Οι ταινίες της εβδομάδας: Το θυελλώδες “West Side Story” του Σπίλμπεργκ και η Μέριλ Στριπ ως Τραμπ

Διαβάζεται σε 9'
Οι ταινίες της εβδομάδας: Το θυελλώδες “West Side Story” του Σπίλμπεργκ και η Μέριλ Στριπ ως Τραμπ
20TH CENTURY STUDIOS

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Και τη δεύτερη εβδομάδα προβολής βρέθηκε στην κορυφή του ελληνικού box office ο “Οίκος Gucci” του Ρίντλεϊ Σκοτ, φτάνοντας σχεδόν τις 70.000 εισιτήρια και επιβεβαιώνοντας έτσι το word of mouth που δεδομένα υπήρχε μετά τις πρώτες μέρες προβολής. Ο Γουές Άντερσον με την “Γαλλική Αποστολή” έδειξε ξανά πως δυστυχώς το κοινό του στη χώρα μας δεν είναι ιδιαίτερα πολυπληθές, με μια ακόμα ταινία των -εξαιρετικών- φετινών Καννών να μην καταφέρνει να φέρει κόσμο στις αίθουσες. Πάντως, με λιγότερα από 6.000 εισιτήρια σε 76 αίθουσες πανελλαδικά, το εμπορικό φιάσκο της εβδομάδας είναι οπωσδήποτε το κάκιστο “Ghostbusters: Legacy”.

Καθώς περιμένουμε τώρα τον “Spider-Man” της επόμενης εβδομάδας που, αν οι πρώτες κρατήσεις είναι ένδειξη, θα σαρώσει εισπρακτικά, αυτό το τριήμερο φέρνει στις αίθουσες το πολυαναμενόμενο μιούζικαλ ριμέικ του Στίβεν Σπίλμπεργκ, “West Side Story”, ένα αυθεντικό κινηματογραφικό υπερθέαμα που έχει όλα τα φόντα να βρει διψασμένο κοινό. Μακάρι να τα καταφέρει.

Οι κριτικές της εβδομάδας:

West Side Story

(Στίβεν Σπίλμπεργκ, 2ω36λ)

3 / 5

Μιούζικαλ επαναδιατύπωση της ιστορίας του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας στη Νέα Υόρκη των ‘50s, όπου δύο αντίπαλες συμμορίες μάχονται μετά μουσικής για τον έλεγχο στους δρόμους της γειτονιάς τη στιγμή που ένα αγόρι κι ένα κορίτσια από διαφορετικά στρατόπεδα ερωτεύονται παράφορα. Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ σκηνοθετεί, σε σενάριο του Τόνι Κούσνερ (“Angels in America”, “Λίνκολν”), ριμέικ της πολυβραβευμένης ταινίας του Ρόμπερτ Γουάιζ, πάντα με τα τραγούδια των Λέοναρντ Μπέρνστιν και Στίβεν Σόντχαϊμ.

Η εκδοχή του Σπίλμπεργκ είναι ιδιαιτέρως πιστή στο πρωτότυπο, με σχετικά διακριτικές προσθήκες ή μικροαλλαγές να εκμοντερνίζουν μόνο ελαφρώς ένα κινηματογραφικό κείμενο έτσι κι αλλιώς απίστευτα μοντέρνο και αιχμηρό. Η απουσία υποτίτλων στους ισπανικούς διαλόγους λειτουργεί σε σχέση με τα μοτίβα αποξένωσης του ισπανόφωνου πληθυσμού όπως εκφράζεται και εντός της αφήγησης («μιλάτε αγγλικά!» λέει ξανά και ξανά το ‘όργανο της τάξης’), η παραλλαγή ενός σημαντικού β’ ρόλου του ορίτζιναλ φιλμ παιγμένος τώρα πια από τη Ρίτα Μορένο (που κέρδισε Όσκαρ για εκείνη την ταινία, ως Ανίτα) προσδίδει ένα απρόσμενο δραματικό βάρος στην διαφυλετική ένταση της ιστορίας, αλλά η σχετική αποσυμπίεση του σοκαριστικού φινάλε είναι στα μείον της νέας εκδοχής- και χαρακτηριστική μιας πιο φροντισμένης, πιο λείας δραματουργικής απόπειρας σε σχέση με την αγριάδα του φιλμ του Γουάιζ.

Ωστόσο, ακόμα και ως περίπτωση παραγωγής που ο Σπίλμπεργκ έκανε μάλλον επειδή ήθελε και επειδή μπορούσε, το νέο West Side Story είναι ένα εντυπωσιακό αντικείμενο, μια άσκηση κινηματογραφικού στυλ που εύχεται κανείς να απολαμβάναμε συχνότερα, και ένα χορταστικό, γεμάτο κορυφώσεις φιλμ που θα συμπαρασύρει το κοινό κάθε αίθουσα. Ένας από τους αδιαφιλονίκητους masters της κινηματογραφικής γλώσσας επιδίδεται σε μια παθιασμένη επίδειξη τεχνικής: Οι σεκάνς στο σχολικό γυμναστήριο αλλά και το “America” στη μέση του δρόμου είναι άμεσα classics, η Αριάνα Ντεμπόουζ ως νέα Ανίτα είναι μια αποκάλυψη, η Ρίτα Μορένο δεν θα αφήσει θεατή ασυγκίνητο, και μέσα από αυτή τη φρέσκια, κινηματογραφικά οργιαστική βερσιόν, ο Σπίλμπεργκ κι ο Κούσνερ συνεχίζουν να εξερευνούν διαφυλετικές και ταξικές εντάσεις που παραμένουν διαχρονικής σημασίας. Τόσο μάλιστα, ώστε το προ μισού (και βάλε) αιώνα West Side Story να μοιάζει φτιαγμένο για -και στο- σήμερα. Αλλά τελικά το ζήτημα αυτό είναι: Το φιλμ του 1961 ήταν ήδη μπροστά από την εποχή του.

Μην Κοιτάτε Πάνω

(“Don’t Look Up”, Άνταμ ΜακΚέι, 2ω18λ)

2.5 / 5

Δύο επιστήμονες ανακαλύπτουν έναν κομήτη σε τροχιά πρόσκρουσης προς τη Γη, με το αναμενόμενο αποτέλεσμα να είναι ο αφανισμός του πλανήτη. Όμως οι προειδοποιήσεις τους δεν βρίσκουν αντίκρυσμα: Πρώτα ο Λευκός Οίκος τους αγνοεί επειδή έρχονται εκλογές και μια επικείμενη καταστροφή του πλανήτη θα κόστιζε σε ψήφους(!), κι ύστερα το τηλεοπτικό κοινό ακούει τα λόγια τους σαν ένα ακόμη ανώδυνο θεματάκι της πρωινής ζώνης. Όσο όμως ο κομήτης πλησιάζει, η ανθρωπότητα θα πρέπει να λάβει κάποιες αποφάσεις.

Ο Άνταμ ΜακΚέι επιστρέφει με μια όχι μόνο αστειότερη αλλά και πολιτικά αιχμηρότερη ταινία από το συγκαταβατικό, απλοϊκό και τελικά βλακώδες “Vice”. Σίγουρα οι μέρες των “Anchorman” και των “Step Brothers” είναι πια πίσω του (και σίγουρα δε βοηθάει το ότι αρνείται πλέον να χρησιμοποιήσει αληθινούς κωμικούς ηθοποιούς), όμως τουλάχιστον εδώ το χιούμορ αν και σατιρικά προφανές, λειτουργεί. Ακόμα σημαντικότερα, υπάρχει αγνή οργή (όπως και πολιτική θέση, μακριά από τις όποιες ίσες αποστάσεις και θεωρίες δύο άκρων) στην πολιτική του παρατήρηση, σε μια σάτιρα που καταπιάνεται με την κλιματική αλλαγή μεν, αλλά μιλάει ευθύτατα και προφανέστατα -και με απρόσμενα ελεγειακές διαθέσεις- και για την παρούσα μας κατάσταση. Για ανθρώπους που αντιμέτωποι με μια προφανέστατη υπαρξιακή απειλή για όλους μας, επιλέγουν να εθελοτυφλούν, προσδίδοντας πολιτικά πρόσημα στη λαίλαπα. Και για ένα πολιτικό σύστημα που ξεπουλά όχι μόνο τα κάγκελα αλλά και την ίδια την επιβίωση, στο χέρι της αγοράς.

Ο ΜακΚέι δεν διαθέτει φυσικά καμία λεπτότητα ως προς τον πολιτικό του λόγο- ούτε και στον κινηματογραφικό, από την άλλη. Το γνώριμο φλασάτο του στυλ είναι παρόν κι εδώ, τρέχοντας ανάμεσα σε ευστοχίες και αστοχίες, σαν αυτό που μετράει να είναι η ποσότητα των στοιχείων κι όχι η ουσία τους. Με αυτό τον τρόπο στο τέλος είναι σαν τίποτα από όσα είδες να μην έχει ιδιαίτερη σημασία (ίσως και να μην έχει, βέβαια). Ο Ντι Κάπριο είναι καλός, με μια σκηνή που παραπέμπει στο “Δίκτυο” του Λιούμετ, η Στριπ είναι τελείως λάθος καστ ως τραμπική φιγούρα, το σενάριο έχει υποστεί μόνο προσθήκες αλλά κανένα απολύτως σφίξιμο κατά τις διάφορες αναθεωρήσεις του (ειδικά το δεύτερο μισό του φιλμ μοιάζει σαν σύμπτυξη πέντε τηλεοπτικών επεισοδίων), αλλά χωρίς ποτέ να κουράζει. Είναι εντελώς προφανές και με αρκετά προβλήματα, αλλά πάντως περνάς καλά.

Η Ζωή Συνεχίζεται

(“C’Mon, C’Mon”, Μάικ Μιλς, 1ω49λ)

3.5 / 5

Ένας ντοκιμαντερίστας του οποίου το νέο πρότζεκτ περιστρέφεται γύρω από χαρισματικά παιδιά, αναλαμβάνει να κρατήσει για λίγο καιρό μαζί του τον 9χρονο ανιψιό του, όσο η αδερφή του φροντίζει τον άντρα της στη διάρκεια μιας κρίσης στην υγεία του. Θείος και ανιψιός, μαζί, διασχίζουν τις ΗΠΑ, σε ένα οδοιπορικό στη Νέα Υόρκη, το Ντιτρόιτ και τη Νέα Ορλεάνη την ώρα που πίσω στο σπίτι τα πράγματα δεν γίνονται ποτέ εύκολα.

Ζεστό, τρυφερό νέο φιλμ από τον Μάικ Μίλς (“Πρωτάρηδες” με τον Κρίστοφερ Πλάμερ) με τον Γιοακίν Φοίνιξ σε έναν ρόλο που του να ζητά να συγκρατεί παρά να εκτοξεύει, και το οποίο με αφοπλιστική απλότητα μιλά για σχέσεις σε κρίση και για την ανθρωπιά του να αμφισβητείς τα πάντα στη ζωή σου. Οι ντοκιμαντερίστικες σκηνές με τα πιτσιρίκια φρενάρουν σε σημεία την ταινία, όμως το σύνολο λειτουργεί, και σου ζεσταίνει την ψυχή. Ειδικά χάρη στον τρόπο με τον οποίο ο Μιλς εξερευνά όχι μόνο τη σχέση του θείου με τον ανιψιό, όσο το πώς η θλίψη και η σιωπηλή απόγνωση της αδερφής του (μια υπέροχη Γκάμπι Χόφμαν) εκφράζεται, σα να μεταδίδεται ακούσια, μέσα από το 9χρονο αγόρι, τις λέξεις, τις αντιδράσεις του, το βάρος που μοιάζει κάποιες φορές να κουβαλά. Για θεατές που έχουν όρεξη να δουν μια τρυφερή ταινία που θα τους πάρει αγκαλιά (και θα τους κάνει και να κλάψουν λίγο).

Αλλού, Παντού

(“Ailleurs Partout / Elsewhere Everywhere”, Ιζαμπέλ Ινγκόλντ, Βιβιάν Περελμουτέ, 1ω3λ)

3.5 / 5

«Η Ελλάδα δεν είναι ασφαλής χώρα. Ποιος είπε ότι είναι ασφαλής χώρα;» Πειραματικό ντοκιμαντέρ για τολμηρούς θεατές, που ακολουθεί την πορεία ενός 20χρονου Ιρανού από την πατρίδα του σε αναζήτηση ασύλου – με τις συνοδευτικές εικόνες να προέρχονται από ένα άλλους είδους ταξίδι, ιντερνετικό, σαν αποτυπώματα από έναν ολόκληρο πλανήτη που συνεχίζει να γυρνά. Η σύνδεση εικόνων και ήχου, άλλοτε εντείνοντας τα συναισθήματα που περιγράφονται, άλλοτε μοιάζοντας η εικόνα να προκαλεί ή να αντιδρά στην εξιστόρηση, δημιουργεί ένα νέο είδος αγωνίας και σοκ απέναντι σε μια αφήγηση που μοιάζει -πια- αποτρόπαια γνώριμη. Με τον τρόπο του, συναρπαστικό.

Daniel ‘16

2.5 / 5

(Δημήτρης Κουτσιαμπασάκος, 1ω41λ)

Σε ένα χωριό στον Έβρο λειτουργεί μια κοινότητα αγωγής ανηλίκων, για γερμανόφωνα παιδιά. Ένα αγόρι φτάνει εκεί για να εκτίσει την ποινή του αλλά σύντομα θα βρεθεί να αναμετράται με το νέο του περιβάλλον, σε μια συνεχή αναζήτηση σπιτιού του. Ανθρώπινη ματιά από τον κατά βάση ντοκιμαντερίστα Δημήτρη Κουτσιαμπασάκο σε ένα πράο φιλμ που ακολουθεί τους νεαρούς του ήρωες, τους δίνει βήμα, τους επιτρέπει να υπάρξουν στην οθόνη ως ήρωες των ζωών τους – την ώρα που η κοινωνία τους θέλει μακριά, στο περιθώριο. Βραβείο κοινού στο 60ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

The Black Bachelor

(Γιάννης Παπαδάκος, 1ω35λ)

0 / 5

Η γνωστή παρέα επιστρέφει, σε ένα road trip στη Μάνη που τους βρίσκει παγιδευμένους σε μια γοτθική (λέμε τώρα) έπαυλη, αιχμαλώτους μιας οικογένειας ολίγον Άνταμς. Κάτι από “What We Do in the Shadows” στο εντελώς του ανέμπνευστο, με μερικές επιπέδου «το άκουσα να μου το περιγράφουν μια φορά» αναφορές στη “Λάμψη” (δυστυχώς του Κιούμπρικ, κι όχι του Φώσκολου), και μια παντελώς άρρυθμη συρραφή κρύων, ξεπερασμένων αστείων συνθέτουν το νέο σίκουελ του απέθαντου franchise. Με τίτλο αυτή τη φορά The Black Bachelor ή, για τους φίλους, Bl4ck B4chelor, το οποίο λογικά διαβάζεται “Μπλφορκ Μπφορτσελορ”. Ταιριαστό.

Κυκλοφορεί επίσης

Δικαίωση 3368: Επιζώντες από το Ολοκαύτωμα των Καλαβρύτων αλλά και σημερινοί ειδήμονες, μιλούν στην κάμερα της Ισμήνης Σακελλαροπούλου για τα γεγονότα του ‘43, με δραματοποιημένες σκηνές να συνοδεύουν τις μαρτυρίες.

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα