Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, γενικός γραμματέας του PCI, σε φωτογραφία του 1979. Marcello Mencarini/Leemage/AFP

100 ΧΡΟΝΙΑ ΕΝΡΙΚΟ ΜΠΕΡΛΙΝΓΚΟΥΕΡ, Ο ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗΣ ΠΟΥ ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΤΗ ΜΟΣΧΑ

Ο χαρισματικός ηγέτης του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος γεννήθηκε σαν σήμερα στη Σαρδηνία (25/5/1922) πριν από έναν αιώνα. Η άνοδος στην ιεραρχία του PCI, τα μολυβένια χρόνια, ο ιστορικός συμβιβασμός, ο ευρωκομμουνισμός, η δολοφονία του Μόρο, η οριστική ρήξη με το ΚΚΣΕ, ο θάνατος, η παρακαταθήκη.

Η δημιουργία με συγκεκριμένους όρους μιας νέας κοινωνίας μέσα στην καρδιά της καπιταλιστικής Δύσης, όπου οι στενοί δεσμοί ελευθερίας και δημοκρατίας θα πρωταγωνιστούσαν, θέτοντας τις βάσεις για έναν “τρίτο δρόμο”, μέσα από ένα εναλλακτικό μοντέλο, αυτό του σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο, υπήρξε τελικά πετυχημένη ως πολιτική επιλογή, ή μήπως ο κοινοβουλευτισμός και η συναίνεση προς την αστική εξουσία έθεσαν άμεσα σε κίνδυνο την ίδια την επανάσταση, εισάγοντας την αταξική λογική του “ιστορικού συμβιβασμού” κομμουνιστών και χριστιανοδημοκρατών ως μονόδρομο για το “καλό” της Ιταλίας;

Αυτά είναι προφανώς δυο ξεχωριστά ερωτήματα, που όμως αμφότερα αφορούν σε τεράστιο βαθμό μια από τις πλέον χαρισματικές όσο και αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της ιταλικής, αλλά και ευρωπαϊκής πολιτικής σκηνής, τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, ιστορικό ηγέτη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος και πρωταγωνιστή σημαντικών εξελίξεων κυρίως μέσα στη δεκαετία του ’70 και στο ξεκίνημα εκείνης του ’80, μέχρι τον θάνατό του το 1984. Σήμερα συμπληρώνονται εκατό χρόνια από τη γέννηση του Μπερλίνγκουερ (25/5/1922) και με αυτή την αφορμή, το Magazine θα επιχειρήσει μια σύντομη αναδρομή στη ζωή και τα πεπραγμένα του, προσπαθώντας να ερμηνεύσει τις σκέψεις και τις πράξεις του.

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΠΕΡΛΙΝΓΚΟΥΕΡ

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ το 1942 στη Ρώμη, σε ηλικία 20 ετών. ARCHIVIO GGB/ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Ο Ενρίκο υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας από το Σάσαρι της Σαρδηνίας και το επίθετό του ήταν καταλανικής προέλευσης, μακρινή υπενθύμιση της περιόδου που το νησί αποτελούσε έδαφος του Στέμματος της Αραγωνίας. Οι γονείς του, Μάριο (δικηγόρος, αντιφασίστας, διανοούμενος και μασόνος) και Μαρία, είχαν οικογενειακούς δεσμούς αλλά και γενικότερες γνωριμίες με σημαντικά πολιτικά πρόσωπα, κάτι που επηρέασε σαφώς τα πρώιμα ενδιαφέροντα του νεαρού Ενρίκο, που ήταν δεύτερος ξάδελφος του Φραντσέσκο Κοσίγκα (μετέπειτα ηγέτη των Χριστιανοδημοκρατών και προέδρου της Ιταλίας) και συγγενής με τον Αντόνιο Σένι (επίσης μετέπειτα ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών και πρόεδρος της Ιταλίας).

Ο παππούς του από τη μεριά της μητέρας του, Τζιοβάνι Λορίγκα, είχε ιδρύσει την εφημερίδα “La Nuova Sardegna” και υπήρξε προσωπικός φίλος των Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και Τζουζέπε Ματσίνι, εκ των πρωτεργατών της ανεξαρτησίας και ενοποίησης της Ιταλίας. Γίνεται φανερό λοιπόν ότι το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσε ο Ενρίκο, διαμόρφωσε ανάλογα και τα “πιστεύω” του από πολύ νεαρή ηλικία. Ήδη από τα 15 του χρόνια, ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με αντιφασίστες της Σαρδηνίας, ενώ στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε με πάθος φιλοσοφία. Ο ίδιος είχε πει σε συνέντευξή του το 1980, πως όταν ήταν ακόμα μικρός και πριν τον κερδίσει η πολιτική, όποτε τον ρωτούσαν τί ήθελε να γίνει μεγάλος, απαντούσε πάντα φιλόσοφος.

ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ ΙΤΑΛΙΚΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Η σοβιετική αντιπροσωπεία, προσκεκλημένη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Δεκέμβριο του 1947 στο Μιλάνο. Ο Μπερλίνγκουερ, μπροστά, δεύτερος από δεξιά. Farabola/Leemage/AFP

Όταν τελείωσε το σχολείο το 1940, γοητευμένος από τα νομικά βιβλία του πατέρα του, γράφτηκε στη Νομική του Πανεπιστημίου του Σάσαρι, όπου το όνειρό του ήταν να αποφοιτήσει με μια διατριβή που θα είχε ως τίτλο “Φιλοσοφία του Δικαίου, από τον Χέγκελ στους Κρότσε και Τζεντίλε” (Μπενεντέτο Κρότσε, Ιταλός φιλόσοφος και πολιτικός, Τζοβάνι Τζεντίλε, Ιταλός φιλόσοφος και θεωρητικός του φασισμού), όμως τελικά δεν ολοκλήρωσε ποτέ τις σπουδές του, εγκαταλείποντας ήδη από το πρώτο έτος τη σχολή του. Το 1943 έγινε επίσημα μέλος του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στην τοπική οργάνωση του Σάσαρι, όπου και δημιούργησε το τμήμα Νεολαίας, στο οποίο ανέλαβε τη θέση του γραμματέα.

Την επόμενη χρονιά, το 1944, η Σαρδηνία γνώρισε συνεχόμενες ταραχές, κυρίως λόγω των στερήσεων και της πείνας, αφού το νησί είχε αποκοπεί τόσο από τον Νότο που είχε καταληφθεί από τους Συμμάχους, όσο και από την υπόλοιπη Ιταλία που βρισκόταν πλέον υπο γερμανική κατοχή. Μια από τις διαδηλώσεις κατέληξε σε επίθεση και εκτεταμένο πλιάτσικο από το εξαγριωμένο πλήθος σε φούρνους, αποθήκες σιτηρών, ζυμαρικών και ελαιουργεία. Το ίδιο βράδυ, σε μια αντιφασιστική συγκέντρωση, το Κομμουνιστικό Κόμμα διαχώρισε τη θέση του από τα όσα είχαν συμβεί νωρίτερα, όμως η αστυνομία συνέλαβε αρκετά μέλη του, ανάμεσά τους και τον Ενρίκο.

ΜΕΛΟΣ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ PCI

Ομιλία του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ στο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος το 1953. Dufoto/Leemage/AFP

Ο Μπερλίνγκουερ κρατήθηκε αρχικά σε στρατώνες του Σάσαρι και κατόπιν μεταφέρθηκε στη φυλακή του Σαν Σεμπαστιάνο, όπου έμεινε έγκλειστος για τρεις μήνες, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος, αφού απαλλάχθηκε τελικά από τις κατηγορίες. Λίγους μήνες μετά, ο Μάριο Μπερλίνγκουερ ταξίδεψε στο Σαλέρνο και πήρε μαζί του τον Ενρίκο, τον οποίο παρουσίασε στον φίλο του, Γενοβέζο πολιτικό, Παλμίρο Τολιάτι, ιδρυτικό μέλος και γενικό γραμματέα του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCI). Ο Τολιάτι εντυπωσιάστηκε από τον ενθουσιασμό του νεαρού Ενρίκο και τον διόρισε υπεύθυνο για θέματα εργασίας στα γραφεία της Νεολαίας του κόμματος στη Ρώμη.

Ο Μπερλίνγκουερ ασχολήθηκε αρχικά με τα συνδικάτα και στη συνέχεια έγινε εθνικός αντιπρόεδρος της Νεολαίας (Federazione Giovanile Comunista Italiana, FGCI). Το 1945 βρέθηκε στο Μιλάνο για να πείσει τους παρτιζάνους να παραδώσουν τα όπλα τους και να σταματήσουν τις πολιτικές βεντέτες και τον Ιανουάριο του 1946, στη διάρκεια του 5ου συνεδρίου του PCI, εξελέγη μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κόμματος, πριν καν συμπληρώσει τα 24 χρόνια του, όπου του ανατέθηκε η οργάνωση του πρώτου εθνικού συνεδρίου της FGCI, της οποίας έγινε τελικά γενικός γραμματέας το 1949 (θέση που διατήρησε μέχρι το 1956).

ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΟΥ PCI

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ μαζί με τον Τζινγκίζ Αϊτμάτοφ (δεύτερος από δεξιά), Σοβιετικό συγγραφέα με καταγωγή από την Κιργιζία, στην αίθουσα συνεδριάσεων του Κρεμλίνου στη Μόσχα. Ivanov/Sputnik/AFP

Την επόμενη χρονιά, έγινε γραμματέας της Παγκόσμιας Ομοσπονδίας Δημοκρατικών Νεολαιών (World Federation of Democratic Youth, WFDY), διεθνούς ένωσης νέων κομμουνιστών με έδρα τη Βουδαπέστη, όπου είχε ως άμεσους συνεργάτες τον Χου Γιαομπάνγκ (μετέπειτα γενικό γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας) και τον Έριχ Χόνεκερ (μετέπειτα γενικό γραμματέα του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας). Στα τέλη του 1956, στο 8ο συνέδριο του PCI, κυρίαρχα θέματα ήταν οι επιπτώσεις του 20ου συνεδρίου του ΚΚΣΕ που είχε προηγηθεί μέσα στη χρονιά, η διαδικασία αποσταλινοποίησης και η εισβολή του Κόκκινου Στρατού στην Ουγγαρία.

Εκεί, ο Μπερλίνγκουερ υιοθέτησε προφίλ χαμηλών τόνων και παραιτήθηκε από την Κεντρική Επιτροπή, χωρίς την παραμικρή αναφορά στην ΕΣΣΔ, ενώ ολοκληρώθηκε και η θητεία του στην FGCI. Ένα χρόνο αργότερα, το 1957, αρκετά υποβαθμισμένος πλέον μέσα στο PCI, ανέλαβε υπεύθυνος της Scuola delle Frattocchie, του ινστιτούτου κομμουνιστικών σπουδών για τα στελέχη του κόμματος. Μετά τον γάμο του με τη Λετίτσια Λαουρέντι (1957), μετακόμισε στο Κάλιαρι, για να βοηθήσει την τοπική οργάνωση του PCI στη Σαρδηνία να ανακάμψει, ενώ ασχολήθηκε ενεργά και με την εκεί έκδοση της εφημερίδας L’Unitá (επίσημο όργανο του PCI).

Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΛΙΝΓΚΟΥΕΡ ΣΤΗΝ ΙΕΡΑΡΧΙΑ ΤΟΥ PCI

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ σε ομιλία του στην αίθουσα συνεδριάσεων του Κρεμλίνου, για τα 50 χρόνια από την ίδρυση της ΕΣΣΔ (1972). Eduard Pesov/Sputnik/AFP

Στη συνέχεια επέστρεψε στη Ρώμη και στο 9ο συνέδριο του PCI το 1960, επανήλθε στην Κεντρική Επιτροπή και αναβαθμίστηκε και πάλι ο ρόλος του στην οργάνωση του κόμματος. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1961, σε μια συνεδρίαση της ΚΕ, παρουσίασε μια έκθεση, με την οποία ζητούσε την αυτονόμηση του PCI από το ΚΚΣΕ. Ήταν η πρώτη δημόσια αντιπαράθεση του Μπερλίνγκουερ με την ΕΣΣΔ. Τα επόμενα χρόνια η ανέλιξή του στην ιεραρχία του κόμματος υπήρξε συνεχής: στο 10ο συνέδριο ορίστηκε επικεφαλής του Γραφείου της Γενικής Γραμματείας, εκτελώντας όλες τις σημαντικές αποφάσεις της ηγεσίας του PCI, ενώ ανέλαβε και τον τομέα των διεθνών σχέσεων.

Στο μεταξύ, στην ΕΣΣΔ, ο Χρουστσόφ αντιμετώπιζε έντονη δυσαρέσκεια εντός του κόμματός του, και λόγω της κατάληξης της κρίσης των πυραύλων στην Κούβα (1962), αλλά και λόγω της δεινής οικονομικής κατάστασης στη χώρα. Την ίδια χρονιά (1964) που εκδιώχθηκε από την εξουσία, με τον Λεονίντ Μπρέζνιεφ να τον διαδέχεται, πέθανε στη Γιάλτα και ο Παλμίρο Τολιάτι, γενικός γραμματέας του PCI. Ο Μπερλίνγκουερ, επικεφαλής μιας αντιπροσωπείας του κόμματος, βρέθηκε στη Μόσχα ζητώντας διευκρινίσεις σχετικά με την καθαίρεση του Χρουστσόφ και καθιστώντας σαφείς τις επιφυλάξεις του PCI για τις μεθόδους του ΚΚΣΕ, που “είχαν εγείρει αμηχανία και ερωτηματικά” στους κόλπους του ιταλικού κόμματος.

ΕΚΛΕΓΕΤΑΙ ΓΙΑ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ ΜΕ ΤΟ PCI

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ σε επίσκεψή του στο Παρίσι, μαζί με τον Γάλλο Ζαν Ντανιέλ, δημοσιογράφο, συγγραφέα και ιδρυτή του εβδομαδιαίου "Le Nouvel Observateur" (1975). MICHELE BANCILHON/AFP

Οι απαντήσεις που δόθηκαν από τους Σοβιετικούς, ουδόλως ικανοποίησαν τον Μπερλίνγκουερ, κάτι που φάνηκε και στο αμήχανο και τυπικό κοινό ανακοινωθέν των δυο πλευρών μετά την ολοκλήρωση των συνομιλιών. Το χάσμα του Ιταλού πολιτικού με την ΕΣΣΔ ήταν φανερό πως είχε μεγαλώσει ακόμα περισσότερο. Ο Λουίτζι Λόνγκο διαδέχτηκε τον Τολιάτι στη θέση του γενικού γραμματέα του PCI και το 1966 διεξήχθη το 11ο συνέδριο του κόμματος, σε μια συγκυρία διεθνούς έντασης, με κύρια ζητήματα τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον αφοπλισμό και την ύφεση. Στο τέλος των εργασιών, ο Μπερλίνγκουερ έγινε μέλος του νεοσύστατου Πολιτικού Γραφείου του PCI.

Στην επόμενη διετία, είχε την ευκαιρία να αναπτύξει ακόμα περισσότερο τη διεθνή του εμπειρία, εκπροσωπώντας το PCI σε μια σειρά αποστολών στο Βιετνάμ, την Κίνα, τη Βόρεια Κορέα και τη Μόσχα. Τον Μάιο του 1968, στις εθνικές εκλογές, ο Μπερλίνγκουερ ήταν υποψήφιος στην περιφέρεια του Λάτσιο και με 150.000 ψήφους εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής. Εκείνες οι εκλογές σηματοδότησαν μια σημαντική ήττα του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSI-PSDI), αλλά και την άνοδο του PCI που άγγιξε το 27%, με τους Χριστιανοδημοκράτες να παραμένουν σταθερά πρώτοι με 39%.

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΡΗΞΗΣ ΣΤΟ ΚΡΕΜΛΙΝΟ

Ο γενικός γραμματέας του PCI, Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, εκφωνεί λόγο στο 25ο συνέδριο του ΚΚΣΕ στη Μόσχα, ενώ πίσω αριστερά διακρίνεται ο Λεονίντ Μπρέζνιεφ (27/2/1976). TASS/AFP

Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ο Μπερλίνγκουερ βρέθηκε και πάλι στη Μόσχα, μετά από πρόσκληση του ΚΚΣΕ, όμως ο Μπρέζνιεφ είχε φροντίσει να απουσιάζει, στέλνοντας έτσι σαφές μήνυμα δυσαρέσκειας προς τον Ιταλό για τη στάση του απέναντι στην ΕΣΣΔ. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ενόψει του 12ου συνεδρίου του PCI, που είχε προγραμματιστεί για τον Φεβρουάριο του 1969 στην Μπολόνια, είχε προκύψει το πρόβλημα της επιδείνωσης της υγείας του Λόνγκο, που είχε ήδη υποστεί ένα εγκεφαλικό. Η Κεντρική Επιτροπή κλήθηκε να επιλέξει έναν αναπληρωτή γραμματέα ανάμεσα στον Μπερλίνγκουερ και τον Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, με τον πρώτο να κερδίζει τη θέση με μεγάλη πλειοψηφία.

Ως νούμερο δυο πλέον του κόμματος, ο Μπερλίνγκουερ επέστρεψε στη Μόσχα τον Ιούνιο του 1969, εκπροσωπώντας το PCI στη Διεθνή Διάσκεψη των Κομμουνιστικών Κομμάτων. Η πρώτη ομιλία ήταν του Μπρέζνιεφ και ακολούθησαν ομιλητές 35 κομμουνιστικών κομμάτων, που όλοι ανεξαιρέτως υποστήριξαν τις σοβιετικές θέσεις. Αμέσως μετά ήρθε η σειρά του Μπερλίνγκουερ που ανέβηκε στο βήμα, εκφωνώντας αυτήν που έμεινε στην ιστορία ως “η πιο σκληρή ομιλία που δόθηκε ποτέ στη Μόσχα από ξένο κομμουνιστή ηγέτη”. Η ιταλική αντιπροσωπεία διαφώνησε με την επίσημη πολιτική γραμμή του ΚΚΣΕ και αρνήθηκε να στηρίξει το τελικό κοινό ανακοινωθέν.

Ο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του PCI και ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, γενικός γραμματέας του PCI, στο 15ο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1979 στη Ρώμη. Marcello Mencarini/Leemage/AFP

Ο Μπερλίνγκουερ αρνήθηκε να “αφορίσει” τους Κινέζους κομμουνιστές που είχαν διαχωρίσει την ιδεολογική τους θέση από εκείνη του ΚΚΣΕ, ενώ απευθυνόμενος στον ίδιο τον Μπρέζνιεφ, τού τόνισε ότι η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία από τις δυνάμεις των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας – την οποία ονόμασε “τραγωδία της Πράγας” – κατέστησε σαφείς τις σημαντικές διαφορές μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα σε θεμελιώδη ζητήματα, όπως η εθνική κυριαρχία, η σοσιαλιστική δημοκρατία και η πολιτιστική ελευθερία. Απέρριψε την ιδέα ότι μπορεί να υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο σοσιαλιστικής κοινωνίας, το οποίο να ισχύει για όλες τις καταστάσεις.

Κατηγόρησε το ΚΚΣΕ ότι αρνούμενο να δεχτεί διαφορετικές “πραγματικότητες” μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, αλλά και την ίδια την εξέλιξή τους μέσα στον χρόνο, αυτό που “πετύχαινε” ήταν να αρνείται την ίδια την ουσία του μαρξισμού. Το σοκ για τον Μπρέζνιεφ, αλλά και τους υπόλοιπους κομμουνιστές που ήταν παρόντες στην αίθουσα, ήταν τεράστιο. Και αυτό, επειδή ο Μπερλίνγκουερ με τον λόγο του, μέσα στο ίδιο το Κρεμλίνο, δεν είχε διστάσει να διαχωρίσει δημόσια, με τον πλέον επίσημο και σαφή τρόπο, τη θέση του μεγαλύτερου σε δύναμη και επιρροή κομμουνιστικού κόμματος της Δυτικής Ευρώπης από εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης.

ΓΕΝΙΚΟΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΤΟΥ PCI

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ στο βήμα του 13ου συνεδρίου του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, τον Μάρτιο του 1972 στο Μιλάνο, όταν και εξελέγη γενικός γραμματέας του PCI. Jean-Pierre Couderc/Roger-Viollet/AFP

Τον Μάρτιο του 1972 διεξήχθη το 13ο συνέδριο του PCI στο Μιλάνο. Ο Μπερλίνγκουερ διάβασε την εισαγωγική έκθεση στους 1.043 σύνεδρους που εκπροσωπούσαν ενάμισι εκατομμύριο μέλη. Την τελευταία ημέρα των εργασιών, δυο μήνες πριν τα 50ά του γενέθλια, εξελέγη γενικός γραμματέας του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, διαδεχόμενος τον Λουίτζι Λόνγκο (που είχε παραιτηθεί για λόγους υγείας) και έτοιμος να οδηγήσει το PCI στις εθνικές εκλογές του Μαΐου. Εκεί, οι κομμουνιστές διατήρησαν το 27% του 1968, πήραν και πάλι τη δεύτερη θέση πίσω από τους Χριστιανοδημοκράτες και ο Μπερλίνγκουερ επανεξελέγη βουλευτής, αυτή τη φορά με 230.000 ψήφους.

Τον Οκτώβριο του 1973, ο Μπερλίνγκουερ βρέθηκε στη Σόφια της Βουλγαρίας, όπου συναντήθηκε με τον Τόντορ Ζίφκοφ, όμως οι συνομιλίες τους δεν έγιναν σε κλίμα συνεννόησης και ο Ιταλός αποφάσισε να επισπεύσει την αναχώρησή του. Στο δρόμο προς το αεροδρόμιο, ένα στρατιωτικό φορτηγό έπεσε πάνω στο αυτοκίνητο του Μπερλίνγκουερ, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο διερμηνέας του και να τραυματιστούν σοβαρά δυο υψηλόβαθμα στελέχη του Βουλγαρικού Κομμουνιστικού Κόμματος που τον συνόδευαν, με τον ίδιο να τη γλυτώνει με ελαφριά τραύματα. Όταν επέστρεψε στην Ιταλία, εκμυστηρεύτηκε στον στενό συνεργάτη του, Εμανουέλε Μακαλούζο – όπως δημοσιεύτηκε σε συνέντευξη του τελευταίου το 1991 – πως πίστευε ότι το δυστύχημα ήταν στημένο από την KGB και τις βουλγαρικές μυστικές υπηρεσίες για να τον βγάλουν από τη μέση.

ΤΟ ΘΕΡΜΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ ΚΑΙ ΤΑ ΜΟΛΥΒΕΝΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

Αστυνομικοί επιτίθενται βίαια σε διαδηλωτές στο Μιλάνο, στη γενική απεργία της Ιταλίας στις 19 Νοεμβρίου του 1969. Εκείνη την ημέρα σκοτώθηκε ο αστυνομικός Αντόνιο Αναρούμα από χτύπημα στο κεφάλι με σωλήνα και το συγκεκριμένο περιστατικό θεωρείται το ξεκίνημα των μολυβένιων χρόνων. ⓒ 1969 Associated Press

Να ανοίξουμε εδώ μια απαραίτητη παρένθεση, για να πούμε δυο λόγια για τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη την εποχή στην Ιταλία. Στη 15ετία από τα τέλη της δεκαετίας του ’60 μέχρι και τα μέσα εκείνης του ’80, η χώρα γνώρισε μια έξαρση ένοπλης αντιπαράθεσης, προερχόμενης τόσο από την άκρα αριστερά όσο και από την άκρα δεξιά, που εκφράστηκε μέσα από τη δράση τρομοκρατικών οργανώσεων και παρακρατικών ομάδων, με διαρκή δολοφονικά χτυπήματα, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή του περισσότεροι από εκατό άνθρωποι (πολιτικοί, αστυνομικοί και απλοί πολίτες).

Η περίοδος έμεινε γνωστή ως “τα μολυβένια χρόνια της Ιταλίας” (anni di piombo), ονομασία που προήλθε από την ομώνυμη ταινία του 1981 της Γερμανίδας σκηνοθέτριας Μαργκαρίτε Φον Τρότα (Die bleierne Zeit), η οποία πραγματεύεται αντίστοιχα γεγονότα που βίωσε η Δυτική Γερμανία την ίδια εποχή. Άλλος όρος που χρησιμοποιείται, εκτός από το “anni di piombo”, είναι η στρατηγική της έντασης (strategia della tensione), ενώ πολλοί μελετητές χαρακτηρίζουν εκείνη την περίοδο της ιταλικής ιστορίας, ως εμφύλιο πόλεμο χαμηλής έντασης. Όλοι δε, θεωρούν πως ξεκίνησε από το επονομαζόμενο “θερμό φθινόπωρο” (autunno caldo) του 1969.

Το αυτοκίνητο του Άλντο Μόρο, όπως βρέθηκε μετά την επίθεση των Ερυθρών Ταξιαρχιών, τη δολοφονία όλων των συνοδών του (ο οδηγός και τέσσερις σωματοφύλακες) και την απαγωγή του στη Ρώμη (16/3/1978). ⓒ 1978 Associated Press

Στην Ιταλία, το αριστερό φοιτητικό κίνημα, επηρεασμένο από τα γεγονότα του Μάη του ’68 στη Γαλλία, άρχισε να κατεβαίνει στους δρόμους, αγωνιζόμενο για κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Μαζί με τους φοιτητές, ενώθηκαν και οι εργάτες (πολλοί εκ των οποίων ήταν οικονομκοί μετανάστες από τον φτωχό Νότο), που είχαν αναπτύξει ταξική συνείδηση, κυρίως στα εργοστάσια και τα βιομηχανικά κέντρα του Βορρά και ξεκίνησαν μια σειρά μεγάλων απεργιών, απαιτώντας υψηλότερες αμοιβές και καλύτερες συνθήκες εργασίας. Η εργοδοσία απάντησε με μαζικές απολύσεις, όμως τελικά ικανοποιήθηκαν βασικά αιτήματα των απεργών, όπως η αύξηση των μισθών και οι 40 ώρες εργασίας την εβδομάδα.

Κέντρο αυτών των απεργιών και των διαδηλώσεων ήταν το Τορίνο και το εργοστάσιο της FIAT. Η αστυνομία απάντησε με ακραία βία απέναντι στους φοιτητές και τους εργάτες, με τα επεισόδια και τις οδομαχίες να μη σταματούν για μήνες ολόκληρους. Τα “μολυβένια χρόνια” διαδέχτηκαν το “θερμό φθινόπωρο”, με την ένοπλη δράση να μπαίνει πλέον στο προσκήνιο. Από τη “σφαγή της Πιάτσα Φοντάνα”, τον Δεκέμβριο του 1969 στο Μιλάνο, όπου η έκρηξη μιας βόμβας σκότωσε 17 άτομα, η βία κλιμακώθηκε τα επόμενα χρόνια και έφτασε στο αποκορύφωμά της με τη δολοφονία του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες τον Μάιο του 1978 στη Ρώμη.

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΡΛΙΝΓΚΟΥΕΡ

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ ενώ ψηφίζει στο Μιλάνο στις ιταλικές εθνικές εκλογές του 1972 (7/5/1972). KEYSTONE/ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Επιστρέφουμε στον Μπερλίνγκουερ, ο οποίος, αφού ανάρρωσε από τα τραύματά του στη Σόφια, έγραψε τρία άρθρα που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό “Rinascita” (θεωρητικό μηνιαίο όργανο του PCI) και αποτέλεσαν τη βάση του “ιστορικού συμβιβασμού” που προτάθηκε στα πολιτικά κόμματα της Ιταλίας, μια ιδέα που πρώτος είχε συλλάβει ο Τολιάτι από τη δεκαετία του ’40. Να πούμε εδώ, ότι λίγες εβδομάδες πριν τη δημοσίευση αυτών των άρθρων, είχε προηγηθεί το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοτσέτ στη Χιλή, με την ανατροπή και δολοφονία του Σαλβαδόρ Αγέντε (11/9/1973), κάτι που είχε θορυβήσει τον Μπερλίνγκουερ.

Στο τελευταίο άρθρο του στο “Rinascita”, έγραφε σχετικά: “Θα ήταν εντελώς αφελές να πιστεύουμε ότι ακόμα και αν τα κόμματα των αριστερών δυνάμεων κατάφερναν να φτάσουν το 51% των ψήφων και της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, αυτό από μόνο του θα αποτελούσε εγγύηση για την επιβίωση και το έργο εκείνης της κυβέρνησης που θα εξέφραζε αυτό το 51%. Γι’ αυτό δε μιλάμε για αριστερή εναλλακτική, αλλά για δημοκρατική εναλλακτική, δηλαδή για πολιτική προοπτική συνεργασίας και κατανόησης των λαϊκών δυνάμεων κομμουνιστικής και σοσιαλιστικής προέλευσης με εκείνες της καθολικής προέλευσης, όπως και με άλλα κόμματα δημοκρατικού προσανατολισμού”.

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, στη διάρκεια επίσκεψής του το 1975 στο Παρίσι. MICHELE BANCILHON/AFP

Και κατέληγε: “Τα προβλήματα της χώρας, οι διαρκώς διαφαινόμενες απειλές αντιδραστικών περιπετειών και η ανάγκη να ανοίξει επιτέλους στο έθνος ένας ασφαλής δρόμος οικονομικής ανάπτυξης, κοινωνικής ανανέωσης και δημοκρατικής προόδου, καθιστούν όλο και πιο επείγον και ώριμο αυτό που μπορεί να οριστεί ως ο νέος μεγάλος ιστορικός συμβιβασμός μεταξύ των δυνάμεων που συγκεντρώνουν και εκπροσωπούν τη μεγάλη πλειοψηφία του ιταλικού λαού”. Κάπως έτσι, ο Μπερλίνγκουερ ανακοίνωσε στο ευρύ κοινό τα χαρακτηριστικά του περίφημου “compromesso storico”, που κινήθηκε σε δυο βασικούς άξονες.

Ο πρώτος αφορούσε την προσπάθεια συνεργασίας με τους Χριστιανοδημοκράτες (κατά δεύτερο λόγο και με τους Σοσιαλιστές), έτσι ώστε να πραγματοποιηθούν κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις που ο ηγέτης του PCI θεωρούσε απαραίτητες. Ο δεύτερος είχε να κάνει με την επιθυμία του να εκπροσωπήσει έναν νέο κομμουνισμό ανεξάρτητο από την ΕΣΣΔ, που θα ήταν αποστασιοποιημένος από το σοβιετικό μοντέλο, διεκδικώντας μεγαλύτερη αυτονομία από τη Μόσχα. Η πολιτική πρόταση του ιστορικού συμβιβασμού ανέπτυξε την παραδοσιακή προσέγγιση του Τολιάτι, που ήταν η δημιουργία μιας σταθερής κυβερνητικής συμμαχίας μεταξύ των δυνάμεων του προοδευτικού τόξου (DC, PCI και PSI).

Ο Άλβαρο Κουνιάλ, γενικός γραμματέας του Πορτογαλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, μαζί με τον Ενρίκο Μπερλίνγκουερ (2/10/1979). MANUEL MOURA/EPA/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Παράλληλα όμως ο Μπερλίνγκουερ εισήγαγε και τις δικές του καινοτομίες, κυρίως στην αναζήτηση νέων προγραμματικών στοιχείων που θα αποτελούσαν τη μίνιμουμ βάση συνεννόησης και – επομένως – συνεργασίας. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν οι διαρθρωτικές αλλαγές με σαφή αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα και η εισαγωγή των σοσιαλιστικών στοιχείων, την οποία ο ίδιος ονόμαζε “δύσκολη και κρίσιμη αναγκαιότητα”. Οι θέσεις του σε όλη αυτή την προοπτική, ήταν ανυποχώρητες: “Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ’ όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων, με ελλιπή και αλλοιωμένη γνώση της ζωής και των προβλημάτων της κοινωνίας και του κόσμου”.

Ο Μπερλίνγκουερ μιλούσε ανοιχτά για την “κατάληψη” που είχαν κάνει τα κόμματα στο κράτος και τους θεσμούς του, περιγράφοντας την κατάσταση ως δραματική. Ο ίδιος παρέθεσε αναλυτικά όλες τις σκέψεις του, τις ανησυχίες του, αλλά και το όραμά του, στο 14ο συνέδριο του PCI, που πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του 1975 στη Ρώμη και χαρακτηρίστηκε από τον ιταλικό Τύπο ως “το συνέδριο του ιστορικού συμβιβασμού”. Τρεις μήνες μετά, τον Ιούνιο, στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές, εκεί όπου για πρώτη φορά ψήφισαν και οι 18χρονοι, το αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το PCI, που έλαβε ποσοστό 33,4% (οι Χριστιανοδημοκράτες έφτασαν στο 35,4%).

Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΕΥΡΩΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, το βράδυ των εθνικών εκλογών του 1976, όταν το PCI θριάμβευσε, παίρνοντας το 34,4% των ψήφων, το υψηλότερο ποσοστό στην ιστορία του. Στο πρωτοσέλιδο της L'Unitá, διαβάζουμε: "Οι κομμουνιστές ξεπερνούν το εξαιρετικό αποτέλεσμα του '75. Οι Χριστιανοδημοκράτες ανακάμπτουν σε βάρος των κεντρώων συμμάχων τους" (20/6/1976). Farabola/Leemage/AFP

Το 1976, ο Μπερλίνγκουερ έδωσε δυο σημαντικές συνεντεύξεις. Την πρώτη επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος Κάρλο Καζαλένιο (δολοφονήθηκε το 1977 από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες) και δημοσιεύτηκε παράλληλα σε μερικές από τις κορυφαίες ευρωπαϊκές εφημερίδες (La Stampa, Die Welt, Le Monde, The Times). Σε αυτήν, ο γραμματέας του PCI επανέλαβε την αυτονομία της πολιτικής του κόμματός του. Στη δεύτερη, που δημοσιεύτηκε στην Corriere della Sera, ο Μπερλίνγκουερ επικεντρώθηκε στη σχέση της Ιταλίας με το ΝΑΤΟ και στη στάση των κομμουνιστών απέναντι στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Εκεί είχε δηλώσει απερίφραστα ότι ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια κάτω από την ομπρέλα του ΝΑΤΟ, παρά κάτω από εκείνη του ΚΚΣΕ, μια τοποθέτηση που είχε προκαλέσει αίσθηση. Εκείνη την ίδια χρονιά, ο Μπερλίνγκουερ επιβεβαίωσε την αυτόνομη θέση του PCI έναντι του ΚΚΣΕ. Μπροστά σε 5.000 κομμουνιστές αντιπρόσωπους στη Μόσχα, ο Ιταλός ηγέτης μίλησε για ένα πλουραλιστικό σύστημα (ο Σοβιετικός διερμηνέας το απέδωσε ως “πολυμορφικό”), αναφερόμενος στις προθέσεις του PCI να οικοδομήσει “έναν σοσιαλισμό που πιστεύουμε ότι είναι απαραίτητος αλλά και ικανός να εφαρμοστεί μόνο στην Ιταλία”. Η ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση έμοιαζε πλέον αναπόφευκτη, παρά το γεγονός ότι το ιταλικό κόμμα συνέχισε για κάποια χρόνια ακόμα να χρηματοδοτείται από τη Μόσχα.

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ και ο Ζορζ Μαρσέ, γ.γ. του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF) στο συνέδριο του PCF τον Ιούνιο του 1976 στο Παρίσι. AFP

Παρόλα αυτά, οι ΗΠΑ δε φάνηκε να συγκινούνται από τα λεγόμενα του Μπερλίνγκουερ. Στις 14 Ιουνίου του 1976, ο Ιταλός πολιτικός βρέθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού Time, με τον τίτλο “η κόκκινη απειλή”. Έξι μέρες μετά, διεξήχθησαν οι εθνικές εκλογές στην Ιταλία, με τους Χριστιανοδημοκράτες (DC) να παίρνουν το 38,7%, αλλά τους κομμουνιστές να φτάνουν σε έναν απίστευτο θρίαμβο, με το 34,4% και 3,5 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τις εκλογές του 1972! Τρεις εβδομάδες νωρίτερα, σε μια συνάντηση που είχε στο Παρίσι με τον γενικό γραμματέα του Γαλλικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCF), Ζορζ Μαρσέ, ο Μπερλίνγκουερ είχε αναφέρει για πρώτη φορά τον όρο “ευρωκομμουνισμός”.

Την επόμενη χρονιά, το 1977, σε μια ιστορική συνάντηση στη Μαδρίτη, ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, ο Σαντιάγο Καρίγιο, γενικός γραμματέας του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE) και ο Ζορζ Μαρσέ, καθόρισαν τις θεμελιώδεις αρχές του Ευρωκομμουνισμού. Λίγο αργότερα, ο Ιταλός ηγέτης του PCI βρέθηκε στη Μόσχα για τον εορτασμό των 60 χρόνων από την Οκτωβριανή Επανάσταση, όπου το παρών έδωσαν 123 αντιπροσωπείες που εκπροσωπούσαν κομμουνιστικά κόμματα, σοσιαλιστικά κινήματα, συνδικάτα κλπ. Ανεβαίνοντας στο βήμα, ο Μπερλίνγκουερ αντιμετωπίστηκε ψυχρά από το ακροατήριο, ενώ ο λόγος του δημοσιεύτηκε την επόμενη στην Πράβντα λογοκριμένος.

Ο Σαντιάγο Καρίγιο, γ.γ. του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος (PCE), εκφωνεί ομιλία στη διάρκεια τριμερούς συνάντησης με τους ομολόγους του από τη Γαλλία (Ζορζ Μαρσέ) και την Ιταλία (Ενρίκο Μπερλίνγκουερ), τον Νοέμβριο του 1975 στο Παρίσι. AFP

Στην ομιλία του, μεταξύ άλλων, είχε πει: “Η εμπειρία μας οδήγησε στο συμπέρασμα ότι η δημοκρατία είναι σήμερα όχι μόνο το έδαφος στο οποίο ο ταξικός αντίπαλος υποχρεώνεται να υποχωρήσει, αλλά και η ιστορικά παγκόσμια αξία, πάνω στην οποία μπορούμε να χτίσουμε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Γι’ αυτό ο ενιαίος αγώνας μας, που επιδιώκει συνεχώς συμφωνίες με άλλες σοσιαλιστικές δυνάμεις στην Ιταλία και τη Δυτική Ευρώπη, στοχεύει στη δημιουργία μιας νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας που θα εγγυάται όλες τις προσωπικές και συλλογικές ελευθερίες, αστικές και θρησκευτικές, δεν θα επιτρέπει στο κράτος να έχει ιδεολογικό χαρακτήρα, θα παρέχει τη δυνατότητα ύπαρξης διαφορετικών κομμάτων και θα προσφέρει πλουραλισμό στην κοινωνική και πολιτιστική ζωή”.

Ο Μπερλίνγκουερ ήθελε τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού πόλου στη βάση ενός δημοκρατικού κομμουνισμού. Σεβάστηκε απόλυτα την εσωκομματική αντιπολίτευση και τις επιλογές των οργάνων του PCI, αποδεικνύοντας ότι τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να είναι μονολιθικοί οργανισμοί. Στην κατηγορία ότι προσπαθούσε να μετατρέψει το PCI σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, απαντούσε ότι στόχος του ήταν η υπέρβαση του καπιταλισμού, μέσω ενός τρίτου δρόμου (terza via) μεταξύ του υπαρκτού σοσιαλισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, με δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις και ενίσχυση των θεσμών κοινωνικής αναδιανομής.

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΛΟΓΕΣ ΤΟΥ ’76 ΣΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΡΟ

Τζούλιο Αντρεότι και Άλντο Μόρο, ηγέτες των Χριστιανοδημοκρατών (DC). Αμφότεροι υπήρξαν πρωθυπουργοί της Ιταλίας. ALAMY/VISUALHELLAS.GR

Μετά τις εκλογές του 1976, ο Μπερλίνγκουερ πρότεινε τη συνεργασία Κομμουνιστών και Χριστιανοδημοκρατών. Από την πλευρά του, ο Άλντο Μόρο, πρόεδρος του DC, επιζητούσε επίσης τη δημιουργία ενός ευρύτερου προοδευτικού μετώπου, οπωσδήποτε με τη συμμετοχή του PCI. Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών, ήταν η συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού με τα δυο μεγάλα κόμματα και πρωθυπουργό τον Τζούλιο Αντρεότι. Η εξέλιξη αυτή προβλημάτισε αρκετούς κομμουνιστές, κυρίως δε τους νεώτερους σε ηλικία, που φοβήθηκαν ότι κινδύνευε άμεσα η επανάσταση ενάντια στον καπιταλισμό, από τη στιγμή που το κόμμα τους είχε αποφασίσει να συνεργαστεί με το υπ’ αριθμόν ένα αστικό κόμμα εξουσίας.

Τον Ιανουάριο του 1978, η Κεντρική Επιτροπή του κόμματος υπογράμμισε την ανάγκη άμεσης συμμετοχής του PCI στην κυβέρνηση της χώρας (μέχρι τότε υπήρχε μόνο η στήριξη στον Αντρεότι, αλλά όχι η συμμετοχή), θέση που επανέλαβε αρκετές φορές δημόσια και ο Μπερλίνγκουερ. Στις 16 Φεβρουαρίου, μετά από συνάντηση των δυο γραμματέων του PCI και του DC, ο Μόρο δήλωσε ότι είχε συμφωνήσει με τον ομόλογό του την πλήρη ένταξη του Κομμουνιστικού Κόμματος στο καινούργιο κυβερνητικό σχήμα. Στις 16 Μαρτίου του 1978, η Βουλή των Αντιπροσώπων θα συνεδρίαζε και στη συνέχεια θα ψήφιζε για να δώσει ψήφο εμπιστοσύνης στον Αντρεότι, ώστε να σχηματίσει το νέο υπουργικό συμβούλιο με την για πρώτη φορά άμεση συνεργασία του PCI.

Το πτώμα του Άλντο Μόρο όπως βρέθηκε μέσα σε ένα κόκκινο Renault 4 στη Via Michelangelo Caetani της Ρώμης στις 9 Μαΐου 1978. ⓒ 1978 Gianni Giansanti/Associated Press

Στις 10:00 ακριβώς, ο πρόεδρος της ιταλικής βουλής, Πιέτρο Ινγκράο, διέκοψε τη συνεδρίαση, ανακοινώνοντας την απαγωγή του Άλντο Μόρο από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, λίγη ώρα πριν, σε δρόμο της Ρώμης. Τελικά, στην ψηφοφορία που διεξήχθη, ο Αντρεότι συγκέντρωσε πολύ μεγάλη πλειοψοφία στις ψήφους, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων του PCI, όμως ο Μπερλίνγκουερ, υπό το βάρος των εξελίξεων, περιορίστηκε και πάλι μόνο στη στήριξη των Χριστιανοδημοκρατών, χωρίς να εμπλακεί ενεργά στο κυβερνητικό σχήμα. Η θέση τόσο του γενικού γραμματέα, όσο και του PCI, ήταν σαφής από την πρώτη στιγμή της απαγωγής του Μόρο.

Ο Μπερλίνγκουερ αρνήθηκε να διαπραγματευτεί με τους τρομοκράτες, που είχαν προτείνει την ανταλλαγή του Χριστιανοδημοκράτη ηγέτη με φυλακισμένους συντρόφους τους. Ο ηγέτης των Κομμουνιστών μίλησε για ένα χτύπημα που σκοπό είχε να σταματήσει μια θετική πολιτική διαδικασία: “Η στιγμή είναι τέτοια που το μοναδικό μας μέλημα πρέπει να είναι πώς θα αποκρούσουμε αυτή την ανατρεπτική επίθεση. Χωρίς να χάσουμε την ψυχραιμία μας, θα πρέπει να αναλάβουμε πρωτοβουλίες και να εφαρμόσουμε μέτρα για την προστασία των θεσμών και τη διασφάλιση της ασφάλειας των πολιτών και της δημοκρατικής τάξης”.

ΜΕΤΑ ΤΗ ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΟΥ ΑΛΝΤΟ ΜΟΡΟ

Ομιλία του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ στο 15ο συνέδριο του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1979 στη Ρώμη. Marcello Mencarini/Leemage/AFP

Τελικά ο Άλντο Μόρο δολοφονήθηκε από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες στις 9 Μαΐου του 1978. Έναν μήνα αργότερα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Τζιοβάνι Λεόνε, υποχρεώθηκε σε παραίτηση, επειδή είχε κατηγορηθεί για εμπλοκή του στο σκάνδαλο δωροδοκίας της Lockheed. Αντικαταστάθηκε – και με τη στήριξη του PCI – τον Ιούλιο του 1978 από τον σοσιαλιστή Σάντρο Περτίνι. Μετά την εκλογή του Περτίνι, η κυβέρνηση παραιτήθηκε, αλλά τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν όπως τα περίμενε ο Μπερλίνγκουερ. Ο Πρόεδρος επηρεάστηκε σαφώς από άλλους πολιτικούς ηγέτες, όπως ο Μπετίνο Κράξι του σοσιαλιστικού κόμματος. Αποτέλεσμα ήταν να μείνει το PCI εκτός κυβέρνησης.

Τον Ιανουάριο του 1979 διεξήχθη το 15ο συνέδριο του PCI και τον Ιούνιο ακολούθησαν οι πρόωρες εθνικές εκλογές, στις οποίες οι Κομμουνιστές υπέστησαν σημαντική ήττα: από το 34,4% του 1976, έπεσαν στο 30,4%, με τους Χριστιανοδημοκράτες να διατηρούν τη δύναμή τους (38,3% έναντι 38,7% του 1976). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το PCI έχασε ψήφους στους νέους, στους επαγγελματίες και στα πιο φτωχά κοινωνικά στρώματα. Παρόλα αυτά, ο Μπερλίνγκουερ εξελέγη με 238.000 ψήφους και μια εβδομάδα αργότερα, στις ευρωεκλογές, κέρδισε μια θέση στο Ευρωκοινοβούλιο, εκεί όπου το PCI έφτασε μέχρι το 29,5%.

Η ΟΡΙΣΤΙΚΗ ΡΗΞΗ ΤΟΥ PCI ΜΕ ΤΟ ΚΚΣΕ

Από αριστερά: Αλεσάντρο Νάτα (διαδέχτηκε τον Μπερλίνγκουερ στη θέση του γενικού γραμματέα του PCI), Φράνκο Τάτο (επικεφαλής του γραφείου Τύπου του PCI) και Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, στις 24 Μαρτίου του 1984 στη Ρώμη. Το πρωτοσέλιδο της εφημερίδας L'Unitá (όργανο του PCI), που κρατάει στα χέρια του ο Μπερλίνγκουερ, γράφει "Eccoci", δηλαδή "είμαστε εδώ". MASSIMO CAPODANNO/ANSA/EPA/ΑΠΕ-ΜΠΕ

Στις αρχές του 1980, το PCI καταδίκασε δημόσια τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν, με τον Μπερλίνγκουερ να τοποθετεί την ΕΣΣΔ δίπλα στις ΗΠΑ, ως ιμπεριαλιστική δύναμη. Οι Σοβιετικοί αντέδρασαν στέλνοντας στη Ρώμη τον Ζορζ Μαρσέ, για να επαναφέρει τους Ιταλούς κομμουνιστές στη γραμμή του ΚΚΣΕ, όμως οι επαφές του Γάλλου με τον Ιταλό ομόλογό του, δεν έφεραν αποτέλεσμα. Η οριστική ρήξη με τη Μόσχα έγινε σαφής όταν το PCI δεν συμμετείχε στη διεθνή διάσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων που πραγματοποιήθηκε το 1980 στο Παρίσι. Αντίθετα, λίγο μετά, ο Μπερλίνγκουερ πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στο Πεκίνο.

Το 1981, ο γενικός γραμματέας του PCI, είπε ότι κατά την προσωπική του άποψη, “η προοδευτική δύναμη της Οκτωβριανής Επανάστασης είχε εξαντληθεί”. Το ίδιο το PCI επέκρινε αυστηρά την “ομαλοποίηση” στην Πολωνία και πολύ σύντομα η ρήξη του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος με το αντίστοιχο της Σοβιετικής Ένωσης έγινε οριστική και επίσημη. Ακολούθησε μια μακρά αντιπαράθεση μεταξύ της Pravda και της L’Unitá, μέσα από πύρινα άρθρα και εκατέρωθεν λίβελους, που δεν έγινε πιο ήπια ούτε καν μετά την επίσκεψη του Μπερλίνγκουερ στην Αβάνα και τη συνάντησή του με τον Φιντέλ Κάστρο.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΟΡΑΜΑ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ

Διάσημοι Ιταλοί σκηνοθέτες στέκονται τιμητικά γύρω από το φέρετρο του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ, στα κεντρικά γραφεία του Ιταλικού Κομμουνιστικού Κόμματος στη Ρώμη. Από αριστερά: Φραντσέσκο Ρόζι, Φεντερίκο Φελίνι, Κάρλο Λιτσάνι, άγνωστος, Τζίλο Ποντεκόρβο, Έτορε Σκόλα και Μικελάντζελο Αντονιόνι (13/6/1984). ⓒ 1984 Associated Press

Σε μια επίσκεψή του στο Σαλέρνο, στο τέλος του 1980, ο Μπερλίνγκουερ δήλωσε ότι η ιδέα ενός πιθανού ιστορικού συμβιβασμού είχε παραμεριστεί, για να αντικατασταθεί από μια άλλη ιδέα, εκείνη της “δημοκρατικής εναλλακτικής λύσης”. Ο νέος στόχος ήταν πλέον η δημιουργία ενός ευρύτερου κοινωνικού μετώπου και η ενίσχυση της ηγεμονικής θέσης του PCI στην αριστερά. Η επίθεσή του στην κυβέρνηση ήταν σφοδρή, επικαλούμενος το περίφημο “ηθικό ερώτημα”, κυρίως για θέματα διαφθοράς και κακοδιαχείρισης: “Τα σημερινά κόμματα είναι πάνω απ’ όλα μηχανές εξουσίας και πελατειακών σχέσεων”.

Στις 7 Ιουνίου του 1984, δέκα μέρες πριν τις Ευρωεκλογές, ο Μπερλίνγκουερ βρισκόταν στην Πάντοβα για να εκφωνήσει έναν προεκλογικό λόγο. Στη διάρκεια της ομιλίας του, υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, τη στιγμή που έλεγε τα εξής λόγια: “Σύντροφοι, εργασία για όλους, από σπίτι σε σπίτι, από δρόμο σε δρόμο, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, κάνοντας διάλογο με τους πολίτες, με τη σιγουριά που σας δίνουν οι μάχες που έχουμε κάνει, για τις προτάσεις μας, για αυτό που ήμασταν και για αυτό που είμαστε, είναι δυνατό να κατακτηθεί μια νέα και ευρύτερη υποστήριξη για τις λίστες μας, για τον σκοπό μας, που είναι ο σκοπός της ειρήνης, της ελευθερίας, της εργασίας, της προόδου του πολιτισμού μας”.

Ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην κηδεία του Ενρίκο Μπερλίνγκουερ (Ρώμη, 13/6/1984). ⓒ 1984 Gianni Foggia/Associated Press

Ήταν προφανές ότι κάτι άσχημο είχε συμβεί, ο κόσμος από κάτω το είχε αντιληφθεί, όμως ο Μπερλίνγκουερ δε σταμάτησε, προσπάθησε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει όσα έλεγε, παρόλο που το πλήθος πλέον του φώναζε “Basta, Enrico”, “φτάνει, Ενρίκο”. Αμέσως μετά επέστρεψε στο ξενοδοχείο, όπου αποκοιμήθηκε στο κρεβάτι του δωματίου του, πέφτοντας σε κώμα. Μετάφερθηκε στο νοσοκομείο “Giustinianeo”, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 11 Ιουνίου από εγκεφαλική αιμορραγία. Η σορός του επέστρεψε στη Ρώμη με το προεδρικό αεροπλάνο.

Στην κηδεία του, στην Piazza San Giovanni, παραβρέθηκαν πάνω από ένα εκατομμύριο πολίτες, ο μεγαλύτερος αριθμός στην ιστορία της δημοκρατικής Ιταλίας για μια πολιτική προσωπικότητα. Παρόντες ήταν ο Σαντιάγο Καρίγιο, ο Ζορζ Μαρσέ, ο Γιασέρ Αραφάτ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ και ο Ζάο Ζιγιάνγκ. Στις ευρωεκλογές της 17ης Ιουνίου του 1984, το PCI πήρε την πρώτη θέση με 33,3%, κάτι που δεν είχε ξανασυμβεί σε κομμουνιστικό κόμμα της Δυτικής Ευρώπης από τις εκλογές του 1956 στη Γαλλία και που συνέβαινε για πρώτη φορά στην πολιτική ιστορία της Ιταλίας. Ήταν ο θάνατος του Μπερλίνγουερ εκείνος που επηρέασε τόσο πολύ τους Ιταλούς ψηφοφόρους, ώστε να τον αποχαιρετήσουν με αυτόν τον τρόπο (διαβάστε εδώ το τελευταίο αντίο του Λεωνίδα Κύρκου στον Ιταλό κομμουνιστή ηγέτη, στις 13 Ιουνίου του 1984).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ εκφωνεί ομιλία. Sputnik/AFP

Ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ υπήρξε αναμφισβήτητα μια ξεχωριστή προσωπικότητα στην ιταλική πολιτική σκηνή. Ένας ηγέτης με όλα τα χαρακτηριστικά ενός δημοκρατικού, προοδευτικού και αριστερού πρότυπου: ηθικός, γενναίος, ευφυής, τίμιος, χαρισματικός, αληθινός. Δε δίστασε να έρθει σε αντιπαράθεση με όσα ο ίδιος διαφωνούσε, επιδίωξε μια ριζική και βαθιά ανανέωση του κομμουνιστικού μοντέλου, αντιλαμβανόμενος την πολιτική ως ηθική και διανοητική μεταρρύθμιση που αποβλέπει στην απελευθέρωση του ανθρώπου. Η σημαντικότερη πολιτική του πράξη, αλλά και παρακαταθήκη, υπήρξε η δραματική ρήξη με το ΚΚΣΕ, το περίφημο “strappo”, αλλά και η δική του εναλλακτική πρόταση, από τη μια ο ιστορικός συμβιβασμός και από την άλλη ο ευρωκομμουνισμός.

Κατηγορήθηκε ότι μετέτρεψε το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας σε αστικό ρεβιζιονιστικό οργανισμό, χαρακτηρίστηκε αποτυχημένος ρεφορμιστής και προδότης της ιταλικής εργατικής τάξης. Ποιος όμως μπορεί να αρνηθεί τη φυσική του ευγένεια, το εύρος της σκέψης του, το πολιτικό του πάθος, τη διαρκή του συνέπεια να υπηρετήσει μια πραγματική κοινωνία των πολιτών, τη φυσική του απέχθεια απέναντι στην κομματική και κρατική διαφθορά, την άκαμπτη πίστη του στις λαϊκές δυνάμεις και τέλος, την τόλμη του να προχωρήσει μέχρι εκεί που δεν είχε τολμήσει κανείς άλλος; Η Ιστορία μπορεί να είναι εκείνη που κρίνει τη θέση που καταλαμβάνει ο κάθε “μεγάλος”, το σίγουρο όμως είναι ότι ο Ενρίκο Μπερλίνγκουερ υπήρξε για τον απλό κόσμο της Ιταλίας ο πιο “αγαπητός”.

* Πηγές: enricoberlinguer.it, raicultura.it, ananeotiki.gr, cretanleft.gr, katiousa.gr, rizospastis.gr, wiki

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα