Δάφνη Πατακιά για “Μπενεντέτα”: “Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Βερχόφεν”

Δάφνη Πατακιά για “Μπενεντέτα”: “Είχα απόλυτη εμπιστοσύνη στον Βερχόφεν”

Το NEWS 24/7 μίλησε με την Ελληνίδα πρωταγωνίστρια του νέου «ιερόσυλου» φιλμ του Πολ Βερχόφεν, σκηνοθέτη του “Elle” και του “Βασικού Ένστικτου”.

Όταν μιλάμε για Πολ Βερχόφεν, η πρόκληση και η επιθετική αισθητική και θεματολογία είναι πράγματα δεδομένα, κι η “Μπενεντέτα” δεν πάει πίσω. Η νέα του ταινία, που φτάνει επιτέλους στις αίθουσες ύστερα από αλλεπάλληλες καθυστερήσεις που φτάνουν ακόμα και ένα χρόνο πριν την πανδημία, συγκεντρώνει αρκετά από τα στοιχεία που έκαναν πάντα τον Ολλανδό σκηνοθέτη τόσο αγαπητό σε πολλούς (και πιθανώς αποκρουστικό σε άλλους!), αλλά το σκηνικό είναι διαφορετικό.

Είμαστε πλέον στον 17ο αιώνα, σε μια μονή στην Τοσκάνη, όπου η Μπενεντέτα Καρλίνι βλέπει οράματα. Έρχεται σε επαφή με τον Ιησού (ή έτσι νομίζει) αλλά ταυτόχρονα νιώθει και άσβεστο πάθος απέναντι στην νεαρή Μπαρτολομέα. Κι όλα αυτά ενώ μια πανούκλα κυκλώνει την περιοχή. Κάπου ανάμεσα σε ερωτικό πάθος, οράματα επιβίωσης και ένα πιθανό τέλος του κόσμου, ο Βερχόφεν τοποθετεί ένα ακόμα στόρι camp ακολασίας και διαρκούς μάχης ισχύος.

Πώς όμως κινείται μια ηθοποιός μέσα σε ένα τόσο αντιφατικό, τόσο προκλητικό περιβάλλον; Πώς είναι να γυρίζεις αυτές τις διάσημες πια ερωτικές σκηνές του Βερχόφεν; Και, τελικά, πώς είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης (ταινιών σαν το “Βασικό Ένστικτο”, το “Elle”, το “Showgirls”) σαν συνεργάτης;

Συναντήσαμε την ηθοποιό Δάφνη Πατακιά στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, που επιτέλους, χρόνια μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, μπορεί να δει την ταινία να κυκλοφορεί πια στα Φεστιβάλ και τις αίθουσες. Η Πατακιά, που παίζει τη Μπαρτολομέα στο Μπενεντέτα“, μας μίλησε αναλυτικά τόσο για τη διαδικασία του Βερχόφεν, όσο και για το κλίμα σε ένα σετ σαν αυτό.

«Πάντα είναι στο όριο του κιτς, συνέχεια η ταινία υπονομεύει τον εαυτό της», μας λέει ξεκινώντας. «Ούτε δράμα είναι, ούτε κωμωδία. Δεν είναι ταινία που μπορείς να πεις ότι ανήκει σε ένα είδος. Είναι Βερχόφεν. Είναι “Showgirls” με καλόγριες!»

ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΗΔΟΝΟΒΛΕΨΙΑ

«Συχνά νιώθω άβολα σε ταινίες σε σχέση με το πώς κάποιος τοποθετεί το βλέμμα πάνω σε μια κοπέλα ή άντρα και σε κάνει να νιώθεις πως είναι όντως ηδονοβλεπτικό. Κι όχι επειδή δείχνει αίμα, σεξ ή βία. Δεν χρειάζεται να είναι καν γυμνοί!», λέει η Πατακιά όταν η κουβέντα πηγαίνει στην ηδονοβλεπτική διάσταση του ερωτικού σινεμά του σκηνοθέτη. «Αλλά το ότι ο Βερχόφεν τα βάζει όλα αυτά μαζί δε σημαίνει πως κάνει κάτι το ηδονοβλεπτικό. Είναι ο τρόπος που σε κάνει να είσαι μαζί με τους χαρακτήρες, το πώς τους καδράρει, το πού επιλέγει να βάλει την κάμερα. Αυτό αλλάζει τα πάντα», εξηγεί.

«Είναι το πώς δεν κρίνει τους χαρακτήρες του και το ότι είναι μαζί τους. Είσαι κι εσύ μαζί τους, ζεις στην κατάσταση μαζί τους, δεν είσαι θεατής. Από τη στιγμή που είσαι με κάποιον, δεν υπάρχει ηδονοβλεψία».

Πώς έγινε λοιπόν η προετοιμασία για τις σκηνές σεξ που μοιράζονται οι δύο ηρωίδες; Η διαδικασία του Βερχόφεν μοιάζει, δια στόματος της πρωταγωνίστριάς του, εντυπωσιακά ακριβής και ζυγισμένη: «Τις σκηνές σεξ τις είχε όλες σε στόριμπορντ από πριν, οπότε όταν κάναμε το πρώτο μας ραντεβού μου τις έδειξε κατευθείαν, για να ξέρω τα πάντα πριν του πω αν θέλω ή δε θέλω να κάνω την ταινία», θυμάται. «Στο γύρισμα, στην πρώτη ερωτική σκηνή, κάποια στιγμή κάναμε μια πρόβα κι η διευθύντρια φωτογραφίας είχε βάλει την κάμερα κάπως, πήγε αυτός και κοίταξε και κάνει «αααα, όχι!! Όχι όχι όχι!». Δηλαδή του φαινόταν ότι ξαφνικά ήταν κάτι σχεδόν πορνογραφικό και το απέρριψε τελείως. Έκαναν μια μικρή αλλαγή, κάτι ελάχιστο ήταν, κι είπε «τώρα οκ». Εγώ δεν κατάλαβα διαφορά [γελάει], αλλά εκείνος με το που το είδε κάπως διαφορετικό, το απέρριψε κατευθείαν».


Αυτή η σιγουριά και οι ξεκάθαρες ιδέες βοήθησαν οπωσδήποτε. «Από τη δική του πλευρά τα είχε όλα πολύ ξεκάθαρα. Ξέραμε τι θα φανεί στην οθόνη, τα είχαμε συζητήσει πριν και ήταν όλο χορογραφημένο. Έτσι κι αλλιώς και να μην είχα δει το στόριμπορντ, του έχω απόλυτη εμπιστοσύνη και ξέρω ότι αυτά τα χειρίζεται πάντα με φοβερό τρόπο. Είναι πάντα με τους χαρακτήρες οπότε δεν νιώθεις άβολα με το βλέμμα», καταλήγει.

Συζητώντας για το βλέμμα και για το πώς αυτό υπάρχει και σε άλλες ταινίες του Βερχόφεν, φτάνουμε σε παλιότερα έργα του. Το “Σάρκα και Αίμα” με την Τζένιφερ Τζέισον Λι («είναι θεά!») είναι η αγαπημένη της Πατακιά. Κι επειδή έχει πολλά κοινά («έχει το τόξο στην παλάμη, έχει το κορίτσι που πέφτει από τον πύργο, έχει την πανούκλα») αλλά κι επειδή κι εκεί ο Βερχόφεν αναποδογυρίζει διαρκώς τις σχέσεις ισχύος.

«Γενικά, ηθικά οι ταινίες του Βερχόφεν, δεν είναι εύκολο να τις πιάσεις από κάπου», λέει η Πατακιά. «Και το “Elle” δεν είναι αντιφεμινιστικό, γιατί όλη τη διαφορά κάνει πώς τοποθετεί το βλέμμα του πάνω στους πρωταγωνιστές του. Κι εκεί αναποδογυρίζεται όλο. Ο Βερχόφεν τοποθετεί το βλέμμα μας πάνω της, είμαστε τελείως μαζί της, ούτε ηδονοβλεπτικά ούτε τίποτα τέτοιο. Κι όλα έχουν να κάνουν μετά με αυτή και το πώς χειρίζεται τα πάντα και παίρνει τις αποφάσεις».

ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ!

Αντίθετα από περιπτώσεις πολλών, ειδικά παλαιότερων, σκηνοθετών που πίστευαν πως έπρεπε να κάνουν το γύρισμα (ακόμα και τη ζωή) κόλαση για τις ηθοποιούς τους προκειμένου να αντλήσουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, ο Βερχόφεν σύμφωνα με την Πατακιά είναι εντελώς διαφορετική περίπτωση.

«Η διαδικασία είναι όλη τέλεια», μας λέει. Τον μιμείται, μιλώντας με σπαστές λέξεις και μια καλοσυνάτη, καλοκάγαθη εκφορά λόγου. «Αυτός πάντα μας έλεγε πως «το γύρισμα, είναι μία δημοκρατική διαδικασία!», ρωτούσε πάντα όλους τη γνώμη τους, κι εμένα ακόμα. Κι αυτό που ήταν επίσης φοβερό είναι ότι ήξερε απέξω το μοντάζ του». Ακρίβεια λοιπόν παντού.

«Ξεκινήσαμε τα γυρίσματα από το τέλος κι ενδιάμεσα τα κάναμε όλα πολύ ανάκατα, όμως αυτός ήξερε ότι από αυτόν τον άξονα θα χρειαστεί μόνο την τάδε λέξη, ή το τάδε κομμάτι της σκηνής», λέει η ηθοποιός. «Οπότε έλεγε «action!» κι εγώ μπορεί να έλεγα απλώς, για παράδειγμα, «ΟΚ… κρίμα» και μετά έλεγε «cut!», κι ήταν πολύ δύσκολο αυτό. Σαν ερμηνευτική άσκηση δηλαδή ήταν φοβερά δύσκολο».

«Η Βιρζινί Εφιρά του ζήτησε κάποια στιγμή να μας αφήνει να παίζουμε αυτές τις λήψεις από λίγο πριν για να υπάρχει μια συνέχεια, γιατί συναισθηματικά ήταν πολύ δύσκολο το να κρατάς μια συνέχεια όταν πρέπει να πεις μόνο δύο λέξεις. Οπότε μας είπε ΟΚ και μας άφησε λίγο πριν και λίγο μετά την κάθε λήψη».

«Αλλά τον έβλεπα. Έλεγε «action!», έβγαζε τα γυαλιά του, δεν κοίταγε το μόνιτορ, με το που έφταναν τα δευτερόλεπτα που ήθελε για το μοντάζ έβαζε τότε τα ακουστικά, άκουγε, κοίταγε το μόνιτορ, τα ξανάβγαζε, μας άφηνε να συνεχίσουμε και λίγο πιο μετά έλεγε «cut». Αλλά αυτός κοίταγε μόνο το δευτερόλεπτο που ήθελε, επειδή ήξερε απέξω το μοντάζ του». Το παν στη ζωή είναι να ξέρεις ακριβώς τι θέλεις.


ΔΕΝ ΘΕΛΕΙ ΟΙ ΕΡΩΤΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΡΥΓΔΟΥΠΕΣ, ΑΛΛΑ ΝΑ ΕΧΟΥΝ ΚΑΙ ΧΙΟΥΜΟΡ

«Ο Βερχόφεν ήταν τέλειος!», συνεχίζει με ενθουσιασμό η Πατακιά καθώς περιγράφει όλη τους τη συνεργασία, από το κάστινγκ μέχρι τα γυρίσματα. «Έχει πλάκα γιατί δεν λέει τίποτα. Όταν κάναμε κάστινγκ μου λέει «θα τα πούμε στα γυρίσματα!» [σσ. Τον μιμείται με έναν αξιαγάπητα στοργικό τρόπο, σα να είναι ο πιο γλυκός θείος του κόσμου]. Του λέω, θα κάνουμε πρόβες; Και μου λέει «you know what to do!».»

Μιλώντας νωρίτερα για το πώς η ταινία υποσκάπτει τον εαυτό της, η Πατακιά θυμάται κάποιες αντιφατικές οδηγίες που έδινε, με παιχνιδιάρικο τρόπο. «Μας έλεγε ελάχιστα πράγματα για την ψυχολογία του χαρακτήρα, μας έλεγε πως ξέρουμε τι πρέπει να κάνουμε, μας έδινε μεγάλη ευθύνη. Ωραίο αυτό γιατί δείχνει εμπιστοσύνη και ένιωθες έτσι μέρος της δημιουργικής διαδικασίας, δεν ένιωθες μαριονέτα, πιόνι. Επειδή όμως μας άφηνε τόση ελευθερία, ερχόταν συχνά κι έδινε κατευθύνσεις που μετά τις υπονόμευε κιόλας συγχρόνως. Μου έλεγε για παράδειγμα «αυτό το κάνεις γιατί την αγαπάς». Κι όπως έφευγε… γύρναγε κι έλεγε «… ή μπορεί και όχι!». Όποτε έλεγε κάτι συγκεκριμένο το αναιρούσε».

Η πιο βασική οδηγία που της έδωσε είχε να κάνει με την ενέργεια που έπρεπε να κουβαλά η ηρωίδα της, κάτι εμφανές στο τελικό αποτέλεσμα. Η λέξη-κλειδί είναι μία: Τρελόμπαλες. «Το μόνο που μου είχε πει πριν για να έχω μια ιδέα, σαν καθοδήγηση, ήταν πως δεν ήθελε να είναι βαρύγδουπο και πολύ μεσαιωνικό, να μην περπατάμε και μιλάμε με στόμφο. Μου είχε πει, πώς είναι οι τρελόμπαλες; Θέλω αυτό, θέλω μια τέτοια ενέργεια. Και μου είχε πει πως δεν θέλει οι ερωτικές σκηνές να είναι βαρύγδουπες, θέλει να έχουν και χιούμορ μέσα. Και μου φαίνονται όντως αστείες, υπάρχει πολύ χιούμορ».

«Είναι όπως στο “Βασικό Ένστικτο” που η ερωτική σκηνή δεν είναι καθόλου αισθησιακή, τη βλέπεις και νιώθεις αγωνία και άγχος, πότε θα πιάσει η άλλη τον παγοκόφτη να τον κάνει κομματάκια. Δεν προλαβαίνεις ερεθιστείς. Πάντα υπηρετεί λοιπόν κάτι άλλο. Εδώ την ερωτική σκηνή την υπονομεύει συγχρόνως, υπάρχει χιούμορ».

*Η “Μπενεντέτα” κυκλοφορεί στις αίθουσες από το Cinobo. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του 62ου Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα