Σκηνή της ταινίας Black Bachelor.

ΣΑΣ ΙΚΕΤΕΥΩ, ΓΥΡΙΣΤΕ ΜΙΑ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΚΩΜΩΔΙΑ ΠΟΥ ΝΑ ΒΛΕΠΕΤΑΙ

Ενώ στις δραματικές παραγωγές βρίσκουμε συνέχεια καλές ελληνικές ταινίες, στις κωμωδίες η κατάσταση είναι κάπως δραματική.

Είμαστε λογικοί. Το καταλαβαίνουμε πως ένα κάποιο χάσμα πάντα θα υπάρχει ανάμεσα σε πιο φύσει εμπορικές δουλειές και πιο δύσκολες και εσωτερικές ταινίες ενός ελληνικού καλλιτεχνικού σινεμά. Αυτό δε σημαίνει πως δε μπορούν να υπάρχουν εμπορικές ταινίες με καλλιτεχνικές αξιώσεις ή το αντίστροφο. Με μεγάλη χαρά είδαμε πέρυσι, και μέσα σε τόσο δύσκολες μάλιστα συνθήκες, τη Μπαλάντα του Γιάννη Οικονομίδη να φτάνει τις 35.000 εισιτήρια και να γίνεται word of mouth σουξέ, και με εξίσου μεγάλη χαρά είδαμε αληθινά καλές ταινίες σαν την Ευτυχία του Άγγελου Φραντζή ή τη Μικρά Αγγλία του Παντελή Βούλγαρη να σαρώνουν και στα ταμεία και στα βραβεία (ό,τι κι αν σημαίνει αυτό).

Το δε φαινόμενο Παπακαλιάτη είναι ένα δικό του, ξεχωριστό κεφάλαιο που κάποια στιγμή αξίζει να αναλυθεί ευρύτερα: Οι (όντως!) καλές ταινίες του Παπακαλιάτη καταλαμβάνουν δύο από τις πέντε κορυφαίες θέσεις στη λίστα των εμπορικότερων ταινιών των ‘10s. Όχι ελληνικές. Γενικώς τις πιο εμπορικές. Και το Αν… και το Ένας Άλλος Κόσμος ξεπέρασαν το μισό εκατομμύριο στα εισιτήρια και βρίσκονται στο εμπορικό τοπ-5 παρέα με τον Τζόκερ, τον Μποντ και τους τελευταίους Avengers.

Ο Παπακαλιάτης αξίζει μια πιο ουσιαστική αναγνώριση για τον τρόπο με τον οποίο έφερε όλη τη χώρα στις αίθουσες παρουσιάζοντας αξιοπρεπέστατο προϊόν με αισθητική, αλλά δυστυχώς– δεν είμαστε εδώ για να μιλήσουμε για τον Παπακαλιάτη. Είμαστε εδώ να μιλήσουμε για την άλλη, την σκοτεινή πλευρά του όλου παραπάνω επιχειρήματος.

Γιατί αν στις δραματικές παραγωγές βρίσκουμε έστω μια Ευτυχία για κάθε Καζαντζάκη, στις κωμωδίες η κατάσταση είναι, γουέλ, δράμα.

Πριν λίγες μέρες κυκλοφόρησε στις αίθουσες το τέταρτο φιλμ της σειράς Bachelor που, όπως και τα προηγούμενα, αποτελούσε μια παντελώς άρρυθμη συρραφή κρύων, ξεπερασμένων αστείων, γυρισμένο με μια εντελώς αντι-κινηματογραφική αισθητική, παρά τις (ξεκαρδιστικά άτσαλα και επιφανειακά πεταμένες) διάφορες αναφορές τύπου “Heeeere’s Johnny!”. Αυτή τη φορά, η καγκουροπαρέα πάει road trip στη Μάνη που τους βρίσκει παγιδευμένους σε μια γοτθική (λέμε τώρα) έπαυλη, αιχμαλώτους μιας οικογένειας ολίγον Άνταμς.

Δε θα πούμε το κλασικό «ποιος το ζήτησε το τέταρτο φιλμ» γιατί όλα τα προηγούμενα ήταν μεγάλες εμπορικές επιτυχίες. (Το συγκεκριμένο ξεκίνησε χλιαρά με 15.000 εισιτήρια.) Θα αναρωτηθούμε όμως για ποιο λόγο καμία από αυτές τις εντελώς εμπορικές κωμωδίες δε μπορεί να είναι λίγο καλύτερη. Αξιοπρεπής ως σινεμά κι ως χιουμοριστική αισθητική, δε ζητάμε Ζακ Τατί.

Ο Μάρκος Σεφερλής στο Χαλβάη 5-0.


Δυστυχώς όμως όταν μιλάμε για mainstream, εμπορική κινηματογραφική κωμωδία, το όποιο δημιουργικό ένστικτο απευθύνεται στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, αναζητώντας προφανώς το κοινό του Σεφερλή, των αισχρών επιθεωρήσεων και των φτηνότερων τηλεοπτικών κατασκευασμάτων – ειρωνικά μάλιστα, σε μια στιγμή στο χρόνο όπου οι ίδιες οι τηλεοπτικές παραγωγές έχουν πολλά προτερήματα να επιδείξουν.

Το 2020 η εμπορικότερη κωμωδία της χρονιάς ήταν το Χαλβάη 5-0, σινεμά μόνο με την πολύ ευρύτερη έννοια του όρου: Εικόνες με κίνηση που προβλήθηκαν σε μια οθόνη. Ας πούμε πως μετράει. Η ταινία είχε κόψει κάτι παραπάνω από 220.000 εισιτήρια και η μόνη εμπορικότερη παραγωγή όλου του έτους(!) ήταν το 1917 του Σαμ Μέντες στα 258.000. Το κοινό θέλει Σεφερλή, και το σινεμά του δίνει Σεφερλή πίσω.

Η γνώμη των κριτικών για το Χαλβάη 5-0


Δύο χρόνια νωρίτερα, το Αιγαίο SOS έρχεται σε ένα πλαίσιο που, όπως γράφει ο Μανώλης Κρανάκης στο Flix, «μπορεί να παινεύεται διαχρονικά για μερικές από τις πιο καλές στιγμές της σύγχρονης ελληνικής κωμωδίας – ακόμη και στην πιο ανεκπαίδευτη εκδοχή τους των Σειρήνων στη Στεριά», που όμως αποτελεί τελικά ένα «φτηνό, αντιδραστικό, φυσικά με εθνικιστικές, ομοφοβικές και σεξιστικές κορώνες» φιλμ που «νομίζει ότι σατιρίζει, αλλά στην πραγματικότητα αποθεώνει τη χειρότερη πλευρά μιας χώρας, των ανθρώπων της και του σινεμά της». Η ταινία έκοψε πάνω από 200.000 εισιτήρια κι ήταν η 5η πιο εμπορική του ‘18.

Η γνώμη των κριτικών για το Αιγαίο SOS

Το ‘17 η εμπορικά κορυφαία ελληνική της χρονιάς ήταν ο Καζαντζάκης με 222.000 εισιτήρια, μια ταινία που έστω και κατά λάθος ήταν αστειότερη από κάθε άλλο φιλμ που αναφέρεται σε αυτό το άρθρο, αλλά συνεχίζοντας την χρονολογικά αντίστροφη διαδρομή μας φτάνουμε σε μια περίοδο που η τάση ήταν τα διάφορα ριμέικ ταινιών του Παλιού, Καλού Ελληνικού Κινηματογράφου.

Εκείνες οι ταινίες φυσικά δεν αποτελούν έναν ενιαίο δημιουργικό όγκο. Όπως και σε κάθε άλλη περίοδο υπάρχουν κάποιες σπουδαίες δουλειές και κάποιες λιγότερο σπουδαίες, όμως παρά τον αδιαπραγμάτευτο χώρο που καταλαμβάνουν στην pop culture εκπαίδευση (το μεγάλωμα, αν θέλετε) του έλληνα θεατή, μέσα από τις ατελείωτες επαναλήψεις στην τηλεόραση, είναι εμφανές πως οι θεατρικής λογικής αισθητική και αφήγηση πολλών εξ αυτών, έχουν δώσει τη σκυτάλη στην φτηνή επιθεώρηση σήμερα.

Για το ριμέικ των Γαμπρών της Ευτυχίας του Στράτου Μαρκίδη (ο αδιαφιλονίκητος auteur της όπως-όπως να βγει στις αίθουσες σύγχρονης εμπορικής μη-κωμωδίας: I <3 Karditsa, Λάρισα Εμπιστευτικό, Μαζί τα Φάγαμε, και τα ριμέικ Ο Θησαυρός και Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο Κοντός), το Αθηνόραμα γράφει πως «η γνωστή κωμωδία των Τσιφόρου – Βασιλειάδη διασκευάζεται σαν άτσαλη τηλεοπτική φάρσα και σκηνοθετείται σαν βιντεοταινία της δεκαετίας του ’80». Τα αστεράκια των κριτικών παρακάτων μοιάζουν ως εξής:

Οι κριτικές για τους Γαμπρούς της Ευτυχίας.

Όχι πως όταν το σινεμά αφήνει στην ησυχία του τις κλασικές παραγωγές και αντλεί απευθείας από την σύγχρονη τηλεοπτική του καταγωγή, τα πάει καλύτερα. Το 2013 ο Ακάλυπτος κάνει 100.000 εισιτήρια βάζοντας τον Πέτρο Φιλιππίδη στο ρόλο του «ελληνάκου καταφερτζή» που Του Αρέσει Το Ωραίο Φύλο και επιδίδεται σε διαρκείς μικροκομπίνες ως στάση ζωής. Ξαναδιαβάστε αυτή την τελευταία φράση όσες φορές θέλετε – δε θα πάψει ποτέ να είναι αλήθεια.

Πριν μερικά χρόνια, με αφορμή την κυκλοφορία του Στα Καλά Καθούμενα του Νίκου Ζαπατίνα (που μαζί με περιπτώσεις σαν το Πέμπτη και 12 του Θανάση Τσαλτάμπαση επιχειρεί να μας ταξιδέψει δίχως ιδιαίτερη κριτική στάση ή σύγχρονη αισθητική πρόταση προς μια αόριστα κατασκευασμένη «αίσθηση από τα παλιά»), το OneMan είχε δημοσιεύσει μια λίστα καλών σύγχρονων ελληνικών κωμωδιών που -με την εξαίρεση ενός φιλμ πασιφανέστατα φρικτού που συμπεριλήφθηκε στη λίστα ως «τόσο κακό που το διασκεδάζεις»-, πρέπει να πάμε στο 2008 για να βρούμε κάτι αξιόλογο. Που και πάλι, μιλάμε για late era δουλειά των Ρέππα-Παπαθανασίου, χρόνια αφότου άλλαξαν τα δεδομένα με το Safe Sex και με το αξεπέραστο Το Κλάμα Βγήκε Απ’τον Παράδεισο.

Αυτό το δίπτυχο ταινιών συνεχίζουν να έχουν μεγάλο ενδιαφέρον κοιτώντας τις από το σήμερα. Γιατί η μία κλείνει το μάτι στη σύγχρονη τηλεοπτική παραγωγή κι η άλλη κοιτάζει στην ίδια την παράδοση του ελληνικού σινεμά (δύο από τις πιο κυρίαρχες τάσεις της μοντέρνας εμπορικής κωμωδίας), αλλά το κάνουν με τρόπο περίτεχνο, με αστεία που ευστοχούν, που έχουν εντυπωσιακό ρυθμό, γραμμένα και παιγμένα με επαγγελματισμό και έμπνευση – και που έρχονται σε ένα πλαίσιο που μοιάζει να φέρνει κάτι νέο (ή έστω δροσιστικά εμπνευσμένο) στις αναφορές που αναπαράγονται.

Το μήνυμα που φαίνεται να πήραν οι μετέπειτα παραγωγές ήταν: Κάντο φτηνό, κάντο τηλεοπτικό. Σας ικετεύω, δοκιμάστε κάτι καινούριο.

Η δημοσιογραφική προβολή του Black Bachelor έγινε πρωί, αμέσως πριν το (εντυπωσιακό) West Side Story του Στίβεν Σπίλμπεργκ. Αμέσως μετά το τέλος του έργου, πέτυχα στην έξοδο συνάδελφο που δεν είναι των αρμοδιοτήτων του η εμπορική ελληνική κωμωδία, αλλά ήρθε νωρίτερα για τον Σπίλμπεργκ κι είδε έτσι και το Bachelor.

Με τρόμο, έκπληξη και απόγνωση με ρωτάει «να σου πω, εσύ που έχεις δει και τα προηγούμενα, είναι όλα… έτσι;». Γελάμε. Του κάνω «κοίτα, αυτό ήταν το έξυπνο της σειράς». Ένιωσα σα να βλέπω το πρόσωπό του να αποσυντίθεται μπροστά στα μάτια μου. Έβαλα τα γέλια, αλλά μέσα μου έκλαιγα. Μια συνήθης κατάσταση όταν μιλάμε για τη σύγχρονη εμπορική κωμωδία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα