Ο Βλάσσης Μπονάτσος παίζοντας κόνγκας σε ζωντανή εμφάνιση των ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ στο κλαμπ Cin Cin στη Ζωοδόχου Πηγής. ⓒ Γιάννης Κύρης

Η ΑΓΝΩΣΤΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΛΑΣΣΗ ΜΠΟΝΑΤΣΟΥ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ

Ο Βλάσσης Μπονάτσος μέσα από την πορεία του στους Πελόμα Μποκιού. Οι Santana, η πρωτότυπη ονομασία, ο “αδερφός” του Τζάγκερ, ο “Γαρύφαλλος”, η φωτό του ιστορικού άλμπουμ, το ντου στο Παλλάς και άλλες ιστορίες. Μιλούν στο Magazine ο Τάκης Μαρινάκης, ο Γιάννης Κύρης και ο Κώστας Τουρνάς.

Σαν σήμερα πριν 72 χρόνια, στις 30 Νοεμβρίου του 1949, γεννήθηκε ο Βλάσσης Μπονάτσος, ένας ξεχωριστός, χαρισματικός, ταλαντούχος, υπέροχος μουσικός, ηθοποιός και τηλεπαρουσιαστής, ένας καταπληκτικός showman με μια μοναδική λάμψη, ένας παντοτινός “έφηβος”.

Μπορεί να έφυγε από τη ζωή το 2004, σε ηλικία μόλις 55 ετών, όμως η εικόνα του, η φρεσκάδα του, οι ατάκες του και το χαμόγελό του, παραμένουν ολοζώντανα, ακριβώς επειδή ήταν αληθινά, τόσο, όσο αυθεντικός και εμπνευσμένος υπήρξε και ο ίδιος σε ολόκληρη τη διαδρομή του.

Θέλοντας να γράψω κάτι στο Magazine με αφορμή αυτή την επέτειο, σκέφτηκα να επικεντρωθώ σε μια περίοδο όχι ιδιαίτερα γνωστή στο πλατύ κοινό, αυτή των Πελόμα Μποκιού (1969-1973).

Συναντήθηκα με τον Τάκη Μαρινάκη, ντράμερ του συγκροτήματος, ο οποίος ξετύλιξε το κουβάρι των αναμνήσεών του από εκείνα τα δύσκολα λόγω χούντας, αλλά και ανέμελα χρόνια λόγω νιότης. Μίλησα με τον Γιάννη Κύρη, προσωπικό φωτογράφο του Βλάσση και της μπάντας, με τον Γιώργο Στεφανάκη, επίσης μέλος των Πελόμα (Hammond και πλήκτρα) και με τον Κώστα Τουρνά, ιδρυτικό μέλος των Poll.

Συγκεντρώνοντας όλες τις πληροφορίες που μου έδωσαν, αποφάσισα να τις παραθέσω ως αφήγηση παρά ως συνέντευξη. Αυτά είναι λοιπόν όσα συνέβησαν από το δεύτερο μισό του 1969 μέχρι το τέλος του 1973 σε ένα από τα σημαντικότερα γκρουπ του ελληνικού ροκ, μαζί με την παράλληλη ιστορία του αξέχαστου και αγαπημένου Βλάσση Μπονάτσου.

ΑΠΟ ΤΟΥΣ ULS ΣΤΟΥΣ LOUBOGG

Οι Πελόμα Μποκιού το 1972. Από αριστερά, Τάκης Μαρινάκης, Γιώργος Στεφανάκης, Ηλίας Μαρινάκης, Νίκος Δαπέρης, Τάκης Ανδρούτσος, Βλάσσης Μπονάτσος. ⓒ Γιάννης Κύρης

Ας ξεκινήσουμε την ιστορία μας, γυρνώντας πίσω, στο 1964 και στις πρόβες που έκανε τότε ένα από τα πολυάριθμα γκρουπάκια της εποχής, οι ULS (United Lovely Sounds). Αρχηγός τους ήταν ο Σταμάτης Σπανουδάκης, ο μετέπειτα γνωστός συνθέτης (Πέτρινα Χρόνια, Κοντραμπάντο κλπ) και μέλος της μπάντας ήταν ο Γιάννης Κύρης, που λίγα χρόνια αργότερα θα άφηνε τη μουσική για τη φωτογραφία.

Οι πρόβες γίνονταν στο Ψυχικό, στο σπίτι του Σπανουδάκη και τακτικός επισκέπτης ήταν ένας πιτσιρικάς έφηβος, μόλις 14 ετών, που συχνά συνόδευε τους “μεγάλους” 16άρηδες παίζοντας μπόνγκος και ονειρευόμενος τη μέρα που θα αποκτούσε και ο ίδιος το δικό του συγκρότημα. Το όνομα αυτού; Βλάσσης Μπονάτσος.

Οι ULS δαλύθηκαν μετά από μια τριετία, ο Σπανουδάκης έφυγε για το Παρίσι, όμως την ίδια χρονιά, ένα άλλο συγκρότημα, οι Loubogg, είχαν την τύχη να συμπεριληφθούν ανάμεσα στα ελληνικά γκρουπ που άνοιξαν την ιστορική συναυλία των Rolling Stones, στις 17 Απριλίου του 1967 στο γήπεδο της “Λεωφόρου” (μαζί με τους MGC, τους Idols, τον Τάσο Παπασταμάτη, τον Δάκη και τους We Five).

Οι Loubogg είχαν δημιουργηθεί το 1966 από τον Γιάννη Κιουρκτσόγλου (κιθάρα, τραγούδι), τα αδέρφια Δαπέρη, τον Νίκο (κιθάρα, τραγούδι) και τον Κώστα (μπάσο) και τον Ρένο Γκόρσεβιτς (ντραμς). Το γκρουπ κυκλοφόρησε τέσσερα 45άρια και τελικά διαλύθηκε την άνοιξη του 1968.

ΟΙ ΠΡΟΠΕΡΣΙ Ή PROPER SEA

Ο Βλάσσης Μπονάτσος και ο Τάκης Μαρινάκης. ⓒ Γιάννης Κύρης

Την ίδια εποχή, σε ένα άλλο συγκρότημα, τους Champions (μετέπειτα Soul Brothers), έπαιζαν μπάσο ο Πάτικας και ντραμς ο Τάκης Μαρινάκης. Μια μέρα λοιπόν – είμαστε πάντα μέσα στο 1968 – ο Πάτικας ενημέρωσε τον Μαρινάκη ότι κάποια άλλα παιδιά ήθελαν να τον συναντήσουν για να συζητήσουν για μια νέα μπάντα.

Πράγματι, λίγες μέρες μετά, ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου επισκέφθηκε τον Μαρινάκη στο σπίτι του και του είπε ότι τον ήθελαν μαζί τους σε ένα νέο σχήμα που θα έφτιαχναν για να παίξουν Traffic, Cream κλπ. Το συγκρότημα σχηματίστηκε από τους Κιουρκτσόγλου (κιθάρα, φωνή), Νίκο Δαπέρη (μπάσο, φωνή), Μιχάλη Στασινόπουλο (κιθάρα), Τάκη Μαρινάκη (ντραμς) και Βλάσση Μπονάτσο (κόνγκας).

Με την ονομασία Proper Sea στα αγγλικά και Πρόπερσι στα ελληνικά, η μπάντα ξεκίνησε πρόβες και έκανε κάποιες εμφανίσεις στο ABC στην Πατησίων. Οι Proper Sea, που τότε είχαν μάνατζερ τον Μικέ Καλιφρονά, κράτησαν μόλις μερικούς μήνες και μετά διαλύθηκαν. Λίγο καιρό αργότερα, μέσα στο 1969 πλέον, ο Κιουρκτσόγλου είπε στην παρέα να φτιάξουν ένα άλλο συγκρότημα για να παίξουν Santana.

Είχε προηγηθεί το φεστιβάλ του Γούντστοκ και όλοι είχαν εντυπωσιαστεί από τον Κάρλος Σαντάνα, το “Soul Sacrifice” και τα υπόλοιπα τραγούδια του γκρουπ με εκείνον τον τόσο ιδιαίτερο latin-blues-rock ήχο. Έτσι λοιπόν, μια καινούργια πεντάδα μαζεύτηκε, προορισμένη να γράψει τη δική της ιστορία στο ελληνικό ροκ.

ΓΕΝΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ

Η αρχική σύνθεση των Πελόμα Μποκιού. Από αριστερά, Γιάννης Κιουρκτσόγλου, Νίκος Λογοθέτης, Νίκος Δαπέρης, Βλάσσης Μπονάτσος. Καθιστός ο Τάκης Μαρινάκης. ⓒ Γιάννης Κύρης

Η σύνθεση του νέου σχήματος ήταν ο Γιάννης Κιουρκτσόγλου (κιθάρα), ο Νίκος Δαπέρης (μπάσο, φωνή), ο Νίκος Λογοθέτης (πλήκτρα), ο Τάκης Μαρινάκης (ντραμς) και ο Βλάσσης Μπονάτσος (κόνγκας). Ο Λογοθέτης είχε προστεθεί στο γκρουπ γιατί είχε διαβεβαιώσει τους υπόλοιπους ότι διέθετε Hammond B3, απαραίτητο για τον ήχο των Santana.

Όμως αποδείχτηκε ότι δεν είχε, είπε στους υπόλοιπους ότι θα πάρει, παράγγειλε ένα και τελικά έφτασε το πολυπόθητο όργανο, με την μπάντα να κάνει τις πρώτες της πρόβες σε ένα υπόγειο στην οδό Ιθάκης, παίζοντας Santana, αλλά και τους “συνήθεις ύποπτους” Cream και Traffic. Απέμενε κάτι πολύ βασικό, να δοθεί όνομα στο συγκρότημα.

Κάθισαν λοιπόν όλοι μαζί και σκέφτηκαν να βάλουν τα αρχικά των ονομάτων τους, όμως δεν έβγαινε κάτι ενδιαφέρον. Κάποια στιγμή έπεσε στο τραπέζι η πρόταση να βάλουν τις πρώτες συλλαβές από τα ονόματά τους, έκαναν διάφορους συνδυασμούς και κατέληξαν στο Δαλόμα Μποκιού, αλλά και πάλι δεν τους άρεσε.

Είπαν λοιπόν να κρατήσουν τις πρώτες συλλαβές από όλους, εκτός του Δαπέρη, από τον οποίο θα έπαιρναν τη δεύτερη συλλαβή, αντί δηλαδή για το Δα, το Πε, κάτι που τους οδήγησε στο Πελόμα Μποκιού (ΔαΠέρης, Λογοθέτης, Μαρινάκης, Μπονάτσος, Κιουρκτσόγλου). Το Πελόμα τους θύμιζε και το ισπανικό paloma (περιστέρι), οπότε έμειναν όλοι ικανοποιημένοι.

Η ΠΡΩΤΗ ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΑΔΕΡΦΟ ΤΟΥ ΜΙΚ ΤΖΑΓΚΕΡ!

Φωτογραφικό πορτραίτο του Βλάσση Μπονάτσου από τον Γιάννη Κύρη. ⓒ Γιάννης Κύρης

Όλοι εκτός του Λογοθέτη (ο οποίος ήταν Κωνσταντινουπολίτης), που πετάχτηκε λέγοντας: “Τι λέτε ρε παιδιά που θα το πούμε έτσι; Ξέρετε τί σημαίνει Πελόμα Μποκιού στα τούρκικα; Θα πει τα σκατά της Πελόμα, μποκ στα τούρκικα είναι τα σκατά!” Οι υπόλοιποι είπαν, δε βαριέσαι, πλάκα έχει και τελικά το άφησαν έτσι, Πελόμα Μποκιού και στα αγγλικά Peloma Boqueue (το “Κιου” όπως η ουρά).

Όλα ήταν έτοιμα για την πρώτη εμφάνιση, που θα γινόταν στο Big Ben (μετέπειτα Κόρονετ), στο υπόγειο του ξενοδοχείου που βρισκόταν τότε στη συμβολή της Πανεπιστημίου με την Κριεζώτου. Για να δοθεί δημοσιότητα, η “γάτα” ο Μπονάτσος σκαρφίστηκε ένα ευφυέστατο παραμύθι, ότι τάχα βρισκόταν στην Αθήνα ο αδερφός του Μικ Τζάγκερ και θα τραγουδούσε μαζί με τους Πελόμα!

Ο Βλάσσης είχε βρει ένα παιδί που ήταν φτυστός ο Τζάγκερ και έπαιζε και λίγο κόνγκας και οι Πελόμα βγήκαν στη σκηνή και έπαιξαν το “Sympathy for the devil” μαζί με τον “αδερφό” του Μικ! Γέμισε κόσμο το Big Ben, οι φωτορεπόρτερ τραβούσαν συνεχώς φωτογραφίες, οι δημοσιογράφοι έγραφαν ενθουσιασμένοι για τη συναυλία και αυτή ήταν η πανηγυρική αρχή της μπάντας, που στη συνέχεια άρχισε να εμφανίζεται τακτικά στο κλαμπ Blow Up, στην οδό Πελλήνης στην Κυψέλη.

Ο Μπονάτσος τότε έπαιζε κόνγκας, έκανε φωνητικά σε κάποια τραγούδια, αλλά δεν είχε πάρει ακόμα ρόλο βασικού τραγουδιστή.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΤΟΥ “ΓΑΡΥΦΑΛΛΟΥ”

Ο Βλάσσης Μπονάτσος παίζοντας κόνγκας σε live των Πελόμα Μποκιού. ⓒ Γιάννης Κύρης

Αλλά και στις κόνγκας ήταν αρχάριος. Ο δάσκαλος του Βλάσση στα κρουστά ήταν ο Τάκης Μαρινάκης, που με τη σειρά του είχε διδαχθεί από τον Ευγνώμονα Διαλετή, έναν καταπληκτικό ζωγράφο, που μια εποχή είχε παίξει με τους Forminx και ο οποίος ήταν πάρα πολύ καλός γνώστης των κόνγκας, έχοντας εντρυφήσει στους λάτιν ρυθμούς.

Έτσι λοιπόν, ο Διαλετής έμαθε τον Μαρινάκη και εκείνος μετέφερε τς γνώσεις του στον Μπονάτσο, του έδειξε τα βασικά και ο Βλάσσης προχώρησε με πολύ ενθουσιασμό, βελτιώνοντας συνεχώς το παίξιμό του. Στο μεταξύ, οι Πελόμα γίνονταν όλο και πιο γνωστοί και κάποια στιγμή τους φώναξε ο Αλέκος Πατσιφάς και υπέγραψαν συμβόλαιο με τη Lyra.

Έτσι μέσα στο 1970 κυκλοφόρησε η πρώτη δουλειά του γκρουπ, ένα 45άρι με δυο τραγούδια του Κιουρκτσόγλου, το “Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε” και flip-side το “Μην κλαις”. Το πρώτο έγινε τεράστια επιτυχία και καθιέρωσε τους Πελόμα στην ελληνική ροκ σκηνή. Πολλοί είναι εκείνοι που μέχρι σήμερα πιστεύουν ότι τα φωνητικά του “Γαρύφαλλου” ανήκουν στον Μπονάτσο, όμως στην πραγματικότητα τον τραγουδάει ο Δαπέρης.

Στη συνέχεια, στα live, το τραγουδούσε και ο Βλάσσης, ο οποίος μάλιστα το ηχογράφησε ξανά μετά από 25 χρόνια μαζί με τους Goin’ Through. Πάντως, σε αυτό το πρώτο 45άρι των Πελόμα, ο Μπονάτσος τραγούδησε το flip-side, το “Μην κλαις”.

ΝΕΑ ΜΕΛΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ “ΠΕ”, “ΛΟ” ΚΑΙ “ΚΙΟΥ”

Από εμφάνιση σε εκδήλωση του περιοδικού Φαντάζιο. Από αριστερά, Τάκης Μαρινάκης, Βλάσσης Μπονάτσος, Λάκης Ζώης, Ηλίας Μαρινάκης. ⓒ Γιάννης Κύρης

Λίγο αργότερα, η μπάντα εμφανίστηκε και στον κινηματογράφο, συγκεκριμένα στην ταινία “Τα ομορφόπαιδα” (1971), με πρωταγωνιστές τον Νίκο Σταυρίδη, την Ελένη Προκοπίου και τον Γιώργο Κάππη. Εκεί έπαιξαν – πάντα με την αρχική τους σύνθεση – το ορχηστρικό “Soul Sacrifice” των Santana και το “59th Street Bridge Song” (των Simon & Garfunkel, αντιγράφοντας όμως την εκτέλεση των Mike Bloomfield και Al Kooper), στο οποίο έκανε φωνητικά ο Βλάσσης.

Οι Πελόμα συνέχισαν τις εμφανίσεις τους τόσο στην Αθήνα, κυρίως στο ABC (μαζί με τους Εξαδάκτυλος, τους Socrates και άλλους), όσο και στη Θεσσαλονίκη. Κάποια στιγμή όμως, την άνοιξη του 1971, ο Κιουρκτσόγλου εξεδήλωσε την επιθυμία να αποχωρήσει από το συγκρότημα.

Φεύγοντας πήρε και τον Λογοθέτη μαζί του, ήθελε να φτιάξει άλλο γκρουπ, κάποιοι από τους Πελόμα υπέθεσαν ότι η αιτία ήταν πως δεν “πήγαινε” γενικά τον Μπονάτσο. Τελικά ο Κιουρκτσόγλου σχημάτισε τους “Ανάδελτα”, μαζί με τον Λογοθέτη, τον Γιώργο Τρανταλίδη (των Socrates) και τον Μίκη Μίχο (των First).

Το γκρουπ κυκλοφόρησε ένα 45άρι και λίγο μετά διαλύθηκε. Στους Πελόμα είχαν μείνει πλέον μόνο ο Μπονάτσος και ο Τάκης Μαρινάκης (είχε φύγει και ο Δαπέρης για το εξωτερικό), έτσι πρόσθεσαν στο σχήμα τον αδερφό του Τάκη, Ηλία (μπάσο), τον Λάκη Ζώη (κιθάρα) και τον Γιώργο Στεφανάκη (Hammond). Λίγο μετά κυκλοφόρησαν το δεύτερο 45άρι, με το “Αν θες έλα κι εσύ” (των Ζώη και Μπονάτσου) και flip-side το “Σ’ αυτό το σπίτι” του Βλάσση.

ΤΑ ΔΥΟ SINGLES ΠΡΙΝ ΤΟ LP

Οι Πελόμα Μποκιού το 1972. Από αριστερά, Νίκος Δαπερης, Ηλίας Μαρινάκης, Βλάσσης Μπονάτσος, Τάκης Ανδρούτσος, Γιώργος Στεφανάκης, Τάκης Μαρινάκης. ⓒ Γιάννης Κύρης

Εκείνη ήταν μια πολύ ωραία δουλειά, με τον Ζώη να παίζει καταπληκτική κιθάρα, τον Ηλία Μαρινάκη πολύ ωραίο μπάσο, τον Βλάσση να έχει ωριμάσει αρκετά και να αποδίδει πολύ όμορφα τα δυο τραγούδια. Όμως ο Ζώης μετά από λίγο καιρό έφυγε από το συγκρότημα. Στο μεταξύ επέστρεψε από το εξωτερικό ο Δαπέρης και ξαναμπήκε στο σχήμα, αυτή τη φορά παίζοντας κιθάρα, ενώ λίγο αργότερα προστέθηκε ένας ακόμα κιθαρίστας, ο Τάκης Ανδρούτσος (με προϋπηρεσία στα Μπουρμπούλια).

Με αυτή τη σύνθεση κυκλοφόρησε το τρίτο 45άρι της μπάντας, με το “Μαρί Μαρία” (φωνητικά Δαπέρης) και flip-side το “Αν ήξερα” (φωνητικά Μπονάτσος και Δαπέρης). Το επόμενο βήμα ήταν η ηχογράφηση του πρώτου LP της μπάντας.

Να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση για να επιστρέψουμε στην αρχή, στην αναφορά που κάναμε στους ULS, το συγκρότημα του Σπανουδάκη. Είπαμε εκεί ότι ο Κύρης, λίγα χρόνια μετά, άφησε τη μουσική και ασχολήθηκε με τη φωτογραφία. Το στούντιό του βρισκόταν στη Λουκιανού, ενώ στην πρώτη παράλληλό της, την Πλουτάρχου, ήταν η γκαρσονιέρα στην οποία έμενε στα χρόνια των Πελόμα ο Μπονάτσος.

Οι δυο τους είχαν χαθεί για κάποια χρόνια, όμως ακριβώς επειδή ήταν γείτονες, συναντήθηκαν ξανά τυχαία και όταν ο Βλάσσης έμαθε το νέο επάγγελμα του παλιού του φίλου, του ζήτησε να αναλάβει προσωπικός του φωτογράφος, αλλά και της μπάντας. Κάπως έτσι ξαναμπήκε ο Κύρης στην ιστορία μας.

ΤΟ ΑΛΜΠΟΥΜ ΤΩΝ ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ

Το εξώφυλλο του μοναδικού άλμπουμ των Πελόμα Μποκιού. Από αριστερά, Ηλίας Μαρινάκης, Βλάσσης Μπονάτσος, Γιώργος Στεφανάκης, Τάκης Ανδρούτσος, Νίκος Δαπέρης, Τάκης Μαρινάκης. ⓒ Γιάννης Κύρης

Οι Πελόμα Μποκιού μπήκαν στα στούντιο της Columbia και έφτιαξαν το ομώνυμο άλμπουμ τους, με δέκα τραγούδια, κυρίως συνθέσεις του Δαπέρη και του Μπονάτσου, αλλά και συνεισφορά από τα υπόλοιπα μέλη σε κάποια από αυτά.

Η σύνθεση του γκρουπ στην ηχογράφηση του LP ήταν ο Βλάσσης (φωνή, κόνγκας), ο Δαπέρης (κιθάρα, φωνή), ο Ανδρούτσος (κιθάρες, λαούτο), ο Στεφανάκης (πλήκτρα), ο Ηλίας Μαρινάκης (μπάσο) και ο Τάκης Μαρινάκης (τύμπανα, κρουστά), ενώ συμμετείχε στα φωνητικά σε δυο τραγούδια η πολύ καλή φλαουτίστα Στέλλα Γαδέδη. Απέμενε το εξώφυλλο. Εδώ πλέον κανείς δε θυμάται αν η ιδέα ήταν του Κύρη ή του Μπονάτσου για τη φωτογράφιση.

Στη γωνία της Λουκιανού με την Υψηλάντου, υπήρχε τότε το Stage Coach, το πρώτο αμερικανικό μπαρ που είχε ανοίξει στην Αθήνα, στις αρχές του 1972. Μάλιστα οι Έλληνες θαμώνες της εποχής, προτιμούσαν να το αποκαλούν απλώς “Ροκ”, προφανώς λόγω της μουσικής που έπαιζε.

Έτσι λοιπόν, αντί να λένε “θα πάμε στο Stage Coach, έλεγαν θα πάμε στο Ροκ” (πρόκειται για το σημερινό Rock ‘n Roll). Στη μεριά της Υψηλάντου υπήρχε μια ξύλινη εξωτερική επένδυση (που έχει διατηρηθεί μέχρι και σήμερα) και εκεί αποφασίστηκε να βγει η φωτογραφία των μελών του συγκροτήματος που θα έμπαινε στο εξώφυλλο του δίσκου. Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε ένα από τα πιο ιστορικά άλμπουμ του ελληνικού ροκ.

ΝΕΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΗΝ ΜΠΑΝΤΑ

Ηλίας Μαρινάκης και Βλάσσης Μπονάτσος από συναυλία των Πελόμα Μποκιού. ⓒ Γιάννης Κύρης

Μετά την κυκλοφορία του LP, οι Πελόμα έκαναν μια μεγάλη περιοδεία, κυρίως στην Πελοπόννησο, αλλά και σε άλλες πόλεις, όπως η Χαλκίδα, γνωρίζοντας παντού μεγάλη επιτυχία. Στις 25 Δεκεμβρίου του 1972, το γκρουπ έπαιξε σε μια ιστορική συναυλία στο Σπόρτινγκ μαζί με τους Εξαδάκτυλος και τους Socrates.

Κάπου εκεί, ο Ηλίας Μαρινάκης πήγε στο ναυτικό και τα υπόλοιπα μέλη περίμεναν ότι μετά τη βασική εκπαίδευση, θα μπορούσε να παίρνει άδειες, ώστε να συνεχίσουν να παίζουν. Όμως η θητεία αποδείχτηκε αξεπέραστο σοκ για τον Ηλία που έπεσε σε βαθιά κατάθλιψη και χρειάστηκε ψυχιατρική παρακολούθηση, αδυνατώντας τότε να ξαναπιάσει το μπάσο (αργότερα επανήλθε ως μπασίστας σε διάφορα νυχτερινά κέντρα, δεν μπόρεσε να κάνει καριέρα, όμως το ταλέντο του αναγνωρίστηκε από όλους).

Το συγκρότημα έμεινε έτσι χωρίς μπασίστα, αλλά εκτός του Ηλία αποχώρησαν και οι Στεφανάκης και Ανδρούτσος, με αποτέλεσμα να μείνουν οι Μπονάτσος, Δαπέρης και Τάκης Μαρινάκης. Έτσι λοιπόν, ο Δαπέρης ξανάπιασε το μπάσο και ήρθε από την Αγγλία ένας παλιός του φίλος, ο Κρις Τζένκινς, καταπληκτικός κιθαρίστας που ένα φεγγάρι είχε παίξει και με τους Procol Harum. Ο Τζένκινς εκτός από την κιθάρα, ήταν από τους πρώτους που είχε ενδιαφερθεί για τα συνθεσάιζερ.

Οι Πελόμα στο LP τους, είχαν ήδη μεταχειριστεί ένα synth στην πρωτόγονη μορφή του – μια γεννήτρια συχνοτήτων – για να δημιουργήσουν ηχητικά εφέ. Όταν ήρθε ο Κρις, έφερε μαζί του ένα από τα πρώτα συνθεσάιζερ, το Moog Sonic V.

ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ SINGLE ΚΑΙ ΤΟ ΤΕΛΟΣ

Το reunion των Πελόμα Μποκιού το 2000. Από αριστερά, Ηλίας Μαρινάκης, Γιάννης Κιουρκτσόγλου, Γιώργος Στεφανάκης, Βλάσσης Μπονάτσος, Τάκης Ανδρούτσος, Νίκος Δαπέρης, Τάκης Μαρινάκης. ⓒ Προσωπκό αρχείο Γιώργου Στεφανάκη

Στο μεταξύ ήρθε από την Αγγλία και ο Βικ Μάρτιν με το Hammond του και η μπαντα συμπληρώθηκε ξανά. Με τους δυο Βρετανούς, οι Πελόμα ηχογράφησαν το τέταρτο και τελευταίο 45άρι τους με τους “Μάγους” και flip-side τον “Προγραμματισμό”. Οι “Μάγοι” ήταν σε στίχους του Μπονάτσου και η μουσική έγινε με τον Τζένκινς και τους υπόλοιπους, με συλλογική δουλειά και ιδέες.

Ο “προγραμματισμός” ήταν του Δαπέρη, αλλά και εκεί η σύνθεση στήθηκε από όλο το γκρουπ. Και τα δυο ήταν πρωτοποριακά κομμάτια, με ηλεκτρονικά εφέ τα οποία δεν είχαν ξαναχρησιμοποιηθεί ποτέ πριν. Την ίδια χρονιά, το 1973, οι Πελόμα εμφανίστηκαν σε μια ακόμα ελληνική ταινία, το “Ένα ελεύθερο κορίτσι” του Όμηρου Ευστρατιάδη με πρωταγωνιστή τον Ανδρέα Μπάρκουλη.

Μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, τον Νοέμβριο του 1973, ο Τάκης Μαρινάκης αποχώρησε από το συγκρότημα, το οποίο αμέσως μετά διαλύθηκε. Ο Μπονάτσος έφτιαξε ένα δικό του γκρουπάκι, στο οποίο έπαιξε για λίγο και ο Μαρινάκης, και στη συνέχεια έκανε διάφορα με τη μουσική.

Το 1975 κυκλοφόρησε το LP “Επικίνδυνη ισορροπία” με πολύ ωραία τραγούδια και εξαιρετικές ερμηνείες (αλλά και εκπληκτική ενορχήστρωση του Σαράντη Κασσάρα), το οποία όμως δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση. Και εκεί είχε παίξει ο Τάκης Μαρινάκης, σε ηχογραφήσεις που τις είχαν ευχαριστηθεί όλοι. Μετά από εκεί, ο Βλάσσης έφυγε για την Αμερική και τράβηξε το δρόμο του, χάνοντας κάθε επαφή με τον Μαρινάκη και τους υπόλοιπους – πρώην πια – Πελόμα.

Το 1997 Οι Πελόμα Μποκιού έδωσαν μια συναυλία στο Περιστέρι και χάθηκαν ξανά. Όμως το 2000, με πρωτοβουλία του Στεφανάκη και του Ανδρούτσου, αποφάσισαν να ηχογραφήσουν ένα άλμπουμ, όπου ο καθένας έβαλε δυο τραγούδια έχοντας “guest” (κάποιους από) τους υπόλοιπους.

Παρόλα αυτά, η εποχή του βινυλίου είχε περάσει, υπήρξε και ένα μεγάλο μπέρδεμα με την προώθηση του δίσκου και τελικά κυκλοφόρησε μόνο ένας περιορισμένος αριθμός σε CD. Μετά οι Πελόμα χώρισαν και πάλι και στις 14 Οκτωβρίου του 2004, ο Βλάσσης έφυγε από τη ζωή, λίγο πριν κλείσει τα 55 χρόνια του. Όμως τόσο ο ίδιος, όσο και οι υπόλοιποι Πελόμα πρόλαβαν να βάλουν τη σφραγίδα τους στο ελληνικό ροκ.

ΤΟ ΝΤΟΥ ΤΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΣΤΟ ΠΑΛΛΑΣ

Φωτογραφικό πορτραίτο του Βλάσση Μπονάτσου από τον Γιάννη Κύρη. ⓒ Γιάννης Κύρης

Φυσικά οι ιστορίες που συνοδεύουν τους Πελόμα Μποκιού είναι αναρίθμητες και δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να χωρέσουν σε ένα κείμενο. Όμως στη συνάντηση που είχαμε, ο Τάκης Μαρινάκης μου εξιστόρησε κάποιες από αυτές. Εκτός από όλα τα παραπάνω, μου μίλησε για συναυλίες, για τη χούντα, για την πολιτικοποίηση, για τον προσωπικό ήχο της μπάντας και πολλά άλλα. Για παράδειγμα, μια επεισοδιακή συναυλία στο Παλλάς.

Η μπάντα είχε κάνει πρόβες όλη τη νύχτα, είχαν ξενυχτήσει όλοι μέσα στο Παλλάς, για να στήσουν τα πάντα, να είναι όλα τέλεια. Φυσικά όλο αυτό επί δικτατορίας. Είχε φτάσει η ώρα να μπει ο κόσμος μέσα, η Βουκουρεστίου ήταν γεμάτη από φίλους του γκρουπ, όμως…

Όμως τελικά, αντί να μπει ο κόσμος μέσα, μπήκε η αστυνομία με τον αστυνομικό διευθυντή Αθηνών να λέει “φύγετε, δεν πρόκειται να γίνει καμία συναυλία”. “Μα έχουμε πάρει άδεια από το υπουργείο Δικαιοσύνης και Ασφάλειας”, κάτι τέτοια έλεγε ο Βλάσσης, αλλά τελικά δεν τους άφησαν να παίξουν και αποχώρησαν όλοι άπραγοι.

Γενικά πάντως, όπου έκαναν συναυλίες οι Πελόμα, σχεδόν πάντα τους την έπεφτε η αστυνομία, γιατί τότε, μετά το Γούντστοκ, το καθεστώς φοβόταν μήπως ξεσηκωθεί ο κόσμος και εκφραστεί πολιτικά. Τα ίδια τα μέλη των Πελόμα δεν το πολυένιωθαν αυτό στην αρχή, όμως κάποια στιγμή στην πορεία το αντιλήφθηκαν. Είχε συμβεί σε μια εμφάνισή τους στην Κόρινθο.

ΟΙ ΠΕΛΟΜΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΛΛΑ ΓΚΡΟΥΠ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Ο Μπονάτσος τραγουδάει σε συναυλία των Πελόμα Μποκιού. ⓒ Γιάννης Κύρης

Εκεί είχε γίνει ένας πραγματικός χαμός, ήταν σαν να γινόταν επανάσταση και τότε οι Πελόμα συνειδητοποίησαν ότι κάτι έτρεχε, ότι τους έβλεπαν σαν επαναστατικά στοιχεία. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί και στην πρώτη εμφάνιση του συγκροτήματος στη Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ της Νέας Αλήθειας.

Η Νέα Αλήθεια ήταν μια εφημερίδα που είχε ιδρυθεί τότε, το 1968 και είχε φιλοχουντική γραμμή. Παρόλα αυτά, επειδή ήταν από τις πρώτες συναυλίες που είχαν επιτραπεί από το καθεστώς, μαζεύτηκε πολύς κόσμος γνωρίζοντας ότι οι Πελόμα θα έπαιζαν Santana (οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με όλα τα επαναστατικά ήθη της εποχής λόγω Γούντστοκ) και έγινε της τρελής, όλοι ήθελαν να ξεδώσουν.

Οι Πελόμα, όπως άλλωστε και τα άλλα ροκ γκρουπ της εποχής, είχαν επηρεαστεί από το κίνημα των χίπις. Ντύνονταν χίπικα, η εμφάνισή τους προκαλούσε τα “χρηστά ήθη”, φορούσαν καμπάνες, πολύχρωμα και πλουμιστά ρούχα με λουλούδια, ήταν μακρυμάλληδες. Όπως μου είπε ο Τάκης, “μας έκραζαν στο δρόμο, τσακωνόμασταν με διάφορους, γίνονταν συνέχεια τέτοια επεισόδια, είχε πολύ πλάκα”. Φυσικά όλα αυτά τα συγκροτήματα είχαν σχέσεις μεταξύ τους.

Οι Πελόμα, για παράδειγμα, ήταν πολύ φίλοι και με τους Poll και με τους Socrates. Ο Τάκης γνώριζε τους Socrates από τότε που λέγονταν Persons και είχε παίξει κάποιες φορές μαζί τους. Ένα φεγγάρι μάλιστα, Πελόμα και Socrates έπαιζαν μαζί σε ένα μαγαζί στον Πειραιά, στην Τερψιθέα.

Άλλο συγκρότημα με τους οποίους είχαν επαφές οι Πελόμα, ήταν οι Νοστράδαμος, κάποια εποχή έπαιζαν μαζί σε ένα παραλιακό μαγαζί κάπου στο Φάληρο, στις Τζιτζιφιές. Στους Νοστράδαμος έπαιζε μπάσο ο Στέλιος Φωτιάδης που ήταν και ο συνθέτης, τραγουδούσαν ο Τσάρλι Εξαρχόπουλος και η Αγγλίδα Κρις Κινγκ, όμως δεν είχαν μόνιμο ντράμερ, έτσι μερικές φορές είχε παίξει μαζί τους ο Τάκης Μαρινάκης.

Κα βέβαια, μην ξεχάσουμε τις Πρόκες, ένα γκρουπ που είχαν πάρει για support οι Πελόμα όταν έπαιζαν στο Cin Cin της Ζωοδόχου Πηγής. Ο αρχηγός του συγκροτήματος ήταν ο Χρήστος Κυριαζής, πολύ νέο παιδάκι τότε, που από τότε έδειχνε ότι θα έφτανε μακριά. Και αυτός και οι Πρόκες, ήταν ανακάλυψη του Μπονάτσου.

Η ΠΑΛΟΜΑ, ΟΙ ΠΕΛΟΜΑ ΚΑΙ Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΣΤΙΧΟΣ

Οι Πελόμα Μποκιού έξω από το Stage Coach. Από αριστερά, Ηλίας Μαρινάκης, Γιώργος Στεφανάκης, Νίκος Δαπέρης, Τάκης Μαρινάκης, Τάκης Ανδρούτσος, Βλάσσης Μπονάτσος. ⓒ Γιάννης Κύρης

Ένα άλλο περιστατικό έχει να κάνει με τον Φρέντυ Γερμανό, ο οποίος τότε έκανε την εκπομπή “Αλάτι και Πιπέρι”, που γυριζόταν στα στούντιο της Φίνος Φιλμς. Είχε καλέσει λοιπόν, στην ίδια εκπομπή, τους Πελόμα Μποκιού και την Παλόμα Πικάσο. “Είχε πολύ πλάκα”, θυμάται ο Τάκης, “στο ίδιο τραπέζι από τη μια οι Πελόμα και από την άλλη η Παλόμα”! Η οποία Παλόμα, την οποία δεν είχε αναγνωρίσει τότε ακόμα ο Πάμπλο ως κόρη του, είχε έρθει στην Αθήνα για να κάνει μια έκθεση με έργα της (κοσμήματα και κολάζ) στην γκαλερί Ζουμπουλάκη. Από εκεί και για σχεδόν δυο χρόνια, ο Γερμανός πήρε μαζί του τον Μαρινάκη για να κάνει ηχητικά εφέ με τα ντραμς στο “Αλάτι και Πιπέρι”.

Κάτι άλλο, πολύ σημαντικό για την πορεία των Πελόμα, ήταν πως υπήρξαν μάλλον το πρώτο ελληνικό ροκ συγκρότημα με ελληνικό στίχο. Πολλοί σνομπάρανε τότε τέτοιες σκέψεις, υποστήριζαν ότι δεν ταίριαζαν τα ελληνικά με τη ροκ μουσική. Όμως ο Κιουρκτσόγλου ήταν κάθετος, ήθελε να γράψει στα ελληνικά και το γκρουπ να τραγουδάει στα ελληνικά. Ο ίδιος ο Τάκης μου είπε ότι στην αρχή και του ίδιου δεν του πολυάρεσε ο ελληνικός στίχος, αλλά τελικά πείστηκαν όλοι, κυρίως μετά τη μεγάλη επιτυχία του “Γαρύφαλλου” και έτσι ξεπεράστηκε ένα μεγάλο ταμπού, με άλλες, ιστορικές μπάντες, όπως οι Poll και οι Νοστράδαμος να ακολουθούν αμέσως μετά το παράδειγμα των Πελόμα.

Ο ΗΧΟΣ ΤΩΝ ΠΕΛΟΜΑ ΜΠΟΚΙΟΥ

Ο Βλάσσης και οι κόνγκας του σε συναυλία των Πελόμα Μποκιού. ⓒ Γιάννης Κύρης

Διαβάζοντας κάποια παλιότερα άρθρα στο διαδίκτυο για τους Πελόμα, πριν συναντήσω τον Τάκη Μαρινάκη, πρόσεξα ότι όλα ανεξαιρέτως χαρακτήριζαν το γκρουπ ως ψυχεδελικό. Ιδού η άποψη του ίδιου του Τάκη για τον ήχο του συγκροτήματος: “Είχαμε δική μας προσωπικότητα, φτιάξαμε τον προσωπικό μας ήχο. Στις αρχές προσπαθήσαμε πολύ να μιμηθούμε τον ήχο των Santana, των Traffic, των Cream, αλλά αυτό ήταν ένα σχολείο για μας. Ακούσαμε πολύ και άλλα γκρουπ της εποχής, Deep Purple, Emerson Lake & Palmer. Όταν πρωτοβρεθήκαμε, συχνάζαμε στο Pop Eleven και ακούγαμε πολύ blues rock. Είχαμε γενικά επηρεαστεί από όλο το ροκ κίνημα εκείνης της εποχής.

Εγώ δεν τα πολυγούσταρα αυτά τότε, μου άρεσε πιο πολύ η soul. Λίγο-λίγο όμως ακούγοντας, άρχισαν να μου αρέσουν και οι Cream και ο Στιβ Γουίνγουντ και οι Blind Faith. Όμως στην πορεία διαμορφώσαμε το δικό μας στιλ, δηλαδή το άλμπουμ που κάναμε σαν Πελόμα Μποκιού, ήταν πια κάτι το τελείως διαφορετικό, δεν μπορούσες να πεις ότι είχε επιρροές π.χ. από Santana. Ένα κομμάτι που κάναμε στο LP μας, ήταν του ντράμερ των Cream και των Blind Faith, του μεγάλου Τζίντζερ Μπέικερ, που ήταν το ίνδαλμά μου. Είχε κάνει ένα γκρουπ, τους Air Force και από το δεύτερο άλμπουμ τους πήραμε ένα ορχηστρικό, του έβαλε στίχους ο Μπονάτσος, το διασκευάσαμε, πολύ ωραίο, λίγο αφρολάτιν, η Ανανέωση.

Οι Πελόμα Μποκιού το 1972. Ο Βλάσσης Μπονάτσος δεύτερος από δεξιά. ⓒ Γιάννης Κύρης

Από το LP μας και μετά, ήμασταν πλέον ένα άλλο γκρουπ, ήταν τελείως προσωπικός ο ήχος μας. Ψυχεδέλεια υπήρχε λίγο στην αρχή, επί Κιουρκτσόγλου, αλλά πολύ light. Μετά που αρχίσαμε να αυτοσχεδιάζουμε με τους Άγγλους και τα συνθεσάιζερ, τότε ίσως λίγο πάλι, αλλά δεν ήταν η ψυχεδέλεια που θα έβρισκες στα γνωστά βρετανικά και αμερικάνικα συγκροτήματα. Ήταν πιο light πράγμα, κάπως αλλιώς”. Η συζήτηση μοιραία επέστρεψε στους Πελόμα σήμερα, πάλι με τα λόγια του ίδιου του Τάκη: “Μείναμε λίγοι από τους Πελόμα πια, εγώ, ο Στεφανάκης, ο Λογοθέτης και ο Κιουρκτσόγλου. Με τη μουσική ασχολείται ο Στεφανάκης πολύ, σαν συνθέτης και παραγωγός.

Ο Κιουρκτσόγλου δεν ασχολείται καθόλου, δε θέλει να πιάσει κιθάρα πια. Και την ιστορική κιθάρα που είχε τότε, με την οποία γράψαμε και τον Γαρύφαλλο, μια Gibson μοντέλο του 50κάτι, που την αγόρασε το 1967, την έβαλε σε δημοπρασία στο ίντερνετ και την πούλησε. Ο Λογοθέτης συνέχισε τις σπουδές του στη βιολογία και είναι ένας λαμπρός νευροεπιστήμων, με διδακτορικό και συνεχείς έρευνες σε γνωστά Ινστιτούτα όλου του κόσμου”. Να συμπληρώσω εγώ ότι ο Τάκης Μαρινάκης έγινε επαγγελματίας μουσικός, ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο Ωδείο Αθηνών και έγινε σολίστας στα κρουστά, παίζοντας μαρίμπα και τίμπανι σε όλες τις ελληνικές συμφωνικές ορχήστρες, αλλά και σε μικρότερα ανσάμπλ, ορχήστρες εγχόρδων κλπ.

Ο ΜΑΡΙΝΑΚΗΣ ΚΑΙ Ο ΤΟΥΡΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΠΟΝΑΤΣΟ

Ο Βλάσσης Μπονάτσος την εποχή που ήταν μέλος των Πελόμα Μποκιού. ⓒ Γιάννης Κύρης

Όσο για την άποψή του για τον Βλάσση Μπονάτσο; Ιδού: “Χαρισματικό άτομο, μεγάλο ταλέντο, στην αρχή βέβαια η απειρία του ήταν πολύ εμφανής, αλλά με πολλή δουλειά και θέληση έφτασε να τραγουδάει πάρα πολύ καλά, είχε μεγάλη εξέλιξη. Ήμασταν πάρα πολύ φίλοι από την πρώτη μέρα που γνωριστήκαμε μέχρι που διαλύθηκε το συγκρότημα, σαν αδέρφια. Ένας πανέξυπνος άνθρωπος που έκανε μια σπουδαία καριέρα. Τον χάρηκα όσο έζησε και τον θυμάμαι πάντα έτσι νέο, ακμαίο και ωραίο. Κρίμα που δεν είναι εδώ, να χαιρόμαστε παρέα”.

Θα κλείσω το σημερινό κείμενο με τα λίγα λόγια που μου είπε ο Κώστας Τουρνάς για τον Βλάσση Μπονάτσο στην τηλεφωνική επικοινωνία που είχαμε:

“Ο Βλάσσης υπήρξε ένας χαρισματικός άνθρωπος, έντονος, ζωηρός, ταλαντούχος, αφιερωμένος και αφοσιωμένος στα όσα υπηρετούσε ως επαγγελματίας, αλλά και στους φίλους του. Σου έδινε την εικόνα ενός μεγάλου παιδιού, ενός έφηβου, όμως πίσω από αυτή τη φαινομενική παιδικότητα, υπήρχε και βάθος. Μπορούσες να μιλήσεις μαζί του για τα πάντα, ήξερε να ακούει, ήξερε να συνεισφέρει στη συζήτηση, σε εξέπληττε με τα όσα είχε να σου πει και με τον τρόπο που προσέγγιζε σημαντικά σοβαρά θέματα. Δημιουργικός σε όλη του τη ζωή, εξαιρετικός με ό,τι καταπιανόταν, από τις κόνγκας μέχρι την ηθοποιία, πάντα με διάθεση για ζωή, πάντα εξυπηρετικός, γεμάτος με έναν σπάνιο ψυχισμό, που ποτέ δε συντηρούσε πληγές”.

* Ευχαριστώ πολύ τον Τάκη Μαρινάκη για την προθυμία του να συναντηθούμε και να μιλήσουμε για τους Πελόμα Μποκιού, τον Γιάννη Κύρη για τις πολύτιμες πληροφορίες του σχετικά με τον Βλάσση Μπονάτσο και την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού από το προσωπικό του αρχείο, τον Γιώργο Στεφανάκη για την ευγενική παραχώρηση φωτογραφικού υλικού από το προσωπικό του αρχείο και τον Κώστα Τουρνά για την τηλεφωνική μας επικοινωνία σχετικά με τον Βλάσση Μπονάτσο.

* Βίντεο: Πελόμα Μποκιού – Γαρύφαλλε, Γαρύφαλλε

* Βίντεο: Πελόμα Μποκιού – Soul Sacrifice (από την ελληνική ταινία “Τα ομορφόπαιδα” του 1971)

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα