Ο Kendrick Lamar στο βιντεοκλίπ "The Heart Part 5" Hans Lucas via AFP

KENDRICK LAMAR:“ΑΠΟ ΧΩΡΙΑΤΗΣ ΣΕ ΠΡΙΓΚΙΠΑ, ΣΕ Γ@ΜΗΜΕΝΟ ΒΑΣΙΛΙΑ”

Ο αμερικάνος ράπερ επιστρέφει πέντε χρόνια μετά για το στέμμα του.

“Προέρχομαι από μία γενιά πόνου, όπου ο φόνος είναι ήσσονος σημασίας” (I come from a generation of pain, where murder is minor). Τα πρώτα λόγια, στο πρώτο verse του. Ο Kendrick Lamar μόλις επέστρεψε με το “The Heart Part 5”, το πρώτο του solo single εδώ και τέσσερα χρόνια, από το νέο άλμπουμ του “Mr. Morale & the Big Steppers”. Το άλμπουμ έρχεται λίγους μήνες πριν την επέτειο του “good kid, m.A.A.d city”, του δίσκου που έβαλε τον Lamar στον παγκόσμιο χάρτη της ραπ πριν δέκα χρόνια.

Γεννήθηκε Kendrick Lamar Duckworth τον Ιούνιο του 1987, το μεγαλύτερο από τέσσερα αδέρφια, στο Κόμπτον της Καλιφόρνια. Οι γονείς του είχαν μετακομίσει εκεί γιατί ήταν η πιο άμεση λύση που μπορούσαν να δώσουν. Θέλοντας να ξεφύγουν από τη βία του Σικάγο απ’ όπου προέρχονταν – φημολογείται πως ο πατέρας του ήταν μέλος των Gangster Disciples, μία συμμορία από τη νότια πλευρά της πόλης – πήραν τα 500 δολάρια που είχαν βάλει στην άκρη και έφτασαν στο Λος Άντζελες με προσδοκίες. Το Κόμπτον όμως όπου κατέληξαν, άλλοτε πόλος έλξης για τη μεσαία τάξη της αφροαμερικανικής κοινότητας, δεν ήταν ασφαλές ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ‘60. Ασφαλή δεν ήταν ούτε τα παιδικά χρόνια του Kendrick, που έχει δηλώσει ότι οι θείοι του είχαν προσπαθήσει να εκτοπίσουν τα ναρκωτικά από τις εργατικές κατοικίες όπου μεγάλωσε.

Το εξώφυλλο του “good kid, m.A.A.d city”, χαρακτηριστικό για τη ζωή του, απεικονίζει έναν εκ των θείων του να κάνει ένα gang sign με το αριστερό του χέρι όσο κρατάει έναν νεαρό Kendrick Lamar στην αγκαλιά του. Μπροστά του έχει ένα μπουκάλι μπύρας στο τραπέζι, ακριβώς δίπλα από ένα μπουκάλι γάλα του παιδιού.

Εκείνο το άλμπουμ ήταν ένας κύκλος κομματιών που αφηγούταν τις πραγματικές εμπειρίες του Lamar στη γειτονιά του, οδηγώντας μας μέσα από το επικίνδυνο κοινωνικό της τοπίο για να σκιαγραφήσει ζωές χαμένες και να αναρωτηθεί ποια είναι η θέση του σε όλα αυτά. Ο ίδιος ο αδελφός του ράπερ είχε φυλακιστεί στο παρελθόν. “Τον θυμάμαι να λέει ότι ήθελε να γίνει το πιο σκληρό μέλος της συμμορίας, αυτό ήθελε να γίνει”, έλεγε κάποτε στους New York Times. Ως παιδί και έφηβος έγινε μάρτυρας πολλαπλών ανθρωποκτονιών και μάλιστα την είχε γλιτώσει και ο ίδιος παρατρίχα όταν, γυρνώντας από το σχολείο του, είχε περάσει από τα εδάφη μίας συμμορίας που διεκδικούσε τον έλεγχο της γειτονιάς του. Ήταν πολύ εξοικειωμένος με τα αποτελέσματα του συστημικού ρατσισμού, αλλά σε αντίθεση με πολλούς γκάνγκστερ ράπερ που έλεγαν ιστορίες του δρόμου πίσω απ’ το προσωπείο ενός κακόβουλου χαρακτήρα, ο Lamar θα αποτύπωνε την αγωνιώδη εσωτερική σύγκρουση ενός “καλού παιδιού” σε μία m.A.A.d city.

Ο Kendrick Lamar πίσω αριστερά στον φετινό τελικό του Super Bowl. Μπροστά οι Eminem, Mary J. Blige, Snoop Dogg και ο δάσκαλος Dr Dre. AFP


Σε ηλικία οκτώ ετών, ο Lamar είχε την ευκαιρία να δει τον Tupac Shakur και τον Dr. Dre να γυρίζουν το μουσικό βίντεο για το “California Love” στους δρόμους του Compton και, καθόλου τυχαία, τότε άρχισε να δοκιμάζει τον εαυτό του στο freestyle, κυρίως με θέμα τα ναρκωτικά. Μέχρι τα δεκάξι του είχε αρχίσει να ασχολείται σοβαρά με τη μουσική, με το όνομα K.Dot (οι πιο στενοί του φίλοι τον αποκαλούν ακόμα Dot). Η μουσική του τράβηξε την προσοχή του Paul Rosenberg, μάνατζερ του Eminem και C.E.O. της Def Jam Recordings, που με τη σειρά του πήγε τη μουσική στον Dr. Dre. Ο Dre θα έδινε συμβόλαιο στον ράπερ κάτω από τη δισκογραφική του, την Aftermath, σε μία κοινή συμφωνία με την TDE. Τα υπόλοιπα τα γράφει ακόμα η ιστορία.

“Μπορεί να μπεις σε ένα περιβάλλον που μπορεί να καταρρίψει την ακεραιότητα και τον αγώνα σου”, έχει πει στο Vanity Fair. “Αυτό που έδωσε πλεονέκτημα στην ανατροφή μου είναι η δυαδικότητα του να βλέπω μία από τις πιο όμορφες στιγμές όταν ήμουν έξι ετών, μέχρι την πιο τραγική στιγμή όταν ήμουν δεκατριών ή δεκατεσσάρων, και να κάνω αυτή τη σύνδεση ώστε το άτομο [που ακούει] να μπορεί πραγματικά να δει τη σύγκρουση […] Θα ξυπνούσα το πρωί και η φάση θα ήταν κινούμενα σχέδια, δημητριακά και το να περπατάω πίσω σπίτι από το σχολείο, στις 4 μ.μ. θα είχαμε πάρτι στο σπίτι μέχρι τις 11 μ.μ., και άνθρωποι θα πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο έξω από την πόρτα. Αυτός ήταν ο τρόπος ζωής μου και όχι μόνο δικός μου, για τόσα άτομα. Και ήθελα να πω αυτή την ιστορία”.

“Ζήλευα τον Arron Affalo”, ράπαρε στο “Black Boy Fly” για τον guard των Orlando Magic που μεγάλωσε κι αυτός στο Κόμπτον, “ήταν άξιος να τον ακολουθήσεις/ο μόνος ηγέτης που έβλεπε φωτεινότερα αύριο/ζούσε στο γυμναστήριο, εμείς ζούσαμε στη θλίψη”. “Τι να κάνεις όταν κάθε γειτονιά είναι εμπόδιο;”, αναρωτιόταν στο φινάλε του κομματιού. “Όταν το να τα καταφέρνουν δύο n***as δεν είχε ακουστεί ποτέ λογικό/Τρεις n***as να τα καταφέρνουν; Αδύνατη αποστολή/Δε ζήλευα τα ταλέντα που απέκτησαν/Φοβόμουν ότι θα ήταν τα τελευταία μαύρα αγόρια που θα πετούσαν έξω από το Κόμπτον”.

Ο Lamar αποδίδει την πιο προσγειωμένη του πραγματικότητα στο γεγονός ότι υπήρχαν γονείς στο σπίτι του να τον περιμένουν, σε αντίθεση με τους συμμαθητές και τους φίλους του που ζούσαν όλοι με παππούδες. Η παρουσία αμφότερων των γονέων του μεταφραζόταν στο μυαλό του σε αφοσίωση, στην ιδέα πως τα πάντα ήταν δυνατά. Στο “good kid, m.A.A.d city” ακούμε και τους δύο γονείς του να του μιλούν με μηνύματα στον τηλεφωνητή, και διακρίνεις από τον τόνο τους ότι δεν του χαρίζονταν. Η μητέρα του, αφού του φωνάζει να της φέρει πίσω το βαν της, του λέει αμέσως ότι τον αγαπάει, ότι θέλει να πάρει τη μουσική του στα σοβαρά, και τον συμβουλεύει να είναι θετικός και να φτιάξει μουσική με την οποία ο πατέρας του και η ίδια θα μπορούσαν να χορέψουν (“είμαστε από το Σικάγο, αυτό κάνουμε εμείς”).

“Έχω συμπόνια και περισσότερο κατανόηση παρά απογοήτευση με τους φίλους μου, γιατί ξέρω ότι δεν φταίνε 100 τοις εκατό αυτοί”, είχε αναφέρει το 2018 μιλώντας για τη συμμορία των Bloods στη συνοικία του. “Κοιτάζω το πώς η κοινωνία έχει διαμορφώσει τις κοινότητές μας, έχουν περάσει γενιές που έβαζαν ανθρώπους σε κλουβιά για να πολεμάνε ο ένας τον άλλον. Είχα τρία ή τέσσερα χρόνια επιτυχίας και διασημότητας, αλλά δεν μπορώ να απαλλαγώ από τα είκοσι χρόνια που είμαι με τους φίλους μου και γνωρίζω τι περνούν. Δεν μπορώ να τα ξεφορτωθώ”.

Αυτή του η θέση, έκδηλη στους στίχους του, ήρθε τέσσερα χρόνια μετά τις ατυχείς του δηλώσεις στο Rolling Stone με αφορμή τη δολοφονία του Michael Brown στο Ferguson. “Αυτό που συνέβη στον [Michael Brown] δεν έπρεπε να είχε συμβεί ποτέ”, είχε πει. “Ποτέ. Αλλά όταν δεν έχουμε σεβασμό για τον εαυτό μας, πώς περιμένουμε να μας σεβαστούν οι άλλοι; Ξεκινάει από μέσα μας. Μην ξεκινάτε με μία διαμαρτυρία μόνο, μην ξεκινάτε από λεηλασίες – ξεκινάει από μέσα”. Συνάδελφοί του όπως η Azealia Banks και ο Kid Cudi αλλά και μέρος της online μαύρης κοινότητας κατέκριναν τις δηλώσεις του, όμως αυτή δε θα ήταν ούτε η πρώτη, ούτε η τελευταία φορά που ο Kendrick Lamar θα γινόταν αίτιο αντιπαράθεσης.

Οι στίχοι “είμαι πολύ ξενερωμένος και κουρασμένος με το Photoshop/δείξε μου κάτι φυσικό όπως το afro του Richard Pryor/δείξε μου κάτι φυσικό όπως ένας κώλος με μερικές ραγάδες” στο “HUMBLE”, θα μπορούσαν να είναι ενδυναμωτικοί εάν, πρώτον, δεν ήταν εξουθενωτικό να ακούμε – και σίγουρα να ακούνε οι μαύρες γυναίκες – ότι πρέπει να είμαστε “φυσικές” τη στιγμή που η πατριαρχία και οι παράλογες απαιτήσεις της μάς λένε το αντίθετο και, δεύτερον, εάν το μοντέλο-πρότυπο φυσικότητας που πρωταγωνιστούσε στο βιντεοκλίπ του κομματιού δεν είχε “εύκολες” μπούκλες και ανοιχτόχρωμο μαύρο δέρμα. Δεν είναι το ίδιο εύκολο για τις υπόλοιπες, έλεγε τότε ο αντίλογος από πολλές μαύρες γυναίκες, αρκετές από αυτές φαν του.

Ήδη κοντά χρονικά στο ντεμπούτο του σε μεγάλη εταιρεία (το πρώτο του άλμπουμ “Section.80” ήταν στην TDE αλλά χωρίς την Interscope που θα διένειμε το “good kid, m.A.A.d city”), ο Lamar είχε προκαλέσει. Στο track “Control” του Big Sean που συμμετείχε το 2013, είχε αποκαλέσει τον εαυτό του “βασιλιά της Νέας Υόρκης”, κάτι απαγορευτικό για ράπερ της Δυτικής Ακτής, και προειδοποιούσε: “Σας αγαπώ όλους, αλλά θα προσπαθήσω να σας σκοτώσω/Για να βεβαιωθώ ότι οι κύριοι θαυμαστές σας δε θα σας έχουν ακούσει ποτέ/Δεν θέλουν να ακούσουν ούτε ένα ουσιαστικό ή ρήμα από εσάς άλλο”. Ράπερ από τη Νέα Υόρκη όπως ο Papoose, ο Mysonne και ο Joell Ortiz είχαν προσβληθεί, ενώ άλλοι ράπερ όπως ο Meek Mill, ο Lupe Fiasco και ο Cassidy μεταξύ άλλων, είχαν ηχογραφήσει diss tracks μέσα σε μία εβδομάδα.

Αυτό είναι το θέμα με τον Kendrick Lamar. Μοιάζει τόσο εγκεφαλικός και φιλοσοφημένος, με τις παραγωγές που τον έκαναν διάσημο να μην έχουν βασιστεί σε ρεφρέν από ποπ σταρ ή σε beats από σούπερ σταρ παραγωγούς – αντιθέτως υπήρξαν μινιμαλιστικές, οριακά επιδεικτικά ανεπιτήδευτες – που θα μπορούσε να παρεξηγηθεί για μειλίχιος. Αντ’ αυτού η ραπ του έχει μία επιδέξια πολεμική ενέργεια, το ίδιο και η σκηνική του παρουσία. Δύσκολα μπορείς να πιστέψεις πως τραύλιζε όταν ήταν μικρός.

“Είναι ο πρώτος άνθρωπος εδώ και πολύ καιρό που σέβονται πολλά από τα παλιά κεφάλια”, είχε πει κάποτε στους New York Times ο Nelson George, ένας από τους πρώτους δημοσιογράφους που έγραψαν για τη ραπ μουσική. “Τον βλέπουν ως πραγματικό M.C.”. Όταν δεις την άποψη του Snoop Dogg για τον κοινό ήχο του mumble rap (βασικά δες τη και να μη σε ενδιαφέρει, είναι το πιο αστείο βίντεο στο ίντερνετ μάλλον), φαντάζεσαι γιατί έδωσε τη σκυτάλη στον Kendrick Lamar το 2011 και γιατί μοιράστηκε μαζί του τη σκηνή στο φετινό Super Bowl.

Ενσωματώνοντας πινελιές blues, soul, funk και προφορικού λόγου, η έμφαση του τρίτου άλμπουμ του “To Pimp a Butterfly” στον εκλεκτικισμό, εκφράστηκε σα μία περιοδεία στην ιστορία της μαύρης μουσικής στις Ηνωμένες Πολιτείες. Λειτουργώντας διακειμενικά μεταξύ των ειδών, των χρονικών περιόδων και των δημογραφικών στοιχείων, το “Butterfly” έγινε ένας αγωγός μέσω του οποίου οι απαξιωθέντες και οι παραγκωνισμένοι της κοινωνίας έβρισκαν το εννοιολογικό πλαίσιο για τις εμπειρίες τους. Ειδικά με το “Alright” που είχε γίνει κραυγή στις διαδηλώσεις του Black Lives Matter.

Και μπορεί να συνέβη εντελώς συμπτωματικά, πάντως μετά την κυκλοφορία του άλμπουμ το 2015, με δουλειές που ακολούθησαν όπως το “Lemonade” της Beyoncé, το “A Seat at the Table” της Solange, ή το “Freetown Sound” του Blood Orange, μπορείς να δεις τον χώρο που είχε ανοίξει, ψυχικά έστω, για συναδέλφους του που δημιούργησαν και κυκλοφόρησαν αυτό που επιθυμούσαν σύμφωνα με το όραμά τους, ανεξάρτητα από το τι περίμεναν κοινό και κριτικοί.

Το “good kid, m.A.A.d city” είχε χάσει σκανδαλωδώς το Grammy Καλύτερου Ραπ Άλμπουμ (ο Macklemore που το είχε κερδίσει αντί του Lamar είχε σχεδόν ζητήσει συγνώμη για τη νίκη του), αλλά το “Butterfly” κέρδισε τις τέσσερις από τις επτά υποψηφιότητές του.

Θα ακολουθούσε το Πούλιτζερ για το “DAMN”, κάνοντας τον Kendrick Lamar τον πρώτο τιμώμενο που δεν ήταν καλλιτέχνης της κλασικής μουσικής ή της τζαζ. Το γεγονός ήταν μάλλον πιο σημαντικό για τα ίδια τα βραβεία Πούλιτζερ παρά για την αξία του ράπερ, αφού κατέδειξε πως, μάλλον, τα βραβεία της διανόησης που διαχρονικά έχουν μείνει αδιάφορα μπροστά στη δημοφιλή μουσική της εποχής, είχαν καλύτερη αίσθηση του πολιτιστικού αντίκτυπου σε σχέση με τα Grammys.

Όχι ότι η ραπ βασίστηκε ποτέ στην αναγνώριση των παραδοσιακών θεσμών για να εξελιχθεί, όμως ο Lamar αποδείχθηκε πως έχει τις δεξιότητες για να τα κάνει όλα: είναι ένας βιρτουόζος των λέξεων που αντιλαμβάνεται τι χρειάζεται η μουσική σου για να παίξει στα κλαμπ και μπορεί να δημιουργήσει το σάουντρακ μίας σαρωτικής επιτυχίας όπως ήταν το “Black Panther”.

“Κατευθείαν από το πάτο/Αυτή είναι η κοιλιά του θηρίου/Από χωριάτης σε πρίγκιπα, σε γ@μημένο βασιλιά”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα