PAPADAKIS PRESS/ AP/ 24 MEDIA CREATIVE TEAM

Ο ΜΑΗΣ ΤΟΥ ’68 ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΦΕΡΡΗ

Ο καταξιωμένος σκηνοθέτης σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη στο Magazine. Μιλά με ενθουσιασμό και περιγράφει με λεπτομέρειες τις πολύτιμες εμπειρίες του από τότε που, έστω και για λίγο, η φαντασία κατέλαβε την εξουσία και ένας άλλος κόσμος έμοιαζε εφικτός.

Ο Κώστας Φέρρης ήταν ένας από τους Έλληνες που κατέφυγαν στο Παρίσι για να γλιτώσουν τη σύλληψη από τη Χούντα. Όχι απλά έζησε από κοντά τον Μάη του ’68, “το πιο εκρηκτικά θεαματικό κίνημα” όπως το χαρακτηρίζει ο ίδιος, αλλά είχε ενεργό ρόλο στις φαντασμαγορικές κινητοποιήσεις, κρατώντας ψηλά μια μαύρη σημαία: φώναξε συνθήματα, συμμετείχε σε διαδηλώσεις, έστησε οδοφράγματα και πρωτοστάτησε στην κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου της Διεθνούς Πανεπιστημιούπολης του Παρισιού που κράτησε περισσότερο από κάθε άλλη στη Γαλλία.

Πενήντα τρία χρόνια μετά το ξέσπασμα του Γαλλικού Μάη, ο καταξιωμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και στιχουργός, σε μια χειμαρρώδη συνέντευξη στο Magazine μιλά με ενθουσιασμό και περιγράφει με λεπτομέρειες τις πολύτιμες εμπειρίες του από τότε που, έστω και για λίγο, η φαντασία κατέλαβε την εξουσία και ένας άλλος κόσμος έμοιαζε εφικτός. “Αυτό που είχε να κάνει ο Μάης, το έκανε. Αυτό που ήταν να πετύχει, το πέτυχε”, λέει. “Τα πάντα άλλαξαν. Και προπάντων ο εαυτός μας.”

Το ελληνικό μπλοκ στη διαδήλωση. Κώστας Φέρρης

Στη γενιά μου ήμασταν κάπως σαν ομάδα που ετοίμαζε τον Νέο Ελληνικό Κινηματογράφο. Το 1967 σχεδιάζαμε ένα μεγάλο ντου με πολλές ταινίες μεγάλου και μικρού μήκους. Μας έκοψε τα γόνατα η 21η Απριλίου. Άλλοι ετοίμασαν αμέσως το φευγιό τους για το Παρίσι. Άλλοι το ρίξανε στη διαφήμιση. Άλλοι προτίμησαν να μείνουν στην Ελλάδα κι όπου βγάλει. Εγώ προσπαθούσα να μαζέψω λίγα λεφτά για να πάω στο Παρίσι με ένα μικρό κομπόδεμα στην τσέπη.

Σαν εξεγερμένοι νεολαίοι που ήμασταν, σχεδιάζαμε μια πράξη αντίστασης: να ανατινάξουμε το άγαλμα του Τρούμαν. Ήμασταν μια πενταμελής ομάδα. Η αιτία που δεν ευοδώθηκε η προσπάθεια ήταν η αγωνία μας να βρούμε τη στιγμή που δεν θα υπήρχε άνθρωπος σε συγκεκριμένη ακτίνα, μην τυχόν και τραυματιστεί κάποιος. Όταν αργότερα συνειδητοποίησα ότι αυτοί που βλέπαμε ως υπόπτους ήταν ομάδες άλλων οργανώσεων, έπεσε μεγάλο γέλιο. Διότι συνολικά 192 ομάδες σχεδίαζαν το ίδιο.

Την πρώτη μέρα του πραξικοπήματος έσπασαν τα τηλέφωνα. Ένας εξαιρετικός μου φίλος, ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν Ντανιέλ Πολέ γρήγορα οργάνωσε μια ολόκληρη ταινία, κανονική όχι ψεύτικη, αλλά με ολιγομελές συνεργείο, για να πάει στη Σκύρο και να προετοιμάσει τη φυγάδευση δύο ανθρώπων: του Μίκη Θεοδωράκη και εμού. Δυστυχώς όταν ήρθε στην Ελλάδα, ο Μίκης ήταν ήδη στη φυλακή. Ετοιμαζόταν να νοικιάσει κότερο για την Τουρκία, τέτοια πράγματα. Κάποια στιγμή επέστρεψα στην Αθήνα για να διευθετήσω εκκρεμότητες της ταινίας και αντιλήφθηκα ότι με παρακολουθούσαν. Στην αρχή δεν το πήρα στα σοβαρά. Έμαθα όμως ότι συνέλαβαν δύο από τους πέντε της ομάδας μου. Ερχόταν η σειρά μου. Όντως ένα πρωί με παρέδωσαν στα χέρια των διάσημων βασανιστών της χούντας, Κώστα Καραπαναγιώτη και Βασίλης Κραβαρίτη.

Σκίτσο του Αλέκου Φασιανού. Διακρίνονται ο Βασίλης Βασιλικός (δεξιά), δίπλα του ο Διονύσης Σαββόπουλος, ο Στέλιος Ράμφος και (πάνω αριστερά) ο ζωγράφος στο Cafe Saint Claude (Παρίσι, 1969). Κώστας Φέρρης


Από την ομάδα μας είχαμε απομείνει στην Αθήνα μόνο εγώ και ο Γιώργος Κατακουζηνός. Όταν με συνέλαβαν εκείνος πανικοβλήθηκε και έφυγε για το Παρίσι. Υπήρξαν πολλές πιέσεις -όπως μια παρέμβαση από το γαλλικό υπουργείο εξωτερικών για μια ταινία που υποτίθεται θα διαφήμιζε την Ελλάδα στο εξωτερικό, στην οποία “ήμουν απαραίτητος”- και το απόγευμα όχι μόνο με άφησαν, άλλα έδωσαν και σήμα στο αεροδρόμιο να αφαιρεθεί το όνομα μου από τη λίστα με όσους απαγορευόταν να φύγουν από τη χώρα. Έφυγα αμέσως και μια καλή μέρα του Νοέμβρη του 1967 βρέθηκα στο Παρίσι.

Ξέραμε ότι δεν θα τελείωνε γρήγορα η Χούντα. Η νοσταλγία για την Ελλάδα όμως ήταν ατελείωτη. Σκεφτείτε όσοι είχαν χρήματα, πήγαιναν τα καλοκαίρια να κάνουν μπάνιο στη Βάρνα της Βουλγαρίας, για να μυρίσουν Ελλάδα. Το 1972 που βγήκε η πρώτη αμνηστία, περιλάμβανε και μένα. Ενώ είχα πολλές προσφορές για δουλειά στο Παρίσι, τα μάζεψα όλα και γύρισα.

ΠΑΡΙΣΙ: ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΝΟΙΧΤΗ ΚΑΙ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Το Παρίσι μου έκανε συγκλονιστική εντύπωση. Έφυγα από ένα σιδερόφραχτο αεροδρόμιο, με τους αστυνομικούς να με κοιτάνε περίεργα και την ψυχή μου να τρέμει μην τυχόν αλλάξουν γνώμη και ξαφνικά έφτασα σε μια πόλη που ήταν ανοιχτή και ελεύθερη. Έβλεπα παντού τολμηρές πολιτικές αφίσες. Θυμάμαι σε μια στροφή μια μεγάλη ταμπέλα που έγραφε Fédération Anarchiste. Έμεινα άναυδος, γιατί ήμουν -μη βίαιος- αναρχικός. Ήμουν σε μια χώρα που υπήρχε ακόμη και Ομοσπονδία Αναρχικών! Κάτι αντιφατικό βέβαια με την ιδεολογία ενός αναρχικού.

Τις πρώτες μέρες φιλοξενήθηκα στο σπίτι της Τζένης Πολέ, που ήταν αδερφή του Ζαν Ντανιέλ Πολέ. Ήταν συνεργάτης στην ταινία “Η Ζαζί στο μετρό” του Λουί Μαλ, και ο τότε άντρας της, Αντουάν Ρομπλό έπαιζε στην ταινία, στην οποία βλέπουμε τον παπαγάλο της που τον είχα κάθε μέρα να με ξυπνάει σφυρίζοντας το “Δόκτωρ Ζιβάγκο”. Ή χτυπούσε το τηλέφωνο, και πριν καλά καλά το σηκώσουμε, ακούγαμε την απάντηση του παπαγάλου με τη φωνή της Τζένη να λέει “Αλό!”. Το κουδούνισμα ήταν του παπαγάλου!

Το πρώτο βράδυ πήγα στο καφενείο Σεν Κλοντ, ή αλλιώς Καφέ Εμιγκρέκ, που λέει ο Βασιλικός. Όλοι οι Έλληνες, εξόριστοι, αυτοεξόριστοι, εργαζόμενοι, φοιτητές, κάθε βράδυ μαζευόμασταν εκεί και κάνα δυο άλλα στέκια εκεί δίπλα, όπως το Απολινέρ. Εκεί με υποδέχτηκε ο φίλος Σταύρος Κωνστανταράκος που ήξερε τα κατατόπια. Μου έδωσε οδηγίες πώς να αγοράζω το μετρό, πώς να παίρνω τα τικέτα, πώς να προσαρμοστώ.

Στο Σεν Κλοντ ήταν οι πάντες: ο Σαββόπουλος, που ήρθε αργότερα, η Τόνια Μαρκετάκη, ο Νίκος Παναγιώτοπουλος, ο Νίκος Κούνδουρος, αμέτρητα τα ονόματα και μάλιστα πολλών προοδευτικών ή, το λιγότερο, αντιχουντικών κινηματογραφιστών.

Είχε ήδη γίνει η διάσπαση του ΚΚΕ, σε ΚΚΕ Εξωτερικού και ΚΚΕ-Εσωτερικού. Υπήρχαν και τα γκρουπούσκουλα: Τροτσκιστές, Τέταρτη Διεθνής, Παμπλιστές, Μαοϊκοί… Γκρουπούσκουλο αναρχικών δεν υπήρχε, μόνο μια ποσότητα που δρούσε στο Παρίσι. Ως αναρχικός έκανε την πρώτη του εμφάνιση ο Κον-Μπεντίτ. Γρήγορα οργάνωσα μια κλίκα 4 ατόμων και λέγαμε ότι είμαστε οι “Έλληνες αναρχικοί”.

Έφτασα στο Παρίσι την εβδομάδα που βγήκαν στα βιβλιοπωλεία δύο συγκλονιστικά βιβλία: “Η κοινωνία του θεάματος” του Γκυ Ντεμπόρ, και το “Δοκίμιο καλής συμπεριφοράς προς χρήση των νέων γενεών” του Ραούλ Βανεγκέμ. Αμφότερα πρότειναν ακριβώς αυτό που έγινε τελικά στον Μάη, την προσωπική -με ουμανιστική σκέψη- πρωτοβουλία του καθενός, την απόλυτη ελευθερία και την αποκήρυξη του σταλινισμού που ήταν τότε το μαύρο, ή μάλλον το κόκκινο πρόβατο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.

Επιβιώναμε με διάφορα κόλπα. Το να τρώμε κάθε μέρα σε εστιατόριο ήταν βαρύ για την τσέπη μας. Υπήρχαν όμως τα φοιτητικά εστιατόρια όπου έτρωγες ένα πλήρες γεύμα με 1,5 φράγκο. Έπρεπε να γραφτούμε ως φοιτητές για να αποκτήσουμε την κάρτα. Υπήρχε ένα τμήμα στη Σορβόννη που λέγεται “Θρησκευτικές μελέτες”. Εκεί είχαμε τα μέσα, καθηγητές που ήταν μέλη του ΚΚ Γαλλίας και είχαν ειδοποιηθεί να μας βοηθήσουν. Το τμήμα είχε καμιά σαρανταριά Γάλλους και -κρατήστε την αναπνοή σας- 1300 Έλληνες που είχαν υποβάλλει αίτηση για να πάρουν την κάρτα του εστιατορίου. Εμείς που ήμασταν λίγο πιο πονηροί και βλέπαμε περισσότερο προς την ανατολή παρά προς τη δύση, είχαμε ανακαλύψει ότι υπήρχε ένα αλγερίνικο φοιτητικό στέκι που με 1,5 φράγκο έτρωγες ένα ολόκληρο ταψί. Ήταν παράδεισος. Έτσι γίναμε φίλοι με τους Αλγερινούς.

Η συνάφειά μας με όλες τις φυλές που ήταν τότε μαζεμένες στο Παρίσι, ήταν στενή. Με τους Γάλλους κινηματογραφιστές έγινε ακόμη πιο στενή γιατί μερικοί από εμάς, ως βοηθοί σκηνοθέτες είχαμε γνωριστεί με ντόπιους συναδέλφους μας. Ζητήσαμε κάτι απλό: όπου υπάρχει ρόλος κομπάρσου, να παίρνετε Έλληνα. Το μεροκάματο ήταν 120 φράγκα. Ζούσες έναν ολόκληρο μήνα. Κάπως έτσι σε μια σειρά ταινιών εκείνης της εποχής, αν ξέρεις πρόσωπα και πράγματα θα ανακαλύψεις ένα κάρο Έλληνες.

Ο Φιλίπ Φουραστιέ μάζεψε πάνω από εκατό Έλληνες για την ταινία “Η Συμμορία του Μπονό”, για την αναρχική συμμορία που λήστευε τράπεζες για να βοηθάει τους φτωχούς και ξεκληρίστηκε από την αστυνομία στις αρχές του 20ου αιώνα. Στο σπίτι μου είχα την αφίσα της ταινίας, μια γκραβούρα με τη φοβερή σκηνή που τρεις χωροφύλακες πυροβολούν και σκοτώνουν τον Μπονό. Πηγαίναμε στις σκηνές πλήθους και περιμέναμε. Δύο ήταν οι σύνδεσμοι μας: ο φίλος του Σταύρου Κωνστανταράκου και μετέπειτα σκηνοθέτης Κλοντ Μιλέρ που τότε ήταν βοηθός σκηνοθέτης, και ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, Αλέν Λιβάν, που ήταν δικός μου φίλος, είχε δουλέψει μαζί μου στη “Σφαίρα στην καρδιά”. Αυτοί οι δύο “συνωμότησαν” ώστε να μας πάρουν. Έγινε μεγάλο πανηγύρι. Μέχρι που ανακαλύψαμε ότι υπήρχε ένα ψαράδικο στις όχθες του Μάρνη που έβγαζε κάτι σαν μαρίδα του Σαρωνικού και πήγαμε να το γιορτάσουμε.

ΕΝ ΑΡΧΗ ΗΝ Ο ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ

Στην πραγματικότητα όλο αυτό είχε ως αφετηρία το περιοδικό “Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα” του Κορνήλιου Καστοριάδη. Όσοι συμμετείχαν σε αυτό, πήγαν να σπουδάσουν στο Στρασβούργο. Εκεί σχημάτισαν την ομάδα με τίτλο “Situationniste” που δεν σημαίνει ακριβώς “Καταστασιαστές”. Περιφραστικά σημαίνει “Δημιουργοί Kαταστάσεων”. Ιδεολογία τους ήταν η πράξη, η δημιουργία καταστάσεων που θα οδηγούσαν στην αμφισβήτηση, στην επανάσταση. Προσπαθούσαν να κινητοποιήσουν τους φοιτητές του Στρασβούργου αλλά δεν τα κατάφερναν. Ώσπου είχαν τη μεγάλη ιδέα: “Aντί να χτυπάμε το σύστημα που ξέρουμε ότι είναι βίαιο, να χτυπήσουμε τον ίδιο το λαό, τους εργαζόμενους, τους φοιτητές, να τους προσβάλλουμε, να τους προκαλέσουμε ντροπή για την απάθεια τους, μπας και τους ξυπνήσουμε”. Τότε βγήκε το πρώτο Μανιφέστο των Καταστασιακών με τίτλο “Περί της αθλιότητας στο χώρο των φοιτητών”. Το έγραψε ο Αλγερινός Μουσταφά Καγιάτι.

Ο θόρυβος ήταν ακαριαίος. “Είστε ζώα”, τους έλεγε, “είστε βλάκες, σας πίνουν το αίμα, σας δίνουν ένα τικέτο και νομίζετε ότι λύσατε το πρόβλημα της ζωής σας, σας θέλουν σκυλιά, να γαβγίζετε”. Οι φοιτητές όντως προσβλήθηκαν. Ξεσηκώθηκαν, άρχισαν να κάνουν φασαρίες και έφτασαν στην ακραία ιδέα της κατάληψης. Τότε επενέβη η αστυνομία, έγινε χαμός και απέβαλλαν όλους αυτούς τους ηγέτες της Situationniste.

Έφυγαν από το Στρασβούργο και ήρθαν στο Παρίσι, συγκεκριμένα στη Ναντέρ. Εκεί ξεκίνησε το κίνημα. Εκεί ήταν οι Σιτουασιονιστές, διάφορα γκρουπούσκουλα και μια μικρή ομάδα αναρχικών με πιο διάσημο απ’ όλους έναν κοκκινοτρίχη ονόματι Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ. Τότε είχα στενή φιλία με τον Στέλιο Ράμφο που ήξερε καλά τις ιδέες του Καστοριάδη. Ήμασταν οι μόνοι από τους Έλληνες που μυριστήκαμε αμέσως ότι κάτι νέο ερχόταν. Κανείς, ούτε καν οι ίδιοι οι Γάλλοι, δεν είχαν υποπτευθεί ότι θα μπορούσε να γίνει κάτι σαν τον Μάη του ’68.

Πήγαμε στη Ναντέρ από περιέργεια. Μάθαμε γιατί ο Κον-Μπεντίτ ήταν ο πιο δημοφιλής. Είχε ερωτικές σχέσεις με την κόρη του υπουργού Παιδείας, του κυρίου Μιζό. Όταν οι φοιτητές κατέβασαν το αίτημα να δέχονται κορίτσια τα αγόρια στα δωμάτια τους και το αντίστροφο, κάτι που μέχρι τότε απαγορευόταν, ο Κον-Μπεντίτ εκμεταλλεύτηκε την επίσκεψη του “πεθερού” του στη Ναντέρ για να εγκαινιάσει μια πισίνα, άρπαξε το μικρόφωνο και είπε: “Κύριε Υπουργέ, εσείς εγκαινιάζετε μια πισίνα αλλά μας απαγορεύετε να έχουμε ερωτικές σχέσεις”. Και τι απάντησε ο βλάξ ο υπουργός; “Μα γι’ αυτό σας έκανα την πισίνα, για να βουτάτε μέσα και να δροσίζεστε”. Ο Κον-Μπεντίτ ανταπάντησε: “Αυτός είναι ο αληθινός φασισμός”. Αμέσως έγινε ήρωας.

Είναι μια μικρή ιστορία ενδεικτική του πνεύματος που κυριάρχησε στον Μάη. Που είχε για ουσία την προσωπική ένταξη, χωρίς δεσμεύσεις από κόμματα, γκρουπούσκουλα ή ομάδες, το θάρρος της προσωπικής ύπαρξης και την πίστη στο ταλέντο και τη δύναμη του καθενός ξεχωριστά, ώστε όλοι μαζί τελικά να κάνουμε ό,τι είχαμε να κάνουμε.

Συγχρόνως έρχονται πληροφορίες ότι αρχίζει ένα κίνημα στη Γερμανία με τον Ρούντι Ντούτσκε, στην Αγγλία με τον Τάρικ Αλί, στο Μπέρκλεϊ της Αμερικής. Το πράγμα είναι καυτό. Στις 22 Μαρτίου 1968 με πρόταση του Κον-Μπεντίτ και με τους Σιτουασιονιστές να βάζουν το δάχτυλό τους, συγκροτήθηκαν τα γκρουπούσκουλα για να πάρουν μια σοβαρή απόφαση: αντί να τσακωνόμαστε μεταξύ μας για τις αποχρώσεις των ιδεολογιών, ας τις βάλουμε στην άκρη, ας τις διαμορφώσουμε αφού πετύχει η επανάσταση, ας βάλουμε μπροστά την πράξη. Συμφωνούμε πχ να κάνουμε μια διαδήλωση; Πάμε όλοι μαζί ξεχνώντας τις επιμέρους ιδεολογίες. Αυτό ήταν το σημείο πραγματικής ανατροπής και στη ρίζα του βρίσκεις τον Κορνήλιο Καστοριάδη.

Το κίνημα άρχισε να κάνει δράσεις είτε για την απόπειρα δολοφονίας του Ντούτσκε, είτε για τη σύλληψη του Αλί, με αποκορύφωμα ένα περιστατικό που αφορούσε τους κινηματογραφιστές. Ο Γάλλος υπουργός Πολιτισμού, Αντρέ Μαλώ, για κάποιους τυπικούς λόγους απέλυσε τον Ανρί Λανγκλουά, τον δημιουργό της Ταινιοθήκης της Γαλλίας. Έγινε μεγάλο μπαμ.

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΓΑΛΛΙΑ! ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ!

Στις 2 Μαΐου ο Κλοντ Μιλέρ, βοηθός σκηνοθέτης στην ταινία “Η Συμμορία του Μπονό” ήθελε να υποδυθώ έναν από τους τρεις χωροφύλακες που σκοτώνουν τον Μπονό, με την παράκληση, επειδή ήμουν αγριοχίπαρος, να κουρευτώ. Έβριζα αλλά τι να κάνω, έπρεπε να βγει το μεροκάματο. Καθώς με κούρευε η τότε γυναίκα μου, διότι δεν είχα λεφτά ούτε για κουρέα, είδα ξαφνικά στην τηλεόραση τον πρύτανη της Ναντέρ σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων να λέει: “δεν πήγαινε άλλο, έφερα την αστυνομία, αναστέλλονται τα μαθήματα, η Ναντέρ θα μείνει κλειστή”. “Μαλάκα, την πάτησες!” είπα μόνος μου και μούντζωσα στην τηλεόραση.

Πήγα κατευθείαν στο Σεν Κλοντ. Τους βρήκα όλους εκεί. “Παιδιά πήρατε χαμπάρι τι έγινε;” τους είπα. “Τι να πάρουμε χαμπάρι;” ρώτησαν. Παρεμπιπτόντως η σκηνή με τους Έλληνες στο Σεν Κλοντ και τις μάχες έξω περιγράφεται παραλλαγμένη στην ταινία “Λιμουζίνα” του Παναγιωτόπουλου. “Αύριο θα γίνει επανάσταση” είπα. “Ποιοι θα την κάνουν ρε Φέρρη, οι φοιτητές;” λέγανε ειρωνικά. “Ναι, οι φοιτητές”, λέω. “Μα το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι πώς θα γαμήσουν”, επέμειναν. Έτσι όπως ήταν σκυμμένος σε ένα βιβλίο ο Στέλιος Ράμφος, σήκωσε το κεφάλι και είπε: “Λίγο το ‘χεις;”

Την επομένη πήγα στο γύρισμα, σκότωσα τον Μπονό, πήρα το μετρό και γύρισα στο Καρτιέ Λατέν. Ήμουν βέβαιος ότι θα γινόταν της κακομοίρας. Βρέθηκα απέναντι από το Σεν Κλοντ, στη μεριά του Απολινέρ, μπροστά σε ένα πλήθος φοιτητών που κατατρόπωνε τους πάνοπλους αστυνομικούς κρατώντας για ασπίδες τα καπάκια των κάδων σκουπιδιών. Επικεφαλής ήταν ο Τομπάιας Ένγκελ, ο φίλος με τον οποίο περάσαμε τρεις μήνες στη Σκύρο, ήταν πρωταγωνιστής της ταινίας “Φαντάζεσαι τον Ροβινσώνα” που γύρισε ο Πολέ για να με βοηθήσει να το σκάσω από την Ελλάδα. Πίσω από τα τζάμια του Σεν Κλοντ οι Έλληνες παρακολουθούσαμε με γουρλωμένα μάτια τα τεκταινόμενα.

Σε μια πολύ μεγάλη περιοχή ήταν όλα κατεστραμμένα: Ξηλωμένο πλακόστρωτο, πεσμένα φανάρια, σπασμένες τζαμαρίες. Και μέσα στην καταστροφή να κλέβει την παράσταση ένας κλοσάρ. Κρατούσε ευτυχισμένος ένα μπουκάλι κρασί και εκφωνούσε λόγο στη μέση του δρόμου: “C’est ça la France! C’est ça l’ apocalypse!” Ήταν φανερό ότι είχε ανάψει η σπίθα.

Οι Έλληνες χαρήκαμε πολύ καταλαβαίνοντας ότι κάτι κουνιέται. Ορισμένοι όμως φοβήθηκαν. Δηλαδή μετά τις 15 που μάθαμε ότι ο Ντε Γκωλ θα έφερνε τα τανκς σε περίπτωση ανάγκης, ο Διονύσης Σαββόπουλος είπε: “παιδιά όταν ακούω για τανκς φοβάμαι πολύ, προκειμένου να τα ζήσω σε ξένο τόπο, προτιμώ να πάω στην πατρίδα και να τα ζήσω εκεί”. Είναι απόλυτα ανθρώπινο. Τελικά ελάχιστοι έμειναν αμέτοχοι. Ίσως να ήταν οι τρεις των Aphrodite’s Child που μόλις είχαν φτάσει στο Παρίσι. Βαγγέλης Παπαθανασίου, Λουκάς Σιδεράς και Ντέμης Ρούσσος ήταν άφραγκοι και κλείστηκαν πανικόβλητοι στο ξενοδοχείο, φοβήθηκαν βλέποντας τα αυτοκίνητα να αναποδογυρίζουν, να γίνονται οδοφράγματα.

Ενώ είχαν αρχίσει και οι απεργίες στους μουσικούς των εταιριών, έμαθε η Philips Γαλλίας ότι η δισκογραφική των Four Tops ετοίμαζε μια διασκευή στο Κανόνα του Γιόχαν Πάχελμπελ. Αποφάσισαν να βγάλουν πρώτοι μια ποπ διασκευή. Έλα μου όμως που δεν έβρισκαν μουσικούς. Ώσπου κάποιος θυμήθηκε ότι ήταν στο Παρίσι “αυτοί από την Ελλάδα”. Πήγαν λοιπόν στο στούντιο οι Aphrodite’s Child, τους έδωσαν τους στίχους του Boris Bergman και τους είπαν: “ηχογραφήστε”. Και ηχογράφησαν το “Rain and Tears”.

Ο “ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΣ” ΤΟΥ ΓΑΛΛΙΚΟΥ ΜΑΗ

Η εποχή είχε έναν περίεργο ηλεκτρισμό. Κάτι γινόταν στις δονήσεις του κόσμου, του αέρα, των ήχων, των πάντων. Έβγαινες στο δρόμο και σ’ έπιανε μια συγκίνηση, αγαπούσες όλο τον κόσμο. Ερχόταν κάποιος, ζητούσε ένα τικέτο του μετρό και του έδινες δύο. Περνούσε ένας κλοσάρ και του έδινες ένα μπουκάλι κρασί γιατί ήξερες ότι αυτό έψαχνε. Έβλεπες έναν άγνωστο να ζωγραφίζει το πεζοδρόμιο και καθόσουν δίπλα του να ζωγραφίσεις. Δεν εξηγείται με επιστημονικό τρόπο αυτή η δόνηση. Όσοι το έζησαν, θα σου ορκιστούν ότι όντως υπήρξε. Γι’ αυτό και οι πληροφορίες για τα sit-ins στην Αμερική, των hippies που μετά έγιναν yippies, Άμπι Χόφμαν, Τζέρι Ρούμπιν κλπ, έφταναν γρήγορα στην Ευρώπη. Σαν πλημμύρα ήταν και οι μουσικές, κάθε εβδομάδα έβγαιναν αριστουργήματα. Φυσικά έπαιξε ρόλο και η μαστούρα. Να λέμε τα πράγματα με το όνομα τους. Είχε διαδοθεί το χασίς, είχε χαλαρώσει λίγο το κυνηγητό της αστυνομίας και επιπλέον είχε βγει στη φόρα το LSD. Όλα αυτά μαζί με κάτι ινδικές θεωρίες, δημιούργησαν μια κατάσταση στον καθένα ξεχωριστά. Ήμασταν χιλιάδες ατομικότητες που εκφραζόμασταν ομαδικά. Αυτό είναι το μεγαλείο του Μάη.

Η πτώση της Σορβόνης. Τα CRS (ΜΑΤ) ως… καρυάτιδες! Κώστας Φέρρης


Όλο αυτό αφορά και τους αστυνομικούς. Οι συγκρούσεις που είδα με τα μάτια μου μέχρι τις 20 Μαΐου θα έπρεπε να έχουν τουλάχιστον 200-300 νεκρούς. Δεν είχαν ούτε έναν. Οι φοιτητές πετούσαν τις πέτρες λίγο λοξά για να μη χτυπήσει τον αστυνομικό στο κεφάλι, γιατί θα μπορούσε να είναι ο μπαμπάς τους. Οι αστυνομικοί πετούσαν τα δακρυγόνα πλάγια μην τυχόν και χτυπήσουν κάποιον που θα μπορούσε να είναι παιδί τους.

Από τις 3 Μαΐου κάθε μέρα γίνονταν διαδηλώσεις. Το πρώτο σύνθημα ήταν: “Ελευθερώστε τους συντρόφους μας”, όσους είχαν συλλάβει την πρώτη μέρα στη Σορβόννη. Γίνονταν και happenings, πολύ χαριτωμένα. Θέλαμε, ας πούμε, να περάσουμε στην Αριστερή Όχθη, που ήταν της αριστοκρατίας – το Καρτιέ Λατέν ήταν λίγο του φοιτηταριού. Μαζευτήκαμε στη γέφυρα Πον Νεφ. Ήταν όμως κλειστή από αστυνομικούς-αστακούς. Ο σκοπός και των μεν και των δε υποτίθεται ότι ήταν η σύγκρουση. Ξαφνικά οι διαδηλωτές αποφασίσαμε να πάμε προς τα πίσω και έβλεπες 30 χιλιάδες ανθρώπους να βηματίζουν συντονισμένα προς την άλλη γέφυρα που ήταν αφύλαχτη για να ξεχυθούμε στο Σαν Ελιζέ.

Το κίνημα που ξεκίνησε με την καταγγελία της κοινωνίας του θεάματος, υπήρξε το πιο εκρηκτικά θεαματικό κίνημα. Δεν γινόταν τίποτα χωρίς το στοιχείο της αναπαραστατικής μυθοπλασίας, και μάλιστα βιωμένης εκείνη τη στιγμή.

Την Παρασκευή 10 Μαΐου που θα γινόταν η μεγάλη σύγκρουση, τη νύχτα των οδοφραγμάτων, η Σορβόννη ήταν κατειλημμένη από την αστυνομία. Οι φοιτητές όρισαν ένα δικό τους λόχο. Κρατιούνταν χέρι-χέρι για να προφυλάξουν τους αστυνομικούς από τυχόν προβοκάτορες. Ένας νεαρός φώναζε στους αστυνομικούς: “Πατέρα σε βλέπω, είσαι εκεί, ανάμεσά τους, είμαι ο γιος σου, θα πετάξεις δακρυγόνα πάνω μου;” Απέναντι ένας ηλικιωμένος αστυνομικός να κλαίει με λυγμούς.

Με τα μάτια μου έχω δει ιδιοκτήτη αυτοκινήτου να φωνάζει: “Δικό μου είναι, δεν πειράζει, πάρτε το, χαλάλι σας”. Φτιάχτηκαν περισσότερα από 500 οδοφράγματα.

Στη μεγάλη διαδήλωση της Παρασκευής ξεκινήσαμε με το σύνθημα “Ελευθερώστε τους συντρόφους μας” και γρήγορα μετατράπηκε σε “Να ελευθερώσουμε τους συντρόφους μας”. Ο ίδιος ο λόγος από τη μια μέρα στην άλλη αποκτούσε επαναστατική διάσταση. Ήταν μέρα ακόμη, περάσαμε έξω από τις φυλακές και από τα κάγκελα είδαμε τις γροθιές των συντρόφων μας και άλλων έγκλειστων. Έγινε χαμός. Η πορεία κατευθύνθηκε στη Σορβόνη. Φτάσαμε εκεί 100 χιλιάδες άνθρωποι. Θα περίμενε κανείς ότι θα τραγουδούσαμε όλοι μαζί τη Διεθνή -είχε κυκλοφορήσει μέχρι και φυλλάδιο με τους στίχους- και θα τελείωνε η διαδήλωση. Είχαν αρχίσει όμως να συρρέουν κι άλλα γκρουπούσκουλα που στην αρχή απείχαν. Τότε μπήκε η ιδέα στους Σιτουασιονιστές να χτίσουν οδοφράγματα.

Με τα μάτια μου έχω δει ιδιοκτήτη αυτοκινήτου να φωνάζει: “Δικό μου είναι, δεν πειράζει, πάρτε το, χαλάλι σας”. Φτιάχτηκαν περισσότερα από 500 οδοφράγματα. Σαν γλέντι ήταν. Έρχονταν οι καθηγητές της Σορβόννης, κάθονταν στο πεζοδρόμιο, συζητούσαν με τους φοιτητές, τους έλεγαν να μη νομίζουν ότι η Γαλλική Επανάσταση είχε ξεκινήσει με περισσότερα εφόδια, τους έδιναν θάρρος. Άλλοι ήταν με κιθάρες και τραγουδούσαν. Και οι ομάδες να φτιάχνουν τα οδοφράγματά τους.

"Αλυσίδα" σε πορεία Κώστας Φέρρης


Ήμασταν σε αλυσίδες και περνούσαμε χέρι με χέρι πέτρες. Μου λέει η κοπέλα δίπλα μου: “Μη μου δίνεις τόσο γρήγορα τις πέτρες, θα μου πέσουν”. Μη μιλάς ελληνικά, της λέω, θα μας διώξουν. Οι φοιτητές είχαν μάθει ότι όταν συλλαμβάνονταν Ισπανοί, στέλνονταν κατευθείαν στον Φράνκο, οι Πορτογάλους στον Σαλαζάρ, οπότε οι Έλληνες θα στέλνονταν στη Χούντα. Υπήρχε γραμμή: μην αφήσετε στις πρώτες γραμμές Ισπανούς, Πορτογάλους κι Έλληνες.

Κάποια στιγμή κατάλαβε η κυβέρνηση ότι έπρεπε να βρεθεί μια λύση. Μέσω του Ράδιο Λουξεμβούργο έγινε η συζήτηση μεταξύ υπουργού Εσωτερικών και Κον-Μπεντίτ. Όλοι ακούγαμε από τα τρανζίστορ. Είπε ο υπουργός: “Κύριε Κον-Μπεντίτ μη μας αναγκάσετε να χρησιμοποιήσουμε βία, διαλυθείτε ησύχως, πείτε μας τα αιτήματα σας και θα δούμε τι μπορεί να γίνει”. Απάντησε ο Κον-Μπεντίτ: “Κύριε υπουργέ το πρώτο μας αίτημα είναι να απελευθερώσετε αυτή τη στιγμή τους φυλακισμένους συναδέλφους μας”. Ανταπάντησε ο υπουργός: “Δέχομαι την πρότασή σας, υπόσχομαι ότι από αύριο θα κάνω ό,τι μπορώ”. “Όχι κύριε”, επέμεινε ο Κον-Μπεντίτ, “δεν εμπιστευόμαστε καμία υπόσχεση”. Ο κόσμος άρχισε να φωνάζει: “Ελευθερώστε τους συντρόφους μας”. Συνέχισε ο Κον-Μπεντίτ: “Κύριε υπουργέ ακούσατε, δεν γίνεται να φύγουμε τώρα”. Τότε επήλθε η ρήξη. Ήταν πια σίγουρη η επίθεση της αστυνομίας. Άρχισαν να μαζεύονται τα γαλλικά ΜΑΤ. Οι ίδιοι οι αστυνομικοί έλεγαν στους φοιτητές που τους προστάτευαν από τους προβοκάτορες: “Φύγετε από κοντά μας, σε λίγο θα σας χτυπήσουμε, απομακρυνθείτε”.

ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ

Η κάθε ομάδα ήθελε να βάλει τη σφραγίδα της στο οδόφραγμά της. Θυμάμαι έναν αναρχικό να λέει: “Εγώ θα το φτιάξω μόνος μου”. Όντως το έκανε πολύ ψηλό, με πέτρες, αλλά επειδή κάτι δεν του άρεσε αισθητικά, μάζεψε μια πεταμένη ραπτομηχανή, την έβαλε ανάποδα στην κορυφή, ανέβηκε με το κορίτσι του και φωτογραφήθηκαν. Ένας αναρχικός με ένα οδόφραγμα-έργο τέχνης που πήγαζε από τον σουρεαλισμό.

AP PHOTO


Η επίθεση ήταν δύσκολη για τα ΜΑΤ. Ήμασταν καλά δασκαλεμένοι. Όσο κι αν φαίνεται περίεργο, είχαμε περίπλοκο στρατηγικό σχέδιο. Εγώ, για παράδειγμα, πήγα με ένα κορίτσι κι έναν Γάλλο αναρχικό να εποπτεύσουμε ένα συγκεκριμένο στενό. Βρήκαμε ένα μεγάλο σωλήνα πεταμένο σε μια αυλή. Τον κουβαλήσαμε και τον βάλαμε στη μέση του δρόμου. Πάνω που πήγαμε να φύγουμε, ήρθε το καμιόνι με τα ΜΑΤ, μπήκαν στο στενό αλλά έπεσαν στο οδόφραγμα. Ευτυχώς ξαναμπήκαν στο αυτοκίνητο και, αγριοκοιτώντας μας, οπισθοχώρησαν.

Από τα σπίτια ο κόσμος πετούσε νερό για να σβήσει τα δακρυγόνα, οι φοιτητές πετούσαν πέτρες, φωτιές και θρύψαλλα παντού τριγύρω, αλλά όπως λέει στην ταινία “Το Βάθος Τ’ Ουρανού Είναι Κόκκινο” του Κρις Μαρκέρ, το φανάρι έμεινε αδέκαστο να αναβοσβήνει πράσινο, κίτρινο, κόκκινο, κόκκινο, κίτρινο, πράσινο. Τέλος πάντων κάποια στιγμή πήγαμε στα σπίτια μας.

AP PHOTO

AP PHOTO

AP PHOTO

AP PHOTO


Η ανατροπή είχε ήδη γίνει. Ευαισθητοποιήθηκε η κοινή γνώμη, ακόμη και οι μικροαστοί. Κανείς δεν έλεγε: “Γιατί κάνουν οδοφράγματα οι φοιτητές”. Όλοι έλεγαν: “Γιατί να τους χτυπήσει τόσο άσχημα η αστυνομία”. Ο Ντε Γκωλ αποφάσισε να ανοίξει τα πανεπιστήμια και να ελευθερώσει τους κρατούμενους φοιτητές. Αυτό έγινε το Σάββατο. Την Κυριακή 12 Μαΐου έγινε το μεγάλο πανηγύρι. Μαζεύτηκαν μέχρι και τουρίστες για να δουν από κοντά τον τόπο του δράματος. Υπήρχαν φοιτητές που τους ξεναγούσαν: εδώ στάθηκε ο Γκοντάρ με τη μηχανή του και μπήκε τελικά στην αλυσίδα για να μεταφέρει πέτρες. Εδώ κύριοι έβγαλε λόγο ο Κον-Μπεντίτ. Κανονική ξενάγηση! Μουσικοί με λατέρνες, μέχρι και αρκουδιάρης με την αρκούδα του ήταν εκεί! Ένας Ιερώνυμος Μπος μέσα στο Καρτιέ Λατέν. Τότε κατέβηκαν ο Σαρτρ και άλλοι καθηγητές και έκαναν το γνωστό διάλογο με τους φοιτητές μπροστά στη Σορβόννη.

O Γκοντάρ με την κάμερα του στις διαδηλώσεις του Μάη του ΄68 Κώστας Φέρρης

Τη Δευτέρα 13 Μαΐου κηρύχθηκε γενική απεργία. Κατά τους μετριότερους υπολογισμούς το μεγάλο συλλαλητήριο είχε 1 εκατομμύριο κόσμο. Δίπλα μου είχα τον Πολέ, τον σκηνοθέτη, που είχε ζήσει τα Ιουλιανά και είχε μείνει άναυδος. Όντας παιδί μεγαλοαστικής οικογένειας, ήταν απολίτικος. “Αυτό στη Γαλλία δεν θα το δεις ποτέ”, μου είχε πει τότε συγκινημένος. Τελικά του δόθηκε η θεία χάρη να το δει στην πατρίδα του τρία χρόνια αργότερα. Με κοιτούσε βαθιά συγκινημένος.

Σε αυτή την κολοσσιαία διαδήλωση υπήρχε η ομάδα των Ελλήνων. Πίσω μας ήταν οι Γάλλοι κινηματογραφιστές. Εμείς τους χαμογελούσαμε, αυτοί μας πετούσαν λουλούδια. Αγάπη και αλληλεγγύη. Το σύνθημα που ερχόταν από την κεφαλή ήταν: “Ντε Γκωλ, Φράνκο, Σαλαζάρ”. Φτάνει σε εμάς, περνάει πίσω στους Γάλλους και τους ακούμε να λένε: “Ντε Γκωλ, Φράνκο, Σαλαζάρ, Πατακός”. Τους κοιτάξαμε ξαφνιασμένοι. “Τι κοιτάτε; Από εμάς περιμένετε;” φώναξαν.

Στην κατειλημμένη Σορβόνη γίνονταν πολιτιστικές εκδηλώσεις. Ήρθε μέχρι και μια οικογένεια που έκανε επίδειξη ορισμένων μοντέρνων μουσικών οργάνων που είχε κατασκευάσει. Έμπαινες μέσα και υπήρχε μια ταμπέλα που έλεγε: “Χαφιέ, πρόσεξε το σκαλοπάτι”. Το χιούμορ άρχιζε από την είσοδο. Ένα τεράστιο πανό έλεγε: “Εδώ η φαντασία κατέλαβε την εξουσία”. Αυτή ήταν η βασική ιδέα που ξεκινούσε από τον Καστοριάδη, να δημιουργηθεί στον κάθε άνθρωπο η πεποίθηση να δουλέψει με τη φαντασία του. Υπήρχε ένα ταμπλό που έλεγε: “Στο μεγάλο αμφιθέατρο γίνεται μια συνέλευση για τη γαλλική λογοτεχνία”. “Στο δεύτερο αμφιθέατρο γίνεται συνάντηση των μελών του φιλεκπαιδευτικού συλλόγου τάδε”. “Στο τρίτο αμφιθέατρο γίνεται συναυλία από τους δείνα”. “Είναι άδεια τα εξής αμφιθέατρα, διάλεξε όποιο θέλεις, πες μας το θέμα σου για να στείλουμε κόσμο”. Έκανες ό,τι ήθελες.

Κάποια στιγμή είπε ένας: “Παιδιά δίπλα μας είναι το Οντεόν (το μεγάλο θέατρο του Παρισιού), δεν πάμε να το καταλάβουμε;” Και πήγαμε. Γέμισε και γίνονταν συζητήσεις επί εικοσιτετραώρου βάσεως. Μπουκάραμε στα καμαρίνια, πήραμε τα κοστούμια των παραστάσεων, από Μολιέρο μέχρι Σέξπιρ, τα κοντάρια, τις ασπίδες και βγήκαμε στο δρόμο υποδυόμενοι ρόλους. Μια εκρηκτική απάντηση στην κοινωνία του θεάματος με ένα υπερθέαμα και μάλιστα βιωμένο, όχι αναπαράσταση. Μέχρι και στο χρηματιστήριο έγινε κατάληψη. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι άρχισαν οι καταλήψεις στα εργοστάσια.

Στη Σορβόννη είχαμε μοιραστεί τα γκρουπούσκουλα. Η δικιά μου αίθουσα ήταν των αναρχικών, στην οποία ερχόταν ο Γκοντάρ και ο Κον-Μπεντίτ. Εκεί ήμουν με έναν Ισπανό ονόματι Κάρλος, που ακόμη και σήμερα δεν ξέρω ποιος ήταν. Έγινε μια σύσκεψη για να αντιμετωπίσουμε το θέμα της τηλεόρασης. Ακόμη και το ραδιόφωνο απεργούσε, η τηλεόραση όμως συνέχιζε. Έπρεπε να τους κινητοποιήσουμε. Ο Γκοντάρ πρότεινε την επιχείρηση “Τα Τείχη της Ιεριχούς”, να ρίξουμε τα “τείχη” με σάλπιγγες, να περπατάμε δηλαδή γύρω από τα κτίρια της τηλεόρασης και να τραγουδάμε επαναστατικά τραγούδια. Το κάναμε! Αισθάνθηκαν τόσο αμήχανα όσοι δούλευαν, που κατέβασαν ρολά, μπήκαν στην απεργία. Δηλαδή η ιδέα του Γκοντάρ πέτυχε!

Η ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΠΕΡΙΠΤΕΡΟΥ

Σε μια συνέλευση των Ελλήνων στην κατειλημμένη Σορβόνη με σκοπό να δούμε πώς θα εκδηλώσουμε την αντίθεσή μας στη Χούντα, γέμισε το αμφιθέατρο. Ένας έλεγε να κάνουμε μια διαμαρτυρία, άλλος να κάνουμε μια ειρηνική διαδήλωση, διάφορες μετριοπαθείς προτάσεις. Ώσπου πετάχτηκε έξαλλος ο Νίκος Παπατάκης, ο σκηνοθέτης, και είπε: “Όλα αυτά είναι σαχλαμάρες, να κάνουμε κατάληψη”. Λέει κάποιος: “Εντάξει, να καταλάβουμε την ελληνική εκκλησία του Αγ.Στεφάνου”. Ο Παπατάκης ήταν παιδί του σουρεαλισμού, είχε μια αντικληρική μανία. “Γιατί να κάνουμε κατάληψη στην εκκλησία; Τι θα κερδίσουμε;” έλεγε. Η συζήτηση φούντωνε. Κάποια στιγμή ήρθαν κρυφά, για να μην εκτεθούν, ο Χριστόδουλος Χάλαρης και ο ο Γιάννης Κακουλίδης και μου είπαν: “Υπάρχει τρόπος να γίνει κατάληψη στο Ελληνικό Περίπτερο της Cité Universitaire”. Ενθουσιάστηκα και πήρα το λόγο: “Αυτή τη στιγμή προτείνω να κάνουμε κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου”. Άρπαξα τον Γιώργο Κατακουζηνό, βγήκαμε από την αίθουσα και πήγαμε στην αίθουσα των αναρχικών. Εκεί βρήκα τον φίλο μου τον Κάρλος και του είπα ότι οι “ρεφορμιστές” -έτσι τους λέγαμε τότε- δεν ήθελαν την κατάληψη. Μπήκαμε ξανά στην αίθουσα και ανακοινώσαμε ότι ο σύντροφος Κάρλος από την Ισπανία ήθελε το λόγο. “Σύντροφοι, το Ισπανικό Περίπτερο κατελήφθη, το Ιταλικό κατελήφθη, το Βραζιλιάνικο κατελήφθη, εσείς τι περιμένετε; Το Ισπανικό έχει ανοιχτές τις πόρτες του για να σας εξηγήσει τη στρατηγική της κατάληψης. Θα σας δώσουν ασπίδες και κοντάρια”, είπε. “Κόκκινη σημαία έχουν;” ρώτησε ένας. “Βεβαίως!” απάντησε. “Μαύρη έχουν;” ρώτησα εγώ. “Βεβαίως υπάρχει και μαύρη”.

Κλείσαμε την πόρτα για να μη φύγει κάποιος και πάει στην αστυνομία. Αν θυμάμαι καλά ήμασταν 152 άτομα. Πήγαμε στους Ισπανούς, μας τάισαν, μας εξόπλισαν, μας εξήγησαν το κόλπο: στην κατάληψη για να προλάβεις τους χαφιέδες πρέπει πρώτα να κόψεις τα καλώδια του τηλεφώνου, μετά να ανοίξεις την πόρτα, να ειδοποιήσεις τους κατοίκους ώστε να μην τρομάξουν κλπ. Πριν ξημερώσει, στη λεγόμενη γαλάζια ώρα, ξεκινήσαμε.

Κάποιος με ρώτησε τι ήταν αυτό που μας έκανε να απλωθούμε σε ευθεία γραμμή, και όχι σαν “στρατός”. Απλώς θέλαμε όλοι να είμαστε στην πρώτη γραμμή. Πήρε ο Κούνδουρος την κόκκινη σημαία, πήρα εγώ τη μαύρη. Ίσα που ακούγονταν μερικά πουλάκια εκείνη την ώρα, πριν ξημερώσει, και το θρόισμα πάνω στο χορτάρι. Ήταν συγκλονιστικά. Κάποια στιγμή έφυγαν μπροστά οι ανιχνευτές για να κόψουν το καλώδιο, να σπάσουν την πόρτα, να ανοίξουν τα παράθυρα κλπ. Η πόρτα όμως ήταν ανοιχτή. Μπήκαμε σαν κύριοι. Έτσι έγινε η κατάληψη του Ελληνικού Περιπτέρου στη Διεθνή Πανεπιστημιούπολη του Παρισιού, στις 20 Μαΐου αν θυμάμαι καλά. Ναι, την άλλη μέρα γιόρταζα. Κράτησε μέχρι τον Ιούλιο, περισσότερο από κάθε άλλη στη Γαλλία. Όταν εγκατέλειψαν την κατάληψη και οι τελευταίοι, δεν είχε μείνει καμία άλλη.

Καταλάβαμε ότι το πράγμα πήγαινε για ξεφούσκωμα όταν ο Ντε Γκωλ εξασφάλισε τα τανκς. Όλοι περίμεναν ότι θα γινόταν στρατιωτική επέμβαση. Συνεχίζουμε την επανάσταση ή δεν τη συνεχίζουμε; Αυτή ήταν πια η προβληματική. Ήμουν σίγουρος ότι σε περίπτωση σύγκρουσης θα ήμασταν ηττημένοι με κλειστά μάτια. Είχε κινητοποιηθεί πια και η αστική τάξη. Είχαν κατέβει στη μεγάλη αντιδιαδήλωση του Ντε Γκωλ, στις 30 Μαϊου, περίπου ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Ήταν χαμένο το παιχνίδι.

Ο αγνός Μάης, που ήταν εκτός κομμάτων, τελείωσε όταν και τα κόμματα άρχισαν να διεκδικούν εκλογές. Τη χαριστική βολή έδωσε ένα άρθρο στη Monde που είχε τον προβοκατόρικο τίτλο “Μεθυσμένο Καράβι” και έλεγε ότι η Σορβόννη είχε παρακμάσει. Έτσι πήρε το πράσινο φως η αστυνομία να εισβάλλει. Το μάθαμε ενώ συνέβαινε από το ραδιόφωνο. Βγήκαμε στους δρόμους και άρχισε η τελευταία μεγάλη σύγκρουση με την αστυνομία. Θυμάμαι σαν τώρα ένα κορίτσι να παθαίνει κρίση βλέποντας ένα προεκλογικό πλακάτ των Μιτεράν, Ντε Γκωλ κλπ, να το ρίχνει κάτω και να χοροπηδάει πάνω του φωνάζοντας: “Εμείς σκοτωνόμαστε κι αυτοί κάνουν εκλογές”.

Όταν μας περικύκλωσε η αστυνομία, χωθήκαμε σε πολυκατοικίες και βγήκαμε στις ταράτσες που γέμισαν από διαδηλωτές. Οι άνθρωποι στα μπαλκόνια παρακολουθούσε το κυνηγητό. Ώσπου ακούστηκε το σήμα του δελτίου ειδήσεων, μπήκαν στα σπίτια τους για να δουν τα ίδια γεγονότα που είχαν δει με τα μάτια τους, αφήνοντας, μάλιστα, ανοιχτές τις μπαλκονόπορτες για να δούμε κι εμείς τους εαυτούς μας, έστω από μακριά, στην τηλεόραση. Αυτή ήταν η στιγμή που η κοινωνία του θεάματος υιοθέτησε ακόμη και τον Μάη του ’68, κάνοντάς τον θέαμα.

Αλλά αυτό που είχε να κάνει ο Μάης, το έκανε. Αυτό που ήταν να πετύχει, το πέτυχε. Δεν ήθελε να πάρει καμιά εξουσία. Ήθελε για λίγες μέρες, δέκα-είκοσι-τριάντα-σαράντα, να εκφραστεί ελεύθερα. Και εκφράστηκε ελεύθερα. Και τα πάντα άλλαξαν. Και προπάντων ο εαυτός μας. Γι’ αυτό δεν υπήρχε καμία απογοήτευση όταν ξεφούσκωσε όλη αυτή η επαναστατική φαντασμαγορία. Ίσως μόνο πολύ λίγη…

Οι φωτογραφίες είναι μια ευγενική παραχώρηση του Κώστα Φέρρη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα