ΥΠΠΟΑ

ΘΑ ΓΙΝΕΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΘΕΛΟΥΜΕ;

Τέσσερις αρχιτέκτονες και μία αρχαιολόγος μιλούν στο Magazine για το Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας.

Πλέον γνωρίζουμε πώς θα είναι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και ο περιβάλλων χώρος του, αν πραγματοποιηθεί η επέκτασή του. Η επιλεγείσα αρχιτεκτονική πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων του David Chipperfield Architects και του Αλέξανδρου Ν. Τομπάζη Α.Ε. παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη, και πήραμε όλοι μία ιδέα για το πώς σχεδιάζεται να μεταμορφωθεί ο νευραλγικός και εμβληματικός αυτός χώρος.

Πολλά ήταν και τα ερωτήματα που προέκυψαν από την παρουσίαση αυτή, ερωτήματα πιο πολιτικά που αφορούν την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, αλλά και την εμπλοκή της συζύγου του Πρωθυπουργού, Μαρέβας Γκραμπόφσκι-Μητσοτάκη που μάθαμε πως συμμετείχε σε συσκέψεις με τον Κυριάκο Μητσοτάκη που αφορούσαν για τη μουσειακή πολιτική της χώρας.

Πρόσφατα, το Υπουργείο Πολιτισμού έστειλε και τις 9 φωτογραφίες από τις προτάσεις των εννέα συμπράξεων διεθνών και ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων, που μαζί με την επιλεγείσα πρόταση συνιστούν τις 10 προτάσεις που κατατέθηκαν στον κλειστό διαγωνισμό. Μολονότι από μία φωτογραφία δεν μπορεί να συμπεράνει κανείς και πολλά, αποκτήσαμε μία πιο ολοκληρωμένη άποψη για τα αποτελέσματα αυτού του διαγωνισμού.

Το NEWS 24/7 απευθύνθηκε στους πιο ειδικούς. Στην Πρόεδρο του Συλλόγου Ελλήνων Αρχαιολόγων, Δέσποινα Κουτσούμπα, και σε τέσσερις επιφανείς και πολύ ενεργούς αρχιτέκτονες, τον Γιώργο Μαδεμοχωρίτη, τον Θάνο Ανδρίτσο, τον Πιέρο Πιερή και τον Χάρη Χεϊζάνογλου, προκειμένου να μας πουν τη γνώμη τους για τη σχεδιαζόμενη επέκταση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου της Αθήνας, αλλά και για τα κριτήρια που θέσπισε το Υπουργείο Πολιτισμού στον διαγωνισμό αυτό (τα κριτήρια μπορείτε να τα βρείτε εδώ.

ΥΠΠΟΑ

Η Δέσποινα Κουτσούμπα απαντά στις ερωτήσεις του NEWS 24/7 από την πλευρά των αρχαιολόγων.

Πώς κρίνετε τις προδιαγραφές που έβαλε το ΥΠΠΟΑ ως κριτήρια του διαγωνισμού; Θα ιεραρχούσατε κάτι διαφορετικό ή όχι;
Οι προδιαγραφές και οι στόχοι του διαγωνισμού, η μορφή του «κλειστού διαγωνισμού» και η αδιαφανής επιλογή της κριτικής επιτροπής, ακόμη και ο τρόπος παρουσίασης της λύσης που επιλέχθηκε, ήταν όλα σε λάθος βάση. Θυμίζω ότι, ενώ η υπόγεια επέκταση των εκθεσιακών χώρων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, είχε ξεκινήσει να σχεδιάζεται από τους ίδιους τους εργαζόμενους του Μουσείου το μακρινό 2005-2008, ξαφνικά εμφανίστηκε ως «νέα πρόταση» στις προγραμματικές δηλώσεις του Πρωθυπουργού το 2019. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το έργο της επέκτασης του αρχαιότερου και σημαντικότερου Μουσείου της χώρας, στην καρδιά της πόλης, έπαψε να αφορά το ίδιο το Μουσείο και εντάχθηκε σε άλλους σχεδιασμούς, που έχουν να κάνουν με το gentrification στην Αθήνα, τον σχεδιασμό παράδοσης κάθε πολιτιστικού οργανισμού σε ιδιωτικά Ιδρύματα και τους σχεδιασμούς του Πρωθυπουργού για την προεκλογική περίοδο. Μάλιστα, κατά την τελετή παρουσίασης της αρχιτεκτονικής πρότασης, εν μέσω παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου, ακούσαμε ότι η επέκταση του Μουσείου αποτελούν προσωπικό όραμα του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Μαρέβας Γκραμπόφσκι.

Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας ιδρύθηκε το 1829, μαζί με την ίδρυση του ελληνικού κράτους. Το 1866, με τη δωρεά του οικοπέδου από την Ε. Τοσίτσα και τη χορηγία της οικογένειας Μπερναρδάκη από την Αγία Πετρούπολη, ξεκίνησε η ανέγερση του σημερινού κτιρίου του Μουσείου, σε σχέδια L. Lange και τροποποιήσεις του E. Ziller για την πρόσοψη. Άνοιξε τις πύλες του στο κοινό το 1889. Οι συλλογές του προέρχονται από ανασκαφές σε όλη σχεδόν τη χώρα και μάλιστα τις ανασκαφές που γέννησαν την ελληνική αρχαιολογία. Η ιστορία του είναι δεμένη με την ιστορία του ελληνικού κράτους. Είναι ύβρις να παρουσιάζεται ως «προσωπικό όραμα» οποιουδήποτε.

Η ύβρις ξεκίνησε πιο νωρίς, με την προσπάθεια να ονομαστεί «Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο», ενώ μιλάμε για την υπόγεια επέκταση των εκθεσιακών χώρων του σημαντικότερου, μεγαλύτερου και μακροβιότερου πολιτιστικού οργανισμού της χώρας, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ώστε να ανανεώσει τις συλλογές του και να εκσυγχρονίσει τις εγκαταστάσεις του. Συνεχίστηκε με την προσπάθεια το έργο αυτό να αποτελέσει «οικογενειακή υπόθεση» αρχικά του Ιδρύματος Νιάρχου και στη συνέχεια του Ιδρύματος Λαιμού, οι οποίο μέσω της «χορηγίας» τους (600.000 ευρώ) θα όριζαν την επιτροπή, τον τρόπο του διαγωνισμού και την προκρινόμενη αρχιτεκτονική ιδέα, χωρίς καμία διαβούλευση με την αρχιτεκτονική κοινότητα, την αρχαιολογική κοινότητα, τους εργαζόμενους και τους επισκέπτες του Μουσείου ή τους κατοίκους αυτής της πόλης. Θα όριζαν δηλαδή πλήρως την κατασκευή ενός έργου που ξεκίνησε να υπερκοστολογείται (300 εκ. ευρώ!) πριν καν ανακοινωθεί ο αρχιτεκτονικός διαγωνισμός.

Εντός του Αρχαιολογικού Μουσείου Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών-Eurokinissi


Για τον λόγο αυτό επιλέχθηκε η κλειστή διαδικασία διαγωνισμού ιδεών, που απέκλεισε τους Έλληνες αρχιτέκτονες, κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, νομοθεσίας που έχει θεσπίσει –αλλά δεν ήθελε να εφαρμόσει- αυτή η κυβέρνηση. Μάλιστα, η υποκρισία έφτασε στο ζενίθ, όταν η ίδια Υπουργός Πολιτισμού που επιχειρηματολογούσε για το ότι θα ήταν αδύνατο να γίνει ανοιχτός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο κι ότι οι Έλληνες αρχιτέκτονες δεν έχουν την απαιτούμενη πείρα, παρουσίασε, λίγες βδομάδες μετά, με τυμπανοκρουσίες τον νικητή του ανοιχτού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για το Μουσείο της Πόλης των Αθηνών, που μάλιστα ήταν ένα ελληνικό αρχιτεκτονικό γραφείο!

Όλα αυτά είχαν τις επιπτώσεις τους στις προδιαγραφές του έργου. Εξαρχής τέθηκε ως στόχος ένα «νέο» Μουσείο, αντί να ζητηθεί η λιγότερη δυνατή όχληση στο υπάρχον κτίριο του Μουσείου, το ίδιο κηρυγμένο μνημείο, και στον περιβάλλοντα χώρο του, η διατήρηση του κήπου και της σχέσης του Μουσείου με την πόλη. Δεν διερευνήθηκαν λύσεις όπως η χρήση του -έτοιμου αλλά ακόμη κλειστού- Ακροπόλ, για την χωροθέτηση του εστιατορίου και του αμφιθεάτρου που θα εξυπηρετούν το Μουσείο, ώστε να μειωθούν τα απαιτούμενα τετραγωνικά της υπόγειας επέκταση. Χωροθετήθηκε 2ο υπόγειο για να αποτελέσει εξ ολοκλήρου πάρκιγκ αυτοκινήτων, την ώρα που υποτίθεται ότι προσπαθούμε να μειώσουμε τα αυτοκίνητα στο κέντρο της πόλης. Το αποκορύφωμα, βέβαια, του λάθος σχεδιασμού ήταν η πολυδιαφημιζόμενη υπόγεια διασύνδεση με το ΑΚΡΟΠΟΛ, ένας υπόγειος διάδρομος κάτω από το πλάτος της Πατησίων εκτός περιγράμματος επέκτασης, που ενώ περιφερόταν ως μέγιστη αρχιτεκτονική ιδέα επί τρία χρόνια από το ΥΠΠΟΑ, κανένα από τα αρχιτεκτονικά γραφεία δεν θεώρησε εφικτό ή λογικό να τον προτείνει. Έπαιξε όμως ρόλο στις προδιαγραφές του διαγωνισμού. Αυτό και μόνο θα έπρεπε να προβληματίζει κάθε εχέφρονα άνθρωπο.

Δύο ακόμη στοιχεία ήταν απαραίτητο, κατά τη γνώμη μου, να ληφθούν υπόψη κατά τον σχεδιασμό: η δυνατότητα τμηματικής κατασκευής της επέκτασης του Μουσείου, με τρόπο ώστε να μην κλείσει εξ ολοκλήρου ούτε ο περιβάλλων χώρος –κάτι που θα υποβαθμίσει υπέρμετρα συνολικά το κέντρο της Αθήνας- ούτε το ίδιο το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για τους επισκέπτες. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσε το έργο να καταστεί βιώσιμο για τον ελληνικό λαό, που θα κληθεί να το πληρώσει.

Υπάρχουν, άλλωστε, δύο διαμετρικά αντίθετα παραδείγματα: από τη μια η υπόγεια επέκταση του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, που έγινε σε ευσύνοπτο χρόνο και προϋπολογισμό, χωρίς να πειραχτούν τα κτίρια της Δουκίσσης Πλακεντίας (τα ίδια κηρυγμένα μνημεία) και με επέκταση των κήπων του Μουσείου που δημιούργησαν έναν χώρο αναψυχής ανοιχτό σε όλους τους πολίτες της Αθήνας. Από την άλλη, η υπόγεια επέκταση της Εθνικής Πινακοθήκης, που –λόγω του εξαρχής λανθασμένου σχεδιασμού – τράβηξε σε χρόνο και εκτίναξε τον προϋπολογισμό της, χωρίς να αποδώσει κάτι σημαντικό ως δημόσιο χώρο σε ένα κεντρικό σημείο της πόλης. Το γεγονός ότι το πρώτο έργο πραγματοποιήθηκε από τις Υπηρεσίες του ΥΠΠΟΑ, ενώ το δεύτερο από ένα ΝΠΔΔ με διορισμένο ΔΣ και Γενική Διευθύντρια –τη μορφή ακριβώς που η κυβέρνηση επιδιώκει και για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο- δεν είναι καθόλου τυχαίο…

ΥΠΠΟΑ


Πώς κρίνετε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη. Θετικά, αρνητικά, πρώτες εντυπώσεις.
Ο Τσίπερφιλντ δεν είναι απλώς ένας διακεκριμένος αρχιτέκτονας, αλλά και ένας αρχιτέκτονας ευαίσθητος σε θέματα Μουσείων. Οι συνάδελφοί μας στο Βερολίνο μας μίλησαν για την εξαιρετική συνεργασία τους μαζί του στην επέκταση των Μουσείων της Περγάμου. Για να προσγειωθούμε στην πραγματικότητα, βέβαια, μας έχει ξανασυμβεί να δούμε σημαντικούς αρχιτέκτονες, με εμπνευσμένο έργο στο εξωτερικό, να φτιάχνουν κάτι «φασόν» στην Ελλάδα. Όπως έχουμε δει και ιδέες που στα σχέδια έδειχναν εξαιρετικές, να υλοποιούνται με τις γνωστές εργολαβίες στη χώρα μας, με οικτρά αποτελέσματα.

Δεν θα σταθώ στην ίδια την αρχιτεκτονική ιδέα των Τσίπερφιλντ-Τομπάζη, καθώς δεν είμαι αρχιτέκτονας για να την κρίνω. Θα σταθώ όμως στο ιδεολογικό φορτίο που φέρει –και στην πρακτική της διάσταση. Ως κάτοικος της πόλης και ως γνώστρια της ιστορίας της, θεωρώ ότι η πρόταση περιφρονεί την ενότητα των κτιρίων του Μουσείου-Πολυτεχνείου και του περιβάλλοντα χώρου τους, που αποτελούν έναν από τους λιγοστούς ανοιχτούς αρχιτεκτονικά χώρους της Αθήνας. Με το να κλείνει την ανηφορική αυλή που περιβάλλει το Μουσείο και να δημιουργεί ένα τείχος στην Πατησίων, «οχυρώνει» το Μουσείο από την Πατησίων, κόβει τη θέαση και την αρχιτεκτονική συνέχεια με το Πολυτεχνείο. Μοιάζει σαν να το «οχυρώνει». Μου έκανε κακή εντύπωση η παραδοχή του Ντ. Τσίπερφιλντ ότι ξεκίνησε να σχεδιάζει χωρίς να έχει επισκεφτεί τον χώρο στην Αθήνα. Παρότι φαντάζει ωραίο στα φωτορεαλιστικά, το ισόγειο με τη τζαμαρία μπροστά στην Πατησίων φαίνεται να μοιάζει πιο πολύ με χώρο εξυπηρέτησης αεροδρομίου, παρά με επέκταση του νεοκλασικού κτιρίου. Για να μην συζητήσω την λειτουργικότητα μιας τζαμαρίας σε αυτό το σημείο της πόλης, και πόσο θα απέχουν τα φωτορεαλιστικά από την πραγματικότητα αν μπροστά από την συνεχή τζαμαρία τελικά «φυτευτούν» σιδεριές ή ρολά.

Δεν είναι ασύνδετα όλα αυτά με το γεγονός ότι στην κριτική επιτροπή του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού συνέβη το πρωτοφανές να μην υπάρχει κανένας αρχαιολόγος που να γνωρίζει τις συλλογές και τις ανάγκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, ενώ ήταν μειοψηφία οι αρχιτέκτονες που γνωρίζουν την Αθήνα. Εξαρχής όλος ο διαγωνισμός σχεδιάστηκε με μια αποικιοκρατική ματιά: να προσελκύσουμε ένα όνομα από το εξωτερικό, στο ύψος του οποίου οι «ιθαγενείς» δεν θα μπορούν παρά να υποκλιθούν –ένα αέρα «κοσμοπολιτισμού» ως όπλο στην προεκλογική φαρέτρα. Η υποβάθμιση των ελληνικών αρχιτεκτονικών γραφείων σε «ιθαγενείς συνεργάτες» ήταν απλώς το λογικό επακόλουθο.

Κατά τη γνώμη μου ο διαγωνισμός αυτός θα πρέπει να ακυρωθεί ως μη νόμιμος και να ξαναγίνει, με άλλη μορφή και άλλη στοχοθεσία, με τρόπο που να αντιστοιχεί στην ιστορία και τις ανάγκες του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.

Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η σχέση του Αρχαιολογικού Μουσείου με την πόλη;
Ένα εύκολο επικοινωνιακό τρικ των κυβερνήσεων είναι να δημιουργούν ένα τεχνητό «πρόβλημα» για να εμφανίσουν στη συνέχεια ως «βέλτιστη λύση» αυτό που εξαρχής σχεδίαζαν να κάνουν. Δεν καταλαβαίνω από πού προέκυψε ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο έχει κάποιο πρόβλημα στη σχέση του με την πόλη. Όταν ένας κάτοικος της Αθήνας μιλήσει για το «Μουσείο», όλοι καταλαβαίνουν ότι εννοεί το Εθνικό Αρχαιολογικό στην Πατησίων. Αυτό είναι το «Μουσείο» της Αθήνας, αυτό που αποκαλείται από τους κατοίκους σκέτο μουσείο, ενώ όλα τα άλλα έχουν προσδιοριστικό.

Το Μουσείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την ιστορία, τη διαχρονία και το σήμερα της Αθήνας. Χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα, και ιδιαίτερα τα Σαββατοκύριακα, κάθονται στα σκαλιά ή στα παγκάκια έξω από το Μουσείο, περνούν μια βόλτα από τον κήπο του, το επισκέπτονται στις εκδηλώσεις του. Χιλιάδες παιδιά μεγάλωσαν παίζοντας μπάλα στην αυλή του Μουσείου, έγιναν ενήλικες και φέρνουν τα δικά τους παιδιά ή εγγόνια στο Μουσείο.

Ειλικρινά εξοργίζομαι όταν ακούω υπόνοιες για την (όποια) αρχιτεκτονική πρόταση που θα «διορθώσει» τη σχέση του Μουσείου με την πόλη, και μάλιστα όταν τα ακούω από χείλη αρμοδίων. Των ίδιων αρμοδίων που αφήνουν το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο χωρίς προσωπικό, με αποτέλεσμα να έχει κλειστές αίθουσες τους μισούς μήνες το χρόνο. Των ίδιων αρμόδιων που άφησαν την γύρω περιοχή να μαραζώσει για χρόνια ως πιάτσα ναρκωτικών, με την ανοχή της αστυνομίας. Των ίδιων που δεν θεώρησαν σημαντικό για τη σύνδεση του Μουσείου με την πόλη να κατασκευάσουν έναν σταθμό μετρό που να έχει οπτική επαφή με το Μουσείο, να ονομάζεται «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο» και να εξυπηρετεί τους χιλιάδες επισκέπτες του. Των ίδιων που κρατούν κλειστό το κτίριο του Ακροπόλ, μετά από τόσα εκατομμύρια που έχουν ξοδευτεί για να ολοκληρωθεί η αποκατάστασή του, ενώ θα μπορούσε ήδη, από το 2019, να αποτελεί κέντρο παραστατικών τεχνών και να βρίσκεται σε άμεση λειτουργική και καλλιτεχνική σύνδεση με το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο.

Η σχέση του Μουσείου με την πόλη υπάρχει, δεν θα την εφεύρουμε σήμερα. Αυτό που χρειάζεται είναι να παραμείνει δημόσιο και ανοιχτό, να μην αποκοπεί από την γειτονιά του και την ιστορία του, να μη μετατραπεί σε ένα περίκλειστο ίδρυμα απομακρυσμένο από τον προορισμό του.

Γιώργος Μαδεμοχωρίτης- Αρχιτέκτoνας Μηχανικός D.P.L.G

Ο Γιώργος Μαδεμοχωρίτης

Ο Αρχιτέκτoνας Μηχανικός D.P.L.G. Γιώργος Μαδεμοχωρίτης έχει διαρκή και έντονη παρουσία στα θεσμικά και συλλογικά όργανα και εργάζεται από το 1982 ως μελετητής δημοσίων και ιδιωτικών έργων.

Αναφέρει στο NEWS 24/7 αναφορικά με τα κριτήρια που έθεσε το ΥΠΠΟΑ για το αρχαιολογικό Μουσείο πως πάγια θέση της Διεθνούς Αρχιτεκτονικής Κοινότητας, όπως εκφράζεται μέσω της UIA-UNESCO, του Πανελλήνιου Συλλόγου Αρχιτεκτόνων ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ και όλων των Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων, είναι ότι ο σχεδιασμός του «δημόσιου χώρου» ως δημόσιο αγαθό πρέπει να είναι αποτέλεσμα της κατά το δυνατόν ευρείας συγκριτικής αξιολόγησης, που επιτυγχάνεται μόνον μέσω «Ανοικτών Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών».

Η θέση αυτή, δυστυχώς, έρχεται σε αντίθεση με την κρατούσα «συμπλεγματική» αντίληψη «περί αυθεντίας» στελεχών της διοίκησης (που πολλές φορές δεν έχουν την επάρκεια του γνωστικού αντικειμένου) και της πολιτικής ηγεσίας των αρμόδιων υπουργείων, διότι δεν τους επιτρέπει να διαχειριστούν τον δημόσιο χώρο, σύμφωνα με τις προσωπικές τους απόψεις και φιλοδοξίες «ως ιδιόκτητο».

Αυτός είναι ο πραγματικός λόγος που αποφεύγει η διοίκηση την διενέργεια Ανοικτών Αρχιτεκτονικών Διαγωνισμών με την δικαιολογία του «μη αποδεκτού αποτελέσματος» ή των μεγάλων καθυστερήσεων, με εντροπιαστικό και καταδικαστέο παράδειγμα το Μουσείο Ενάλιων Αρχαιοτήτων του Πειραιά.

Με τα δεδομένα αυτά δεν είναι δυνατόν να αποδεχθώ την διαδικασία που επέλεξε το ΥΠΠΟΑ για το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ως «Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό» . Η διαδικασία αυτή θεωρώ ότι είναι μια εσωτερική υπηρεσιακή διαδικασία «μεθόδευση» για μια « απ’ ευθείας ανάθεση» παρακάμπτοντας ακόμη και τις προβλέψεις του Ν.44212/16 περί δημοσίων συμβάσεων. Το ΥΠΠΟΑ, στην προκείμενη περίπτωση, καθόρισε τις προδιαγραφές και διαδικασίας επιλογής «σχεδίων αρχιτεκτονικής προμελέτης» και όχι αρχιτεκτονικού διαγωνισμού, όπως το ίδιο πουθενά επίσημα αναφέρει.

Με τον όρο προδιαγραφές σε μια προκήρυξη διαγωνισμού αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για ένα μουσείο, θεωρούμε τον καθορισμό των απαιτήσεων, το κτιριολογικό πρόγραμμα και τη μουσειολογική προμελέτη: όλα τα παραπάνω θέλουν μεγάλη προετοιμασία από τις αρμόδιες υπηρεσίες ώστε να δοθούν όλα τα πραγματικά στοιχεία στους μελετητές για να κάνουν τις προτάσεις τους.

Στην περίπτωση αυτή, μέσω της διαδικασίας της «δωρεάς μελέτης», στα πλαίσια του καθορισμού των απαιτήσεων, περιγράφηκαν και συγκεκριμένες επιλογές που καθόρισαν το αντικείμενο (κτιριολογικό πρόγραμμα και μουσειολογική προμελέτη) και δικαιολόγησαν τη διαδικασία, με αποτέλεσμα την αντιμετώπιση του αντικειμένου ως «ιδιωτικό έργο». Φυσικά στα πλαίσια ενός Διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού η ιεράρχηση των προδιαγραφών θα ήταν διαφορετική.

Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να κρίνω τα κριτήρια που τέθηκαν, γιατί «δεν αντιστοιχούν σε κριτήρια σχεδιασμού δημόσιου χώρου ή αγαθού».

Ένα μουσείο και ιδιαίτερα το «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο» πρέπει να είναι ένα σύνολο εγκαταστάσεων που πέραν της κτιριακής τους αξίας και ενός εμβληματικού αρχιτεκτονικού του σχεδιασμού, πρέπει να επιτελεί και έναν «κοινωνικό- εκπαιδευτικό ρόλο» , ενταγμένο στην πόλη, με όσες τις υποδομές και εξοπλισμούς συνεπάγεται αυτό.

Και συνεχίζει απαντώντας σε σχετική ερώτηση για το πώς κρίνει την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη: “Αντίστοιχα , για τους ίδιους λόγους, δε θα κρίνω, ούτε θα αποδεχθώ, την πρόταση που επέλεξαν διότι με τον τρόπο αυτό «συμβάλλω στην νομιμοποίησή της και στη θεσμική υποβάθμιση του δημόσιου χώρου.» Θεωρώ ότι ένα μουσείο και ιδιαίτερα το «Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο» πρέπει να είναι ένα σύνολο εγκαταστάσεων που πέραν της κτιριακής τους αξίας και ενός εμβληματικού αρχιτεκτονικού του σχεδιασμού, πρέπει να επιτελεί και έναν «κοινωνικό- εκπαιδευτικό ρόλο» , ενταγμένο στην πόλη, με όσες τις υποδομές και εξοπλισμούς συνεπάγεται αυτό.

Με αφορμή αυτό να επανέλθω στην επί πλέον υποχρέωση της πολιτείας στην διεξαγωγή «ανοικτών αρχιτεκτονικών διαγωνισμών» γιατί οι διαγωνισμοί αυτοί έχουν έναν σημαντικό εκπαιδευτικό χαρακτήρα, καταγράφουν τις νέες κοινωνικές τάσεις που δημιουργούν την σύγχρονη αρχιτεκτονική και αποτελούν πολύτιμα στοιχεία στον πολιτισμό μας”.

Μέσα στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών Eurokinissi

Τέλος, ρωτήσαμε τον κ. Μαδεμοχωρίτη τι πιστεύει για την κατάσταση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα, τα όσα ακούστηκαν για την έλλειψη διακρίσεων των Ελλήνων αρχιτεκτόνων και κυρίως γιατί στα μεγάλα εμβληματικά δημόσια έργα σπάνια βλέπουμε Έλληνες αρχιτέκτονες.
Θεωρώ ότι η αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, ήταν και είναι σε υψηλό επίπεδο. Υπάρχουν και υπήρχαν δάσκαλοι σημαντικοί και αρχιτέκτονες ταλαντούχοι. Έχουν υπάρξει έργα μεγάλης αρχιτεκτονικής αξίας. Αντίστοιχα έχουν υπάρξει και πολλές σημαντικές διακρίσεις Ελλήνων αρχιτεκτόνων.

Τελευταία όμως με τις διεθνείς κοινωνικοπολιτικές απόψεις που επικρατούν, αξιολόγηση μια κατασκευής εξαρτάται από το κόστος ή το ύψος της επένδυσης. Έτσι υποχωρεί η ποιοτική αξιολόγηση και η έννοια του «αρχιτεκτονικού έργου» απέναντι στην «μεγάλη επένδυση».

Δυστυχώς πολλά «εμβληματικά έργα» που διαφημίζονται ως επενδύσεις, δεν έχουν καμία αρχιτεκτονική αξία και στο βάθος του χρόνου θα απαξιωθούν. Τα μεγάλα δημόσια εμβληματικά έργα, είναι συνήθως έργα μεγάλων κατασκευαστικών εταιρικών σχημάτων (στα οποία εργάζονται και Έλληνες) και όχι αμιγώς μελετητικών αρχιτεκτονικών γραφείων”.

Θάνος Ανδρίτσος, Αρχιτέκτονας- Πολεοδόμος

Ο Θάνος Ανδρίτσος

Ο Θάνος Ανδρίτσος είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός και ιδρυτικό μέλος της commonspace. Έχει συμμετάσχει από διαφορετικές θέσεις σε σειρά έργων της, όπως προγράμματα συμμετοχικού σχεδιασμού, Σχέδια Βιώσιμης Αστικής Ανάπτυξης και Ολοκληρωμένες Χωρικές Επενδύσεις, Δημιουργία προδιαγραφών και οδηγού για παρεμβάσεις στο δημόσιο χώρο του Δήμου Αθηναίων.

Πώς κρίνετε τις προδιαγραφές που έβαλε το ΥΠΠΟΑ ως κριτήρια του διαγωνισμού; Θα ιεραρχούσατε κάτι διαφορετικό ή όχι;
Καταρχάς θα πρέπει να επισημανθεί ότι δεν υπάρχει δημόσια κανένα υλικό σχετικά με την ίδια την προκήρυξη του διαγωνισμού. Τα αρχεία που αναφέρετε είναι: α) το κτιριολογικό πρόγραμμα για την «συνολική αναβάθμιση» του Ε.Α.Μ. που ενέκριναν οι υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, και β) ένα σύντομο κείμενο για τις «τεχνικές προδιαγραφές» του αρχιτεκτονικού διαγωνισμού προσχεδίων, το οποίο περιορίζεται σε κάποιες πολύ γενικές κατευθυντήριες αρχές. Σε έναν δημόσιο αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, το πληροφοριακό υλικό είναι πολύ πιο αναλυτικό. Τίθενται σαφέστεροι στόχοι, αναδεικνύονται οι πολεοδομικές ρυθμίσεις και στοχεύσεις, συζητιούνται οι περιορισμοί και τα κριτήρια και μάλιστα με έναν δημόσιο τρόπο.

Αυτά δεν είναι λεπτομέρειες, ούτε σχολαστικισμοί, και αυτό αποδεικνύεται στην προκειμένη περίπτωση. Διότι μεταξύ των αρχείων αυτών και της ανακοίνωσης του αποτελέσματος του διαγωνισμού, υπάρχει απόλυτο σκοτάδι. Δεν γνωρίζουμε καν αν αυτό το κτιριολογικό πρόγραμμα υλοποιήθηκε, δεν γνωρίζουμε τι ειδικές κατευθύνσεις δόθηκαν σχετικά με τον κήπο κτλ. Το πιο προφανές είναι πως οι αρχικές προδιαγραφές αναφέρονταν σαφέστατα στην «υπόγεια επέκταση του Μουσείου» που θα κατασκευαστεί «κάτω από τον κήπο» που θα «αποτελεί έναν ανοιχτό χώρο αναψυχής». Τόσο η επικρατούσα πρόταση, όσο και το σύνολο των συμμετοχών, το κριτήριο αυτό δεν το ικανοποιούν. Προέκυψε αυτή η αλλαγή από τις απαιτήσεις του κτιριολογικού προγράμματος; Πιθανότατα όχι, καθώς το προτεινόμενο συνολικό εμβαδόν (του υφιστάμενου κτιρίου μαζί με την υπόγεια επέκταση) προγραμματιζόταν να καλυφθεί μέσα από την υπόγεια επέκταση σε δύο στάθμες. Προέκυψε από ευρήματα των γεωτεχνικών ερευνών; Προστέθηκαν χρήσεις; Θεωρήθηκε πολύ υψηλό το κόστος; Ιεραρχήθηκε άλλη προσέγγιση σε σχέση με τον δημόσιο χώρο; Δεν γνωρίζουμε, ακριβώς διότι ακολουθήθηκε μια διαδικασία ενός κλειστού και κρυφού ιδιωτικού διαγωνισμού για ένα τόσο σημαντικό δημόσιο έργο. Να σημειωθεί, τέλος, ότι δεν πρόκειται για δωρεά μελέτης, όπως ακούγεται. Μια ολοκληρωμένη μελέτη για ένα τέτοιο έργο μπορεί να ξεπερνά τα 5 εκατομμύρια. Έγινε δωρεά ενός κλειστού διαγωνισμού προσχεδίων.

Πώς αποφασίστηκε η δημιουργία ενός κτιρίου-τείχους κατά μήκος όλων των περιμετρικών οδών αντί των αρχικών προδιαγραφών για «υπόγεια επέκταση»; Γιατί ιεραρχήθηκε η κατασκευή δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων ισογείου, σε μια πόλη που ασφυκτιά από έλλειψη δημόσιων χώρων και πασχίζει να αναμετρηθεί με τις επιπτώσεις της κλιματικής κατάρρευσης;

Πώς κρίνετε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη. Θετικά, αρνητικά, πρώτες εντυπώσεις.
Είναι προφανές ότι ο Τσίπερφιλντ και οι συνεργάτες του δε χρειάζονται την δική μου κρίση και αποδοχή. Πρόκειται για διεθνούς φήμης αρχιτέκτονες, με ειδική γνώση και σημαντική εμπειρία σε μουσεία και κτίρια ιστορικής σημασίας. Θα έλεγα ότι πρόκειται για μια ολοκληρωμένη και άρτια πρόταση, της οποίας ορισμένες πτυχές, ιδιαίτερα οι εσωτερικοί χώροι και οι τομές, μου φαίνονται ιδιαίτερα υψηλής ποιότητας.

ΥΠΠΟΑ


Πιστεύω όμως, ότι αυτή η αδιαμφισβήτητη αρχιτεκτονική ποιότητα δεν αρκεί ώστε να διαφύγει της κριτικής η βασική, κατά τη γνώμη μου, λανθασμένη επιλογή: η μετατροπή του ανοιχτού κήπου του Μουσείου από έναν σημαντικό δημόσιο χώρο της πόλης στην εσωτερική περίκλειστη αυλή του Ε.Α.Μ.

Το φυτεμένο δώμα σε ύψος τουλάχιστον 5 μέτρων από τον δρόμο ίσως δημιουργήσει έναν όμορφο χώρο πρασίνου, όμως δεν μπορεί να αντικαταστήσει έναν στενά συνδεδεμένο με την πόλη δημόσιο χώρο. Εκτός των επιμέρους προβληματικών στοιχείων, όπως το κόψιμο των υφιστάμενων πανύψηλων δέντρων στην πλευρά της Βασιλέως Ηρακλείου, ο σχεδιασμός που επιλέχθηκε αποτελεί μια έντονη, «επιθετική» παρέμβαση στην πόλη που δεν μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με κριτήρια επιμέρους αρχιτεκτονικών επιλογών.

Πώς αποφασίστηκε η δημιουργία ενός κτιρίου-τείχους κατά μήκος όλων των περιμετρικών οδών αντί των αρχικών προδιαγραφών για «υπόγεια επέκταση»; Γιατί ιεραρχήθηκε η κατασκευή δεκάδων χιλιάδων τετραγωνικών μέτρων ισογείου, σε μια πόλη που ασφυκτιά από έλλειψη δημόσιων χώρων και πασχίζει να αναμετρηθεί με τις επιπτώσεις της κλιματικής κατάρρευσης; Πρόκειται για τόσο προφανή ερωτήματα που υποπτεύομαι πως αρχιτέκτονες του επιπέδου του Τσίπερφιλντ θα έθεσαν και οι ίδιοι. Για αυτό και πιστεύω πως η βασική κριτική πρέπει να ασκηθεί προς την πολιτική ηγεσία που σε συνεργασία με τους δωρητές αποδέχτηκαν, αν δεν καθοδήγησαν, αυτές τις επιλογές

Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η σχέση του Αρχαιολογικού Μουσείου με την πόλη; Επιτυγχάνεται η επιθυμητή διασύνδεση με βάση τα σχέδια των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη;
Σίγουρα δεν είναι εύκολη η διαχείριση του περιβάλλοντος χώρου σε μια μεγάλη επέκταση των χώρων του Ε.Α.Μ., ακριβώς διότι ο κήπος του «ανήκει» πολύ περισσότερο στην ευρύτερη περιοχή, παρά στις ίδιες τις λειτουργίες του Μουσείου. Μπορεί ένας Αθηναίος και Αθηναία, να φανταστεί το περπάτημα στην Πατησίων χωρίς την οπτική επαφή με το ιστορικό κτίριο ή την απόληξη της διαγωνίου της Μάρνη χωρίς την «ανοιχτωσιά» προς τον ορίζοντα αλλά με μια γραμμική κτιριακή όψη; Ο κήπος του Μουσείου μετατράπηκε στην ιστορική εξέλιξη της πόλης σε μια από τις πιο ζωτικές «ρωγμές» ανοιχτού- δημόσιου χώρου στο πυκνοδομημένο κέντρο. Αυτός ο ρόλος τώρα, αντικειμενικά και αναντίρρητα, διαταράσσεται.

Ο Τσίπερφιλντ κατανοεί την σημασία αυτής της χειρονομίας, αναδεικνύοντας το ερώτημα: «Πώς θα έρθει πιο κοντά το Μουσείο στην πόλη;». Η απάντησή του είναι η μεταφορά του κτιρίου και τμήματος της έκθεσης στο όριο του πεζοδρομίου, σε μια στάθμη λίγο χαμηλότερη. Πράγματι, κατ’ αυτόν τον τρόπο και υπό την προϋπόθεση ότι η τελική μελέτη θα είναι όπως φαίνεται στα τρισδιάστατα, το περπάτημα στην Πατησίων συνοδεύεται από οπτική επαφή με εκθέματα. Όμως, αυτό δεν αντισταθμίζει την κύρια επίπτωση του σχεδιασμού, την αποκοπή του κήπου από την πόλη και τον οπτικό αποκλεισμό του σημερινού κτιρίου από τους νέους κτιριακούς όγκους.

Φυσικά η ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου έργου σε σχέδια έμπνευσης (επαναλαμβάνω, όχι μελέτες προς το παρόν) ενός σημαντικού διεθνούς αρχιτέκτονα θα αυξήσει τις επισκέψεις. Όμως η τεκμηρίωση της ορθότητας μιας παρέμβασης μέσα από την προβολή μελλοντικών αναμενόμενων αποτελεσμάτων, δεν είναι έγκυρη. Πρώτα και κύρια οι ίδιοι οι Αρχαιολόγοι, αναγνωρίζουν την ανάγκη αναβάθμισης και επέκτασης του Μουσείου, που πρέπει να πάει μαζί με αύξηση του προσωπικού κ.α.. Προφανώς μια δημόσια επένδυση εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, θα δημιουργήσει νέο ενδιαφέρον. Δικαιολογεί όμως αυτό, την ραγδαία και χωρίς καμία διαβούλευση αλλοίωση του αστικού περιβάλλοντος της περιοχής;

Κατά τη γνώμη μου όχι, ακριβώς γιατί αυτή η αλλοίωση δεν προήλθε από κτιριακές ανάγκες ή αρχιτεκτονικές προθέσεις. Η «εξαίρεση» του Μουσείου μαζί με τον κήπο του, από τον υφιστάμενο αστικό ιστό είναι πολιτική βούληση που δεν τέθηκε ποτέ δημόσια, αλλά αναμφίβολα προκύπτει ξεκάθαρα. Στο «όραμα» του έργου, το Μουσείο δεν πρέπει να γειτνιάζει με το Πολυτεχνείο, να αναμετριέται με τα χωροκοινωνικά προβλήματα της περιοχής και να αποτελεί τόσο συνάντησης των κατοίκων. Για αυτό κλείνει από τους περιμετρικούς δρόμους, για αυτό μπαίνει το εισιτήριο- όριο στην Πατησίων, για αυτό και ο δημόσιος χώρος του κήπου αποκόβεται από την καθημερινή κίνηση. Νομίζω πως πρόκειται για έναν χειρισμό σε αντίθετη κατεύθυνση με την διεθνή τάση, όπου τα μουσεία προσπαθούν να «ανοίξουν» στην πόλη και τους πολίτες, κυρίως μέσα από έναν ανοιχτό-δημόσιο περιβάλλοντα χώρο. Τάση που και ο ίδιος ο Τσίπερφιλντ ενισχύει σε άλλα έργα του.

Πώς σχολιάζετε την κατάσταση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και τα όσα ακούστηκαν για την έλλειψη διακρίσεων των Ελλήνων αρχιτεκτόνων; Γιατί στα μεγάλα εμβληματικά δημόσια έργα σπάνια βλέπουμε Έλληνες αρχιτέκτονες;
Θα υπενθυμίσω αρχικά ότι από τον διαγωνισμό αποκλείστηκαν ρητά τα ελληνικά αρχιτεκτονικά γραφεία και περιορίστηκαν σε έναν υποχρεωτικό δεύτερο ρόλο, ως οι τοπικοί συνεργάτες. Έχω εργαστεί στη Μέση Ανατολή και γνωρίζω την διάκριση αυτή, ανάμεσα στους διεθνείς επικεφαλής και τους τοπικούς συνεργαζόμενους. Φυσικά δεν υποτιμώ καθόλου τις πολύ αξιόλογες ελληνικές αρχιτεκτονικές φίρμες που συμμετείχαν, ούτε μπορώ να γνωρίζω την εμπλοκή τους στις προτάσεις. Ωστόσο, ο διαγωνισμός αυτός ήταν. Έχουν γραφτεί πολλά, και δικαίως, για την υποτίμηση της εγχώριας αρχιτεκτονικής, και έχουν δημοσιευτεί οι πολλαπλές ορθές αποφάσεις του Συλλόγου Αρχιτεκτόνων. Εγώ δεν το βλέπω συντεχνιακά, ούτε τοπικιστικά, ούτε βρίσκομαι εντός των ανταγωνισμών ανάμεσα στα μεγάλα ονόματα του επαγγέλματος. Περισσότερο με ανησυχούν δύο τάσεις:

Η πρώτη είναι η ουσιαστική κατάργηση και υποτίμηση των αρχιτεκτονικών διαγωνισμών, ως ταυτισμένων με καθυστερήσεις, γραφειοκρατίες, κακή ποιότητα αποτελεσμάτων, διαπλοκή ή οτιδήποτε άλλο αφήνεται να εννοηθεί. Το ίδιο το κράτος και η πολιτική εξουσία, που ορίζουν το θεσμικό πλαίσιο και ευθύνονται για την σωστή ή λάθος υλοποίηση διαγωνισμών και δημοσίων έργων, κατηγορούν τους επιστημονικούς συλλόγους και τους πολίτες, προωθώντας έναν δρόμο σταθερής παράκαμψης του δημόσιου διαλόγου και ελέγχου.

Η δεύτερη είναι η αλλαγή στον τρόπο που σχεδιάζεται και κατασκευάζεται η πόλη. Προσωπικά θεωρώ καλοδεχούμενη την συμμετοχή πρωτοπόρων ξένων αρχιτεκτόνων σε έργα στην Αθήνα και την Ελλάδα. Όμως σήμερα βρισκόμαστε μπροστά σε μια συγκλονιστική αλλαγή. Μετά από δεκαετίες λιτότητας και έλλειψης χρημάτων για δημόσια κτίρια και υποδομές, με συγκλονιστικές επιπτώσεις στα μελετητικά επαγγέλματα, έρχεται μια νέα συνθήκη με πολυάριθμα μεγάλα έργα ή εξαγγελίες αυτών, τον σχεδιασμό των οποίων καλείται να σχεδιάσει η διεθνής αρχιτεκτονική ελίτ για λογαριασμό της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ. Η τάση αυτή είναι κυρίαρχη στα ιδιωτικά έργα και στις «μεγάλες επενδύσεις» σαν το Ελληνικό, και μεταφέρεται στα δημόσια έργα με διάφορους τρόπους (χορηγίες, ΣΔΙΤ, εξαίρεση χρηματοδοτούμενων από την Ε.Ε. έργων κ.α.).

Τι περιθώριο αφήνει αυτή η τάση στην εγχώρια αρχιτεκτονική, ειδικά αυτήν που θέτει την πόλη, την κοινωνία και το περιβάλλον στο επίκεντρο; Τι προοπτικές ανοίγει για τις σπουδές και το επάγγελμα του αρχιτέκτονα η κυριαρχία του τουρισμού ως μοναδική εφαρμογή σχεδιασμού και η κατοχύρωση στο αστικό περιβάλλον μιας κοινής αρχιτεκτονικής γλώσσας από τους παγκόσμιους στάρχιτεκτς;

Πιέρος Πιερής

Ο Πιέρος Πιερής είναι βραβευμένος αρχιτέκτονας και έχει το αρχιτεκτονικό γραφείο Pieris Architects που έχει αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς Αρχιτεκτονικής

Πώς κρίνετε τις προδιαγραφές που έβαλε το ΥΠΠΟΑ ως κριτήρια του διαγωνισμού; Θα ιεραρχούσατε κάτι διαφορετικό ή όχι;
Τα κριτήρια του ΥΠΠΟΑ ήταν αρκετά γενικά και θεωρητικά έδιναν ευελιξία στους μελετητές. Παρόλα αυτά, ήταν ξεκάθαρο από τη σύνθεση της επιτροπής αλλά και εκ του αποτελέσματος ότι αναζητούσαν εξαρχής μια ήσυχη λύση η οποία δεν θα ερχόταν σε αντίθεση με το υφιστάμενο μουσείο, αλλά και την κοινή γνώμη, όπου πολλές φορές στην Ελλάδα, ανεξάρτητα αν το αποτέλεσμα είναι αντικειμενικά καλό, υπάρχει μια προδιάθεση για αρνητική κριτική. Για αυτό και βλέπουμε γενικά σε παρόμοιους διαγωνισμούς στην Ελλάδα σε αντίθεση με το εξωτερικό αρκετά συντηρητικές λύσεις. Σε κάθε περίπτωση, το παραπάνω κριτήριο της ήσυχης ένταξης θα πρέπει να αναγραφόταν ξεκάθαρα στα κριτήρια, αν δεν υπήρχε. Για τον παραπάνω λόγο, δε χρειαζόταν κατά τη γνώμη να προσκληθούν και όλα αυτά τα αρχιτεκτονικά γραφεία που προσκλήθηκαν καθώς παρόλο που όλα χωρίς καμία απολύτως εξαίρεση, είναι πάρα πολύ αξιολογά, κάποια από αυτά έχουν διαφορετική αρχιτεκτονική φιλοσοφία που ήταν εξαρχής πολύ δύσκολο να ταιριάξει με την προσέγγιση που αναζητούσε η κριτική επιτροπή και ο φορέας που τον διεξήγαγε, ειδικά αν δεν υπήρχε σαφήνεια στις προδιαγραφές.

Πώς κρίνετε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη. Θετικά, αρνητικά, πρώτες εντυπώσεις…
Την κρίνω αρχικά αρκετά θετικά. Βέβαια σε τόσο λιτές λύσεις για να εκφέρεις σοβαρή άποψη θα πρέπει να την έχεις μελετήσει σε βάθος. Τέτοιες προσεγγίσεις κρίνονται επίσης και εκ του αποτελέσματος με την υλοποίηση τοιυς. Δηλαδή, αν το τελικό αποτέλεσμα, τελικά σέβεται το υφιστάμενο κτίριο και εντάσσεται ομαλά και με ευαισθησία στον αστικό ιστό με μια μίνιμαλ αισθητική που δεν είναι καθόλου εύκολα να σχεδιαστεί με επιτυχία. Ή ακριβώς το αντίθετο. Δίνει δηλαδή, ένα λιγότερο ευφάνταστο και άτολμο μονολιθικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε και να αποτελεί για παράδειγμα προέκταση οποιοδήποτε κτιριολογικού προγράμματος όπως είναι ενός λόμπι συνεδριακό κέντρο ή ακόμα και ενός λόμπι αεροδρομίου…

Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η σχέση του Αρχαιολογικού Μουσείου με την πόλη;
Η σχέση του Μουσείου με τη Πόλη θα πρέπει να είναι δυναμική και να αποτελεί πολιτιστικό πόλο έλξης τόσο για τους ντόπιους όσο και για τους τουρίστες αλλά όχι μόνο λόγω των εκθεμάτων. Τώρα, για μένα ένα πολύ σημαντικό κομμάτι είναι το μουσειολογικό, πως δηλαδή θα σχεδιαστούν οι εκθέσεις. Ο σχεδιασμός τους θα πρέπει να γίνει κατά γνώμη μου, όχι με ένα παλιομοδίτικο τρόπο αλλά με ένα σύγχρονο διαδραστικό τρόπο όπου θα αναδεικνύεται η διαχρονία της Αρχαίας με τη σύγχρονη Ελλάδα.


Πώς σχολιάζετε την κατάσταση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και τα όσα ακούστηκαν για την έλλειψη διακρίσεων των Ελλήνων αρχιτεκτόνων; Γιατί στα μεγάλα εμβληματικά δημόσια έργα σπάνια βλέπουμε Έλληνες αρχιτέκτονες;
Η κατάσταση της Ελλάδας στην αρχιτεκτονική έχει πολύ θετικό πρόσημο μετα την οικονομική κρίση και είναι λιγότερο βαρετή από ποτέ. Το σημαντικό εδώ δεν είναι αν ο αρχιτέκτονας είναι Έλληνας ή Ξένος αλλά να μην αποκλείεται. Σημασία δεν έχει το ποιος το σχεδίασε, αλλά τι παρέδωσε στις επόμενες γενιές. Δηλαδή να παραδώσεις ένα κτίριο σύγχρονο, καλαίσθητο, λειτουργικό, βιώσιμο, φιλικό στους χρήστες το οποίο εντάσσεται αρμονικά στο δομημένο ή φυσικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κατασκευάζεται.

Για μένα οι σημαντικοί παράγοντες για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα σε κτίριο μετά από διαγωνισμό είναι το πόσο καλά οργανωμένο και μελετημένο είναι το κείμενο προδιαγραφών του διαγωνισμού και πόσο καλά δομημένη είναι η σύσταση της κριτικής επιτροπής αλλά και πόσο συνέχεια και συσχετισμό έχουν αυτοί οι δύο παράγοντες μεταξύ τους. Για παράδειγμα, βλέπουμε πολλές φορές στην Ελλάδα, επειδή όλα τείνουν να ξεχειλώνουν, ένα κείμενο προδιαγραφών συρραφή από διαφορετικές ιδέες σε βάθος χρόνου από διαφορετικούς ανθρώπους που δεν βγάζει πολλές φορές καν νόημα, έχει αντιθέσεις και δεν έχει σαφείς στόχους. Όσο αναφορά τη σύσταση της επιτροπής θα πρέπει να είναι διεπιστημονική αλλά σίγουρα όχι ισοβαρής.

Η άποψη ότι μια τέτοια επιτροπή αποφεύγει προτιμήσεις σε συγκεκριμένες φόρμες είναι εντελώς λανθασμένη. Το ανάποδο ισχύει καθώς συγκεκριμένες ειδικότητες κατά συντριπτική πλειοψηφία δείχνουν προτίμηση σε πολύ συγκεκριμένη αισθητική. Το σωστό λοιπόν, θα πρέπει η σύσταση της επιτροπής να έχει αναμφισβήτητα διεπιστημονικό χαρακτήρα, αν δηλαδή θέλαμε ένα κτίριο να είναι πραγματικό βιώσιμο με μηδενικές ενεργειακες καταναλώσεις, θα έπρεπε να συμπεριλάβουμε ένα επιστήμονα διεθνούς κύρους σε αυτή την επιτροπή. Στην πλειοψηφία της, όμως, θα πρέπει να αποτελείται από αρχιτέκτονες διεθνούς κύρους με τουλάχιστον 2 του εξωτερικού, οπού θα διασφαλιζόταν τόσο η εντοπιότητα όσο και ο σχεδιασμός του σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο παγκόσμιου βεληνεκούς. Αν τώρα, οι προδιαγραφές δεν απαιτούσαν συγκεκριμένη στιλιστική προτίμηση, η σύνθεση της επιτροπής θα ήταν ανάλογη. Αν πάλι οι προδιαγραφές απαιτούσαν μια για παράδειγμα πιο μινιμαλιστική προσέγγιση, θα μπορούσε στην επιτροπή να συμπεριληφθει ο κατάλληλος αρχιτέκτονας όπως είναι ο Τανταο Αντο για παραδειγμα…

Χάρης Χεϊζάνογλου

Ο Χάρης Χεϊζάνογλου


Ο Χάρης Χεϊζάνογλου είναι Αρχιτέκτων Μηχανικός του ΑΠΘ και ιδρυτής του Loom Design.

Πώς κρίνετε τις προδιαγραφές που έβαλε το ΥΠΠΟΑ ως κριτήρια του διαγωνισμού; Θα ιεραρχούσατε κάτι διαφορετικό ή όχι;
Ο διαγωνισμός για το αρχαιολογικό μουσείο καταδεικνύει κατά τη γνώμη μου ακόμα μια φορά το μεγάλο πρόβλημα που έχουμε στην Ελλάδα στον τρόπο με τον οποίο παράγουμε αλλά και μιλάμε για την αρχιτεκτονική, την πόλη, τον δημόσιο χώρο, τα έργα που σχεδιάζονται και μας αφορούν όλους.

Οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, ειδικά για τόσο μεγάλα έργα, πρέπει να γίνονται και να είναι ανοιχτοί, τα προϊόντα τους δημόσια, και να αποτελούν κομμάτι μιας ανοιχτής συζήτησης, όχι μόνο μεταξύ ειδικών αλλά μέσα στην κοινωνία. Δεν βάζω τον όρο διαβούλευση γιατί κάνει τα πράγματα πιο σύνθετα, αλλά σε κάθε περίπτωση τα έργα που στοχεύουν στην κοινωνία προϋποθέτουν τη συμμετοχή της με κάποιο τρόπο, έτσι ώστε η κοινωνία να τα θεωρήσει και δικά της.

Το ότι οι ανοιχτοί Αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί, όταν οργανώνονται σωστά μπορούν να έχουν αξιόλογα αποτελέσματα ακόμα κι όταν οργανώνονται από ιδιώτες, το ξέρουμε καλά από την εμπειρία του Rethink Athens που οργανώθηκε από το Ίδρυμα Ωνάση. Όταν λοιπόν σήμερα έρχεται το Ίδρυμα Λαιμού και σου λέει “θέλω να διαθέσω 650.000 για να κάνω έναν διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο” πρακτικά έχεις την επιλογή να τους πεις ότι αυτά τα χρήματα θα πάνε για την διοργάνωση και τα βραβεία του διαγωνισμού που θα είναι ανοιχτός, ακριβώς όπως συνέβη με το Rethink Athens.

Η δημοσίευση των προτάσεων που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο καταδεικνύουν δύο πράγματα. Ότι ο διαγωνισμός έγινε σε λάθος βάση, με λάθος ερώτημα.

Αν τώρα το ίδρυμα Λαιμού σου πει ότι θέλει να φέρει 10 μεγάλα ξένα γραφεία γιατί θεωρεί ότι αυτά είναι ικανότερα να αναλάβουν μια τέτοια μελέτη, του απαντάς ότι αν θέλει μπορεί να διαθέσει αυτά τα 650 χιλιάρικα για να πληρώσει αυτά τα γραφεία και να τους δώσει κίνητρο να συμμετέχουν σε έναν ανοιχτό διαγωνισμό.

Η δημοσίευση των προτάσεων που υποβλήθηκαν στον διαγωνισμό για το Αρχαιολογικό Μουσείο καταδεικνύουν δύο πράγματα. Ότι ο διαγωνισμός έγινε σε λάθος βάση, με λάθος ερώτημα. Δεν βρίσκω πειστική την επιλογή της επέκτασης του Μουσείου στον προαύλιο χώρο του και μάλιστα με έναν τρόπο που και ο δημόσιος χώρος χάνεται, και το υπάρχον κτίριο του Μουσείου κρύβεται, και η επέκταση είναι στο μεγαλύτερο κομμάτι της υπόγεια, στερώντας από τα εκθέματα τη σχέση τους με το φυσικό φως, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό..

Εγώ θα έβαζα παραμέτρους περισσότερο μουσειολογικές στον διαγωνισμό. Γιατί ένα μουσείο δεν εκθέτει τον εαυτό του, σήμερα ένα μουσείο φτιάχνεται με στόχο να αφηγηθεί μια ιστορία και να βάλει τον επισκέπτη να συμμετέχει. Είναι περισσότερο συμμετοχικό παρά παθητικό.


Πώς κρίνετε την πρόταση των αρχιτεκτονικών γραφείων Ντέιβιντ Τσίπερφιλντ και Αλέξανδρου Τομπάζη. Θετικά, αρνητικά, πρώτες εντυπώσεις.

Προφανώς δε συζητάμε γενικά για το αν είναι καλοί οι αρχιτέκτονες. Οι συγκεκριμένοι αρχιτέκτονες είναι προφανώς αξιόλογοι. Συζητάμε συγκεκριμένα για μια αρχιτεκτονική πρόταση που αυτοί σχεδίασαν μέσα σε ένα πλαίσιο το οποίο τους δόθηκε. Το πλαίσιο αυτό περιλαμβάνει και την επιλογή της χωροθέτησης, και την παραδοχή ότι η επέκταση του Αρχαιολογικού Μουσείου μπορεί και πρέπει να γίνει στον προαύλιο χώρο του Μουσείου, πράγμα το οποίο ήταν βεβαίως μια βασική παράμετρος του διαγωνισμού, η βασικότερη.

Ο αρχιτέκτονας αυτό που κάνει είναι να προσπαθεί να λύσει το Αρχιτεκτονικό πρόβλημα που του δίνεις, μέσα στο πλαίσιο που του δίνεις, με τις παραμέτρους και τις παραδοχές που του δίνεις. Εδώ το πρόβλημα που τους δόθηκε ήταν το πώς θα δημιουργηθεί μια νέα πτέρυγα στον Δημόσιο χώρο μπροστά από το Μουσείο.

Έχοντας πλέον δει το σύνολο των προτάσεων που κατατέθηκαν στον διαγωνισμό καταλαβαίνουμε ότι η επίλυση αυτού του Αρχιτεκτονικού προβλήματος μοιραία βγάζει μια λύση, ή πιο σωστά μια οικογένεια λύσεων, η οποία κουβαλάει λίγο πολύ τις ίδιες οικογένειες προβλημάτων, ακριβώς γιατί ο ορισμός του αρχιτεκτονικού προβλήματος και το ζητούμενο του διαγωνισμού, κουβαλάει εγγενώς τις γενεσιουργές αιτίες αυτών των προβλημάτων.

Αυτό αναγκάζει τον ίδιο τον Chipperfield, να βγει στο τέλος και να πει “You cannot make an omelette without breaking eggs” (επί λέξει το είπε στον Guardian), γιατί προφανώς γνωρίζει ότι έσπασε αυγά. Βέβαια η απόφαση να σπάσει αυγά και να κάνει ομελέτα δεν ήταν ακριβώς δική του ούτε είναι ακριβώς μονόδρομος το να σπάσεις αυγά για να κάνεις ένα Μουσείο. Γίνεται μονόδρομος γιατί η πολιτική απόφαση που έχει προηγηθεί σου ζητάει να σπάσεις αυγά και να κάνεις ομελέτα. Αν η πολιτική απόφαση έλεγε να κάνεις μακαρόνια με κιμά θα έκανες μακαρόνια με κιμά.

Αυτό που εννοώ είναι ότι πριν τον διαγωνισμό, κάποιοι κάθισαν και συζήτησαν για την επέκταση, για το ποιο είναι το Αρχιτεκτονικό ερώτημα, πώς θα επεκταθεί το κτίριο, σε ποιο χώρο, και όρισαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κλήθηκαν να επιχειρήσουν να σχεδιάσουν οι αρχιτέκτονες του διαγωνισμού.

Σε κάθε περίπτωση, εντός αυτού του πλαισίου, η πρόταση Τσίπερφιλντ ήταν μάλλον η πιο καλά εικονογραφημένη και η πιο δουλεμένη. Οι χώροι και η αρχιτεκτονική τώρα είναι κάτι το οποίο βιώνεται. Και βιώνεται από μέσα όταν υλοποιείται.

Ποια είναι και ποια θα έπρεπε να είναι η σχέση του Αρχαιολογικού Μουσείου με την πόλη;
Ο χώρος μπροστά από το Αρχαιολογικό Μουσείο, είναι ίσως από τα ελάχιστα σημεία της Αθήνας που υπάρχει μια οπτική και χωρική συνέχεια, που υπάρχει ένας δημόσιος χώρος σχεδιασμένος, στον οποίο μπορεί κανείς να κινηθεί ανεμπόδιστα. Υπάρχει πράσινο, υπάρχουν φοίνικες και είναι από τα ελάχιστα σημεία που αισθάνεσαι ότι μπορείς να σταθείς.

Δεν ξέρω αν ήταν πραγματικά αναγκαία η επιλογή του συγκεκριμένου χώρου για την υλοποίηση και εξυπηρέτηση της επέκτασης και προσωπικά δεν έχω πειστεί ότι αυτός ο χώρος είναι κατάλληλος. Εφόσον όμως αυτός ήταν ο χώρος που δόθηκε από τον διαγωνισμό, τότε ζητούμενο θα έπρεπε να είναι η διατήρηση κατά το δυνατόν της οπτικής και χωρικής συνέχειας και η επέκτασή της, ενδεχομένως προς την Τοσίτσα και σε σύνδεση με το Πολυτεχνείο, ενδεχομένως με συνολικότερες πολεοδομικές παρεμβάσεις που θα είχαν σαν πυρήνα τις δύο μεγάλες αυτές χρήσεις και τα εμβληματικά κτίρια που τις στεγάζουν.

Αν δει κανείς την συγκεκριμένη πρόταση συμβαίνει το αντίθετο. Δημιουργείται ένα σκληρό μέτωπο επί της Πατησίων, από την οποία το παλιό μουσείο δε θα φαίνεται, παρά μόνο τμηματικά και πίσω από έναν ημιδιάφανο τοίχο, και εκεί που ο δημόσιος χώρος ήταν ανοιχτός και προσβάσιμος, δηλαδή δημόσιος, θα υπάρχει ένας περίκλειστος χώρος και αυτό που θα απομείνει σε δημόσια χρήση θα είναι ένα πεζοδρόμιο τεσσάρων μέτρων.

Αυτός είναι και ο λόγος που μεγάλο μέρος της κριτικής δεν γίνεται για την επέκταση ως επέκταση, για τον αν εξυπηρετεί δηλαδή λειτουργικά τις ανάγκες του Μουσείου, αλλά εστιάζει στη σχέση της με την πόλη. Βλέποντας και τις υπόλοιπες προτάσεις να έχουν δυσκολία διαχείρισης του δημόσιου χώρου, εύκολα κανείς διαπιστώνει ότι αυτό οφείλεται στις παραμέτρους και τους χωρικούς περιορισμούς του διαγωνισμού. Σε αυτή την περίπτωση οι αρχιτέκτονες επιχειρούν να σχεδιάσουν αυτό που θεωρούν βέλτιστή λύση, αλλά αυτό που σχεδιάζουν κουβαλάει ως κληρονομιά τα προβλήματα που του φόρτωσαν οι περιορισμοί του διαγωνισμού.

Πώς σχολιάζετε την κατάσταση της αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα και τα όσα ακούστηκαν για την έλλειψη διακρίσεων των Ελλήνων αρχιτεκτόνων; Γιατί στα μεγάλα εμβληματικά δημόσια έργα σπάνια βλέπουμε Έλληνες αρχιτέκτονες;

Δε βλέπουμε σπάνια Έλληνες αρχιτέκτονες. Απλώς δεν βλέπουμε νέους και δεν βλέπουμε μικρά γραφεία. Βλέπουμε συγκεκριμένα μεγάλα γραφεία τα οποία είτε επιλέγονται για κλειστούς διαγωνισμούς όπως ο συγκεκριμένος, είτε έχουν τη δυνατότητα να διαθέσουν τους απαιτούμενους πόρους, ανθρώπινους και οικονομικούς, για να σηκώσουν το βάρος ενός μεγάλου ανοιχτού διαγωνισμού και ενός μεγάλου έργου.

Τα μικρότερα γραφεία δεν μπορούν πλέον να το κάνουν αυτό. Οι διαγωνισμοί έχουν κόστος και απαιτούν χρόνο (ο οποίος επίσης είναι κόστος). Αυτό, σε συνδυασμό με την απαξίωση των ανοιχτών διαγωνισμών, την στροφή σε απευθείας αναθέσεις και σε κλειστούς διαγωνισμούς μέσω χορηγικών συμφωνιών, γεννά και δυσπιστία και απογοήτευση, ειδικά στους νεότερους οι οποίοι πλέον δεν έχουν καν την ευκαιρία να συμμετέχουν σε έναν διαγωνισμό και να αποτύχουν, έχοντας όμως αποκομίσει την εμπειρία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα