Μεγαλώνοντας τέσσερα παιδιά στα “Παιδικά χωριά SOS”

Μεγαλώνοντας τέσσερα παιδιά στα “Παιδικά χωριά SOS”

Μια γυναίκα μιλάει στο News 24/7 για την απόφασή της να εργαστεί τα τελευταία χρόνια ως "Μητέρα SOS" και περιγράφει την ζωή της μεγαλώνοντας εκτός από την βιολογική της κόρη, ακόμη τέσσερα παιδιά.

Το 2013, η κόρη της Γιώτας Βράχα είχε μόλις μπει στο Πανεπιστήμιο. Η ίδια συμπλήρωνε δύο χρόνια από όταν είχε παραιτηθεί από το ινστιτούτο ξένων γλωσσών όπου εργαζόταν, προκειμένου να βρίσκεται στο σπίτι και να την στηρίζει ενόψει των Πανελληνίων εξετάσεων. Πλέον όμως είχε αποφασίσει να εργαστεί ξανά. «Η φροντίδα παιδιών πάντα με συγκινούσε. Μου άρεσε που η δουλειά είχε και λίγο εθελοντισμό».

Σήμερα, επτά χρόνια αργότερα, κοιτάζοντας πίσω παραδέχεται: «Αν δεν είχα την στήριξη του συζύγου και της κόρης μου, δεν θα μπορούσα να εργάζομαι ακόμη εδώ. Έχω μια οικογένεια που έχει καταλάβει τι προσπαθώ να κάνω. Αλλιώς δεν θα γινόταν». Από την άλλη: «Δεν ξέρω αν θα μπορούσα αλλού να αποκτήσω τέτοια μόρφωση ζωής. Τα έβλεπα στην τηλεόραση και έλεγα “αλήθεια συμβαίνουν αυτά;” Εκτίμησα περισσότερο την οικογένεια μου και τη στήριξη της. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να εκτιμήσει όσα του δίνει η ζωή. Απαιτούμε συνεχώς πολλά, μέχρι να δούμε τα χειρότερα».

Η αναζήτηση εργασίας, οδήγησε την Γιώτα Βράχα να επικοινωνήσει με τα «Παιδικά Χωριά SOS». Της κίνησε το ενδιαφέρον η προοπτική να εργαστεί εκεί, επικοινώνησε με τον οργανισμό και βρέθηκε να περνάει την δοκιμαστική περίοδο.

«Στην αρχή για ένα διάστημα αναπληρώνεις τα ρεπό των «Μητέρων SOS». Είσαι κάτι σαν «Θεία SOS». Σε αυτό το διάστημα πέρασα και από τα 11 σπίτια που έχει το παιδικό χωριό στη Βάρη. Γίνεται μια εκτίμηση της δουλειάς σου και αν όλα πάνε καλά σου αναθέτουν ένα συγκεκριμένο σπίτι υπό την ευθύνη σου», εξηγεί.

Στο παιδικό χωριό SOS, διαμένουν παιδιά από ηλικίες νηπιαγωγείου, μέχρι και 18 ετών που για διάφορους λόγους πρέπει να απομακρυνθούν από την βιολογική τους οικογένεια. Τα παιδιά μοιράζονται στα σπίτια του χωριού και μια γυναίκα αναλαμβάνει τον ρόλο της «Μητέρας». Η απόφαση για να γίνει μια γυναίκα «Μητέρα SOS» δεν μοιάζει με άλλες αποφάσεις για εργασία. Απαιτεί 24ωρη παρουσία για 22 ημέρες τον μήνα και οκτώ ρεπό (συν τις μέρες της ετήσιας άδειάς τους).

«Λειτουργεί σαν μια μονογονεϊκή οικογένεια» λέει η Γιώτα Βράχα μιλώντας για ένα σπίτι όπου τα παιδιά διεκδικούν χρόνο και προσοχή, όπως σε μια οποιαδήποτε οικογένεια. «Έχω τον ρόλο της μητέρας τους και υπάρχει και ένας παιδαγωγός που παίζει τον ρόλο του πατέρα, αλλά εκείνος είναι 8ωρης βάρδιας. Η καθημερινότητα μας είναι η ίδια όπως σε κάθε σπίτι. Φτιάχνω το πρωινό των παιδιών, πηγαίνουν στο σχολείο, το μεσημέρι επιστρέφουν για φαγητό, φροντίζω για το σπίτι και την προσωπική τους υγιεινή. Το απόγευμα θα παρακολουθήσουν τις δραστηριότητές τους έξω, όπως οι ξένες γλώσσες, ο αθλητισμός και θα επιστρέψουν στο σπίτι το βράδυ. Κοιμάμαι εκεί. Έχω να φροντίσω παιδιά που δεν είναι δικά μου μεν, αλλά δημιουργείται μια πολύ ευαίσθητη σχέση. Πρέπει να διατηρείς την ευαισθησία αλλά και κάποιες αποστάσεις γιατί δεν είσαι η φυσική τους μητέρα».

«Τα παιδιά λένε “μαμά” γιατί έχουν ανάγκη να πουν τη λέξη»

Η ίδια τα τελευταία έξι χρόνια φροντίζει τέσσερα παιδιά. «Ένα κορίτσι και ένα αγόρι 17 και 18 χρονών και δύο κορίτσια, αδέλφια, 9 και 10 χρονών. Τα αδέλφια που έρχονται στο χωριό μπαίνουν πάντα στο ίδιο σπίτι. Βλέπω τις κυρίες στις σχολές μητέρων και τους λέω – και το νιώθω- ότι εγώ μπόρεσα και στήριξα πράγματα σε αυτά τα παιδιά και εκείνα στο δίνουν πίσω. Με όσες δυνάμεις έχουν. Παίρνεις πάρα πολλά πράγματα. Μπορούν να μας αποκαλούν όπως θέλουν. Μαμά, θεία, κυρία Γιώτα. Πολλά παιδιά λένε μαμά γιατί το έχουν ανάγκη να λένε τη λέξη».

Βασικό συστατικό της σχέσης που αναπτύσσεται, είναι η ειλικρίνεια, λέει η Γιώτα Βράχα, γι αυτό και δεν αποκρύπτεται κάτι από τα παιδιά. Γνωρίζουν από την ηλικία που αρχίζουν να καταλαβαίνουν, τους λόγους για τους οποίους είναι στα παιδικά χωριά. Μαθαίνουν για το τι υπήρχε πριν και τι θα ακολουθήσει μετά τα 18 τους χρόνια «Ίσως παιδιά που είναι μικρότερα να διαχειρίζονται καλύτερα την κατάσταση, γιατί δεν έχουν καταλάβει και πλήρως τι συμβαίνει. Ένα μεγαλύτερο παιδί, δυσκολεύεται περισσότερο. Στα 18 τους, όταν πλέον αυτονομούνται, έχουν να αντιμετωπίσουν μια μεγάλη δυσκολία προσαρμογής στην πραγματική τους ζωή. Μια σύνδεση με την βιολογική τους οικογένεια που δεν μπορούν πάντα να την διαχειριστούν. Όταν ένα παιδί ενηλικιωθεί, φεύγει από το χωριό και ο οργανισμός τα στηρίζει μέχρι να καταφέρουν να συντηρούνται οικονομικά».

Οι δεσμοί που αναπτύσσουν τα ίδια με τους ανθρώπους που μεγάλωσαν είναι πολύ ισχυροί, με αποτέλεσμα να επιστρέφουν σε μεγαλύτερες ηλικίες για να συναντηθούν με την «μητέρα» τους. «Δεν γίνεται να μην σε πάρουν τηλέφωνο να πείτε τα νέα σας. Αρκετά κάνουν τις δικές τους οικογένειες και έρχονται ακόμα να μας επισκεφθούν. Βλέπουν εμάς, τους παιδαγωγούς, τους ψυχολόγους, τους εκπαιδευτές».

Τα χρόνια που τα παιδιά ζουν στα «Παιδικά χωριά SOS» δέχονται επισκέψεις από τους βιολογικούς τους γονείς οι οποίοι έχουν χάσει την επιμέλειά τους, πάντα με επίβλεψη. «Εμείς προσπαθούμε να μην εμπλεκόμαστε σε αυτό το κομμάτι, ώστε να προστατευόμαστε όλοι. Οι βιολογικοί τους γονείς, μπορεί να μην μπόρεσαν να ανταποκριθούν στον ρόλο τους, ωστόσο δεν τους είναι εύκολο να βλέπουν τα παιδιά τους αλλού. Ούτε για εμάς είναι. Μετά την επίσκεψη θα πρέπει να διαχειριστώ τα ερωτήματά τους στο σπίτι. Πάντα με ειλικρίνεια. Τα παιδιά έχουν τραύματα. Θα πρέπει να διαχειριστώ την όποια επιθετικότητα εναντίον μου, η οποία μπορεί κι αυτό να προκύψει, γιατί ένα παιδί δεν μπορεί πάντα να καταλάβει. Μπορεί να πληγωθεί γιατί η μαμά και ο μπαμπάς του δεν ήρθαν να το δουν. Πρέπει να ξέρει τον λόγο κι ας το πικράνει. Τα επισκεπτήρια γίνονται κάθε 15 ημέρες. Σε μια εβδομάδα μπορεί να τύχει να υπάρξει κάθε μέρα επίσκεψη σε ένα παιδί. Στο τέλος της εβδομάδας, μαζεύεις κομμάτια τους και πρέπει μετά να μαζέψεις και τα δικά σου» .

«Την περίοδο της καραντίνας μειώθηκαν οι δωρεές»

Μεταξύ άλλων βέβαια, τις προηγούμενες εβδομάδες και τα επισκεπτήρια περιορίστηκαν λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. Τα παιδικά χωριά SOS αντιμετώπισαν με μεγάλη δυσκολία την περίοδο της καραντίνας, για διάφορους λόγους. Το γεγονός πως ο οργανισμός στηρίζεται στις δωρεές εκατοντάδων ανθρώπων που πηγαίνουν από τρόφιμα, ρουχισμό ή και χρήματα, σήμαινε πως οι περιορισμοί στην κυκλοφορία μείωσαν σημαντικά τις προσφορές.

«Οι δωρεές είχαν μειωθεί πάρα πολύ αυτόν τον καιρό και περάσαμε πολύ δύσκολα. Μπήκαμε άμεσα και από μόνοι μας στην καραντίνα, με αποτέλεσμα να μην έχουμε κανένα κρούσμα. Ωστόσο οι απλοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να έρθουν. Σε αυτούς βασιζόμαστε. Δημοτικούς συλλόγους, γυναίκες με φιλανθρωπικό έργο που ταΐζουν άστεγους. Στην ευαισθησία του κόσμου. Το κράτος δεν στηρίζει» περιγράφει η Γιώτα Βράχα.

Και εντός των σπιτιών ωστόσο, η διαχείριση της νέας συνθήκης δεν ήταν εύκολη. «Το πρώτο σοκ ήταν όταν μας ανακοινώθηκε πως δεν μπορούμε να έχουμε επαφές με τα διπλανά σπίτια. Τα παιδιά δεν είχαν σχολείο, δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν με τους φίλους τους μέσα στο χωριό και αντίστοιχα ούτε εμείς μπορούσαμε να έρθουμε σε επαφή με τους συναδέλφους. Ήταν πολύ δύσκολο. Στην αρχή δεν περνούσε η ημέρα. Βάλαμε ένα πρόγραμμα και βρήκαμε έναν ρυθμό, ωστόσο την τελευταία εβδομάδα είχαμε κουραστεί όλοι. Πάντως η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν την ημέρα του Πάσχα. Συνήθως κάθε χρόνο μαζευόμασταν σε κάποια αυλή. Φέτος η κάθε οικογένεια ήταν μόνη της».

«Αν η οικογένειά μου δυσκολευόταν θα σταματούσα»

Το Πάσχα είναι μια από τις ημερομηνίες τις οποίες μια Μητέρα SOS συνήθως δεν θα περάσει με τον σύζυγο και τα παιδιά της, αλλά στο παιδικό χωριό. «Η ισορροπία είναι λεπτή και δύσκολη και καθοριστικός παράγοντας ο είναι η κατανόηση και από τις δύο πλευρές. Έχω την τύχη να υπάρχει κατανόηση και από τον σύζυγο και την κόρη μου, αλλά και από τον οργανισμό. Το να μπορέσει μια εργαζόμενη γυναίκα να ρυθμίσει μια ολόκληρη ημέρα σε ένα σπίτι και ταυτόχρονα να μην απομακρύνεται από το σπίτι της στον έξω κόσμο, είναι πραγματικά δύσκολο» λέει η Γιώτα.

Θυμάται την κόρη της, στις πρώτες ημέρες που ξεκίνησε να εργάζεται να της λέει: «Νόμιζα ότι είσαι μόνο δική μου μητέρα και εσύ τελικά είσαι μητέρα 45 παιδιών και δικιά μου». Ωστόσο και ο σύζυγός της και η κόρη της, έχουν πλέον αναπτύξει και οι ίδιοι δεσμούς με τα παιδιά που φροντίζει η Γιώτα. «Τον πρώτο χρόνο δεν ήταν εύκολο. Αφού ξεκίνησα να λείπω από το σπίτι, η κόρη μου ερχόταν να με δει στο παιδικό χωριό. Εκεί, με διεκδικούσαν τα άλλα τέσσερα παιδιά που είναι στο σπίτι. Ήθελε να μιλήσει μαζί μου και έβλεπε τα υπόλοιπα να διεκδικούν τη μητέρα της. Θέλει το χρόνο του να το καταπιείς, αλλά το δουλέψαμε, μιλούσαμε πάρα πολύ. Λέγαμε τι συμβαίνει και στις δύο μας. Η δουλειά με δυσκολεύει πολύ, αλλά την αγαπάω. Αν όμως η οικογένειά μου στο αρχικό στάδιο δυσκολευόταν, θα σταματούσα. Πρώτα από όλα για εμένα είναι εκείνοι. Πλέον έχουν δέσιμο με τα παιδιά. Στο χωριό μπορεί να με επισκέπτεται ο σύζυγος και η κόρη μου. Έχουν δεθεί κι εκείνοι, τα έχουν αγαπήσει».

Η Γιώτα Βράχα, το 2013 πήρε μια απόφαση ζωής. Σίγουρα δεν μπορεί να προεξοφλήσει μέχρι πότε θα αντέχει να μοιράζεται ανάμεσα σε δύο οικογένειες, ωστόσο θέλει να έχει το κουράγιο τα επόμενα χρόνια, να φροντίζει τα παιδιά στα χωριά SOS. Άλλωστε, όπως λέει: «Μετά από χρόνια δεν μπορείς να διαχωρίσεις τα συναισθήματά σου για το πώς φέρεσαι στο δικό σου σπίτι».



Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα