Πειρατές και κουρσάροι: Δεν είναι το ίδιο

default image

Η άδεια του ηγεμόνα, τα κούρσα και η κούρσα.

Υπάρχει μια μεγάλη διαφορά, νοηματική, μεταξύ των λέξεων «πειρατής» και «κουρσάρος», που δεν την ξέρουν όλοι. Ο πειρατής, από το ρήμα «πειρώ», που σημαίνει «προσπαθώ, δοκιμάζω», είναι ο ληστής της θάλασσας, και μεταφορικά, αυτός που ασχολείται επαγγελματικά με κάτι, χωρίς να έχει νόμιμη άδεια γι’ αυτό, όπως, για παράδειγμα, ο ραδιοπειρατής. Ο κουρσάρος, από την άλλη, είναι κι αυτός ληστής της θάλασσας, μόνο που έχει νόμιμη άδεια από τον ηγεμόνα του να το κάνει!

Είναι καταπληκτικό! Η Ιστορία λέει πως οι ηγεμόνες των μεγάλων ναυτικών χωρών, της Μεγάλης Βρετανίας ας πούμε, εξουσιοδοτούσαν ιδιώτες πλοιάρχους, όπως ο Σερ Φράνσις Ντρέικ, για να λεηλατούν ισπανικά εμπορικά σκάφη, όταν βέβαια η Αγγλία ήταν σε πόλεμο με την Ισπανία. Από αυτή τη λεία, τα λάφυρα, τα «κούρσα» όπως τα έλεγαν, ένα μερίδιο πήγαινε βέβαια στο στέμμα, τον βασιλιά, για το ανεκτίμητο χρυσόβουλο που είχε παραχωρήσει στον κουρσάρο, και τα υπόλοιπα τα μοιραζόταν ο καπετάνιος με τους άντρες του…

Να πούμε πως η λέξη «κουρσάρος» παράγεται από το ιταλικό «corsaro», που κι αυτό προέρχεται από το λατινικό «cursarius» και «cursus», από το ρήμα «curro», που σημαίνει «τρέχω». Από το ίδιο ρήμα προέρχεται και η ιταλική λέξη «corsa» που έγινε στα ελληνικά «κούρσα», με χίλιες δυο σημασίες, από αυτοκίνητο και τρέξιμο, μέχρι αγώνας ταχύτητας και μεταφορά επιβάτη.

Μετά απ’ όλα αυτά, μου φαίνεται πως οι πειρατές ήταν πιο τίμιοι στην ανομία τους, καθώς λεηλατούσαν δημοκρατικότατα τους πάντες, χωρίς διακρίσεις, και δεν έκαναν ρεσάλτο στα καράβια με την άδεια της αστυνομίας και με τις ευχές της εκκλησίας, που λέει ο λόγος, όπως οι κουρσάροι.

Από πού κρατάει η σκούφια μας

Κάθε λέξη κρύβει μια ιστορία. Η ετυμολογία της, δηλαδή η αναζήτηση της προέλευσής της και της αρχικής της σημασίας, μπορεί να μας οδηγήσει πολύ μακριά, τόσο στα ονόματα των ανθρώπων και των τόπων, όσο και στις λέξεις που περιγράφουν αντικείμενα και αφηρημένες έννοιες.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα