Καλάβρυτα 1943: Ο Νικόλας Δημητρόπουλος στο NEWS 24/7 – “Ο καλός Ναζί είναι οξύμωρο, δεν υπάρχει”

Καλάβρυτα 1943: Ο Νικόλας Δημητρόπουλος στο NEWS 24/7 – “Ο καλός Ναζί είναι οξύμωρο, δεν υπάρχει”

Ο σκηνοθέτης της ταινίας “Καλάβρυτα 1943” μας μιλά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την Ιστορία, τις δύσκολες αποφάσεις και τον τελευταίο ρόλο του Μαξ φον Σίντοφ

Κάθε ταινία που τοποθετείται απέναντι στο βάρος της Ιστορίας σηκώνει δεδομένα βαρύ φορτίο, ειδικά αν το κάνει με κάποια αίσθηση ευθύνης. Ο σκηνοθέτης Νικόλας Δημητρόπουλος (σημείωση: απλή συνωνυμία με τον συντάκτη) το ξέρει πολύ καλά αυτό, καθώς μιλάμε λίγες ώρες πριν την πανελλήνια πρεμιέρα της ταινίας “Καλάβρυτα 1943” στο 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Η ταινία, ένα ιστορικό δράμα που εστιάζει στην σφαγή των Καλαβρύτων, ακολουθεί μια παράλληλη αφήγηση στο σήμερα όπου μια δικηγόρος, η Κάρολαϊν, ταξιδεύει στα Καλάβρυτα ώστε να μάθει περισσότερα για τα όσα συνέβησαν εκεί κατά την Κατοχή, προκειμένου να μπει φρένο στα αιτήματα περί αποζημιώσεων. Αυτό που ανακαλύπτει εκεί είναι ένας γερασμένος επιζήσαντας, τον οποίο ερμηνεύει ο θρυλικός Μαξ φον Σίντοφ στον τελευταίο του ρόλο, και την Ιστορία που βλέπουμε εν μέρει μέσα από τα δικά του μάτια.

Εν μέρει λοιπόν πολιτικό δράμα τυλιγμένο γύρω από μια ιστορική αναπαράσταση της σφαγής, το φιλμ χειρίζεται πολλές ιδέες την ίδια στιγμή. Και, ταυτόχρονα, ξεσηκώνει αντιδράσεις (ορμώμενες, να σημειώσουμε, από αποσπασματικές εικόνες και τρέιλερ, μιας κι η ταινία μόλις προβλήθηκε για πρώτη φορά το περασμένο Σάββατο) σχετικά με την αποτύπωση της ιστορικής αλήθειας και το κατά πόσο υπήρξε ο «Καλός Ναζί».

Για τις αντιδράσεις, για τις επιλογές της ταινίας, για το πώς στέκεται απέναντι στην ιστορική αλήθεια, αλλά και για τον τελευταίο ρόλο ενός θρύλου του παγκόσμιου σινεμά, μιλήσαμε με τον σκηνοθέτη Νικόλα Δημητρόπουλο, λίγο πριν την πρώτη προβολή του έργου, στο πλαίσιο του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. (Και λίγες μέρες πριν κυκλοφορήσει στις αίθουσες, την ερχόμενη Πέμπτη 11 Νοεμβρίου, από την Tanweer.)

Από που προέκυψε το ενδιαφέρον σου για το θέμα, γιατί ήθελες να το πιάσεις;

Μεγάλωσα στην Αγγλία από τα 5 μου, και στην Αγγλία δε μαθαίναμε για ελληνική ιστορία. Για την αρχαία Ελλάδα κάποια πράγματα, αλλά στα πιο σύγχρονα ο Β’ Παγκόσμιος ήταν μόνος για τους Άγγλους. Λογικό. Αλλά η προγιαγιά μου ήταν στον Ερυθρό Σταυρό νοσοκόμενα κι έχω μεγαλώσει με ιστορίες, ενώ είχαν επιτάξει της άλλης γιαγιάς μου το σπίτι. Πάντα με ενδιέφερε η περίοδος. Κι όταν ο Δημήτριος ο Κατσαντώνης μου έφερε το σενάριο, εννοείται είπα ναι.

Ήξερα το θέμα της ταινίας αλλά με εξέπληξε δομικά, όπως και το πόσο άνετα κυλάει. Το ότι βλέπουμε την ιστορία μέσα από μια τέτοια δομή, πότε προέκυψε;

Υπήρχε στο σενάριο, αλλά εδώ δίνουμε ένα μεγάλο μπράβο στον Γιάννη Χαλκιαδάκη, τον μοντέρ της ταινίας. Ισχύει ότι ο μοντέρ είναι ο δεύτερος σκηνοθέτης. Ήταν αρκετά διαφορετική δομικά η ταινία στην αρχή, κι ο Γιάννης την μόνταρε με ένα τρόπο που δούλευε πολύ καλύτερα. Μας είπε μια μέρα, «αφήστε με μόνο μου, δεν θέλω κανέναν δίπλα μου» [γελάμε] και μας φώναξε μετά και μας έδειξε. Ειδικά το τέλος, μια από τις πιο δυνατές σκηνές της ταινίας την έχει πάει στο τέλος και εκεί δούλεψε απίστευτα.

Πού αντιμετωπίσατε τη μεγαλύτερη δυσκολία κατά την ανάπτυξη της ταινίας;

Στο development έχεις πάντα τη δυσκολία του να αποφασίσεις ποια πραγματικά στοιχεία θα κρατήσεις και πού θα πας προς τη μυθοπλασία. Και χρειάζεται αυτό στις ταινίες, επειδή ο κινηματογράφος δεν είναι ιστορικό μαθημα, είναι για να σου γεννήσει ένα συναίσθημα. Κι ελπίζεις, ή εγώ τουλάχιστον ελπίζω, ότι μετά καθένας θα μπει να ψάξει να δει τι έγινε στα Καλάβρυτα, τι έγινε στα αλήθεια, τι από όσα βλέπουμε είναι ποιητική αδεία, κλπ.

Να λειτουργεί ως ένα έρεισμα δηλαδή.

Εγώ είναι κάτι που πάντα το κάνω ως θεατής, και με ενδιαφέρει. Η Ιστορία είναι Ιστορία. Την έχουν βιώσει διάφοροι άνθρωποι και καθένας την θυμάται λίγο διαφορετικά. Άρα ποτέ δεν έχεις 100% την πραγματική αλήθεια. Κι αυτό ήταν κάτι επίσης δύσκολο. Κάποια πράγματα για αφηγηματικούς λόγους τα αλλάξαμε αλλά πάντα αυτό που θέλαμε να δείξουμε όλοι ήταν οι αισχρές πράξεις των Ναζί κι ότι ο φασισμός είναι διαχρονικά γεμάτος μίσος. Ειδικά επειδή ανθίζει ξανά, αυτό πρέπει να σταματήσει. Πρέπει να κοιτάμε στο παρελθόν να δούμε τι λάθη κάναμε.

Έχει ενδιαφέρον το πώς παίζετε με την ιδέα του Καλού Γερμανού και το ότι αυτό δένει στην έρευνα της σύγχρονης ηρωίδας…

Της δίνει μια ώθηση.

Γενικά είναι μια ιδέα που με δυσκολεύει αλλά μου φάνηκε ενδιαφέρον αυτό που κάνετε.

Είχαμε πολλές συζητήσεις με τον Δημήτριο Κατσαντώνη, τον σεναριογράφο, και τον Στέλιο Κοτιώνη, τον παραγωγό, για το αν πρέπει να μείνει όλο αυτό το κομμάτι ή να φύγει. Κι ο Δημήτριος με το δίκιο του έλεγε πως είναι το κίνητρο για την Κάρολαϊν, είναι ένα ακόμα πράγμα που την κάνει να σκέφτεται. Εκείνος ο άνθρωπος για μια στιγμή… δεν είναι ότι έγινε ξαφνικά καλός, ο καλός Ναζί είναι οξύμωρο, δεν υπάρχει. Αλλά βγήκε ένα ανθρώπινο στοιχείο μπροστά. Και για αυτήν, αυτό της δίνει κουράγιο.

Για μένα, επειδή έχω και παιδί και όπως είπαμε νιώθω πως ανθίζει πάλι το μίσος και ο φασισμός, θα ήθελα να πιστεύω στα όνειρά μου ότι… όχι όλοι, αλλά κάποιοι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Άλλο αν έχουν κάνει κακές πράξεις, δεν τα αναιρείς αυτά. Θα ήθελα να πιστεύω ότι βγαίνει κάτι ανθρώπινο από μέσα τους και ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει. Αυτό μας δίνει μια ελπίδα για το μέλλον. Εγώ έτσι το βλέπω. Ξέρω ότι αυτό μπορεί να μην αρκεί για πολλούς, τους αρέσει το άσπρο-μαύρο. Και ειδικά για αυτούς που το έχουν βιώσει, ΕΙΝΑΙ άσπρο-μαύρο. Αλλά εμείς που είμαστε λίγο πιο απ’έξω, προσπαθούμε να περάσουμε ένα μήνυμα ότι μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει μια μικρή διαφορά.

Επίσης δεν λέμε ποτέ ότι άνοιξε όλες τις πόρτες κι ότι έσωσε όλα τα γυναικόπαιδα. Ούτε δείχνουμε κάτι τέτοιο. Το συζητούσαμε και με τους καλαβρυτινούς αυτό, ότι έχει 6 πόρτες το σχολείο. Οπότε δε θα γινόταν κάτι τέτοιο. Είτε υπήρχε πραγματικά ή όχι. Κάποιες μαρτυρίες εξάλλου λένε πως υπήρχε κάποιος… αλλά και να υπήρχε όντως, δεν πήγε πόρτα πόρτα να τις ανοίξει. Ανοίξανε τις πόρτες τα γυναικόπαιδα. Και μπορεί σε μία να ήταν αυτός.

Πάντα με ενδιαφέρει η γνώμη των σκηνοθετών σε αυτό, ποια πιστεύεις ότι η ευθύνη του σινεμά απέναντι στην αλήθεια; Μπορεί κάποιος να μου πει «δεν κάνω ντοκιμαντέρ» αλλά εγώ πιστεύω πως ούτε το ντοκιμαντέρ έχει απαραίτητα τέτοια ευθύνη, δεν είναι ειδησεογραφικό ρεπορτάζ. Εσύ τι υπηρετείς, πού τοποθετείς την ευθύνη σου;

Για μένα, είναι να δείξουμε τα φρικαλέα πράγματα που κάναν οι Ναζί στους καλαβρυτινούς, και να φροντίσουμε να μην ξαναγίνουν.

Τους δείχνουμε να καίνε το σχολείο. Βρήκαμε και στοιχεία που λένε ότι δύο γερμανοί έσωσαν δύο ή τρία παιδιά όταν πήγαιναν στον λόφο, τα κρύψαν από πίσω τους και τα βάλανε στην άκρη για να σωθούν. Κι αυτό το δέχονται αρκετοί καλαβρυτινοί. Εμείς όμως δε μπορούμε να τα δείξουμε όλα. Πρέπει να πάρουμε λίγα στοιχεία που δουλεύουν με τη δομή της ιστορίας μας.

Κάτι που μάθαμε ήταν ότι τα Καλάβρυτα είχαν ταξί και οι ταξιτζήδες τα κατέστρεψαν για να μην τους τα πάρουν οι Γερμανοί. Ήξεραν τι θα γίνει. Αλλά επειδή δεν δείχνουμε ποτέ ταξί στην ταινία θα ήταν αταίριαστο να βάλουμε μια τέτοια σκηνή. Μου άρεσε δηλαδή αλλά δεν μπορούσα να το χωρέσω στην ταινία.

Μια γυναίκα που βλέπουμε με τον μωρό, έχει αναφερθεί πως το μόνο σπίτι που δεν κάψαν οι Γερμανοί ήταν εκείνης επειδή γεννούσε. Αλλά δεν το εξηγούμε, υπάρχει μια γυναίκα με ένα μωρό. Αυτά είναι που πρέπει να τα ψάξεις και να τα βρεις, που λέγαμε. Και το μουσείο είναι εκεί, στα Καλάβρυτα, οι άνθρωποι εκεί είναι πολύ πρόθυμοι να μοιραστούν την ιστορία.

Πώς λειτούργησε η αφηγηματική σύνδεση της σφαγής με την σημερινή ιστορία;

Για μένα το σύγχρονο κομμάτι είναι εν μέρει για να πιέσουμε λίγο, να παραδεχτούν κι οι Γερμανοί τι κάνανε στην Ελλάδα. Επειδή δεν τα έχουν παραδεχτεί όλα. Κι η Ελλάδα πείνασε, γίνονταν ολοκαυτώματα σε χωριά. Κάποιοι Έλληνες έχουν και μια ωραιοποιημένη ιδέα, ότι οι Γερμανοί επειδή έχουμε την αρχαία Ελλάδα μας σεβόντουσαν λίγο πιο πολύ, το οποίο με τρελαίνει εμένα.

Και το φαϊ μας πήραν, και τα γαϊδούρια μας πήραν, και τις τράπεζες μας άδειασαν, την Ελλάδα την ξέσκισαν. Και πρέπει αυτό να το παραδεχτούν. Πρέπει να σταματήσει το ότι μας σεβόντουσαν λίγο επειδή είχαμε τον Σωκράτη. Η Κάρολαϊν, αυτό τον ρόλο παίζει. Επειδή πολλοί Γερμανοί, όπως και Ευρωπαίοι γενικότερα, δεν ξέρουν τι ακριβώς έγινε στην Ελλάδα. Έρχεται εκείνη εδώ να ανακαλύψει ότι κι εδώ έγιναν φρικτά εγκλήματα.

Θέλω να σε ρωτήσω και για τον Μαξ φον Σίντοφ, είναι πια πολύ μεγάλος στην ταινία, αλλά μοιάζει τρομερά αφοσιωμένος σε αυτό που δίνει. Άλλοι σπουδαίοι ηθοποιοί σε αντίστοιχους ρόλους μπορεί να «τηλεφωνούσαν» την ερμηνεία τους.

Αυτό το στοιχείο του Μαξ που σε κάνει πάντα να νιώθεις ταπεινός είναι ότι σε όλους του τους ρόλους δίνει πόνο. Κι όπως είπε ο γιος του κάποια στιγμή, ο Μαξ μπορεί να έχει παίξει σε κακές ταινίες, αλλά οι σκηνές του Μαξ είναι πάντα σούπερ. Του άρεσε πολύ η ιστορία, το σενάριο, κι όταν πήγε στα Καλάβρυτα είχε συγκινηθεί πολύ. Ήθελε να δώσει όλο τον εαυτό του, και ρωτούσε μετά από σκηνές αν έπαιζε καλά [γελάμε]. Αλλά του άρεσε ότι ήμασταν ένα μικρό συνεργείο που ο ένας βοηθούσε τον άλλον, του θύμιζε τις αρχές της καριέρας του στη Σουηδία και το έψαχνε πολύ και μόνος του. Ρωτούσε για την Ιστορία, τον ενδιέφερε πολύ.

*Το “Καλάβρυτα 1943” κυκλοφορεί στις αίθουσες την Πέμπτη 11 Νοεμβρίου. Το 62ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης διεξάγεται 4-14 Νοεμβρίου.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα