Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ το 1984. Aurimages via AFP

ΟΥΙΛΙΑΜ ΜΠΑΡΟΟΥΖ, Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΟ ΜΥΘΟ 25 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ

Τελικά τι είναι αυτό που του χρωστάει η διεθνής και ελληνική λογοτεχνία; Στο Magazine απαντούν δύο μελετητές του πολυσχιδούς έργου ενός από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς όλων των εποχών.

Οι Beatles συμπεριέλαβαν τον Ουίλιαμ Μπάροουζ στα 58 εκλεκτά icons που κοσμούν το εξώφυλλο του Sgt. Pepper’s Lonely Hearts Club Band.

Ο Ίαν Κέρτις εμπνεύστηκε το “Interzone” από το “Γυμνό Γεύμα”. Από αυτό άντλησαν το όνομά τους και οι Steely Dan. Οι Soft Machine, πάλι, εμπνεύστηκαν το δικό τους από το ομώνυμο βιβλίο του.

Ο Ντέιβιντ Μπόουι, εκτός του ότι του παραχώρησε εν έτει 1973 για λογαριασμό του Rolling Stone μία μεγάλη συνέντευξη, έγραψε τους στίχους του “Moonage Daydream” χρησιμοποιώντας την cut-up τεχνική. Ο Κερτ Κομπέιν λίγο μετά το Nevermind ηχογράφησε μαζί του το EP ““The Priest” They Called Him”.

Οι R.E.M. διασκευάσαν με τον ίδιο στα φωνητικά το τραγούδι τους “Star Me Kitten” για τις ανάγκες της συλλογής “Songs In The Key Of X: Music From And Inspired By The X-Files”.

Η cameo εμφάνισή του αποτελεί το hightlight του videoclip του “Last Night on Earth” των U2. Όσο για τους πανκ αποσυνάγωγους της Νέας Υόρκης που ξημεροβραδιάζονταν προ πέντε δεκαετιών στο CBGB’s, δεν έχαναν ευκαιρία να τονίσουν τη δραστικότητα της επιρροής που είχε ασκήσει στους ίδιους και την τέχνη τους.

Είναι δηλαδή τόσο βαθύ το αποτύπωμά του στην ποπ κουλτούρα (αλλά και τόσο viral ορισμένα κεφάλαια του επεισοδιακού βίου του, από την εκτεταμένη χρήση ναρκωτικών μέχρι το ότι πυροβόλησε και σκότωσε τη γυναίκα του σημαδεύοντας ένα ποτήρι στο κεφάλι της και αστοχώντας), ώστε ο Μπάροουζ να αποτελεί την πλέον εμφατική τουλάχιστον όσον αφορά τη δική του γενιά, δηλαδή σχεδόν ολόκληρο τον 20ο αιώνα, περίπτωση λογοτέχνη για τον οποίο γνωρίζουν τα «πάντα» πολλοί περισσότεροι από όσους έχουν διαβάσει κάποιο από τα βιβλία του, πόσο μάλλον από όσους έχουν εντρυφήσει στο πολυσχιδές corpus του.

Τελικά όμως τι είναι αυτό που χρωστάει καθαυτή η λογοτεχνία, διεθνής και ελληνική, στον Ουίλιαμ Μπάροουζ; Είναι πράγματι τα βιβλία του τόσο σημαντικά και -κυρίως- καλά; Ποιο είναι το καλύτερο από αυτά; Και ποια η ουσιαστική καλλιτεχνική του παρακαταθήκη;

Με αφορμή τη συμπλήρωση 25 ετών από τον θάνατο του στις 2 Αυγούστου 1987 (όλως παραδόξως πρόλαβε να κλείσει τα 83), στο Magazine απαντούν δύο μελετητές του έργου του: Ο Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, συγγραφέας, ποιητής και μεταφραστής, και ο Γιώργος Μπέτσος, μεταφραστής των βιβλίων του Μπάροουζ εδώ και περισσότερο από μία δεκαετία για λογαριασμό των εκδόσεων Τόπος.

Ο Νόρμαν Μέιλερ τον χαρακτήρισε κάποτε ως τον «μόνο εν ζωή Αμερικανό συγγραφέα για τον οποίο μπορεί να ειπωθεί οτι κατέχεται από ιδιοφυία» και ο Τζέι Τζι Μπάλαρντ ως τον «πιο σημαντικό μεταπολεμικό συγγραφέα». Πώς θα τον χαρακτηρίζατε εσείς με μια φράση;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Επιτρέψτε μου να τον χαρακτηρίσω με τρεις φράσεις, δύο κλεμμένες και μία δική μου: 1. «Ο Παππούς Όλων Μας» (Πάτι Σμιθ). 2. «Είναι συγγραφέας» (Σάμιουελ Μπέκετ). «Μοίραρχος στη Shakespeare Squadron» (Μπαμπασάκης).

Γιώργος Μπέτσος: Ανένταχτος, θα έλεγα – κάποιος που βάδιζε μόνος στον προσωπικό και καλλιτεχνικό δρόμο του.

Από ποιο βιβλίο του θα έπρεπε να ξεκινήσει και ποια διαδρομή να ακολουθήσει ένας νέος αναγνώστης;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Εν αρχή ην «Γυμνό Γεύμα». Το αβανγκάρντ αριστούργημα που συνέθεσε ο Μπάροουζ κόβοντας και ράβοντας (κυριολεκτικώς) με τη βοήθεια του Τζακ Κέρουακ και εξέδωσε χάρη στον Άλεν Γκίνσμπεργκ. Βρίσκουμε εδώ, σε συμπυκνωμένη μορφή, όλα όσα πρόσφερε ο συγγραφέας μας στη λογοτεχνία και στη φιλοσοφία του πράττειν: το μοντάζ, το χιούμορ, την αντίληψη ότι ζούμε στο στούντιο της πραγματικότητας, την άλγεβρα της ανάγκης, τη γειτνίαση με τον κίνδυνο, τη γραμματική της ζωής. Μετά, πάμε στον «Εξολοθρευτή», ένα συναρμολογημένο βιβλίο, όπου σύντομα πεζά (οι ρουτίνες, όπως τα έλεγε) συνυπάρχουν με αγριεμένα ποιήματα, μια συλλογή από ασπρόμαυρες πολαρόιντ και μικρού μήκους έγγραφες ταινίες. Και φτάνουμε στην περίφημη, ώριμη τριλογία του: «Οι Πόλεις της Κόκκινης Νύχτας», «Ο Τόπος των Νεκρών Δρόμων», και «Δυτικές Χώρες».

Οι ιστορίες με τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία είναι τόσο διαβόητες ώστε σκιάζουν, ενίοτε, την σπουδαιότητα του έργου του. Έγραψα ένα μεγάλο σε έκταση βιβλίο για τον Μπάροουζ εμμένοντας στην προσφορά του στις τέχνες και λέγοντας ελάχιστα για τα drugs, που, βέβαια, είχαν μια κεντρική παρουσία στη ζωή του, όπως και η ομοφυλοφιλία.- Γιώργος- Ίκαρος Μπαμπασάκης

Γιώργος Μπέτσος: Πιστεύω πως μια καλή αφετηρία για τον αμύητο είναι το «Γυμνό γεύμα» και αυτό επειδή πρόκειται για το έργο από το οποίο ξεπήδησαν όλα τα μετέπειτα βιβλία του – υφολογικά και θεματολογικά. Από εκεί κι έπειτα θεωρώ πως η σειρά δεν διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο μιας και η φύση του έργου του είναι τόσο κερματισμένη που οποιαδήποτε υποψία αλληλουχίας γρήγορα εκφυλίζεται. Μάλιστα η εν λόγω έλλειψη αλληλουχίας αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του «Γυμνού γεύματος» – αξίζει να σημειωθεί πως η διαδοχή των κεφαλαίων του συγκεκριμένου βιβλίου έχει αλλάξει αρκετές φορές σε διάφορες εκδόσεις και ο ίδιος ο συγγραφέας διακήρυττε πως η σειρά από τις βινιέτες του δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Μια εναλλακτική θα ήταν τα «Τζάνκι» και «Queer», ώστε ο αναγνώστης να έρθει σε επαφή με τη λογοτεχνική αφετηρία του δημιουργού. Σε κάθε περίπτωση, θα αποθάρρυνα έναν νέο αναγνώστη να ξεκινήσει με κάποιο από τα «Soft Machine», «The Ticket that Exploded» και «Nova Express» – την τριλογία του cut-up – μιας και πιστεύω πως θα σχηματίσει λάθος εικόνα. Είναι σαν να ζητάς από κάποιον να βγάλει άκρη με το «Fire Walk with Me» του David Lynch χωρίς να έχει παρακολουθήσει πρώτα ολόκληρο το «Twin Peaks».

© Tony Bock/The Toronto Star/VISUALHELLAS.GR ZUMAPRESS.com


Τελικά τι είναι αυτό που χρωστάει η λογοτεχνία σήμερα στον Burroughs; Είναι η χρήση του cut-up και η παγίωση ως λογοτεχνική τεχνική από τη μεριά του η πιο μεγάλη και σημαντική παρακαταθήκη του;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Ο Μπάροουζ είχε διαπιστώσει και αποφανθεί, παρέα με τον Μπρίον Γκίσιν, ότι η λογοτεχνία βρισκόταν μισόν αιώνα πίσω από τα εικαστικά. Μελετητής του Dada και του Υπερρεαλισμού, επιδίωξε, και κατόρθωσε, να μπολιάσει τον πεζό λόγο με καινοτομίες, αντλημένες από τις τεχνικές των δύο αυτών κινημάτων, ιδίως του Dada. Επινόησε, λοιπόν, το cut-up και συνέθεσε έργα που τα διέπει μια εικαστική διάθεση. Επίσης, δεινός κοινωνιολόγος καθώς ήταν, έθιξε στα βιβλία του ζητήματα όπως ο έλεγχος, η εξουσία, η διολίσθηση από το είναι στο φαίνεσθαι, όντας σε έναν άτυπο, αλλά διαρκή, διάλογο με τον Γκι Ντεμπόρ και τους καταστασιακούς – άλλωστε ο σπουδαίος Αλεξάντερ Τρόκκι (1925-1984) ήταν φίλος τόσο του Μπάροουζ όσο και του Ντεμπόρ, ενώ διετέλεσε μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς (Internationale Situationniste) και, συνάμα, έδρασε στο ρεύμα της Beat Generation. Τα cut-up συγγενεύουν πολύ με την μέθοδο της μεταστροφής (détournement) που επινόησε ο Ντεμπόρ.

Γιώργος Μπέτσος: Ως προς το δεύτερο μέρος της ερώτησης, θεωρώ πως όχι. Η αμιγώς cut-up περίοδος του Μπάροουζ – ασχέτως αν οι γενικές αρχές της αντηχούν σε ολόκληρο το μετέπειτα έργο του – ήταν απλώς αυτό: μια περίοδος της καλλιτεχνικής διαδρομής του και μια τάση για τους υπολοίπους. Θα την παραλλήλιζα με το Δόγμα 95 που εισήγαγαν οι Τρίερ και Βίντερμπεργκ, ένα κίνημα το οποίο απέφερε μια σειρά εξαιρετικών και εξαιρετικά πειραματικών στη δωρικότητά τους φιλμ, βρίσκοντας απήχηση και σε έναν ευρύτερο κύκλο καλλιτεχνών· ένα κίνημα το οποίο όμως, εν τέλει, είχε μεγαλύτερη σημασία ως διακήρυξη των προθέσεων των δημιουργών του. Η γνώμη μου είναι πως η παρακαταθήκη του στη λογοτεχνία – και όχι μόνο – είναι η ιδιόμορφη, «σκληρή» αισθητική του που έχει διαποτίσει όχι μόνο το λογοτεχνικό αλλά και το κινηματογραφικό σύμπαν με πληθώρα δυστοπικών και μη εικόνων. Επιπλέον, η τόλμη με την οποία προσέγγιζε την τέχνη του περιφρονώντας ταμπού και απαγορευμένες περιοχές τόσο θεματολογικά όσο και σε επίπεδο γραφής.

Ποια είναι η μεγαλύτερη παρεξήγηση γύρω από τον ίδιο και το έργο του;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Οι ιστορίες με τα ναρκωτικά και την ομοφυλοφιλία είναι τόσο διαβόητες ώστε σκιάζουν, ενίοτε, την σπουδαιότητα του έργου του. Έγραψα ένα μεγάλο σε έκταση βιβλίο για τον Μπάροουζ εμμένοντας στην προσφορά του στις τέχνες και λέγοντας ελάχιστα για τα drugs, που, βέβαια, είχαν μια κεντρική παρουσία στη ζωή του, όπως και η ομοφυλοφιλία. Προτίμησα να εστιάσω στον δημιουργό Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ και όχι στην περσόνα που κατέστη τόσο δημοφιλής, ιδίως από τη δεκαετία του 1980 και μετά. Το βιβλίο λέγεται Ουίλιαμ Σ. Μπάροουζ / Το Ιλιγγιώδες Καλειδοσκόπιο και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική.

Γιώργος Μπέτσος: Πως ήταν ανθρωπιστής – τουλάχιστον με την ακαδημαϊκή έννοια του όρου. Ο Μπάροουζ έτρεφε απέχθεια για την ανθρωπότητα, ήταν αυτή που επιχείρησε, ήδη από την παιδική ηλικία του, να θέσει φραγμούς στην ταυτότητά του, αυτή που παρά τα χιλιάδες έτη που είχε στη διάθεσή της για να εξελιχθεί, παρέμενε ένα συντηρητικό οικοσύστημα εθισμένο στον έλεγχο, αυτή που με μαζοχιστικό ζήλο ποινικοποιούσε την προσωπική και συλλογική ευεξία. Ο αναμφισβήτητος ουμανιστικός αντίκτυπος του έργου του (ορισμένοι θεωρούν πως η κατάργηση της θανατική ποινής στην Αγγλία οφείλεται εν μέρει στο «Γυμνό Γεύμα») ήταν παραπροϊόν της δικής του βουλιμικής ανάγκης για ελευθερία από οτιδήποτε θα μπορούσε ακόμη και εν δυνάμει να την περιορίσει. Ήθελε οι άνθρωποι να κοιτούν τη δουλειά τους, να τον αφήνουν ήσυχο, ήθελε ολοκληρωτική ελευθερία κινήσεων. Δεν είναι τυχαίο πως μετακόμισε στο Μεξικό κι έπειτα στην Ταγγέρη σε μια εποχή κατά την οποία τα μέρη αυτά ήταν παράδεισος για μια τέτοια ψυχοσύνθεση. Επίσης δεν είναι τυχαίο πως στα γραπτά του δεν συναντούμε τα αφηγηματικά δεσμά που παραδοσιακά διαρρέουν τη λογοτεχνία. Ήταν εξαρτημένος από την ελευθερία του και απεχθανόταν καθετί που θα μπορούσε να την περικόψει. Το παιδί του, για παράδειγμα. Ανένταχτος, λοιπόν, με έναν τεράστιο κύκλο ακολουθητών κι έναν μικροσκοπικό κύκλο φίλων.

Ποιους θεωρείτε -αν υπάρχουν φυσικά- ως τους πιο αξιόλογους «διαδόχους» του διεθνώς; Και ποιο το αποτύπωμά του στην ελληνική λογοτεχνία 25 χρόνια μετά το θάνατό του;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Θα έλεγα ότι λατρεμένοι μου συγγραφείς, όπως ο Τόμας Πίντσον, ο Ντέιβιντ Φόστερ Ουάλας και ο Ρομπέρτο Μπολάνιο συνομιλούν με το μπαροουζικό έργο. Ομοίως, ο Αλεξάντερ Τρόκκι. Ο Τζέι Τζι Μπάλαρντ έχει γράψει μυθιστορήματα που σχετίζονται με αυτά του Μπάροουζ, ιδίως το «Crash» και η «Έκθεση Ωμοτήτων» (αμφότερα από τις εκδόσεις Απόπειρα). Το «Frankissstein» της Τζινέτ Γουίντερσον και το «Berg» της Ann Quin οφείλουν πολλά στον Μπάροουζ (αμφότερα αναμένονται στη λαμπρή σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg). Στην ελληνική λογοτεχνία, τόσο εγώ όσο και ο αείζωος φίλος μου Ευγένιος Αρανίτσης έχουμε ευρέως αντλήσει από τις τεχνικές και τη φιλοσοφία του Μπάροουζ. Επίσης, ο αείμνηστος συγγραφέας Πάνος Κουτρουμπούσης και ο ποιητής Γιάννης Τζώρτζης. Ο συγγραφέας Θάνος Σταθόπουλος, με τον ιδιότυπο μινιμαλισμό του και την μέθοδο αρχείο που μετέρχεται, κλείνει συχνά το μάτι στο μπαροουζικό corpus.

Φυσικά. Τα βιβλία του παραμένουν προφητικά, επίκαιρα και το ίδιο πρωτοποριακά όσο την εποχή που γράφτηκαν. Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κλασσικής αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. – Γιώργος Μπέτσος

Γιώργος Μπέτσος: Δεν θα έλεγα πως υπάρχουν λογοτεχνικοί διάδοχοι του Μπάροουζ για τον ίδιο λόγο που δεν υπάρχουν διάδοχοι του Κάμινγκς. Δεν υπηρετούσε κάποιο λογοτεχνικό είδος παρά μόνο την ανάγκη του για έκφραση. Υπάρχει βεβαίως μια αρμάδα συγγραφέων οι οποίοι έχουν επηρεαστεί από το έργο του. Σε εγχώριο επίπεδο, η αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζω. Βεβαίως, θεωρώ πως θα υπάρχουν συγγραφείς που έχουν επηρεαστεί από τα γραπτά του, εντούτοις δεν μπορώ να διαγνώσω κάποιο ορατό ρεύμα. Μπορεί και να κάνω λάθος.

Πορτρέτο του Μπάροουζ. ©Farabola/Leemage

Έχουν, όπως συνηθίζουμε να λέμε, γεράσει όμορφα τα βιβλία του; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σας το καλύτερο και το χειρότερο του; Αλλά και ποιο το δικό σας αγαπημένο;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Όχι μόνο δεν έχουν γεράσει αλλά παραμένουν συγκλονιστικά επίκαιρα, τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή τους. Το αγαπημένο μου και, κατά τη γνώμη μου, το πιο ώριμο και δυνατό, το καλύτερό του, βιβλίο είναι ο «Τόπος των Νεκρών Δρόμων», αυτό το πανίσχυρο post-western στο οποίο ανατρέχω συχνά εδώ και δεκαετίες. Τα χειρότερά του είναι τα κείμενα που έγραψε όταν είχε, αφρόνως θα έλεγα, μπλέξει με την ανόητη απάτη της Σαϊεντολογίας.

Γιώργος Μπέτσος: Φυσικά. Τα βιβλία του παραμένουν προφητικά, επίκαιρα και το ίδιο πρωτοποριακά όσο την εποχή που γράφτηκαν. Αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της κλασσικής αμερικανικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το σπουδαιότερο έργο του θεωρώ πως είναι το «Γυμνό Γεύμα» – ήταν νευραλγικό στην εξέλιξή του δημιουργού του και πρόκειται για βιβλίο με τεράστιο πολιτισμικό εκτόπισμα. Ωστόσο, το αγαπημένο μου παραμένει το «Τζάνκι», ίσως επειδή έχω αδυναμία στα αστυνομικά και μου θυμίζει τρομερά το αφηγηματικό ύφος των μετρ Τσάντλερ και Χάμετ. Δεν θα τολμήσω να ονοματίσω κάποιο ως το χειρότερό του μιας και κατά τη γνώμη μου δεν έχει γράψει κακό βιβλίο, όμως αυτό που θα συμβούλευα έναν νέο αναγνώστη είναι να μην ασχοληθεί με τα περιφερειακά έργα της βιβλιογραφίας του – όπως τα «Ah Pook Is Here», «Ghost of Chance», «The Cat Inside», «Electronic Revolution», κτλ – προτού εξαντλήσει τον κορμό του έργου του.

Μπορείτε να ξεχωρίσετε μία αράδα του Μπάροουζ στην οποία ανατρέχετε συχνά πυκνά – και γιατί;

Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης: Αυτή, και την αφήνω στα αγγλικά γιατί είναι αριστουργηματική – συμπυκνωνει όλο το έργο και τη φιλοσοφία του Burroughs: Yes, for all of us in the Shakespeare Squadron, writing is just that: not an escape from reality, but an attempt to change reality.

Γιώργος Μπέτσος: Πολλές αράδες, ωστόσο ένα χωρίο το οποίο από την πρώτη στιγμή με εντυπωσίασε και συνεχίζει να το κάνει είναι το κεφάλαιο «Le Gran Luxe» από τα «Άγρια αγόρια». Εκεί ο Μπάροουζ σατιρίζει και αποδομεί με οδυνηρή ακρίβεια τα σπουδαιότερα κόνσεπτ του καπιταλισμού και ανάγεται στους σπουδαιότερους σατιρογράφους της ιστορίας. Επίσης, χωρίς να το γνωρίζει, γεννά και το σύμπαν του Mad Max…

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα