Eικόνα από τον σεισμό των 5.9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, στην Πάρνηθα, το 1999. ICON Photopress

ΣΕΙΣΜΟΙ: ΠΟΣΟ ΚΟΝΤΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΛΕΨΗ ΤΟΥΣ;

Ο διδάκτωρ σεισμολόγος Γεράσιμος Παπαδόπουλος μιλάει στο Magazine για τους σεισμούς των τελευταίων ημερών, ποια περιοχή της Ελλάδας ανησυχεί τους επιστήμονες και απαντά στο αν το νέο μοντέλο πρόβλεψης που προτάθηκε μετά την Τουρκία μπορεί να μας σώσει.

Tα ξημερώματα της Τρίτης 21/3 σημειώθηκε σεισμική δόνηση μεγέθους 4.6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ στην Αμφιλοχία. Ακολούθησαν δεκάδες μετασεισμοί.

Τα ξημερώματα της Πέμπτης 23/3 είχαμε σεισμό 4.4 Ρίχτερ στα Ιωάννινα.

Κάπως έτσι κρίναμε πως θα είχε μια χρησιμότητα να ενοχλήσουμε τον Γεράσιμο Παπαδόπουλο, διδάκτωρα σεισμολόγο, μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, για να μας εξηγήσει αν συμβαίνει κάτι για το οποίο πρέπει να ανησυχούμε.

Η κουβέντα (που αφορούσε και τα νέα μοντέλα πρόγνωσης που μπορεί να μας βοηθήσουν να γλιτώνουμε από τα χειρότερα) ξεκίνησε με την ερώτηση “σε τι φάση βρίσκονται τα ρήγματα αυτήν την περίοδο;”, καθώς εκτός όλων των άλλων, δεν έχει περάσει και πολύς καιρός μετά την Τουρκία.

Πριν περάσουμε στα όσα είχε να πει, είναι χρήσιμο να αναφερθεί πως ο κύριος Παπαδόπουλος, μεταξύ πολλών άλλων, υπήρξε μεταδιδακτορικός Eρευνητής στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο της Μασαχουσέττης (M.I.T) των ΗΠΑ (1984), επισκέπτης Eρευνητής στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών Φυσικών Κινδύνων στην Tsukuba της Ιαπωνίας (1993), όπου το 2004 επέστρεψε ως Επισκέπτης Καθηγητής στο Τμήμα Γεωεπιστημών του Πανεπιστημίου Tohoku.

Δηλαδή, αν μη τι άλλο έχει εμπειρία και από τη χώρα που βρίσκεται στο Νο1 των σεισμογενών του πλανήτη.

Σεισμογράφος Getty Images/iStockphoto

Επί της μετασεισμικής ακολουθίας στην Αμφιλοχία, ο καθ’ ύλην αρμόδιος είπε στο Magazine πως “υπήρχε μια μικρή δραστηριότητα τις μεταμεσονύχτιες ώρες, με σχετικά χαμηλά επίπεδα που είναι απολύτως συνηθισμένη. Έως 24 ώρες μετά τα 4.6, υπήρχε επιφυλακτικότητα για το αν είναι αυτός ο κύριος σεισμός. Την Πέμπτη επικυρώσαμε τα στπιχεία που έδειχναν πως οι αρκετοί μικρότεροι σεισμοί που επακολούθησαν έδωσαν εικόνα αρκετά καλής μετασεισμικής ακολουθίας

Σε ό,τι αφορά τα Ιωάννινα, το φαινόμενο -όπως συμβαίνει πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις πριν μιλήσουν με ασφάλεια οι σεισμολόγοι- μελετάται.

Είμαστε στο μέσο όρο για ‘ξύπνημα’ του Κορινθιακού

Τελευταία φορά είχα ενοχλήσει τον κύριο Παπαδόπουλο (εν αγνοία μου) ανήμερα της επετείου των μεγάλων σεισμών στις νήσους Αλκυονίδες του 1981. Τότε που ο πρώτος, μεγέθους 6.7 Ρίχτερ σημειώθηκε την Τρίτη 24/2 στις 11 παρά 7 λεπτά το βράδυ, τον διαδέχθηκε αυτός των 6.4 Ρίχτερ στις 04.35 τα ξημερώματα της Τετάρτης 25/2 και στις 4/3 στις 23.58 ακολούθησε τρίτος, μεγέθους 6.3 Ρίχτερ.

Οι μετασεισμοί είχαν συνεχιστεί έως τα μέσα του Σεπτέμβρη του 1981.

Λίγο καιρό πριν συμβεί ό,τι συνέβη στην Τουρκία, η Επιτροπή Εκτίμησης Σεισμικού Κινδύνου της χώρας -αλλά και ο κύριος Παπαδόπουλος- εξηγούσαν πως το συγκεκριμένο ρήγμα έχει μαζέψει πολύ σεισμική ενέργεια. Οι εκτιμήσεις ήθελαν να εκδηλώνεται σεισμός μέσα στην πενταετία.

“Γενικά ο κορινθιακός κόλπος προκαλεί ανησυχία, γιατί εδώ και πάρα πολλά χρόνια μαζεύουν τα ρήγματα ενέργεια.

Οι ισχυροί σεισμοί (από 6 Ρίχτερ και πάνω) επαναλαμβάνονται κάθε περίπου 25 με 30 χρόνια κατά μέσο όρο. Ο τελευταίος τέτοιος σεισμός είχε γίνει στις 15/6 του 1995. Από τότε έχουν περάσει 27 χρόνια. Άρα είμαστε στο μέσο όρο.

Η φύση έχει τους δικούς του νόμους. Αργά ή γρήγορα θα κάνει τους 6 και τους 6.5 βαθμούς Ρίχτερ στην Ελλάδα. Δεν πρέπει να έχουμε αυταπάτες.

Αυτό είναι κάτι που ξέρουμε όλοι από την εμπειρία. Το μεγάλο μυστικό είναι ότι χρειαζόμαστε προετοιμασία από την πλευρά των κεντρικών και των τοπικών αρχών, ετοιμότητα και ενημέρωση των πολιτών.

Χρειάζονται προγράμματα μείωσης σεισμικού κινδύνου, που περιλαμβάνουν ασκήσεις, ενημέρωση και εκπαίδευση του κοινού -ιδιαίτερα στα σχολεία. Το κάθε ένα χρόνο συμβάλει με το δικό του τρόπο στο να μειώνουμε τις αρνητικές επιπτώσεις των σεισμών.

Τον σεισμό δεν μπορείς να τον σταματήσεις. Θα γίνει ούτως ή άλλως. Το θέμα άρα, είναι να γίνουν όσα χρειάζονται για να μειώσουμε τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες, τακτική που ακολουθείται σε όλον τον κόσμο“.

Σεισμός στην Τουρκία 2023 Emrah Gurel/AP Photo

Το φαινόμενο μακρινής διέγερσης σεισμού που δεν ισχύει πάντα και παντού

Ένα άγχος είχε προκύψει στην Ελλάδα μετά την τραγωδία της Τουρκίας, ως απόρροια όσων είχαν συμβεί το 1999. Τότε που στις 17/8 η πόλη Ιζμίτ δονήθηκε από σεισμό 7.6 Ρίχτερ (έγινε αισθητός έως την Ουκρανία) και στις 7/9 είχαμε στην Ελλάδα το σεισμό της Πάρνηθας, μεγέθους 5.9 Ρίχτερ.

Όπως λέει ο κύριος Παπαδόπουλος “υπάρχουν γνώσεις για το φαινόμενο της μακρινής διέγερσης σεισμού, από άλλο σεισμό -σε μεγάλη απόσταση. Αυτό όμως, δεν σημαίνει πως κάθε φορά που γίνεται ένας πολύ ισχυρός σεισμός στην Τουρκία, θα έχουμε κάποιο ίδιο συμβάν στην Ελλάδα. Είναι κάτι που εξαρτάται και από άλλους γεωφυσικούς παράγοντες.

Για να απαντήσω στην ερώτηση σας, επί των πιθανοτήτων να συμβεί σεισμός στην Ελλάδα, μετά τους ισχυρούς σεισμούς στην Τουρκία, θεωρώ ότι υπάρχουν μικρές πιθανότητες, κυρίως λόγω της σημαντικής απόστασης.

Το 1999 η απόσταση μεταξύ της εστίας του σεισμού στη θάλασσα του Μαρμαρά, έως το ρήγμα της Φυλής που διεγέρθηκε, ήταν 620 χιλιόμετρα.

Τώρα, η απόσταση από την εστία του σεισμού των 7.8 Ρίχτερ έως την Αθήνα -που είναι περίπου το γεωμετρικό κέντρο της χώρας- είναι 1200 χιλιόμετρα. Τα Δωδεκάνησα είναι μεν, πιο κοντά, αλλά και πάλι είναι μακριά (περί τα 900 χιλιόμετρα), ενώ η Βόρεια Ελλάδα είναι στα 1.500 χιλιόμετρα”.

Άρα, λόγω της σημαντικής απόστασης, οι πιθανότητες είναι μικρές” για το φαινόμενο της μακρινής διέγερσης σεισμού.

Ο πλανήτης διατηρεί πάντα το ‘δικαίωμα’ της έκπληξης

Συμπερασματικά, οι σεισμολόγοι εξελίσσουν διαρκώς τη μεθοδολογία τους, ώστε να ξημερώσει μια ημέρα που θα μπορούν να προβλέπουν τα ‘χτυπήματα’. Η πραγματικότητα ωστόσο, θα είναι πάντα πως “οι λιθοσφαιρικές πλάκες θα μετακινούνται πάντα. Είναι ένα αέναο φαινόμενο μέσα στη διάρκεια του γεωλογικού χρόνου, που έχει ορίζοντα χιλιάδων και εκατομμυρίων ετών” λέει στο Magazine ο κύριος Παπαδόπουλος.

Τα γεωδυναμικά φαινόμενα (βλ. μετακινήσεις) επεκτείνονται σε βάθος εκατομμυρίων χρόνων.

Για αυτό και τα σεισμικά φαινόμενα είναι και μελετώνται σε αυτόν τον χρονικό ορίζοντα. Για τον ίδιο λόγο λέμε και ότι στην Ελλάδα, είχαμε, έχουμε και θα έχουμε σεισμούς”.

Βάσει όσων στοιχείων υπάρχουν πρόχειρα, τι μπορούμε να περιμένουμε;

“Οι ιστορικές καταγραφές και οι μελέτες βοηθούν στο να παρακολουθούμε τα φαινόμενα, ωστόσο υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο έκπληξης. Από την άλλη πλευρά βέβαια, έχουμε και κάποια στάνταρ που γνωρίζουμε πολύ καλά, σε παγκόσμιο επίπεδο.

Μιλήσαμε νωρίτερα για τους ισχυρούς σεισμούς, που είναι από 6 βαθμούς στην κλίμακα Ρίχτερ και πάνω.

Οι μεγάλοι σεισμοί είναι από 7 βαθμούς και πάνω.

Οι γιγαντιαίοι σεισμοί είναι από 8 βαθμούς και πάνω.

Ζούμε σε έναν πολύ δυναμικό πλανήτη, με πολύ δυνατά φαινόμενα. Ετησίως γίνονται περίπου 15 με 18 μεγάλοι σεισμοί, ενώ αυτοί που είναι από 8 βαθμούς στην κλίμακα Ρίχτερ και πάνω είναι πολύ αραιοί.

Από εκεί και πέρα, δεν μπορούμε να πούμε κάτι παραπάνω, καθώς δεν υπάρχει πάγια μέθοδος πρόγνωσης”.

Ας δούμε τι υπάρχει.

Το υπάρχον μοντέλο πρόβλεψης χρησιμοποιείται από τις αρχές του 20ου αιώνα

Εργασία που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από πανεπιστήμιο των ΗΠΑ πρότεινε μια νέα μέθοδο πρόβλεψης που ‘πατά’ σε άλλη βάση από αυτό που χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900 έως σήμερα.

Σε αυτό, οι σεισμολόγοι υποθέτουν (βάσει στοιχείων που έχουν συγκεντρωθεί) πως οι μεγάλοι σεισμοί στα ρήγματα είναι αρκετά τακτικοί. Ως εκ τούτου ο επόμενος θα συμβεί έπειτα από περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε των δυο προηγούμενων.

Όπως αποδείχθηκε και με την αποκάλυψη που βίωσε η Τουρκία και η Συρία, η Γη δεν λειτουργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο.

Μολονότι οι σεισμοί προκύπτουν κοντά στο αναμενόμενο χρονικό διάστημα, οι σεισμολόγοι δεν είχαν πάντα τον τρόπο να το περιγράψουν.

Στην τελευταία σχετική εργασία, σεισμολόγοι και στατιστικολόγοι του Northwestern University υποστηρίζουν πως βρήκαν τον τρόπο να καλύψουν αυτό το κενό.

Στη δημοσίευση της μελέτης τους στο Bulletin of the Seismological Society of America αναφέρεται πώς ανέπτυξαν ένα νέο μοντέλο πιθανότητας σεισμού. Διατείνονται ότι είναι πιο ολοκληρωμένο και ρεαλιστικό από αυτό που χρησιμοποιείται στην παρούσα φάση.

Ο εκ των ερευνητών, στατιστικολόγος Bruce D. Spencer επισήμανε ότι “είναι λογικό να έχει σημασία η συγκεκριμένη σειρά και ο χρόνος των προηγούμενων σεισμών.

Η συμπεριφορά πολλών συστημάτων εξαρτάται από το ιστορικό τους.

Για παράδειγμα, ο κίνδυνος να πάθετε διάστρεμμα στον αστράγαλο εξαρτάται όχι μόνο από το πότε πάθατε το τελευταίο, αλλά και από όλα τα προηγούμενα.

Την ίδια ώρα, οι εξελίξεις υποχρεώνουν τους επιστήμονες να λάβουν υπ’ όψιν τους και διαφορετικές προσεγγίσεις.

Η βασική διαφορά μεταξύ του τρέχοντος μοντέλου και αυτού που προτείνουν οι εκπρόσωποι του Northwestern University είναι η εξής: αντί το μοντέλο να χρησιμοποιεί απλώς τον μέσο χρόνο μεταξύ των τελευταίων σεισμών για την πρόβλεψη του επόμενου στο ίδιο ρήγμα ή σύστημα, αυτό που κάνει είναι να λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη σειρά και το timing των προηγούμενων σεισμών.

Οι σεισμοί συμπεριφέρονται σαν “αναξιόπιστα λεωφορεία”

Οι συγγραφείς εξηγούν πως αυτό βοηθά στην εξήγηση του αινιγματικού γεγονότος ότι οι σεισμοί μερικές φορές έρχονται σε συστάδες – ομάδες με σχετικά σύντομους χρόνους μεταξύ τους, που χωρίζονται από μεγαλύτερους χρόνους χωρίς σεισμούς.

Έτσι μπορεί και ‘εξηγεί’ το αινιγματικό δεδομένο που θέλει τους σεισμούς να εμφανίζονται κάποιες φορές σε ομάδες, σε σχετικά μικρές χρονικές περιόδους μεταξύ τους, των οποίων μεσολαβούν μεγαλύτερα διαστήματα χωρίς σεισμό.

Όπως τονίζει ο Seth Stein, καθηγητής Γης και Πλανητικών Επιστημών στο Weinberg College of Arts and Sciences “λαμβάνοντας υπόψη το πλήρες ιστορικό του σεισμού, και όχι απλώς τον διαχρονικό μέσο όρο και το διάστημα που μεσολαβεί από τον τελευταίο, θα μας βοηθήσει στην πρόβλεψη του πότε θα συμβούν μελλοντικοί σεισμοί.

Όταν προσπαθείτε να υπολογίσετε τις πιθανότητες μιας ομάδας να κερδίσει ένα παιχνίδι με μπάλα, δεν κοιτάτε μόνο το τελευταίο παιχνίδι και το μακροπρόθεσμο μέσο όρο. Τα πρόσφατα παιχνίδια μπορεί επίσης να είναι χρήσιμα.

Τώρα μπορούμε να κάνουμε κάτι παρόμοιο για τους σεισμούς”.

O εκ των συγγραφέων της μελέτης, James S. Neely πρόσθεσε ότι “οι σεισμοί συμπεριφέρονται σαν ένα αναξιόπιστο λεωφορείο. Μπορεί να είναι προγραμματισμένο να φτάνει κάθε 30 λεπτά, αλλά μερικές φορές καθυστερεί, ενώ άλλες εμφανίζεται στις στάσεις νωρίτερα.

Οι σεισμολόγοι έχουν υποθέσει ότι ακόμη και όταν ένας σεισμός καθυστερεί, ο επόμενος δεν έχει πολλές πιθανότητες να φτάσει νωρίτερα. Στο δικό μας μοντέλο όσο πιο πολύ καθυστερεί ένας σεισμός μεταξύ των δυο τελευταίων, τόσο πιο γρήγορα θα έλθει ο επόμενος”.

Τα παραδοσιακά μοντέλα δεν μπορούν να χειριστούν όσα συμβαίνουν

Το παραδοσιακό μοντέλο πρόβλεψης σεισμών, υποθέτει ότι οι αργές κινήσεις κατά μήκος του όποιου ρήγματος, δημιουργούν καταπόνηση που εκδηλώνεται με την απελευθέρωση ενός μεγάλου σεισμού.

Όπως εξήγησε ο Neely “ένα ρήγμα έχει βραχυπρόθεσμη μνήμη: ‘θυμάται’ μόνο τον τελευταίο σεισμό και ‘ξεχνά’ όλους τους προηγούμενους.

Αυτή η υπόθεση εντάσσεται στην πρόβλεψη του πότε θα συμβούν μελλοντικοί σεισμοί και στη συνέχεια σε χάρτες κινδύνου που προβλέπουν το επίπεδο δόνησης, για το οποίο πρέπει να σχεδιαστούν αντισεισμικά κτίρια.

Ωστόσο, οι μεγάλοι σεισμοί δεν προκύπτουν βάσει ωρολογιακού μηχανισμού. Μερικές φορές βλέπουμε αρκετούς μεγάλους σεισμούς να συμβαίνουν σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα και έπειτα από μεγάλες περιόδους που δεν έχει συμβεί τίποτα.

Τα παραδοσιακά μοντέλα δεν μπορούν να χειριστούν αυτή τη συμπεριφορά”.

Το νέο μοντέλο λειτουργεί βάσει της υπόθεσης ότι τα ρήγματα του σεισμού είναι πιο έξυπνα: πως έχουν μακροπρόθεσμη μνήμη από αυτήν που υποθέτουν έως τώρα οι σεισμολόγοι.

“Η μακροπρόθεσμη μνήμη των σεισμικών ρηγμάτων προέρχεται από το γεγονός ότι μερικές φορές ένας σεισμός δεν απελευθερώνει όλη την πίεση που συσσωρεύεται με την πάροδο του χρόνου. Επομένως μερικά ‘κρατούν’ ενέργεια έπειτα έναν μεγάλο σεισμό και έτσι μπορούν να προκαλέσουν άλλον.

Αυτό εξηγεί τους σεισμούς που μερικές φορές εμφανίζονται σε ομάδες. Αυτό υποδηλώνει πως τα ρήγματα έχουν μακροπρόθεσμη μνήμη”.

Εάν έχει περάσει πολύς καιρός από έναν μεγάλο σεισμό, τότε ακόμα και έπειτα από έναν δεύτερο, η “μνήμη” του ρήγματος ενδέχεται να μην έχει διαγραφεί. Η εναπομείνασα πίεση αυξάνει τις πιθανότητες να προκύψει άλλος.

Το νέο μοντέλο υπολογίζει τις πιθανότητες για σεισμό κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ή τουλάχιστον αυτό λένε εκείνοι που το έφτιαξαν.

Το πρόβλημα με το μοντέλο που προτείνεται

Η ανθρωπότητα παραμένει ανίκανη να προβλέψει φυσικά φαινόμενα, ενώ όλοι ευχόμαστε να προκύψει η τεχνολογία που θα επιτρέψει μια καλύτερη συνθήκη, που θα επιτρέπει την προστασία μας από ακραίες συνθήκες.

Ο κύριος Παπαδόπουλος -που ενέκρινε τη μετάφραση της εργασίας που μόλις διάβασες- εξήγησε ότι “η ιδέα που προτείνει το αμερικανικό πανεπιστήμιο δεν είναι εντελώς καινούργια. Πρόκειται για μετεξέλιξη πολλών προηγούμενων.

Στη σεισμολογία έχουν προταθεί πολλά μοντέλα, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να περιγράψουμε το λεγόμενο σεισμικό κύκλο.

Πρόκειται για τη διαδικασία που μεσολαβεί ανάμεσα σε δυο μεγάλους σεισμούς, σε ένα συγκεκριμένο ρήγμα ή ένα σύστημα ρηγμάτων.

Το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δυο σεισμών στο ίδιο ρήγμα, μπορεί να είναι 10ετιων, εκατονταετιών ή και χιλιάδων ετών.

Εξαρτάται από το ρήγμα και τις ιδιότητες που έχει.

Ενδιάμεσα του σεισμικού κύκλου γίνονται και μικρότερης εντάσεως σεισμοί -όχι των μεγεθών των δυο ακραίων από τους οποίους ξεκινούν και τελειώνουν οι κύκλοι.

Υπάρχουν πολλά μοντέλα πιθανοτήτων διαθέσιμα, για να περιγραφεί η διαδικασία.

Το πιο κλασικό και το πιο απλό, είναι το μοντέλο χωρίς μνήμη.

Σε αυτό θεωρούμε πως η γένεση ενός σεισμού στη διάρκεια του σεισμικού κύκλου, δεν έχει καμία σχέση με το πότε έγιναν οι προηγούμενοι ισχυροί σεισμοί στο ίδιο ρήγμα.

Mε αυτήν την έννοια, υπάρχει μια τυχαιότητα.

Στα πιο εξελιγμένα μοντέλα, εισάγεται ένα είδος μνήμης: λαμβάνουμε υπ’ όψιν μας πότε έγινε ο προηγούμενος σεισμός (ο τελευταίος) ή ακόμα και λαμβάνουμε υπ’ όψιν τον τελευταίο σεισμό που γίνεται, συν όλους τους προηγούμενους που γνωρίζουμε.

Συντρίμμια από τον σεισμό στην Τουρκία AP Photo/Emrah Gurel

Άρα εισάγουμε περισσότερη μνήμη στο μοντέλο. Ένα τέτοιο χρησιμοποιούν οι συγγραφείς της τελευταίας εργασίας.

Θα σας πω ότι υπάρχουν και ακόμα πιο πολύπλοκα μοντέλα, που αφορούν δυο παραμέτρους ως μνήμη: τους χρόνους κατά τους οποίους έγιναν οι προηγούμενοι ισχυροί σεισμοί και τα μεγέθη τους.

Σε αυτήν την περίπτωση, υπάρχει μια ακόμα πιο πλήρης μνήμη στο μοντέλο πιθανοτήτων που καταστρώνουμε και βέβαια, αυτό καθιστά αρκετά πιο πολύπλοκο το μοντέλο.

Μερικές φορές δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.

Για παράδειγμα, όταν δεν έχουμε πολλούς γνωστούς σεισμούς σε ένα ρήγμα. Αν έχουμε μόνο δυο γνωστούς σεισμούς, δεν είναι δόκιμο να το κάνουμε. Αν έχουμε 10, 20 κλπ, μπορεί να εφαρμοστεί”.

Όταν οδηγείς διαλέγεις τυχαία έναν δρόμο που υποθέτεις πως δεν θα ‘χει κίνηση;

Όπως τονίζει ο κύριος Παπαδόπουλος “από όλα αυτά, μπορεί να καταλάβει κάποιος ότι το να μπορέσουμε να υπολογίσουμε -έστω σε μακροχρόνιο ορίζοντα- τον επόμενο σεισμό και το μέγεθος του, δεν είναι απλή διαδικασία.

Είναι εξόχως πολύπλοκη και απαιτεί να προϋπάρχει γνώση και πολύ καλά ελεγμένα μαθηματικά μοντέλα. Μόνο έτσι μπορούμε να υπολογίσουμε και να απαντήσουμε σε ερωτήματα, όπως για την πιθανότητα του επόμενου ισχυρού σεισμού στο ίδιο ρήγμα σε ένα χρόνο, σε 10 χρόνια ή σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα μας ενδιαφέρει.

Έχω εφαρμόσει τέτοια μοντέλα στο παρελθόν και θα το ξανακάνω στην Ελλάδα. Μπορούμε να το κάνουμε και για μικρά χρονικά διαστήματα, για παράδειγμα για 5 ημέρες, αλλά δεν έχει νόημα, καθώς θα προκύψει πολύ μικρή πιθανότητα”.

Γιατί;

Η προΰπαρξη γνώσης για την προηγούμενη συμπεριφορά του ρήγματος είναι θεμελιώδους σημασίας. Είναι σαν να ξεκινάμε με το αυτοκίνητο από το σπίτι μας, για να πάμε στην άλλη άκρη της πόλης και ψάχνουμε το δρόμο που έχει τη λιγότερη κίνηση.

Μπορούμε να ακολουθήσουμε έναν τυχαίο δρόμο και να μην έχουμε αποτέλεσμα. Χρειαζόμαστε τη γνώση που για παράδειγμα, προσφέρει, μια εφαρμογή με πληροφορίες για την κίνηση.

Έτσι και στους σεισμούς, αν δεν έχουμε πληροφορίες για τη συμπεριφορά του ρήγματος, τους χρόνους των προηγούμενων ισχυρών σεισμών και τα μεγέθη τους, δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε ούτε τα απλά ούτε πιο εξελιγμένα μοντέλα για τον υπολογισμό της πιθανότητας να γίνει ο επόμενος ισχυρός σεισμός σε ορισμένο χρονικό διάστημα”.

Μπορούν βέβαια, πάντα να προσπαθούν να κάνουν την καλύτερη δυνατή δουλειά.

Ακολουθήστε το News24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα