Φρανκ Στρόμπελ: Ο Μαέστρος που ‘παντρεύει’ τη συναυλία με το σινεμά επιστρέφει στην Αθήνα

Φρανκ Στρόμπελ: Ο Μαέστρος που ‘παντρεύει’ τη συναυλία με το σινεμά επιστρέφει στην Αθήνα

Ο μετρ της διεύθυνσης live μουσικής με παράλληλη κινηματογραφική προβολή θα διευθύνει στις 14 Οκτωβρίου την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην πρώτη συναυλία του Κύκλου "Πόλεμος και Ειρήνη".

Έχει κερδίσει παγκόσμια αναγνώριση για πρώτες εκτελέσεις (ή επανεκτελέσεις) έργων σημαντικών συνθετών όπως οι Franz Schreker, Alexander von Zemlinsky και Siegfried Wagner. Εκτός από συνθέτης και αρχιμουσικός, έχει διατελέσει επίσης παραγωγός ενώ είναι ταυτόχρονα σύμβουλος προγράμματος (βωβού κινηματογράφου) της ZDF/arte και ιδρυτής του European Film Philarmonic Institute.

Ο Φρανκ Στρόμπελ είναι δικαίως ένας από τους αγαπημένους μαέστρους του ελληνικού κοινού, όχι τόσο για την τελειομανία του και το υψηλών προδιαγραφών αποτέλεσμα που επιτυγχάνει στις συναυλίες του αλλά και στις ηχογραφήσεις, όσο για την αγάπη που τρέφει και εκπέμπει για την ίδια τη μουσική, το σινεμά και το πάντρεμά τους.

Ο σινεφίλ μαέστρος έρχεται στις 14 Οκτωβρίου στην Αθήνα θα διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών στην πρώτη συναυλία του Κύκλου “Πόλεμος και Ειρήνη“, ενός αφιερώματος στα 100 χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου με έργα εμπνευσμένα από πολιτικές και κοινωνικές συγκρούσεις. (Μέγαρο Μουσικής, αίθουσα Χ. Λαμπράκης στις 19.30).

Η πολυαναμενόμενη επιστροφή του στην Ελλάδα έδωσε στο News 24/7 την αφορμή να μιλήσει μαζί και και να μάθει περισσότερα για την πορεία του, τις πηγές έμπνευσής του, της σχέσης του με τον Τσάπλιν και για τα “διαχωριστικά” μεταξύ κινηματογραφικής και συμφωνικής μουσικής, τα οποία θέλει να καταρρίψει.

Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι μεγαλώσατε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που σας εμφύσησε την αγάπη για το σινεμά αλλά και τη μουσική. Μπορείτε να θυμηθείτε κάποιες ταινίες ή soundtracks που θεωρείτε ότι σας επηρέασαν;

«Ναι, φυσικά υπάρχουν κάποιες ταινίες που ήταν για μένα ιδιαίτερα σημαντικές. Είναι οι ταινίες του Τσάρλι Τσάπλιν, γιατί τις είδα στον δικό μας κινηματογράφο στο Μόναχο και αργότερα και σε άλλους κινηματογράφους. Εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του ’70, οι ταινίες του προβάλλονταν συχνά στους κινηματογράφους. Εντυπωσιάστηκα πολύ από τη φιγούρα του Τσάρλι Τσάπλιν, λόγω του χιούμορ αλλά και της ανθρωπιάς του. Και ήδη, ως παιδί δηλαδή, λάτρευα αυτόν τον άνθρωπο.»

Η καριέρα σας έχει συνδεθεί με σημαντικές ταινίες, όπως το “Μετρόπολις” του Φριτζ Λανγκ, ο “Ιβάν ο Τρομερός” και το “The New Babylon”. Ένα σχόλιό σας για την ταινία “Shoulder Arms” του Τσάπλιν, την οποία θα απολαύσουμε μουσικά υπό την μπαγκέτα σας.

«Πιστεύω ότι η ταινία αυτή είναι στην πραγματικότητα μια ταινία του σήμερα. Ο Τσάπλιν είναι μια διεθνή φιγούρα, όλοι καταλαβαίνουν την ανθρωπιά, το χιούμορ, τις ιστορίες του. Διηγείται πάντα θεμελιώδεις ιστορίες για τη ζωή, την ανθρωπότητα, τα ανθρώπινα όντα και το “Shoulder Arms” έχει θέση στο 2018 καθώς συμπληρώνονται 100 χρόνια από τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Τσάπλιν γύρισε αυτή την ταινία μέσα στο πλαίσιο της βίας και του παραλογισμού του πολέμου. Και αυτός ο πόλεμος ήταν πιθανότατα ο πιο βίαιος, γιατί ήταν πόλεμος μεταξύ ανθρώπων, μεταξύ λαών, υπήρχαν συνεχείς μάχες σε αντίθεση με τον Β’ Παγκόσμιο, που ήταν πόλεμος τεχνικής. Η ταινία βασίζεται μεν σε αυτά τα γεγονότα αλλά με τον πολύ ιδιαίτερο τρόπο του Τσάπλιν και της τέχνης του. Όλη μας η συναυλία έχει αυτή την αναφορά στον πόλεμο καθώς θα παίξουμε π.χ. “Το Βαλς”, που συνδέεται με τη θεματική αυτή και τον “Άρη” του Γκούσταβ Χολστ, που είναι η γέννηση του πολέμου. Το υπόβαθρο του “Shoulder Arms” είναι μεν πολύ σοβαρό αλλά ο Τσάπλιν βρίσκει τον δικό του, μοναδικό τρόπο να αντιμετωπίσει αυτή την καταστροφή και αυτό είναι που πιστεύω ότι κάνει την ταινία παράλληλα τόσο έντονη αλλά και τόσο ανθρώπινη και αστεία.»

Η κινηματογραφική μουσική δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με τα κριτήρια της μουσικής που προορίζεται αποκλειστικά για ακρόαση, λόγω της αφηγηματικής λειτουργίας της στις ταινίες. Πώς εξηγείτε μια γενικότερη τάση να γίνονται οι συναυλίες αυτού του τύπου μουσικής ολοένα και πιο δημοφιλείς;

«Νομίζω οφείλεται στην επιθυμία του κοινού για μερικές πολύ έντονες στιγμές. Και μπορεί να έχει τέτοιες στιγμές όταν συνδυάζεται η δύναμη της εικόνας, ειδικά στο λευκό πανί του κινηματογράφου, με τη δύναμη της ζωντανής ερμηνείας μουσικής. Αυτός ο συνδυασμός είναι μια μοναδική εμπειρία για το κοινό και αυτό είναι που το ίδιο το κοινό ανακαλύπτει. 90 χρόνια πριν αυτό ήταν λογικό, ήταν μια μορφή τέχνης όπως το θέατρο, το μπαλέτο, οι συμφωνικές συναυλίες κ.ο.κ., η οποία σιγά- σιγά εξαφανίστηκε αλλά τώρα ξαναεμφανίζεται.

Η εμπειρία μου από τέτοιου είδους συναυλίες είναι ότι το κοινό βιώνει μια πολύ δυνατή εμπειρία. Και με τις ταινίες του ομιλούντος κινηματογράφου, όταν κανείς παίζει παρτιτούρες σε συναυλία, συμβαίνει το ίδιο γιατί η μουσική είναι τόσο περιγραφική. Ακούς τη μουσική και ταυτόχρονα βλέπεις την ταινία στο μυαλό σου, δημιουργούνται εικόνες στο μυαλό σου. Κι αυτό είναι που μπορεί να κάνει η μουσική. Γι’ αυτό το λόγο πιστεύω ότι αυτό το είδος έχει γίνει τόσο δημοφιλές, δεν πιστεύω όμως ότι είναι μόνο μόδα, είναι η ανακάλυψη μιας μορφής τέχνης η οποία υπάρχει εδώ και 100 χρόνια και αποτελεί μια δυνατή εμπειρία.»

Η διεύθυνση μιας συναυλίας με παράλληλη κινηματογραφική προβολή παρουσιάζει δυσκολίες και αν ναι, ποιες είναι αυτές;

«Βεβαίως υπάρχουν δυσκολίες και είναι δύο: Η πρώτη, γενικά μιλώντας, είναι ότι ως μαέστρος οφείλεις να γνωρίζεις με ακρίβεια το στυλ και το ρεπερτόριο των συνθετών. Αλλά αυτό ισχύει και όταν διευθύνεις Μπετόβεν, όπου πρέπει να διευθύνεις με διαφορετικό τρόπο από όταν διευθύνεις Μότσαρτ. Υπάρχει, λοιπόν, η ίδια δυσκολία και στην κινηματογραφική μουσική. Πολλοί συνθέτες, πολλά διαφορετικά στυλ, με τα οποία πρέπει να είσαι εξοικειωμένος.

Αλλά όταν έχεις την ταινία στην οθόνη και πρέπει να συγχρονίσεις, η μεγάλη δυσκολία είναι ακριβώς αυτή: ο συγχρονισμός. Διότι έχεις μια ταινία, η οποία προχωρά και δεν μπορείς να την επηρεάσεις και εσύ ως μαέστρος πρέπει να συγχρονίσεις την ορχήστρα με την ταινία και εκεί είναι πολύ σημαντικό να είναι ευέλικτη η ορχήστρα. Πρέπει να αντιδρά με πολύ μεγάλη ευελιξία γιατί εγώ μπορεί να κάνω μια κίνηση κάποιες φορές και πρέπει να με ακολουθήσουν. Ακόμα κι αν δεν ξέρουν τι συμβαίνει γιατί κάθονται με την πλάτη προς την οθόνη, πρέπει να αντιδράσουν και εγώ πρέπει να έχω μια πολύ βαθιά κατανόηση της ταινίας.

Αυτό που προτιμώ είναι να δουλεύω μόνο με την εικόνα της ταινίας και όχι με τεχνικά μέσα, όπως χρονόμετρα, κλικ αυτιού, μόνιτορ κλπ., γιατί το μοντάζ της ταινίας καθώς και ο τρόπος που παίζουν οι ηθοποιοί, είναι αυτά που προσπαθώ να μεταφέρω στη μουσική. Κι αυτό είναι για εμένα μια μεγάλη ευχαρίστηση καθώς με αυτόν τον τρόπο βλέπεις την ταινία ως συνεργάτη σου και όχι ως εχθρό. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ένα πολύ βολικό σημείο των ταινιών, αν για παράδειγμα τις συγκρίνεις με την όπερα – επειδή προέρχομαι από την όπερα- είναι το ότι είναι απολύτως προβλέψιμες καθώς ξέρεις σε κάθε στιγμή τι θα συμβεί, κάτι το οποίο δεν ισχύει πάνω στη σκηνή. Κάποιος τραγουδιστής θα ξεκινήσει πιο νωρίς ή πιο αργά, θα προχωρά πιο γρήγορα ή θα καθυστερεί, ενώ στις ταινίες γνωρίζεις ακριβώς τι θα συμβεί το επόμενο λεπτό.»

Εξακολουθούν οι αυστηροί λάτρεις της συμφωνικής μουσικής να αντιμετωπίζουν ως υποδεέστερη την κινηματογραφική μουσική ή έχουν αλλάξει στάση;

«Έχουν αλλάξει πολύ. Στο ξεκίνημα της καριέρας μου είχα κάνει πολλές συζητήσεις με μουσικούς ορχήστρας, με επικοινωνιολόγους, με διευθυντές ορχήστρας και όπερας. Αυτό έχει τελειώσει. Και είναι ενδιαφέρον ότι αυτή την αντιμετώπιση την συναντούσα κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη, δεν ήταν σύνηθες φαινόμενο στις αγγλοσαξονικές χώρες και την Ανατολική Ευρώπη.

Αν παρατηρήσετε μεγάλους συνθέτες, όπως ο Σοστακόβιτς και ο Προκόφιεφ, θα δείτε ότι έγραφαν κινηματογραφική μουσική και αυτό φαινόταν απόλυτα φυσιολογικό. Έγραφαν ένα κομμάτι για όπερα, μετά ένα κομμάτι για ορχήστρα, μετά ένα άλλο για Κουαρτέτο εγχόρδων κ.ο.κ. Στην Κεντρική Ευρώπη αυτό ήταν πιο δύσκολο. Αλλά τώρα πια, δείτε τι συμβαίνει, για παράδειγμα η Φιλαρμονική Ορχήστρα του Βερολίνου πριν 2 χρόνια αφιέρωσε την τελευταία συναυλία της χρονιάς αποκλειστικά στην κινηματογραφική μουσική. Θα ήταν άραγε αυτό δυνατό πριν δέκα χρόνια; Ή, ας πούμε η Φιλαρμονική της Βιέννης έπαιξε το “Star Wars”».

Ο Φρανκ Στρόμπελ MUTESOUVENIR | KAI BIENERT

Έχετε διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών πολλές φορές τα τελευταία χρόνια. Ποια είναι η γνώμη σας; Ας μιλήσουμε αρχικά περί ευελιξίας…

«Η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών είναι φυσικά μια πολύ αξιόλογη ορχήστρα, ειδάλλως δεν θα ερχόμουν τόσο συχνά στην Αθήνα. Και πραγματικά εκτιμώ τη συνεργασία μαζί της γιατί είναι μια ορχήστρα γεμάτη ενέργεια, πολύ δυναμική και ενδιαφέρονται πραγματικά για αυτό που κάνουμε μαζί. Για εμένα αυτό είναι το πιο σημαντικό, το να έχουν δηλαδή οι άνθρωποι περιέργεια, ενδιαφέρον. Όταν δεν έχεις αυτή την περιέργεια θα χάσεις την κουλτούρα, θα χάσεις τη δημιουργικότητα. Και βέβαια, η ποιότητα της Ορχήστρας είναι πραγματικά πολύ καλή.»

10 άγνωστες πτυχές του Φρανκ Στρόμπελ

  • Από παιδί τον γοήτευε ο συνδυασμός εικόνας-μουσικής καθώς υπήρξε παθιασμένος σινεφίλ. Εννοείται, ότι δεν περιορίστηκε στη σύγχρονη κινηματογραφία, αλλά υπέκυψε πολύ νωρίς , στην απίστευτη γοητεία του βωβού κινηματογράφου που του άνοιξε τον καινούργιο, θαυμαστό κόσμο της μουσικής επένδυσης ταινιών του είδους.
  • Όντας ακόμα μαθητής, αποκατέστησε την αυθεντική παρτιτούρα της ταινίας “Metropolis” του Φριτζ Λανγκ, σε μια συμφωνία για δύο πιάνα, η οποία έκανε ντεμπούτο στη γενέτειρά του, το Μόναχο και αργότερα παρουσιάστηκε σε όλο τον κόσμο μέσα από 90 παραστάσεις. Αυτή του η εμπειρία παράλληλα με την εις βάθος μελέτη ταινιών του βωβού κινηματογράφου, τον οδήγησε στην επαγγελματική ενασχόληση με την κινηματογραφική μουσική.
  • Έχει καταλήξει πλέον στο συμπέρασμα ότι υπάρχει κινηματογραφική μουσική, η οποία δεν μπορεί να σταθεί σε μία συναυλία αλλά υπάρχει και αντίστοιχα καλή κινηματογραφική μουσική, η οποία λειτουργεί θαυμάσια σε ένα συναυλιακό χώρο. Γι’ αυτό, θεωρεί ότι υπάρχουν πολλά έργα- μουσικής επένδυσης ταινιών, τα οποία αξίζει να παρουσιάζονται όχι μόνο σε μια προβολή με live συναυλία αλλά ακόμα και εντός του κανονικού προγράμματος μιας συμφωνικής συναυλίας.
  • Θεωρεί ξεπερασμένη και κλισέ την άποψη ότι «καλή κινηματογραφική μουσική είναι αυτή που οριακά δεν την ακούς ή εξυπηρετεί καθαρά λειτουργικούς σκοπούς».
  • Πιστεύει ότι έχει υπάρξει μια αλλαγή όσον αφορά στην – αρχικά υποτιμητική- αντιμετώπιση της κινηματογραφικής μουσικής από τους ειδήμονες της λόγιας μουσικής. Θεωρεί ότι αυτό συνέβη κυρίως γιατί τόσο οι μουσικοί όσο και οι διοργανωτές των συναυλιών αναγνωρίζουν, πλέον, την – ολοένα αυξανόμενη- αγάπη του κοινού για το συγκεκριμένο είδος. Ακόμα, αναγνωρίζουν τον ανανεωτικό αέρα που φέρει ο διάλογος μεταξύ τεχνών σε καθεμιά από αυτές.
  • Ο Φρανκ Στρόμπελ απολαμβάνει το ότι πλέον οι δισκογραφικές εταιρείες ηχογραφούν την κινηματογραφική μουσική με μεγαλύτερο επαγγελματισμό, δημιουργώντας παρτιτούρες οι οποίες μπορούν εύκολα να διαβαστούν-ερμηνευτούν και από μια συμφωνική ορχήστρα.
  • Όταν διευθύνει προβολές ταινιών με παράλληλη live συναυλία δεν καταφεύγει στην τεχνολογία για να εξασφαλίσει τον συγχρονισμό εικόνας και ορχήστρας. Έχει όμως, βαθιά και συγκεκριμένη γνώση της ταινίας καθώς και πολλές σημειώσεις πάνω στις παρτιτούρες του.
  • Δεν αγαπά τα samplers και τα synthesizers, πιστεύει όμως, στο συνδυασμό ηλεκτρονικού και ορχηστρικού ήχου.
  • Έχει εντρυφήσει στο έργο του περίφημου Ρωσογερμανού συνθέτη Άλφρεντ Σνίτκε, με τον οποίο ήταν καλοί φίλοι. Πριν από το θάνατό του Σνίτκε το 1998, ξεκίνησαν από κοινού μια κολοσσιαία προσπάθεια αναβίωσης των έργων του κινηματογραφικής μουσικής, μετατροπής τους σε μουσική για ορχήστρα και ηχογράφησής τους. Έχουν ήδη κυκλοφορήσει 14 CD, ενώ το project βρίσκεται ακόμα εν εξελίξει.
  • Θεωρεί ότι το soundtrack του John Williams για το Star Wars αποτελεί εξαιρετικό δείγμα soundtrack που μπορεί να σταθεί σε συμφωνική συναυλία ενώ έχει δακρύσει με το φινάλε της ταινίας “City Lights” του Τσάρλι Τσάπλιν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα