Η Σοφία Χιλλ

ΣΟΦΙΑ ΧΙΛΛ: “ΖΟΥΜΕ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ NETFLIX”

Συνέντευξη με την ηθοποιό για το έργο "Κλυταιμνήστρα, μουσική δωματίου για ένα όργανο" που επιστρέφει για δύο παραστάσεις.

Όταν την βλέπεις να παίζει στην σκηνή, είναι ένα σαρωτικό ολόφωτο κράμα από αερικό, ταγμένη ακροβάτισσα, Μαινάδα, και αμείλικτη ηρωίδα του Ίψεν… Όταν την πρωτοσυναντάς έξω, μεσημέρι σε μια καφετέρια στο Θησείο, ας πούμε, η Σοφία Χιλλ, η πρωταγωνίστρια-μούσα στο διεθνώς παινεμένο θέατρο Άττις του Θόδωρου Τερζόπουλου, παραμένει αερικό. Και λίγο ηρωίδα –καίτοι όχι αμείλικτη– όπως όλοι μας. Αλλά για Μαινάδες, ούτε λόγος (άσε που είναι χορτοφάγος από τα γεννοφάσκια της…).

Αντιθέτως, οι μανάδες αναδείχτηκαν σε leitmotif της κουβέντας μας. Η έλευση του γιού της πριν από 17 χρόνια, και η εμπειρία του να τον μεγαλώνει μόνη της συνιστούν μια συνθήκη που, όπως βεβαιώνει η ίδια, την άλλαξε τελεσίδικα μέσα-έξω. Συγχρόνως, έχοντας ανατραφεί, αυτή και τα έξι αδέλφια της, από μια μητέρα αντισυμβατική, σοφά λιγόλογη μα πάντα παρούσα και δοτική, και αναγνωρίζοντας πόσο καθοριστική για την μετέπειτα ζωή του καθενός μας είναι η σχέση με την μάνα του, η Σοφία και κόπτεται και αγωνιά για τον μητρικό ρόλο. Τον δικό της, αλλά και του κόσμου όλου. Τον σημερινό, αλλά και ανέκαθεν. Οι μανάδες, βλέπεις, ανέκαθεν ανέτρεφαν το αύριο.

Κι απ’ την άλλη, μιαν αρχετυπική μάνα υποδύεται η εξαίρετη ηθοποιός στον μονόλογο «Κλυταιμνήστρα, μουσική δωματίου για ένα όργανο». Ένα καθηλωτικό σόλο της περιβόητης βασίλισσας των Μυκηνών που έγινε συζυγοκτόνος επειδή, όπως λέει ο Αισχύλος, ποτέ της δεν συγχώρησε στον Αγαμέμνονα την θυσία της κόρης τους, της Ιφιγένειας… Μεταξύ περφόρμανς και ατόφιου θεατρικού λόγου, η λεπταίσθητη παραγωγή σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή και ζωντανά εκτελεσμένη μουσική Γιώργου Κουμεντάκη ντεμπουτάρησε το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών. Και αυτές τις μέρες, επιστρέφει για δυο ακόμα παρουσιάσεις (5 & 12 Απριλίου) σε ένα αναπάντεχο όσο και άπαιχτο μέρος: την Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών. Έναν μακρόστενο και προτεσταντικά λιτό χώρο στα όρια Νεάπολης και Κολωνακίου, με ένα μοντέρνο εκκλησιαστικό όργανο στην μια του άκρη, κι έναν πανύψηλο μινιμαλιστικό σταυρό από ξανθό ξύλο στην άλλη. Χώρος υποβλητικός, μονόλογος μεταρσιωτικός.

Η παράδοση και η αγάπη

Την ρωτάω, ευκαιρίας δοθείσης, αν η ίδια είναι θρήσκα, αν πιστεύει. Μοιραία ξαναγυρίζουμε στην μάνα (της). Διότι η Μανιάτισσα καλλονή, που στα μέσα του περασμένου αιώνα ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε τον Άγγλο πανεπιστημιακό που κληροδότησε στην Σοφία το ξενικό της επώνυμο, «κρατούσε πάρα πολύ τις παραδόσεις, παρότι πολύ, έτσι, άνθρωπος της ζωής. Θυμάμαι πάντα το καντηλάκι στο σπίτι, ωραία εικονίσματα, Μεγάλη Βδομάδα στην εκκλησία…».

Κι ενώ κι εκείνη λατρεύει τις παραδόσεις κάθε τόπου, τις ιστορίες των γιαγιάδων και των προγιαγιάδων που ζυμώνονται με τις νέες γενιές και συνεχίζουν, ο όρος «πίστη» παίρνει άλλον ορισμό μέσα της. «Δεν έχει να κάνει με θρησκείες και τέτοια. Πιστεύω στον άνθρωπο, πιστεύω στην αγάπη, πιστεύω στο καλό. Στην δύναμη που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα –πιστεύω,» διατρανώνει. Και ποια μπορεί να είναι, αλήθεια, αυτή η δύναμη; «Μόνο η αγάπη. Παρ’ ότι φαίνεται κλισέ, είναι αυτό. Μόνο.» Το λέει και το πιστεύει. Κι έτσι όπως την ψυχανεμίζομαι, μάλλον το κάνει και πράξη.

Το άλλο που σίγουρα κάνει στην πράξη, και είναι συναφές, είναι να δημιουργεί νοερά χώρο ώστε να «βολέψει» τον άλλον, τον άγνωστο, τον απέναντι. Να τον αποδεχτεί όσο… απέναντι στις δικές της αξίες κι αν στέκει. Να τον δικαιολογήσει, με έναν τρόπο. Αυτό το ανεξίκακο «με έναν τρόπο», που αλαφροπατάει καταργώντας την απολυτότητα, είναι ξεκάθαρα μια φράση που όλο και τρυπώνει στον λόγο της. Είτε μιλάει για συναδέλφους ηθοποιούς που προκρίνουν την διασημότητα και την αναγνωρισιμότητα – «ο καθένας έχει κάπου αλλού την βίδα του, μάλλον»–, είτε για τον τωρινό πόλεμο –«τουλάχιστον, ας προστατευθεί η ζωή, τα νιάτα, τα νέα παιδιά. Ας μπορούσε να γίνει ο πόλεμος με έναν άλλον τρόπο…»

Μοιρασμένη –ενίοτε εξοντωτικά, ομολογεί– μεταξύ του παιδιού και της δουλειάς της, η Σοφία Χιλλ τον Μάιο θα ανέβει στην κεντρική σκηνή του Πίκολο Τεάτρο στο Μιλάνο για να ενσαρκώσει την εξαιρετική κατά Τερζόπουλο ιψενική «Νόρα» , μια από τις παραστάσεις του Άττις που ταξιδεύουν τακτικά ανά τον κόσμο. Της αρέσουν αυτά τα ταξίδια, μέσα απ’ αυτά γνωρίζει ακόμη περισσότερους νέους τρόπους να γίνονται τα πράγματα. Αλλά το καλοκαίρι, οπωσδήποτε, θα πάει στο χτήμα του αδελφού της, στην Μάνη. Να ποτίσει την ρίζα της.

Αισθάνεσαι λίγο rara avis, σπάνιο πουλί που έλεγαν οι Ρωμαίοι;
Ίσως ναι, με έναν τρόπο… Μεγαλώνοντας, ο τρόπος ζωής [μου] δεν μου επέτρεψε να έχω τα ίδια ερεθίσματα με άλλα παιδιά. Ας πούμε, δεν ήξερα την Βουγιουκλάκη όταν πήγα στην [δραματική] σχολή, δεν είχα δει πολλές ελληνικές ταινίες. Γενικώς δεν είχα δει πάρα πολλές ταινίες, βλέπαμε, ας πούμε, Μπέργκμαν, Ταρκόφσκι, ό,τι είχε στο αρχείο ο πατέρας μου, κι αυτό σπάνια. Είχα άλλα ερεθίσματα. Μεγάλωσα στην επαρχία, και στην Ελλάδα και στην Αγγλία, σε χωριά, πανηγύρια, είχα άλλες εικόνες. Δεν υπήρχε τηλεόραση ποτέ στο σπίτι, οπότε, ναι, με έναν τρόπο ήμουνα ξεκομμένη από ένα πολύ μεγάλο κομμάτι [των συνομηλίκων μου].

Αυτός ο βιωμένος σου «εκλεκτισμός» αισθάνεσαι ότι κάπου σε κάνει δυσπρόσιτη στο ευρύ κοινό;
Κοίταξε, αυτά που κάνω μέχρι στιγμής δεν είναι εμπορικά με την έννοια ότι δεν είναι για ένα μεγάλο κοινό. Οπότε, δεν ξέρω… Παρ’ όλα αυτά, πολλές φορές μπορεί να υπάρχει ένα κοινό πιο λαϊκό, πιο απλό που να τού αρέσει, να αγαπάει αυτό που κάνω. Και να είναι άνθρωποι, οι οποίοι έχουν δει πολλά πράγματα, και να διαφωνούν, να μην τους αρέσει [αυτό που κάνω]. Αλλά η αλήθεια είναι ότι αν δεν ανοιχτείς σε ένα μεγαλύτερο κοινό, μέσω τηλεόρασης ας πούμε, είναι λογικό.

Έχεις αναφέρει ότι στην πραγματικότητα αυτό που κάνετε στο Άττις είναι μια τεχνική, την οποία απλά την έχετε ακονίσει και γυαλίσει πάρα πολύ. Αυτό που προσλαμβάνει, όμως, ο θεατής, μέσα από αυτήν την πολύ συγκεκριμένη και καλοδουλεμένη φόρμα, είναι συναισθηματικά κάτι πολύ βαθύ.
Ναι, βέβαια. Γιατί όλη αυτή η διαδικασία της τεχνικής σου επιτρέπει την ώρα εκείνη που είσαι πάνω στην σκηνή να μπορείς να είσαι πάρα πολύ ανοιχτός, χαλαρός. Να έχεις λυμένα τα τεχνικά, για να είσαι κι εσύ μαζί εκεί. Πολλές φορές την ώρα, ας πούμε, που στην «Κλυταιμνήστρα» λέω κάποια λόγια, μπορεί να συγκινηθώ κι εγώ βαθιά με αυτό που ακούω, μ’ αυτό που διαβάζω. Ειδικά σε αυτό το έργο, που ήταν πιο αφηγηματικό, πολλές φορές έπιανα τον εαυτό μου να έχω κι εγώ μια αγωνία για την συνέχεια. Ενώ την ξέρω, βέβαια…

Τι ωραίο αυτό που λες! Αλήθεια, στα κείμενα της «Κλυταιμνήστρας», η μετάφραση ποιανού είναι; Το κόψε-ράψε είναι του Κωνσταντίνου [Χατζή], αλλά η εξαιρετική μετάφραση;
Εξαιρετική! Νομίζω μελέτησε διάφορες μεταφράσεις ο Κωνσταντίνος, και σε κάποια κομμάτια έκανε και δική του μετάφραση. Είναι όντως εξαιρετικό το κείμενο.

Όλοι αυτοί οι βοκαλισμοί, όλα αυτά τα… περίεργα που κάνεις καθώς αφηγείσαι την «Κλυταιμνήστρα», είναι και δικές σου εμπνεύσεις, ή ο Κωνσταντίνος σου είπε, εδώ θα κάνεις αυτό, εκεί το άλλο;
Όχι, ο Κωνσταντίνος σ’ αφήνει και πας με το υλικό σου. Είναι ένας παρατηρητής, σε παρακολουθεί, σου δίνει κουράγιο, αλλά σε αφήνει και πας τον δρόμο σου. Κι αυτό είναι πολύ ωραίο, γιατί δεν πάει έτσι εγωιστικά να επιβάλλει κάτι που ξέρει ότι θέλει από την αρχή. Δεν ξέρει τίποτα, είναι λευκό χαρτί. Οπότε εμένα αυτό μου έδωσε την δυνατότητα να παίξω. Να βουτήξω, να κάνω, να ελευθερωθώ με έναν τρόπο…

Θέλει πολλή αυτοπειθαρχία για να τα κατακτήσεις όλα αυτά τα εκφραστικά μέσα, ε;
Θέλει. Αλλά αυτό που λέω και στα παιδιά που διδάσκω φέτος στο Ωδείο Αθηνών, είναι ότι με τα χρόνια η τεχνική γίνεται όλο και πιο αυτόματα, Όπως, ας πούμε, όταν οδηγείς αυτοκίνητο.

Πιστεύω πάρα πολύ στα παιδιά. Ότι θα τα κάνουνε αλλιώς τα πράγματα.




Η εμπειρία σου από τα σημερινά παιδιά που διδάσκεις ποια είναι;
Είναι πολύ ωραία εμπειρία, και ‘γω δεν ήξερα ότι θα μου άρεσε τόσο πολύ. Εγώ βλέπω στα παιδιά αυτό που χάνουμε εμείς με τα χρόνια, έχουν αυτή την αθωότητα, αυτή την θέληση, αυτή την σκέψη… Δεν ξέρω, μου έχουν τύχει εμένα τέτοια παιδιά;

Όχι, είναι, νομίζω, πολύ ωραία τα σημερινά παιδιά.
Είναι υπέροχα! Και με συγκινεί αυτό. Πιστεύω πάρα πολύ στα παιδιά. Ότι θα τα κάνουνε αλλιώς τα πράγματα. Και επειδή νομίζω ότι γενικά μιλώντας έχουν πάρει πιο πολλή αγάπη και προσοχή, πιστεύω σ’ αυτά τα παιδιά. Είναι πολύ πιο μπροστά απ’ ό,τι ήμασταν εμείς.

Αλήθεια, αν στον κόσμο υπήρχε μητριαρχία, τι λες, θα γίνονταν τόσοι πόλεμοι;
[Γέλια] Το ‘χω σκεφτεί πολλές φορές. Ίσως. Νομίζω ότι οι γυναίκες σε μεγαλύτερο ποσοστό πάμε προς την αγάπη. Ενστικτωδώς. Αλλά η αλήθεια είναι πως η εποχή μας είναι πολύ δύσκολη για τους άντρες. Αν εμείς, μέσα από τις ορμόνες μας, την ώρα που γεννάμε συναντάμε την φύση μας με έναν τρόπο, αυτοί την συναντάνε πραγματικά αν είναι στο δάσος με τα τόξα και τα βέλη να κυνηγάνε το ζαρκάδι, όπως λέω και στον γιό μου. Όταν του άλλου του το κόβεις σαν κοινωνία αυτό, και τον καθίζεις μπροστά σε μια οθόνη, όσο και να κάνει ότι τρέχει με το [μιμείται το τζόιστικ]… Αυτοί θέλουνε να ανέβει η τεστοστερόνη, η αδρεναλίνη… Οπότε ο πόλεμος, ή ο,τιδήποτε παρόμοιο είναι για τους άντρες αυτό.

Μήπως το ανδρικό ένστικτο του κυνηγιού έχει μεταφερθεί στην ζούγκλα του… χρήματος;
Ναι, απλά αυτό δεν σωματοποιείται. Ενώ η γυναίκα, όταν γεννάει, είναι σωματικό. Και ό,τι είναι σωματικό είναι φύση. Δηλαδή εμείς, την ώρα της γέννας είμαστε στην πρώτη γραμμή [της φύσης μας]. Έχουμε ακόμα την δυνατότητα, από τότε που κατασκευάστηκε αυτό το μηχάνημα, να μην έχει αλλάξει τίποτα. Ο άντρας τότε τι έκανε; Έβγαινε έξω, και με τα χέρια του έσκιζε στα δύο το λιοντάρι για να μην πάει και του φάει το παιδί. Σκέψου τώρα, τι τεράστια απόσταση έχει αυτό από τον σημερινό άντρα. Είναι πολύ δύσκολη περίοδος για τους άντρες. Τι θα γίνει δεν ξέρω… Πάνε λίγο να αγριέψουνε και τους λένε «μη!».

Πολύ ωραίο αυτό που λες, ότι δεν σωματοποιείται η ουσία της φύσης τους.
Ναι, γι’ αυτό κι αυτοί προσπαθούν να γίνουν πιο μαμάδες, πιο γυναίκες, πιο κάπως…

Αν η φύση του άντρα είναι να βγει να κυνηγήσει, και να προστατεύει αυτούς που μένουν πίσω, πώς σου φάνηκε ο τρόπος που προστάτεψε και υπερασπίστηκε την τιμή της συμβίας του ο Γουίλ Σμιθ στα Όσκαρ; Ειπώθηκε πως ουσιαστικά πάλι την καπέλωσε και την μείωσε στερώντας της το δικαίωμα να αντιδράσει αυτή, εφόσον ήθελε.
Κι εγώ δεν ξέρω αν θα μου άρεσε να με υπερασπιστεί έτσι… Είπαμε για τους άντρες που προστατεύουν, αλλά ε, θα ‘θελες να το συζητήσει πρώτα μαζί σου, έτσι δεν είναι; Να πάρει, ας πούμε, την άδεια. Δεν ξέρω τι και πώς έγινε, βέβαια. Αλλά αν [ο Σμιθ] φέρεται αντίστοιχα και όταν είναι με την γυναίκα του, όταν αυτή του λέει κάτι που δεν του αρέσει, τότε, πρόβλημα! [γέλια]. Αν δεν βρίσκει, δηλαδή, τον χρόνο, ένα κλικ, να το συζητήσει και αντιδράει τόσο παρορμητικά…

Η πολλή πληροφόρηση είναι βία… Πάνε οι παραδόσεις, πάει η ένωσή μας με το παρελθόν. Είναι δυνατόν να μιλάμε για τα ίδια πράγματα όλοι, να ξέρουμε όλοι τι φόρεσε ο τάδε σελέμπριτι;

Εγώ, παρ’ όλα αυτά, ένα πράγμα χαίρομαι σε τέτοιες φάσεις: ότι πάντα ο άνθρωπος, το άτομο το μεμονωμένο μπορεί να κάνει το αναπάντεχο, το αστάθμητο, την έκπληξη. Ας πούμε, στην περίπτωση Ζελένσκι που λέγαν όλοι στο ξεκίνημα της ρωσικής εισβολής ότι θα φυγαδευτεί στο εξωτερικό, τον καλούσαν, μάλιστα, διάφορες χώρες. Εδώ, ας πούμε, είναι μάλλον βέβαιο ότι οι δικοί μας πολιτικοί θα την είχαν κάνει απ’ την πρώτη στιγμή.
Ου, καλά είσαι!

Αλλά το ότι εκείνος έμεινε, και είναι εκεί και βγαίνει συνέχεια και απευθύνεται στον λαό του και στον πλανήτη –σίγουρα βοηθάει και το ηθοποιιλίκι– πολύ με ανακουφίζει αυτή η ανατροπή, η έκπληξη του ενός ατόμου.
Ναι, το πήρε… πατριωτικά, που λέμε. Μα και τι είναι όλα στην ζωή; Είναι κάτι αποφάσεις που μπορεί να είναι της στιγμής, μια τρέλα, και να καθορίσουν την μοίρα σου. Συμφωνώ με αυτό που λες για όσους σπάνε την νόρμα. Ας πούμε, ο ένας έχει δικαίωμα να κάνει χοντροκομμένα ηλίθια αστειάκια στα Όσκαρ γιατί έτσι συνηθίζεται, και ο άλλος δεν έχει δικαίωμα να αντιδράσει; Γι’ αυτό σου λέω, κι αυτό που ζούσαμε και προ COVID, που θεωρούσαμε ότι ήταν μια επιθυμητή κατάσταση, δεν ήταν. Αυτή η δικτατορία της τηλεόρασης, του Netflix, όλοι γαλουχημένοι με τις ίδιες σειρές, πώς είναι δυνατόν; Μου λέγαν, όταν ήταν μικρός ο Άγγελος, α, είδατε το «Cars το 2»; Το «3»; Και έλεγα, όχι, γιατί να το δούμε; Γιατί να μπει, ρε παιδιά, αυτός ο χρόνος [στην ζωή μας]; Γιατί να μπει ένας βίαιος χρόνος, κι ένας συγκεκριμένος χρόνος; Όπως, γιατί να φάμε όλοι από συγκεκριμένη εταιρεία, και η γεύση η παιδική μας να είναι η πατάτα η τηγανητή από την τάδε αλυσίδα; Γιατί, ρε παιδί μου; Μιλάνε όλοι για «Τα φιλαράκια», ας πούμε. Γιατί; Από που κι ως πού; Και γιατί να είναι κοινά για όλους αυτά τα πράγματα; Χάνονται οι παραδόσεις κάθε τόπου. Και η καταστροφή έχει γίνει καιρό πριν –όταν βάλλονται οι μεγάλοι σπουδαίοι πολιτισμοί, όταν καταστρέφονται οι πολιτισμοί που επιτρέπουν το άνοιγμα του χρόνου, το «απλά κάθομαι και στοχάζομαι». Είναι αυτός ο βίαιος χρόνος, που λέω. Η πολλή πληροφόρηση είναι βία… Πάνε οι παραδόσεις, πάει η ένωσή μας με το παρελθόν. Είναι δυνατόν να μιλάμε για τα ίδια πράγματα όλοι, να ξέρουμε όλοι τι φόρεσε ο τάδε σελέμπριτι;

Εμ, οι πρώτοι διδάξαντες, οι Αμερικάνοι, είναι πάρα πολύ καλοί σ’ αυτό το στραφταλιζέ γαϊτανάκι άχρηστης πάγκοινης πληροφορίας.
Είναι μανούλες! Και κοίταξε τι γίνεται: έχω πάρα πολλούς φίλους που φεύγουν τώρα σωρηδόν απ’ την Ρωσία, οι οποίοι είναι διανοούμενοι, καλλιτέχνες, όλη η αφρόκρεμα. Φεύγει η αφρόκρεμα, πάει στην Αμερική, το παίρνει η Αμερική όλο αυτό, και γυμνώνεται η Ρωσία…

"Φοβόμαστε την φτώχεια, την ανέχεια, και τελικά δεν είναι αυτό το πιο φοβερό που μπορεί να σου συμβεί. Μπορεί, καμιά φορά, να είναι και σωτήριο. Δηλαδή, το να μην έχω αύριο την δυνατότητα να έχω κινητό, μπορεί να με σώσει από πολλά."


Πιστεύεις ότι η όποια έξοδος από αυτό το ομογενοποιημένο πράγμα που κουβεντιάζουμε θα έρθει μέσα από συλλογική εξέγερση, ή ο καθένας μόνος του ας προσπαθήσει να στήσει το όμορφο μποστάνι του για τον ίδιο και τους κοντινούς του;
Σαν ιδέα μου αρέσει πιο πολύ το δεύτερο. Κι επειδή όντως ο πλανήτης είναι τόσο διαφορετικός από μεριά σε μεριά, αυτό το να γίνουμε όλοι ίδιοι, να πίνουμε όλοι κόκα κόλα, να γελάμε με τα ίδια πράγματα είναι τόσο λάθος! Δεν λειτουργεί. Πρέπει να τα ξαναδούμε όλα από την αρχή, νομίζω. Θα αναγκαστούμε, ούτως ή άλλως, δηλαδή.

Είσαι απαισιόδοξη ή αισιόδοξη;
Είμαι φύσει αισιόδοξη [γέλια]. Όσο κι αν τρέχω και συνήθως δεν φτάνω, και δεν έχω χρόνο, αν λίγο μπορείς να έρθεις σε επαφή με την φύση, να δεις τις αλλαγές –τώρα που έχουν ανθίσει μερικά δέντρα–, αμέσως θυμάσαι τον κύκλο των πραγμάτων. Και βαθιά μέσα σου λες, «Ουφ! Ωραία, εντάξει.»

Τον θυμούνται όλοι, λες, τον κύκλο των πραγμάτων; Καμιά φορά, περπατώντας στην παραλία βλέπω κόσμο που μοιάζει να μην παρατηρεί καν το συγκλονιστικό ηλιοβασίλεμα μπρος στα μάτια του. Εκτός βέβαια, για να το φωτογραφίσει. Αυτό πια; Που δεν έχεις ζήσει κάτι αν δεν το φωτογραφίσεις;
Είναι τραγικό αυτό, κι εγώ δεν το καταλαβαίνω. Φοβόμαστε την φτώχεια, την ανέχεια, και τελικά δεν είναι αυτό το πιο φοβερό που μπορεί να σου συμβεί. Μπορεί, καμιά φορά, να είναι και σωτήριο. Δηλαδή, το να μην έχω αύριο την δυνατότητα να έχω κινητό, μπορεί να με σώσει από πολλά. Αλλά κατά βάση είμαι αισιόδοξη, είμαι. Πιστεύω στον άνθρωπο, πιστεύω στην αγάπη. Κι όπως λέγαμε πριν, ας το κάνω έστω και τεχνικά. Ας πιστέψω στον άνθρωπο, στην αγάπη επειδή το έχω αποφασίσει. Γιατί, όπως υπάρχει τεχνική στο θέατρο, υπάρχει και στην ζωή. Υπάρχει τεχνική. Υπάρχουν άνθρωποι που παλικαρίσια το καταφέρνουν, κι ενώ όλες οι συνθήκες τούς πάνε αλλού, [εκείνοι] πάνε στο καλό. Και δεν έχει να κάνει με το τι σου φέρνει η ζωή. Έχει να κάνει με το πώς εσύ μεταφράζεις αυτό που σου φέρνει η ζωή.

Σκηνοθεσία, διασκευή: Κωνσταντίνος Χατζής | Μουσική: Γιώργος Κουμεντάκης | Κοστούμι: Λουκία | Σκηνική εγκατάσταση: Σοφία Χιλλ, Κωνσταντίνος Χατζής | Ερμηνεία: Σοφία Χιλλ | Μουσικοί επί σκηνής: Ευγένιος Βούλγαρης (γιαϊλί ταμπούρ), Κωνσταντίνος Χατζής (πιάνο)./ Γερμανική Ευαγγελική Εκκλησία Αθηνών (Σίνα 66), 5 και 12 Απριλίου στις 20:00. Εισιτήρια 15€. Όλες οι φωτογραφίες είναι από την παράσταση.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα