένας κόσμος εξεζητημένος, απτός, ζησμένος. Ο Κόλιν Φάρελ, στο μεταξύ, καταφέρνει και δίνει στον χαρακτήρα του μια μανιακή ενέργεια που μας κάνει να λυπούμαστε για το πόσο πολύ χαραμίζεται, στην πραγματικότητα. (Ο Πολ Ντέινο… προσπαθεί.)

Σε αυτό το σημείο, η αληθινά θαρραλέα επιλογή θα ήταν από τον όποιον σκηνοθέτη που θα επέλεγε ξανά την ποπ προσέγγιση των ‘60s ή το οπερατικό κιτς των ‘90s. Αλλά παρά τις αδυναμίες της, κι ετούτη η νέα μετα-νολανική εκδοχή από τον Ματ Ριβς έχει τις εκλάμψεις της μες στο σκοτάδι. Είναι μπλοκμπάστερ σινεμά με χαρακτήρα, σίγουρο για τον εαυτό του – ό,τι κι αν αυτό συνεπάγεται. Δεν είναι δίχως τη γοητεία του, αλλά εύχεσαι να έβγαινε κι από το δωμάτιό του για να μπορούσε να γνωρίσει λίγο καλύτερα τον κόσμο.

Συρανό Ντε Μπερζεράκ

(“Cyrano”, Τζο Ράιτ, 2ω3λ)

4 / 5

Και ποιητής και ξιφομάχος. Όπως λέει και το σχετικό meme, «βρες για τον εαυτό σου έναν άντρα που μπορεί να τα κάνει και τα δύο». Η πανέμορφη Ρωξάνη όμως δεν βρίσκει τον Συρανό, γιατί πρώτα απ’όλα είναι ο ίδιος ο Συρανό που αρνείται στον εαυτό του το δικαίωμα στον έρωτα. Πεπεισμένος πως η γυναίκα με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος δε θα μπορούσε ποτέ να αγαπήσει έναν άντρα σαν αυτόν (στον ρόλο ο Πίτερ Ντίνκλατζ του “Game of Thrones”), ο Συρανό ζει ένα πάθος δι’αντιπροσώπου. Χαρίζει τις λέξεις του -και τα αισθήματα πίσω από αυτές- στον Κρίστιαν, κι ο Κρίστιαν κερδίζει την καρδιά της Ρωξάνης. Όμως το πάθος του Συρανό παραμένει άσβεστο κι οι λέξεις πασχίζουν να δραπετεύσουν από μέσα του. Τα γράμματα προς την Ρωξάνη δεν σταματάνε ποτέ.

Στην ταινία που οπωσδήποτε θα ήταν το αδιαφιλονίκητο event για την indie κοινότητα του 2007, ο σκηνοθέτης Τζο Ράιτ του “Atonement” διασκευάζει θεατρικό μιούζικαλ με τη μουσική και τα τραγούδια των The National. Παραγωγή που ήδη αδίκως παραμερίζεται (μοιάζει οσκαρική αλλά τελικά δεν είναι, μοιάζει με χιπ επίκαιρο μιούζικαλ αλλά επισκιάζεται από ένα σωρό άλλα πιο συμβατικά και καλογυαλισμένα) δίχως ακριβώς κανείς να έχει άσχημα λόγια να πει για αυτήν, αλλά που με βεβαιότητα θα βρει παθιασμένους υποστηρικτές καθώς κυλά ο χρόνος.

Πολύ συχνά μιλάμε για σκηνοθέτες απρόβλεπτους, τολμηρούς ή τελικά (δημιουργικά) τρελούς, αλλά λίγοι είναι όλα αυτά στο επίπεδο του Τζο Ράιτ, ενός αυθεντικά παλαβού οραματιστή. Που στις καλύτερες στιγμές του καταφέρνει να κοιτάξει απίστευτα γνώριμες αφηγηματικές συνθήκες με τρόπο όχι απλώς ανατρεπτικό, αλλά με μια διάθεση πλήρους αποδόμησης που πηγάζει από μια συναισθηματική ειλικρίνεια και μια φορμαλιστική περιέργεια. Το αποδομημένο του “Άννα Καρένινα” είναι ένα από τα κατά λάθος αριστουργήματα των ‘10s αλλά δε χρειάζεται να φτάσουμε σε τέτοια άκρα: Από το ρομάντσο εποχής του “Atonement” γυρισμένο σαν έπος καταστροφής ως την κατασκοπική περιπέτεια “Hanna” γυρισμένη σαν LSD παιδικό παραμύθι, ο Ράιτ πάντα δείχνει διάθεση, γνώση και πάθος – ακόμα κι αν κατά περιπτώσεις αποτυγχάνει οικτρά.

Το “Cyrano” του μοιάζει αποδομημένο και υπερδομημένο την ίδια στιγμή. Ο κινηματογραφικός του χώρος μοιάζει με θεατρικό πάλκο που εκτείνεται όσο φτάνει το μάτι και η αποστομωτική καλλιτεχνική διεύθυνση δημιουργεί χώρους όσο και κάνει χώρο – το κάδρο πάντοτε βρίσκει κενά και ανάσες, ώστε οι αποστάσεις των ηρώων να μοιάζουν πάντα απτές ακόμα κι όταν αναπνέουν τον ίδιο αέρα. Οι χορογραφίες μοιάζουν να γεννιούνται μέσα από τις διαθέσεις των κεντρικών χαρακτήρων που βρίσκονται παγιδευμένοι σε ένα κλασικής υφής τραγικό ρομάντζο.

Η συναισθηματικής ευθύτητας, σαν ποτισμένη με ουίσκι, μουσική των National αποτελεί φυσικό ταίριασμα για μια τέτοια σύνθεση, την ώρα που ο Ράιτ μεταφέρει τις λυρικές εξάρσεις του στόρι σε αποστομωτικούς, επιβλητικούς -σαν φτιαγμένους από πέτρα και ζωγραφισμένους με κιμωλία- χώρους. Από κτίσματα που μοιάζουν να κουβαλούν την ίδια την Ιστορία στις σκονισμένες τους γωνιές μέχρι ηφαίστεια και ωκεανούς, τα πάντα γίνονται ζωντανό φόντο για αποθεωτικές μουσικοχορευτικές περιπτύξεις των παγιδευμένων ηρώων. Η συνύπαρξης αγνότητας και τεχνικής αρτιότητας σε έναν τέτοιο ζηλευτό βαθμό, μας κάνει να θέλουμε να αρχίσουμε να τραγουδάμε κι εμείς.

Αγελάδα

(“Cow”, Άντρεα Άρνολντ, 1ω34λ)

3 / 5

Σε μια βιομηχανική μονάδα, ακολουθούμε όλη τη ζωή της αγελάδας Λούμα, μια καθημερινότητα υπό καθεστώς εκμετάλλευσης. Η ιδιοσυγκρασιακή δημιουργός Άντρεα Άρνολντ (“Fish Tank”, “American Honey”) δοκιμάζει τις δυνάμεις της σε ένα εμβυθιστικό ντοκιμαντέρ σχεδόν νεορεαλιστικής χροιάς, το οποίο δίχως συμβατική αφήγηση ή το οποιοδήποτε voice over, μας φέρνει όσο πιο κοντά θα περιμέναμε ποτέ πως μπορούμε να φτάσουμε, στην οπτική μιας αγελάδας. Η ταινία επιβεβαιώνει την ιδιαίτερη σχέση της σκηνοθέτη με τη φύση και αποτελεί την ευθύτερη μέχρι σήμερα -αλλά πάντα παρούσα στη φιλμογραφία της- εξερεύνηση μορφών εκμετάλλευσης, καταλήγοντας σε ένα αξέχαστο φινάλε (με το πιο εξωφρενικό, πάντως, needle drop της χρονιάς). Αν μη τι άλλο, τεχνικά αξιοθαύμαστο.

Αγαπητοί Σύντροφοι!

(“Dorogie Tovarishchi / Dear Comrades!”, Αντρέι Κοντσαλόφσκι, 2ω1λ)

3 / 5

Σε εργοστάσιο του Νοβοτσερκάσκ της Σοβιετικής Ένωσης το 1962, εργάτες ξεκινούν -πρωτοφανή- απεργία την οποία το καθεστώς θέλει πάση θυσία να περιορίσει τοπικά αν όχι καταπνίξει. Η κλιμάκωση θα οδηγήσει σε γενικευμένη σύρραξη, στην οποία εμπλέκεται υψηλόβαθμη και αφοσιωμένη βετεράνος, σε αναζήτηση της κόρης της που συμμετέχει στην εξέγερση. Σταδιακά θα έρθει αντιμέτωπη με μια πραγματικότητα που δε φανταζόταν ποτέ. Η καυστική ματιά στους γραφειοκρατικούς μηχανισμούς μετατρέπεται σταδιακά σε ένα πιο ευθέως καταγγελτικό κείμενο, σε μια ταινία που πάντως ποτέ δεν χάνει τη δύναμή της. Βασισμένο σε αληθινό γεγονός, και με βραβείο Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Βενετίας.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα