Πώς επηρεάζουν τον οργανισμό 5 από τις πιο κοινές γλυκαντικές ουσίες

Διαβάζεται σε 9'
Γυναίκα προσθέτει τεχνητά γλυκαντικά στον καφέ της
Γυναίκα προσθέτει τεχνητά γλυκαντικά στον καφέ της

Ακόμα και τοξικά για τα κύτταρα του εντέρου ενδέχεται να είναι κάποια από τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα γλυκαντικά που αντικαθιστούν τη ζάχαρη, σύμφωνα με νέα μελέτη.

Τα τελευταία πέντε χρόνια μια νέα γλυκαντική ουσία βρίσκεται σε ολοένα και σε περισσότερα τρόφιμα ως υποκατάστατο της ζάχαρης. Το όνομά της είναι νεοτάμη ή Ε961.

Η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) ανακοίνωσε το 2007 ότι η νεοτάμη είναι ασφαλής για χρήση σε τρόφιμα και αναψυκτικά, και αποτελεί μια εναλλακτική λύση της ασπαρτάμης που είναι περισσότερο από 8.000 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη.

Ωστόσο, νέες έρευνες έδειξαν ότι η νεοτάμη μπορεί να μην είναι τόσο καλή για την υγεία, όσο αρχικά πιστεύαμε.

Την περασμένη εβδομάδα, η δρ. Havovi Chichger, αναπληρώτρια καθηγήτρια Βιοϊατρικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Anglia Ruskin, δημοσίευσε μια μελέτη στην επιστημονική επιθεώρηση Frontiers of Nutrition, η οποία κατέδειξε ότι η νεοτάμη μπορεί να είναι ικανή να βλάψει τα κύτταρα στην επένδυση του εντέρου.

Τα κύτταρα αυτά παίζουν σημαντικό ρόλο στην πέψη των τροφών, στην απορρόφηση των θρεπτικών συστατικών και στη θωράκιση του οργανισμού από μικροβιακές λοιμώξεις.

«Η νεοτάμη αναπτύχθηκε με στόχο να αποτελέσει μια πιο σταθερή και γλυκιά εκδοχή της παραδοσιακής ζάχαρης», λέει η δρ. Chichger.

«Ενδιαφερθήκαμε για τη νεοτάμη επειδή είναι πολύ ασυνήθιστη. Είναι χημικά παρόμοια με τις παραδοσιακές γλυκαντικές ουσίες, αλλά είναι τόσο έντονα γλυκιά, πάνω από 100 φορές πιο γλυκιά από γλυκαντικές ουσίες όπως η σουκραλόζη», λέει η ίδια.

Με την EFSA να ανακοινώνει πρόσφατα ότι επανεξετάζει την ασφάλεια της νεοτάμης, η μελέτη προστίθεται σε ένα αυξανόμενο σώμα ερευνών που υποδηλώνουν ότι οι παρακάτω πέντε τεχνητές γλυκαντικές ουσίες μπορεί να προκαλούν προβλήματα στην υγεία μας.

Ας ρίξουμε μια πιο προσεκτική ματιά σε όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής για τα τεχνητά γλυκαντικά.

Νεοτάμη

Η νεοτάμη έχει εισαχθεί διακριτικά σε διάφορα προϊόντα, από κονσερβοποιημένα φρούτα, ζελέ, ορισμένα ανθρακούχα ποτά, γαλακτοκομικά προϊόντα και βιομηχανικά παραγόμενα κέικ.

Έχει κερδίσει τη δημοτικότητα των κατασκευαστών, καθώς δεν έχει τις προβληματική επίγευση που μπορεί να αποτελούν πρόβλημα με ορισμένα γλυκαντικά, ενώ παραμένει σταθερή ακόμη και όταν εκτίθεται σε θερμοκρασίες παραγωγής έως και 450 βαθμούς Κελσίου.

Ωστόσο, η έρευνα της δρ. Chichger, έδειξε ότι όταν τα εντερικά κύτταρα εκτίθενται (σε εργαστηριακό περιβάλλον) σε 10mM νεοτάμης, μπορεί πράγματι να αποδειχθεί τοξική για αυτά τα κύτταρα.

Διευκρινίζεται ότι 10mM νεοτάμης είναι η δόση που βρίσκεται εντός του αποδεκτού ημερήσιου ορίου πρόσληψης, όπως ορίζεται από τις ρυθμιστικές αρχές για την ασφάλεια των τροφίμων.

Παρόλο που ο μέσος άνθρωπος είναι απίθανο να καταναλώνει τόση ποσότητα νεοτάμης σε μια ημέρα μέσω τροφίμων και ποτών, φαίνεται ότι οι σχετικά χαμηλές συγκεντρώσεις του γλυκαντικού μπορούν να διαταράξουν το μικροβίωμα του εντέρου με διάφορους τρόπους, γεγονός που θα μπορούσε να κάνει τους καταναλωτές πιο επιρρεπείς σε ασθένειες του εντέρου, ακόμη και σε δηλητηρίαση του αίματος.

«Σε συγκεντρώσεις που ένα άτομο θα μπορούσε πολύ εύκολα να καταναλώνει σε καθημερινή βάση, οι μελέτες μας δείχνουν μια διάσπαση του φραγμού του εντέρου και μια μετατόπιση των βακτηρίων σε μια πιο βλαβερή συμπεριφορά, συμπεριλαμβανομένης της αυξημένης εισβολής σε υγιή κύτταρα του εντέρου που οδηγεί σε κυτταρικό θάνατο», λέει η Chichger.

Ασπαρτάμη

Η ασπαρτάμη είναι ίσως το πιο ευρέως χρησιμοποιούμενο γλυκαντικό, που βρίσκεται σε προϊόντα που κυμαίνονται από την κόλα διαίτης μέχρι τα δημητριακά πρωινού, το παγωτό, τα γιαούρτια με χαμηλή περιεκτικότητα σε ζάχαρη και τις τσίχλες χωρίς ζάχαρη.

Με 180 έως 200 φορές πιο γλυκιά γεύση από τη ζάχαρη, το κύριο μειονέκτημα της ασπαρτάμης είναι ότι διαλύεται και χάνει τη γλυκύτητά της όταν θερμαίνεται, περιορίζοντας τη δυνατότητα χρήσης της σε επιδόρπια.

Ωστόσο, από τότε που η ασπαρτάμη εγκρίθηκε για πρώτη φορά από τις ρυθμιστικές αρχές τη δεκαετία του 1970, έχει κατηγορηθεί ότι μπορεί να συνδέεται με προβλήματα υγείας.

Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, μελέτες σε αρουραίους που έγιναν σε εργαστήριο, έδειξαν ότι υψηλές δόσεις του γλυκαντικού που καταναλώνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα, μπορεί να σχετίζονται με λέμφωμα και λευχαιμία.

Ενώ το αποτέλεσμα αυτό τελικά απορρίφθηκε επιστημονικά, τα ευρήματα διαφόρων επιδημιολογικών ερευνών συνέχισαν να προκαλούν ανησυχίες.

Το 2022 μια ανάλυση των διατροφικών αρχείων δέκα ετών και περισσότερων από 102.865 ενήκων στη Γαλλία, συνέδεσε την υψηλότερη κατανάλωση ασπαρτάμης και ενός άλλου γλυκαντικού που ονομάζεται ακεσουλφάμη-Κ, με διάφορους καρκίνους.

Μεταγενέστερες έρευνες που δημοσιεύτηκαν πέρυσι συνέδεσαν επίσης την υψηλή κατανάλωση τροφίμων με ασπαρτάμη και άλλα τεχνητά γλυκαντικά με καρδιαγγειακές παθήσεις και διαβήτη τύπου 2.

Ο Erik Millstone, καθηγητής επιστημονικής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Sussex, έχει περάσει δεκαετίες ερευνώντας την ασπαρτάμη, και λέει ότι αυτό πιστεύεται ότι είναι μια ανεπιθύμητη αντίδραση στη φαινυλαλανίνη, ένα αμινοξύ που παράγεται όταν η ασπαρτάμη μεταβολίζεται.

«Από τα στοιχεία που έχω δει, νομίζω ότι πιθανώς δεν είναι λιγότερο από το 3% των καταναλωτών, αλλά όχι περισσότερο από το 10%», λέει ο Millstone.

«Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι καταστάσεις όπως πονοκέφαλοι, θολή όραση και σε ένα μικρό ποσοστό περιπτώσεων, αρκετά σοβαρές επιληπτικές κρίσεις».

Ακεσουλφαμικό κάλιο (Ace-K)

Το ακεσουλφαμικό κάλιο εγκρίθηκε για πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με την ασπαρτάμη στην κόλα διαίτης από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, ενώ βρίσκεται σε σάλτσες και ντρέσινγκ για σαλάτες, μαρμελάδες, ζελέ, παγωτά και άλλα γαλακτοκομικά προϊόντα, ακόμη και σε οδοντόκρεμες και στοματικά διαλύματα.

Όπως η ασπαρτάμη και άλλες γλυκαντικές ουσίες, έτσι εικάζεται ότι η έντονη γεύση της ακεσουλφάμης καλίου θα μπορούσε να διαταράξει τις φυσικές ορμονικές διεργασίες του οργανισμού που διέπουν τον έλεγχο του σακχάρου στο αίμα, προκαλώντας την απελευθέρωση υπερβολικών ποσοτήτων της ορμόνης ινσουλίνη, ενός από τους αιτιολογικούς παράγοντες στην εξέλιξη προς τον διαβήτη τύπου 2.

Μια άλλη μελέτη υπέδειξε ότι μπορεί ακόμη και να αυξήσει την ποσότητα ζάχαρης που απορροφάται από τα κύτταρα του εντέρου, κάτι που αποτελεί έναν πιθανό μηχανισμό για την πρόκληση φλεγμονής του εντέρου.

Ωστόσο, το κάλιο ακεσουλφάμης τείνει να συνδυάζεται με άλλα γλυκαντικά για να καλύψει την πικρή του επίγευση, σύμφωνα με τον δρ. Jotham Suez, επίκουρο καθηγητή στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg του Πανεπιστημίου Johns Hopkins.

«Αυτή τη στιγμή είναι δύσκολο να αποδώσουμε κάποιες από αυτές τις ανησυχίες για την υγεία σε μεμονωμένα γλυκαντικά, επειδή πολλά τρόφιμα και ποτά περιέχουν ένα μείγμα τους», λέει ο ίδιος.

«Προς το παρόν δεν μπορείτε να πείτε ότι ένα γλυκαντικό σχετίζεται περισσότερο με βλάβες από άλλα. Υπάρχουν όμως δεδομένα, τα οποία δεν είναι αμελητέα, και δείχνουν μια πιθανή αιτιώδη σχέση μεταξύ της κατανάλωσης τροφίμων και ποτών που περιέχουν αυτά τα γλυκαντικά, και της αύξησης του σωματικού βάρους και της διαταραχής της ομοιόστασης της γλυκόζης, άρα της δυνητικά αυξημένης γλυκόζης στο αίμα».

Σουκραλόζη

Η σουκραλόζη χρησιμοποιείται συχνά σε συνδυασμό με το κάλιο ακεσουλφάμης σε τρόφιμα όπως καρυκεύματα, μαρμελάδες χωρίς ζάχαρη, αλείμματα φρούτων, σάλτσα σαλάτας, αναψυκτικά διαίτης και τσίχλες.

Πέρυσι, μια νέα μελέτη προκάλεσε ανησυχία σχετικά με το γλυκαντικό με ερευνητές από πανεπιστήμια της Βόρειας Καρολίνας να διεξάγουν πειράματα με ανθρώπινα κύτταρα του εντέρου, τα οποία έδειξαν ότι η σουκραλόζη-6-οξική, μια χημική ουσία μέσα στη σουκραλόζη, μπορεί να βλάψει το DNA, κάτι που θα μπορούσε να αυξήσει τα επίπεδα του επιβλαβούς οξειδωτικού στρες και των φλεγμονωδών μορίων στο έντερο.

Ενώ όμως ένας από τους υποτιθέμενους στόχους των γλυκαντικών υλών ήταν να προσπαθήσουν να μειώσουν το πρόβλημα της υπερβολικής κατανάλωσης ζάχαρης που οδηγεί σε αύξηση του σωματικού βάρους, φαίνεται ότι οι ίδιες οι γλυκαντικές ύλες μπορεί στην πραγματικότητα να αλλάζουν τον μεταβολισμό μας, ιδίως όταν συνδυάζονται με τα συστατικά των τροφίμων μας.

Η καθηγήτρια Dana Small, νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο McGill στον Καναδά και μία από τις κορυφαίες ειδικούς παγκοσμίως στη σουκραλόζη, διεξήγαγε ένα πρωτοποριακό πείραμα το 2020, το οποίο διαπίστωσε ότι τα ποτά στα οποία η σουκραλόζη συνδυάζεται με υδατάνθρακες, αλλάζουν τις εγκεφαλικές και μεταβολικές αντιδράσεις στον εν λόγω υδατάνθρακα, καθιστώντας τους πιο ευάλωτους στην αύξηση του σωματικού βάρους.

«Η εργασία μας έδειξε ότι η σουκραλόζη σε συνδυασμό με τον υδατάνθρακα μαλτοδεξτρίνη αλλάζει αρκετά γρήγορα τη φυσιολογική απόκριση του εγκεφάλου στα σάκχαρα», λέει η Small.

Σακχαρίνη

Η σακχαρίνη είναι η πρώτη γλυκαντική ουσία, αφού ανακαλύφθηκε το 1879.

Όπως και η ασπαρτάμη, η σακχαρίνη έχει αντιμετωπίσει διαμάχες με τα χρόνια, σχετικά με τις κατηγορίες ότι μπορεί να είναι καρκινογόνος, μετά από μια καναδική μελέτη στη δεκαετία του 1970 που συνέδεσε τη γλυκαντική ουσία με καρκίνο της ουροδόχου κύστης σε αρουραίους.

Ωστόσο, κανένα σαφές στοιχείο δεν έχει συνδέσει ποτέ την κατανάλωση σακχαρίνης με τον καρκίνο της ουροδόχου κύστης στον άνθρωπο και η σακχαρίνη βρίσκεται σήμερα σε πολλά επεξεργασμένα τρόφιμα που χαρακτηρίζονται ως χαμηλής θερμιδικής αξίας, όπως χυμοί φρούτων, γλυκά, μαρμελάδες, ζελέ και μπισκότα.

Αλλά όπως και άλλες γλυκαντικές ουσίες, εξακολουθούν να υπάρχουν ανησυχίες ότι η σακχαρίνη μπορεί να διαταράξει το έντερο με διάφορους τρόπους με δυνητικά ευρύτερες συνέπειες για την υγεία μας.

Ταυτόχρονα, ο δρ. Suez διαπιστώνει ότι υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που είναι πιο ευάλωτοι στις αρνητικές επιπτώσεις των γλυκαντικών από ό,τι άλλοι.

Με τις τεχνολογίες εξατομικευμένης διατροφής, όπως η αλληλουχία του μικροβιώματος, να γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς στους καταναλωτές σε όλο τον κόσμο, πιστεύει ότι το μέλλον θα μπορούσε να περιλαμβάνει την αναζήτηση σημάτων στο μικροβίωμα του εντέρου, που μπορούν να υποδείξουν πώς τα γλυκαντικά μπορεί να επηρεάσουν το συγκεκριμένο άτομο.

«Καθώς προσπαθούμε να σκεφτούμε το επόμενο βήμα, ενδεχομένως να προσπαθήσουμε να αναπτύξουμε πραγματικά κάποιους αλγόριθμους για να μπορέσουμε να προβλέψουμε ποιος μπορεί να ωφεληθεί από τα γλυκαντικά», καταλήγει ο δρ. Suez.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα