Ο James Wood. Dagens Nyheter

Ο ΤΖΕΙΜΣ ΓΟΥΝΤ ΤΟΥ NEW YORKER ΣΤΟ NEWS 24/7: “Η ΑΚΥΡΩΣΗ ΒΙΒΛΙΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΗΣΥΧΗΤΙΚΟ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ”

Ο κατά πολλούς εγκυρότερος εν ζωή κριτικός λογοτεχνίας στις ΗΠΑ, μίλησε στο Magazine για ζητήματα όπως είναι η παρεμβατικότητα των αναγνωστών ευαισθησίας στο εκδοτικό τοπίο, ενώ πήρε σαφή θέση και για το αν επιτρέπεται να αφήνουμε βιβλία που μας δυσκολεύουν στη μέση, ακόμη και αν αυτά θεωρούνται αριστουργήματα.

Εξέχουσα περίπτωση «gatekeeper critic», κριτικού δηλαδή λογοτεχνίας που με τις αποτιμήσεις του στο New Yorker μπορεί να ανοίξει διάπλατα ή να κλείσει ερμητικά τις πύλες της ευρείας αποδοχής ενός νέου βιβλίου από το κοινό, επηρεάζοντας ριζικά την εμπορική δυναμική και ενδεχομένως δραστικά το μέλλον ενός συγγραφέα (εφόσον πρόκειται για πρωτοεμφανιζόμενο), κατά πολλούς ο εγκυρότερος εν ζωή στις ΗΠΑ (άρα και στην υπόλοιπη δύση), ο Τζέημς Γουντ επισκέφτηκε πρόσφατα την Ελλάδα με αφορμή την επαυξημένη έκδοση στα ελληνικά του βιβλίου του «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» (εκδ. Αντίποδες, μτφρ. Κώστας Σπαθαράκης) που κυκλοφόρησε αρχικά το 2008 και, όπως σημειώνει ο ίδιος στον πρόλογο, χρησιμοποιείται σήμερα ως εγχειρίδιο σε πολλά μαθήματα δημιουργικής γραφής και λογοτεχνίας.

Ο ίδιος διδάσκει θεωρία λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, έχοντας κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα έξι βιβλία με δοκίμια και δύο μυθιστορήματα, ενώ από το 2007 είναι ο πιο προβεβλημένος και επιδραστικός κριτικός λογοτεχνίας του New Yorker, στη συντακτική ομάδα του οποίου εντάχθηκε μετά την επιτυχημένη θητεία του στον Guardian και το The New Republic.

Στο Magazine εξήγησε «γιατί η λογοτεχνία μας κάνει να παρατηρούμε καλύτερα τη ζωή», μίλησε για «καυτά» εσχάτως ζητήματα όπως είναι η παρεμβατικότητα των αναγνωστών ευαισθησίας στο σύγχρονο εκδοτικό τοπίο και οι αλλαγές για λόγους πολιτικής ορθότητας στις νέες εκδόσεις κλασικών μυθιστορημάτων, ενώ δεν παρέλειψε να πάρει θέση και για το πόσο μεγάλη προσπάθεια πρέπει να καταβάλλει ο αναγνώστης με ένα λογοτεχνικό έργο που δεν του αρέσει, ακόμη κι αν χαίρει μεγάλης κριτικής αποδοχής. Κοινώς, επιτρέπεται να αφήνουμε βιβλία στη μέση;

Ποια είναι κατά τη γνώμη σας η μεγαλύτερη παρεξήγηση ή, αν προτιμάτε, παρανόηση γύρω από το ρόλο ενός κριτικού λογοτεχνίας;
Νομίζω ότι η μεγαλύτερη παρανόηση είναι ότι ο κριτικός δεν κάνει τίποτα παραπάνω από το να επισημαίνει σφάλματα. Αλλά και το ότι λογίζεται ως αναπηρία να μιλάς διαρκώς για κάτι αλλά να μην μπορείς να το κάνεις ο ίδιος. Κατά τη γνώμη μου δεν ισχύει. Εντάξει, δεν είναι προφανώς άσχημο να μπορείς κιόλας να είσαι λογοτέχνης, αλλά δεν είναι απαραίτητο για να είσαι κριτικός λογοτεχνίας. Το λέω αυτό γιατί συχνά συναντώ μυθιστοριογράφους που δεν μπορούν να μιλήσουν και τόσο καλά για τη δουλειά τους, ούτε να την εξετάσουν σε σχέση με τους αιώνες μυθοπλαστικής παράδοσης που έχουν προηγηθεί. Είναι χρήσιμο να υπάρχουν άνθρωποι που μπορούν να μιλάνε για τέτοια πράγματα. Όσους εξ αυτών το κάνουν χωρίς να δημιουργούν οι ίδιοι δεν πρέπει να τους αντιμετωπίζουμε ως ακρωτηριασμένες προσωπικότητες.

Ας το συγκεκριμενοποιήσουμε όσον αφορά εσάς που θεωρείστε ο εγκυρότερος εν ζωή κριτικός λογοτεχνίας στις ΗΠΑ
Θεωρώ ότι πρέπει να κάνω δύο πράγματα εφόσον γράφω για ένα περιοδικό με τόσο μεγάλο αναγνωστικό κοινό. Αφενός να συστήνω συγγραφείς που κατά πλειοψηφία οι αναγνώστες δεν γνωρίζουν. Εννοώ συγγραφείς απ’ όλο τον κόσμο. Πρέπει δηλαδή να σπάω τα όρια του αμερικανικού επαρχιωτισμού, να θυμίζω στους αναγνώστες ότι υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος πέρα από την αμερικανική μυθοπλασία, πέρα από την αγγλική γλώσσα.

Αφετέρου πρέπει να κρατάω ζωντανή την κλασική λογοτεχνία μέσα από μία διαρκή επανερμηνεία της. Δεν με ενδιαφέρει να λέω απλώς: Αυτό το βιβλίο είναι σπουδαίο, πρέπει να το διαβάσετε. Προτιμώ το εξής: Ως κριτικός θα σας δείξω τους τρόπους με τους οποίους τα αριστουργήματα του παρελθόντος παραμένουν ολοζώντανα σήμερα, εμποτίζοντας τη σύγχρονη μυθοπλασία. Εν τέλει η καλή λογοτεχνία, παλιά και νέα, αποτελεί ένα συνεχές.

Καθώς μεγαλώνετε γίνεστε λιγότερο αυστηρός ως κριτικός;
Οπωσδήποτε!

Έχει να κάνει με το ότι είστε και ο ίδιος συγγραφέας δύο μυθιστορημάτων;
Εν μέρει ναι. Επίσης μεγαλώνοντας γίνεσαι σοφότερος. Κομμάτι αυτής της σοφίας είναι η συνειδητοποίηση ότι προφανώς για πάντα θα υπάρχουν τριγύρω μεγάλες ποσότητες δευτεροκλασάτων, κακών βιβλίο. Θέλω όμως εγώ να περάσω τη ζωή μου τρέχοντας σε αγώνα δρόμου με αυτό το κακό γράψιμο; Ναι, θα μπορούσα να ξοδέψω έτσι τα επόμενα τριάντα χρόνια της ζωής μου. Μέχρι τελικά να πεθάνω, οπότε το κακό γράψιμο θα κερδίσει τον αγώνα γιατί θα συνεχίσει να υπάρχει. Δεν βρίσκω πια το νόημα σε αυτό.

Προτιμάτε δηλαδή να γράφετε για βιβλία που σας αρέσουν.
Νομίζω πως ναι. Έχει να κάνει και με το κατά πόσο θέλεις να εκπαιδεύσεις τους αναγνώστες σου, να τους φέρεις σε επαφή με συγγραφείς που αξίζουν αλλά δεν είναι γνωστοί. Όπως έκανα, για να χρησιμοποιήσω δύο τρανταχτά παραδείγματα από το πρόσφατο παρελθόν, με την Έλενα Φεράντε και τον Καρλ Ούβε Κνάουσγκορντ. Είναι σημαντικό να μπολιάζεις ως κριτικός διαρκώς τον μάλλον περίκλειστο κόσμο της Αμερικής.

Ανέκαθεν υπήρχαν τεράστιες ανισότητες στις ΗΠΑ, όλοι το ξέρουμε αυτό. Δυστυχώς οι Αμερικανοί συγγραφείς δεν καταπιάστηκαν ποτέ με αυτό το ζήτημα στο μαζικό βαθμό που θα έπρεπε.

Το φετινό βραβείο Πούλιτζερ λογοτεχνίας απονεμήθηκε στην Μπάρμπαρα Κινγκσόλβερ για το βιβλίο της «Demon Copperhead» και στον Ερνάν Ντίαζ για το «Trust» («Παρακαταθήκη», μτφρ. Κάλλια Παπαδάκη, εκδ. Μεταίχμιο). Από τη μία έχουμε να κάνουμε με μια τρόπον τινά αναδιατύπωση του κλασικού έργου του Ντίκενς, «Ντέιβιντ Κόπερφιλντ», από την άλλη με μια ιστορία για τον πλούτο και την απάτη στην καπιταλιστική Νέα Υόρκη της δεκαετίας του 1920. Και τα δύο βιβλία καταπιάνονται με την έννοια των κοινωνικών τάξεων. Συνιστά λοιπόν η ταυτόχρονη βράβευση τους μια επίσημη αναγνώριση και επιβράβευση ενός λογοτεχνικού ρεύματος;
Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που επισημαίνετε. Όπως ξέρετε, η Αμερική είναι η τελευταία κοινωνία στον πλανήτη που αποδέχθηκε την έννοια των κοινωνικών τάξεων -παραμένει εχθρική στον βορειοευρωπαϊκό σοσιαλισμό, στα συνδικάτα κλπ- γιατί η χώρα ήθελε απελπισμένα να περάσει το μήνυμα ότι είμαστε όλοι το ίδιο γιατί όλοι κυνηγάμε το ίδιο πράγμα: το αμερικανικό όνειρο. Προφανώς αυτό δεν ισχύει. Ανέκαθεν υπήρχαν τεράστιες ανισότητες στις ΗΠΑ, όλοι το ξέρουμε αυτό. Δυστυχώς οι Αμερικανοί συγγραφείς δεν καταπιάστηκαν ποτέ με αυτό το ζήτημα στο μαζικό βαθμό που θα έπρεπε. Ίσως λοιπόν να έχετε δίκιο. Ίσως αυτές οι βραβεύσεις να επισημαίνουν ότι το ζήτημα των τάξεων είναι πια καίριο για την αμερικανική λογοτεχνία, απλώς έπρεπε να αναδειχθεί μέσα από ζητήματα όπως η μετανάστευση, η φυλή, η ταυτότητα, όλα αυτά για τα οποία γράφουν οι πάντες. Είναι σαν να έχει έρθει πια η επιφοίτηση στους Αμερικανούς συγγραφείς: «Μα ναι! Φυσικά! Όλα αυτά είναι διαφορετικοί τρόποι για να μιλήσεις για τις τάξεις!»

James Wood Dagens Nyheter


Πριν από μερικούς μήνες είχαμε και την πολυσυζητημένη απονομή του Νόμπελ στην Ανί Ερνό. Σας αρέσει η δουλειά της;
Ναι, πάρα πολύ. Κοιτάξτε, προσωπικά μου αρέσει να διαβάζω απομνημονεύματα και αυτοβιογραφίες. Είναι αλήθεια ότι πολλά τέτοια βιβλία, ειδικά στις ΗΠΑ, δεν πληρούν υψηλές λογοτεχνικές προδιαγραφές. Σε πολλά οι συγγραφείς μιλάνε απλώς για κάποιο τραύμα: Ο πατέρας μου ήταν κακοποιητικός, η μητέρα μου αυτοκτόνησε, ήμουν αλκοολικός, τέτοια πράγματα. Τέτοιου τύπου βιβλία που, ειδικά στην Αμερική, συνήθως καταλήγουν σε κάποιο λυτρωτικό φινάλε, δεν είναι λογοτεχνία. Η Ανί Ερνό όμως κάνει κάτι άλλο. Επίσης στη Γαλλία παραδοσιακά έχει ιδιαίτερη αξία η συγγραφή non-fiction βιβλίων, είτε πρόκειται για φιλοσοφίαε είτε για απομνημονεύματα. Θεωρώ ότι μόνο από μία χώρα σαν τη Γαλλία θα μπορούσε να βγει μία συγγραφέας σαν την Ανί Ερνό. Θεωρώ ότι το βιβλίο της «A man’s place» («Ο τόπος», (μτφρ. Ρίτα Κολαΐτη, εκδ. Μεταίχμιο) είναι εξαιρετικό. Το οποίο παρεμπιπτόντως πραγματεύεται το ζήτημα των τάξεων που λέγαμε πριν, δηλαδή το πώς είναι να γεννιέσαι σε μία φτωχή οικογένεια με ένα σχεδόν αναλφάβητο πατέρα και κατόπιν να γίνεσαι συγγραφέας και λόγια παραμένοντας όμως πιστή στις αρχές μέσα στις οποίες μεγάλωσες.

Αναφερθήκατε νωρίτερα στον Κνάουσγκορντ. Θα μπορέσει ποτέ ένας συγγραφέας που γνωρίζει εκκωφαντική, παγκόσμια επιτυχία και μάλιστα με ένα τόσο ιδιαίτερο έργο, να προχωρήσει και ενδεχομένως να ξεπεράσει -είτε εμπορικά είτε καλλιτεχνικά- τον εαυτό του;
Καλή ερώτηση. Δεν ξέρω. Όχι, δεν νομίζω ότι θα καταφέρει να κάνει κάτι άλλο εξίσου, πόσο μάλλον περισσότερο, σημαντικό. Από τότε έχει γράψει κι άλλα βιβλία αλλά δεν μπορούν να συγκριθούν. Το εξάτομο «My Struggle» («Ο αγών μου», μτφρ. Σωτήρης Σουλιώτης, εκδ. Καστανιώτη) ήταν το έργο της ζωής του. Έριξε ό,τι είχε και δεν είχε εκεί μέσα: auto fiction, αυτοβιογραφία, φιλοσοφία, θεολογία, κακό γράψιμο, καλό γράψιμο – ο ίδιος άλλωστε έχει πει για πλάκα ότι προσπάθησε να γράψει πολύ καλά τις είκοσι πρώτες σελίδες και οι υπόλοιπες είναι χάλια. Δεν ξέρω τι θα κάνει από δω και πέρα.

Επαινούνται κατά κανόνα οι σωστές πτυχές της σύγχρονης λογοτεχνίας; Υπάρχουν κάποιες τάσεις που σας αρέσουν ιδιαίτερα;
Θα έλεγα ότι αυτό που μου λείπει λίγο και θεωρώ ότι πρέπει να το διαφυλάξουμε είναι η εσωτερικότητα. Ξέρω ότι αυτό που λέω έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με τα βιβλία της Ανί Ερνό που είναι γραμμένα με απλή γλώσσα και τα λένε όλα – αλήθεια μου αρέσουν. Επίσης νιώθω ότι δεν πρέπει να υποτιμάμε την αξία μιας σύνθετης, καλοδουλεμένης, μεγάλης πρότασης. Είναι δείγμα ευφυίας ο έλεγχός της. Προϋποθέτει ταλέντο η χρήση μεγάλων προτάσεων. Θεωρώ ότι οι νεότεροι συγγραφείς αποφεύγουν την πολυπλοκότητα στην πρόζα τους. Δεν ξέρω πώς είναι τα πράγματα στην Ελλάδα, πάντως στην αγγλική γλώσσα ισχύει σίγουρα αυτό.

Είστε λοιπόν θιασώτης του μακροπερίοδου λόγου.
Ναι, μου αρέσουν οι μεγάλες προτάσεις. Για την ακρίβεια μου αρέσουν δυό-τρεις μεγάλες προτάσεις στη σειρά, μετά μια μικρή για να πάρω μιαν ανάσα και μετά πάλι μεγάλες.

Ως κριτικός πιάνετε τον εαυτό σας να γοητεύεται συχνότερα από συγγραφείς που έχουν ένα πολύ αναγνωρίσιμο στυλ ή από εκείνους που αλλάζουν από βιβλίο σε βιβλίο;
Υποθέτω ότι η μόνη σωστή απάντηση είναι και τα δύο. Μου αρέσουν οι συγγραφείς που θέλουν να πουν κάτι πολύ συγκεκριμένο και το λένε με συνέπεια σε κάθε τους βιβλίο. Αλλά μου αρέσουν και αυτοί που δοκιμάζουν διαρκώς νέα πράγματα. Ένα καλό παράδειγμα είναι ο Καζούο Ισιγκούρο. Στη δεκαετία του ’80 μεγάλωσα με τα βιβλία του – τότε έγραφε με ένα γιαπωνέζικο τρόπο για τη ζωή στην Αγγλία, τις κοινωνικές τάξεις κλπ. Αργότερα και εντελώς απροσδόκητα καταπιάστηκε με τη σουρεαλιστική μυθοπλασία, σχεδόν επιστημονική φαντασία.

Πόσο συχνά αλλάζετε γνώμη για ένα βιβλίο;
Ναι, μπορεί να συμβεί και δεν χρειάζεται να αυτομαστιγωθείς. Προσωπικά θα έλεγα ότι είμαι αρκετά συμβατικός στα γούστα μου, δεν με ελκύει τόσο πολύ η πειραματική, avant-garde λογοτεχνία, και ακόμη λιγότερο η sci-fi. Οπότε τείνω να μη γράφω για τέτοια. Αν όμως πρέπει να το κάνω, είναι σημαντικό για μένα να μη μείνω στις πρώτες μου αντιδράσεις -δεν καταλαβαίνω τίποτα, είναι υπερβολικά περίεργο αυτό που διαβάζω, κλπ- και να προσπαθήσω να καταλάβω τι θέλει να πει ο συγγραφέας. Ένας παραγνωρισμένος αμερικανός μουσικοκριτικός έγραψε πριν από μισό αιώνα ένα άρθρο για ένα τραγούδι που σιχαινόταν αλλά δεν μπορούσε να σταματήσει να το ακούει. Το άρθρο ξεκινούσε ως εξής: «Κάθε φορά που μισώ κάτι -ένα βιβλίο, ένα τραγούδι, οτιδήποτε- πρέπει να εξετάσω γιατί στην πραγματικότητα το αγαπώ τόσο πολύ». Είναι κάπως φροϋδικό όλο αυτό, θέλω να πω ότι προφανώς μπορείς απλά να μισείς κάτι, αλλά αν κάνεις διαρκώς αυτή την ερώτηση στον εαυτό σου, είναι πολύ πιθανό να βγάλεις χρήσιμα συμπεράσματα.

James Wood Dagens Nyheter


Πόσα βιβλία διαβάζετε κάθε μήνα;
Όχι πολλά, τρία-τέσσερα. Ένα από τα καλά του να γράφεις μεγαλύτερα κομμάτια -στο New Yorker γράφω δέκα το χρόνο, καμία σχέση με παλιότερα, όπως τότε που ήμουν στον Guardian, που έγραφα κάθε εβδομάδα- είναι ότι παίρνεις το χρόνο σου.

Έχετε χρόνο να διαβάζετε ξανά τα αγαπημένα σας βιβλία;
Ναι, και γι’ αυτό είμαι ευτυχής που διδάσκω στο πανεπιστήμιο. Είναι διαφορετικό να διαβάζεις ένα βιβλίο για να γράψεις κριτική και για να το διδάξεις. Στο πλαίσιο της διδασκαλίας το διαβάζεις μία φορά, το διαβάζεις δεύτερη, ίσως και τρίτη και αφήνεσαι να το επεξεργαστείς με ένα μη αξιολογικό τρόπο. Δηλαδή δεν με ενδιαφέρει τόσο αν είναι καλό ή κακό – αν και προφανώς είναι καλό εφόσον το διάλεξα για να το διδάξω.

Διαβάζετε βιβλία για να γράψετε κριτικές. Διαβάζετε βιβλία για να τα διδάξετε. Διαβάζετε ποτέ μόνο και μόνο για προσωπική ευχαρίστηση;
Αυτό που υπονοείτε με την ερώτηση σας είναι απολύτως σωστό: δεν μπορώ να το ξεχωρίσω πια. Με άλλα λόγια δεν ξέρω πώς είναι να διαβάζεις ένα βιβλίο μόνο και μόνο για σένα. Αλλά δεν πειράζει.

Στους αναγνώστες αυτής της συνέντευξης, δεδομένου ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος κανενός μας, θα προτείνατε να διαβάζουν περισσότερα κλασικά βιβλία ή τελευταίας εσοδείας;
Συμφωνώ ότι η μάχη μας με το χρόνο είναι χαμένη. Ίσως αυτός να είναι τελικά και ο ρόλος των βραβείων, κάποιοι άλλοι κάνουν το ξεδιάλεγμα.

Θα μου πείτε όμως αν έχει νόημα να διαβάσει κάποιος τον όποιο νικητή του Booker αν δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο του αγαπημένου σας Τολστόι;
Κατά τη γνώμη μου όχι. Φυσικά η ανάγνωση σύγχρονης λογοτεχνίας έχει αρετές. Αν μη τι άλλο οι δημιουργοί της είναι εν ζωή και τα έργα τους έχουν μια ζωντάνια που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να έχουν τα μεγάλα μυθιστορήματα του απώτερου παρελθόντος. Αλλά πρέπει όλοι να διαβάζουν Τολστόι!

Τον προτιμάτε σε σχέση με τον Ντοστογιέφσκι, σωστά;
Λατρεύω και τους δύο. Δεν θα ήθελα να επιλέξω. Δεν θα μπορούσα. Είναι πολύ διαφορετικοί μεταξύ τους. Αν δεν απατώμαι ο Τολστόι πέθανε σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό και νομίζω ότι στην τσέπη του είχε ένα αντίτυπο των Αδερφών Καραμαζόφ. Μου αρέσει αυτή η εικόνα των συγκεκριμένων σπουδαίων συγγραφέων να γίνονται ένα στο τέλος.

Ποιος είναι ο πιο υπερτιμημένος Αμερικανός συγγραφέας των τελευταίων 100 ετών;
Θεέ μου, πόσο δύσκολη ερώτηση!

Σας παρακαλώ μην μου πείτε ότι είναι ο Χέμινγουεϊ.
Όχι, αν και τα τελευταία είκοσι χρόνια της ζωής του δεν τα πήγε πολύ καλά. Λοιπόν, όπως έχω γράψει στο παρελθόν, δεν μου αρέσουν πολύ τα μυθιστορήματα του Πολ Όστερ. Είχε ένα ενδιαφέρον η «Τριλογία της Νέας Υόρκης» (μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. Μεταίχμιο) αλλά γενικά βρίσκω κενές νοήματος της απόπειρες του στον μεταμοντερνισμό. Δεν έχουν αρκετό ειδικό βάρος. Οπότε ναι, δεδομένου κιόλας ότι ήδη με μισεί, δεν πειράζει να επιλέξω τον Πολ Όστερ.

Μου έχει συμβεί να ξεκινήσω ένα βιβλίο, να μου φανεί μέτριο, και μετά από μερικές σελίδες να με αιχμαλωτίσει. Ένας κριτικός ποίησης κάποτε είπε το εξής: Ένα μυθιστόρημα είναι σαν μια μακρόσυρτη πρόζα με ελαττώματα.

Υφίσταται ακόμη η ιδέα του μεγάλου αμερικανικού μυθιστορήματος;
Ναι, αν και ευτυχώς όμως αναδιαμορφώνεται. Μέχρι πρότινος τα βιβλία που ανήκαν σε αυτή την κατηγορία είχαν πολύ συγκεκριμένες προδιαγραφές. Καταρχήν ήταν υπερβολικά αντρική υπόθεση: Χέμινγουεϊ, Ντε Λίλο, Φράνζεν. Σήμερα όμως έχει ανοίξει η βεντάλια των θεματικών στην αμερικανική μυθοπλασία. Υπάρχουν ιστορίες για τη μετανάστευση, για την ανάδειξη της κορεατικής, ιαπωνικής και κάθε άλλης καταγωγής των Αμερικανών, ενώ φυσικά πολύ περισσότερα βιβλία γράφονται από γυναίκες. Είμαι σίγουρος ότι κάθε συγγραφέας θέλει να γράψει αυτό που έχει στο μυαλό του ως το μεγάλο αμερικανικό μυθιστόρημα, απλά ο παλιός ορισμός πια είναι ανεδαφικός. Και αυτό είναι καλό.

Νωρίτερα αναφερθήκατε στην κριτική μουσικής. Οι έμπειροι μουσικοκριτικοί λένε ότι χρειάζονται μόνο λίγα δευτερόλεπτα για να καταλάβουν αν ένα τραγούδι είναι της προκοπής. Ισχύει κάτι ανάλογο και στο δικό σας πεδίο;
Δεν νομίζω. Μου έχει συμβεί να ξεκινήσω ένα βιβλίο, να μου φανεί μέτριο, και μετά από μερικές σελίδες να με αιχμαλωτίσει. Ένας κριτικός ποίησης κάποτε είπε το εξής: Ένα μυθιστόρημα είναι σαν μια μακρόσυρτη πρόζα με ελαττώματα. Μου αρέσει αυτό το σκεπτικό. Ελαττώματα μπορεί να έχει και ένα καλό μυθιστόρημα. Και ένα από αυτά μπορεί να είναι η πρώτη τους σελίδα. Μπορεί να χρειαστεί δέκα σελίδες για να πάρει μπρος.

Ναι, αλλά μπορεί κάτι που δεν ξεκινάει καλά να βελτιωθεί θεαματικά μετά από 20 ή 30 σελίδες;
Μάλλον όχι τόσο πολύ, έχετε δίκιο. Μεταξύ μας οι κριτικοί λέμε ότι ισχύει ο κανόνας «1-73». Αν η πρώτη σελίδα είναι χάλια, πήγαινε στην 73. Αν και εκείνη είναι χάλια, άσε το βιβλίο στην άκρη.

Δεδομένου ότι στον ψηφιακό κόσμο έχει δημιουργηθεί μία νέα δυναμική στη σχέση των αναγνωστών με τους συγγραφείς, όπως άλλωστε έχει συμβεί στη σχέση κάθε καλλιτέχνη με το κοινό, έχει επηρεάσει αυτό και τη δική σας σχέση με τους αναγνώστες του New Yorker;
Ναι, σε κάποιο βαθμό. Νομίζω ότι το κοινό πια διακρίνεται από μια σχετική απληστία για άμεση και εύκολη αξιολόγηση: αστέρια, thumbs up, thumbs down, κ.λπ. Νομίζω ότι οι δημοσιογράφοι γενικά πρέπει να αντιστέκονται στη διαρκή ζήτηση για δημιουργία εύκολου περιεχομένου. Το internet είναι πολύ καλό ως προς την δημοσιοποίηση γνώμεων, ίσως υπερβολικά καλό. Αλλά πρέπει να διαφυλαχθεί ένας χώρος για εμβριθείς αναλύσεις, δεν μπορούμε όλα να τα μετράμε με like.

Πόσο καιρό σας παίρνει για να γράψετε τις μακροσκελείς σας κριτικές;
Χρειάζομαι αρκετό χρόνο για να διαβάσω και να σκεφτώ. Κατόπιν το γράψιμο ενός κομματιού 3-4 χιλιάδων λέξεων απαιτεί 3-4 μέρες.

Όταν γράφετε για ένα βιβλίο έχετε κατά νου τον άνθρωπο που το έχει γράψει ή αυτόν που ενδεχομένως θα το διαβάσει;
Έχω περάσει από διάφορα στάδια. Όταν ξεκίνησα να εργάζομαι ως κριτικός λογοτεχνίας, τότε που ήμουν νέος και ανελέητος, σκεφτόμουν ότι ο συγγραφέας δεν είναι σημαντικός, ότι δεν θα διαβάσει την κριτική ή ότι δεν θα έπρεπε να τη διαβάσει. Απευθυνόμουν μόνο στους αναγνώστες. Εν καιρώ, και όσο μεγάλωναν τα κείμενα που έγραφα, άλλαξα ρότα, σκέφτηκα ότι η κριτική είναι σαν μια ανοιχτή επιστολή προς τον συγγραφέα, και αυτό είναι που την κάνει ηθικά, αισθητικά και φιλοσοφικά σημαντική. Τώρα, στέκομαι κάπου στη μέση.

Όταν γράψατε το πρώτο σας βιβλίο μυθοπλασίας («The Book Against God, 2015) νιώσατε ως συγγραφέας ότι έχετε κάποιο προβάδισμα εξαιτίας του ότι είστε κριτικός λογοτεχνίας, και μάλιστα παγκοσμίως επιδραστικός;
Ναι, πιθανότατα είχα κάποιο προβάδισμα όσον αφορά την έκδοση του βιβλίου.

Εννοώ σε καλλιτεχνικό επίπεδο, μιας και ως κριτικός ξέρετε τι πρέπει θεωρητικά να κάνει ένας συγγραφέας για να είναι το βιβλίο του καλό.
Θα έλεγα ότι υπό αυτή την έννοια το προβάδισμα που είχα δεν ήταν τόσο σημαντικό όσο θα ήθελα. Και έπρεπε να το ανακαλύψω με τον δύσκολο τρόπο. Δεν έχουν αρέσει σε όλους τα δύο μου μυθιστορήματα (σ.σ. το δεύτερο με τίτλο «Upstate» κυκλοφόρησε το 2018).

Ο συγγραφέας και συνομιλητής σας στην πρόσφατη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης, Λευτέρης Καλοσπύρος επισήμανε ότι τη δεκαετία του 90 ο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας προέτρεψε με ιδιαίτερη ζέση τους ιθύνοντες τότε του Esquire να σας προσλάβουν ως κριτικό. Εσείς όμως δεν έχετε υπάρξει και ο μεγαλύτερος φαν της δουλειάς του πολυσυζητημένου συγγραφέα. Θα ήθελα τη γνώμη σας σήμερα για το «Infinite Jest», δεδομένου ότι το κολοσσιαίο έργο της μετάφρασής του στα ελληνικά οδεύει προς το τέλος του, με την κυκλοφορία του να έχει ήδη προαναγγελθεί (από τις εκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση Κώστα Καλτσά).
Κατάφερε κάποιος να το μεταφράσει; Είναι τρελό! Είναι ούτως ή άλλως δύσκολο να το διαβάσεις στα αγγλικά!

Είναι αριστουργηματικό ή υπερτιμημένο βιβλίο;
Δεν νομίζω ότι είναι υπερτιμημένο. Αντικειμενικά, δεν μπορεί να είναι αν σκεφτείς πόσο επιδραστικό υπήρξε για δυο γενιές, από τη δική μου ηλικία (είμαι 57) μέχρι τους σημερινούς σαραντάρηδες – για τους νεότερους δεν είναι τόσο σημαντικό. Εμένα όμως δεν μου άρεσε τόσο πολύ και ίσως αυτό να οφείλεται στο ότι δεν είμαι Αμερικανός. Όταν πέθανε, ο κριτικός κινηματογράφου των New York Times και συνομίληκός μου, Α.Ο. Scott έγραψε ότι αν ένας νέος, ανήσυχος φοιτητής σε κάποια αμερικανική πανεπιστημιούπολη ανακάλυπτε στα 20 κάτι του τον Γουάλας ένιωθε ότι στις σελίδες του ήταν αποτυπωμένος ο ήχος του δικού του εγκεφάλου, του δικού του τρόπου σκέψης. Εγώ δεν το ένιωσα ποτέ αυτό, ίσως γιατί γεννήθηκα και μεγάλωσα στη βόρεια Αγγλία. Επίσης δεν μου αρέσει μία αμερικανική τάση που παρατηρώ και στον Γουάλας: να υπερτονίζεις την ειρωνία σου. Η απόλαυση της ειρωνίας όμως έγκειται στο ότι δεν είναι προφανής. Αυτός είναι ο ίδιος της ο ορισμός. Είναι κάτι που πρέπει να ανακαλύψεις. Κάποιος που βροντοφωνάζει: «Τώρα είμαι ειρωνικός!» δεν μου είναι τόσο ελκυστικός.

Είναι ο Τζόναθαν Φράνζεν, πάλαι ποτέ φίλος του Γουάλας, ο «Τολστόι της γενιάς του»;
Όχι, αν και σίγουρα του έχω δώσει εύσημα για τη φιλοδοξία και τη σοβαρότητα της δουλειάς του. Ανήκει και αυτός στους συγγραφείς για τους οποίους όλοι «πρέπει» να έχουν μια γνώμη. Θυμάμαι όταν βγήκαν οι «Διορθώσεις», για μια δεκαετία όλοι μιλούσαν για τον Φράνζεν.

Όταν ένας νέος άνθρωπος αποφασίζει ότι θέλει να ακυρώσει ένα βιβλίο, στην πραγματικότητα ακυρώνει τον εαυτό του γιατί του στερεί τη δυνατότητα να διδαχθεί από κάτι έστω και μέσω μιας υγιούς διαφωνίας.

Θα ήθελα το σχόλιο σας και για τη συζήτηση που γίνεται τους τελευταίους μήνες σχετικά με το αν είναι σωστό ή όχι να αλλάζουν οι εκδοτικοί οίκοι συγκεκριμένες αποστροφές βιβλίων εκλιπόντων συγγραφέων ώστε να απομακρύνεται δυνητικά προσβλητική, σύμφωνα τα σημερινά δεδομένα, ορολογία.
Όσον αφορά τα παιδικά βιβλία, δεν μπορώ να πω ότι με ενοχλεί ιδιαίτερα. Όταν προέκυψε το ζήτημα με τα βιβλία του Ρόαλντ Νταλ, έκανα μια μικρή έρευνα. Δεν ξέρω αν το γνωρίζετε -εγώ πάντως δεν το γνώριζα- αλλά οι διαχειριστές των δικαιωμάτων διαφόρων κλασικών παιδικών βιβλίων κατά καιρούς τα επεξεργάζονται. Ίσως να μην είναι σωστό, όμως στο μυαλό μου η αλλαγή δυο-τριών λέξεων είναι κάτι που μάλλον θα έκανε και ένας γονιός αν διάβαζε ένα παραμύθι του Ρόαλντ Νταλ στο παιδί του σήμερα.

Γενικά όμως η λογοκρισία και η ακύρωση βιβλίων εξαιτίας του «προβληματικού» τους υλικού, είναι ανησυχητικά φαινόμενα. Είναι δίκοπο μαχαίρι. Η ακύρωση καταλήγει να ακυρώνει εμάς τους ίδιους. Όταν ένας νέος άνθρωπος αποφασίζει ότι θέλει να ακυρώσει ένα βιβλίο, στην πραγματικότητα ακυρώνει τον εαυτό του γιατί του στερεί τη δυνατότητα να διδαχθεί από κάτι έστω και μέσω μιας υγιούς διαφωνίας.

Οι λεγόμενοι αναγνώστες ευαισθησίας είναι πια μεγάλη υπόθεση στην εκδοτική βιομηχανία.
Ναι, το ξέρω. Δυστυχώς ισχύει αυτό που λέτε. Ξέρετε κάτι; Πιστεύω ότι η εποχή μας χρειάζεται ένα νέο Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας. Θα έπρεπε να γραφτεί ένα μεγάλο, χιουμοριστικό, μεταμοντέρνο μυθιστόρημα για τον κόσμο των αναγνωστών ευαισθησίας, για το τι μπορείς να ξεστομίσεις σήμερα και τι όχι. Θα είναι σίγουρα ένα εξωφρενικό βιβλίο, το οποίο μάλλον πολλοί θα αποκηρύξουν και θα ακυρώσουν αλλά όλοι θα το διαβάζουν ξανά και ξανά στα κρυφά.

Κύριε Γουντ, να αφήνουμε βιβλία στη μέση αν δεν μας αρέσουν;
Το κάνω συνέχεια. Εννοείται. Αν μετά από 40 σελίδες δεν έχει γίνει καμία σύνδεση, κλείσ’ το και πιάσε άλλο βιβλίο. Η ζωή είναι μικρή και ο Τολστόι είναι πάντα εκεί. Σε περιμένει. Αναρωτιέται: «Γιατί δεν με έχεις διαβάσει ακόμα;»

Κι αν το βιβλίο που θέλει ένας αναγνώστης να παρατήσει το έχει αποθεώσει ο περιβόητος κριτικός λογοτεχνίας του New Yorker;
Να ένας ακόμη λόγος που είναι είναι χρήσιμη η κριτική μου. Ακόμη κι αν δεν αντέχεις να τελειώσεις ένα βιβλίο, μελετώντας την κριτική μου θα είναι σαν να το έχεις διαβάσει.

Το εξώφυλλο του βιβλίου. @ 2020 Anthony Boyd Graphics


Το βιβλίο «Πώς δουλεύει η λογοτεχνία» του Τζέημς Γουντ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες σε μετάφραση Κώστα Σπαθαράκη.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα