“Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΒΕΓΓΟΣ ΣΥΝΟΨΙΖΕ ΤΙΣ ΚΑΛΥΤΕΡΕΣ ΠΟΙΟΤΗΤΕΣ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΧΕΙΣ”
Ο Θανάσης Βέγγος ήταν η ψυχή του ελληνικού σινεμά που με το αστείρευτο χιούμορ και την αφοπλιστική ανθρωπιά του άγγιξε γενιές θεατών. Η ζωή του μεταφέρθηκε σε graphic novel, με την πένα του Σ. Δερβενιώτη και το σχέδιο του Θ. Πέτρου. Το NEWS 24/7 τους μίλησε κι έμαθε πώς κατάφεραν να αποτυπώσουν το “θηρίο” του Βέγγου στο χαρτί.
Ο Θανάσης Βέγγος (1927-2011) δεν ήταν απλώς ο «καλός μας άνθρωπος»: Ήταν ένας αεικίνητος και ατρόμητος καλλιτέχνης, μια αστείρευτη πηγή δύναμης και τρυφερότητας που σφράγισε ανεξίτηλα τον ελληνικό κινηματογράφο και την ψυχή του κοινού. Δεν είναι μόνο οι ατάκες, οι “γκάφες” και τα κινηματογραφικά σαρδάμ που τον έκαναν μοναδικό, αλλά η βαθιά ανθρωπιά που ξεχείλιζε από κάθε του ρόλο.
Ακόμη και στις πιο δύσκολες στιγμές, κατάφερνε να μετατρέψει τη μεγάλη και τη μικρή οθόνη σε… “άσυλο” όπου η ζωή κι η χαρά συνυπήρχαν μέσα από έναν μοναδικό «αναρχο-σουρεαλιστικό» χορό. Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι έγινε σύμβολο ενός λαού που συνεχίζει να παλεύει και να βρίσκει δύναμη στο γέλιο και την αισιοδοξία.
Τώρα, αυτή η ιστορία ζωής και τέχνης, μεταφέρεται από τις εκδόσεις «Μικρός Ήρως» σε κόμικ: Μέσα από τη δημιουργική συνεργασία του σεναριογράφου Σπύρου Δερβενιώτη και του εικονογράφου Θανάση Πέτρου, αυτή η βιογραφία γίνεται μια εμπειρία γεμάτη χρώμα, φρεσκάδα και χιούμορ που σέβεται και μένει πιστό στο πνεύμα του σπουδαίου ηθοποιού.
Το graphic novel για τη “γαλέρα της ζωής του”
Από το Φάληρο της Κατοχής στη Μακρόνησο, όπου η γνωριμία με τον Κούνδουρο τον έβαλε στον κόσμο του κινηματογράφου, ξετυλίγεται μια συναρπαστική διαδρομή που συντρόφευσε γενιές Ελλήνων. Το graphic novel ακολουθεί μια διαδρομή γεμάτη από θριάμβους και καταστροφές, επιτεύγματα και λάθη, δάκρυα χαράς και πόνου. Εξού και ο τίτλος «Η Γαλέρα της Ζωής του».
Με εισαγωγή από τον μουσικό Φοίβο Δεληβοριά, επίμετρο από τον συγγραφέα και σκηνοθέτη Γιάννη Σολδάτο, αλλά και μια επτασέλιδη αποτύπωση ολόκληρης της εργογραφίας του, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με έναν καλλιτέχνη-σύμβολο, αναπολώντας τα βιώματα, τις σκέψεις και τη φιλοσοφία του.
Θα μας θυμίσει τον άνθρωπο που ανέλαβε τον ρόλο του πολυτεχνίτη και του ερημοσπίτη, του τρελού του λούνα παρκ, του φαλακρού πράκτωρος, του ατσίδα, του Βέγγου για όλες τις δουλειές, πάντα με ψυχή βαθιά.
Το έργο του Θανάση Βέγγου δεν μπόρεσε και ποτέ δεν θα μπορέσει να μπει σε καλούπια ή να νοηματοδοθεί υπό το πρίσμα του ρεαλισμού. Θα ανήκει πάντα στο φάσμα του υπερρεαλισμού και του ανορθόδοξου. Θα βρίσκεται πάντα υπό το Βλέμμα του Οδυσσέα και θα αναφωνεί: «Μωρή φύση; Μόνη σου είσαι, μόνος είμαι κι εγώ. Πάρε ένα μπισκότο!». Όταν όλοι του έλεγαν πως «δεν είσαι σαν εμάς. Και δεν θα γίνεις ποτέ σαν εμάς!», εκείνος διάλεξε τον δύσβατο δρόμο της ανέλιξης και της αναγνώρισης. «Ονειρέψου σαν παιδί, ζήσε σαν τρελός, αγάπα σαν άνθρωπος, μικρός ο κόσμος και εμείς περαστικοί» έλεγε, και με αυτό το graphic novel καλεί και εμάς να επιβιβαστούμε στο μεγάλο ταξίδι της ζωής του.
Μπορείτε να παραγγείλετε το graphic novel «ΘΒ: Η γαλέρα της ζωής του» από το site του Μικρού Ήρωα!
Κυκλοφορεί επίσης σε βιβλιοπωλεία, κομιξάδικα και επιλεγμένα περίπτερα
Συνάντησα το δυναμικό δίδυμο των δημιουργών σε μια πολύχρωμη Τεχνόπολη, καθώς γύρω μας εξελισσόταν το φεστιβάλ της ένατης τέχνης ComicDom Con. Πέτρου και Δερβενιώτης συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο μοναδικά – σκεφτείτε κάτι σαν τους παππούδες στο θεωρείο του Muppet Show, σαφέστατα νεότεροι ωστόσο και πιο κεφάτοι, δροσεροί. Στην κουβέντα από την πρώτη στιγμή ξεχώρισα την αποστομωτική ειλικρίνειά τους και την ανεπιτήδευτη δυναμική τους, που προκύπτει μέσα από εμπειρία χρόνων. Αλλά κυρίως το μεράκι για αυτό που έφτιαξαν με πολύ κόπο και μαεστρία που ξεπερνά τα όρια μιας κλασικής βιογραφίας και γίνεται ένα έργο τέχνης που τιμά έναν άνθρωπο – μύθο:
ΔΕΡΒΕΝΙΩΤΗΣ: ΘΕΛΑΜΕ ΤΟ “ΑΝΑΡΧΟ-ΣΟΥΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟ” ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΠΟΥ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ Ο ΒΕΓΓΟΣ ΣΤΗΝ ΚΩΜΩΔΙΑ ΤΟΥ
Ποια ήταν η αφετηρία για τη συγγραφή του σεναρίου; Τι σας ενέπνευσε να αφηγηθείτε τη ζωή του Θανάση Βέγγου μέσω ενός graphic novel;
«Η ιδέα ξεκίνησε από τον εκδότη της “Μικρός Ήρως”, Λεοκράτη Ανεμοδούρα, ο οποίος μια ωραία ημέρα μού είπε “θέλω να μάθω περισσότερα για τον Βέγγο και θέλω να το κάνουμε όλο αυτό σε graphic novel. Θα σε ενδιαφέρε;” Εμφανώς με ενδιαφέρε, οπότε έτσι ξεκινήσαμε αυτή την περιπέτεια. Ήταν τελείως παραγγελιά.»
Ποια αφηγηματική γραμμή επιλέξατε για να αποτυπώσετε την ιστορία του και τη δραματουργία. Έπρεπε λ.χ. να χτίσετε μια πρωτότυπη ιστορία από το μηδέν;
«Αυτό που μας βασάνισε περισσότερο ήταν ακριβώς να καταλήξουμε ποια φόρμα αφήγησης θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει κανείς για τη ζωή του Βέγγου. Γιατί δεν θα βγάζαμε κάποιο, ας πούμε, μυστικό που δεν ήξερε κανείς, δεν θα λέγαμε κάτι που με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο δεν είχε βγει δημοσίως. Έπρεπε απλώς να συνοψίσουμε την πορεία του στην ολότητά της και ό,τι σήμαινε αυτός ο άνθρωπος στον ελληνικό κινηματογράφο – αλλά να το κάνουμε επίσης και με τον τρόπο του Βέγγου και με τον τρόπο των κόμικς. Γιατί αλλιώς δεν έχει νόημα να το κάνεις σε κόμικ, θα μπορούσες να το κάνεις βιβλίο.
Οπότε βρήκαμε μια αφηγηματική μορφή, η οποία μπορούσε να λειτουργήσει μόνο στα κόμικς και διαλέξαμε μια οδό αφήγησης, η οποία ήταν σύμφωνη με το πνεύμα του Βέγγου – αυτό το “αναρχο -σουρεαλιστικό” ας το πούμε, που και ο ίδιος υπηρέτησε στην κωμωδία του. Είναι τελείως γραμμική η αφήγηση, παρόλο που φλερτάραμε με εναλλακτικές.»
Υπήρξαν πηγές ή μαρτυρίες που χρησιμοποιήσατε;
«Βεβαίως. Καταρχήν υπήρχε το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ και βιβλίο του Γιάννη Σολδάτου, το οποίο είχε προλάβει εν ζωή αρκετούς από τους συνεργάτες του Βέγγο όσο και τον ίδιο.
Υπήρξαν άλλα ένα δύο βιβλία για τον Βέγγο και οι επιζώντες ακόμα συνεργάτες του, οι οποίοι μας έδωσαν στοιχεία που δεν υπάρχουν στα βιβλία, από την εμπειρία τους μαζί του, Μιλήσαμε και με τα παιδιά του, τα οποία μας μίλησαν για γεγονότα, κάποια από τα οποία δεν είχαν βγει προς τα έξω – αυτά είναι ας πούμε που λέγονται για πρώτη φορά στο κόμικ – αλλά τίποτα που να χαρακτηρίζεται ως αδιάκριτο.»
Κάνατε μαραθώνιο ταινιών, είδατε από μηδέν πάλι ταινίες?
«Εγώ σίγουρα είδα από μηδέν ταινίες, γιατί κάποιες δεν τις είχα δει ποτέ πλάκα-πλάκα και ήταν ευκαιρία μου. Όσο Βέγγο και να δεις, συνειδητοποιείς, όταν βλέπεις την εργογραφία του, ότι δεν έχεις δει αρκετό Βέγγο. Κι ήταν και τόσο διαφορετικές ταινίες μέσα στην πορεία του, που σίγουρα έπρεπε να φρεσκάρω τη μνήμη μου.»
Πώς αντιμετωπίσατε την πρόκληση να αποδώσετε το χιούμορ και την ευαισθησία του Βέγγου στον γραπτό λόγο;
«Αυτό ήταν το πιο εύκολο γιατί το αποδώσαμε με τη δικιά του γλώσσα: Επειδή μιλά ο ίδιος στο κόμικ σε πρώτο πρόσωπο, η γλώσσα του τού ανήκει. Τόσο από συνεντεύξεις και μαρτυρίες, όσο και από το γεγονός ότι ήταν άνθρωπος τόσο πολυκινηματογραφημένος, το speech pattern του – που λέμε και στο χωριό μου – έχει καταγραφεί όσο κανενός άλλου. Μπορεί κάποιος που ξέρει να γράφει χαρακτήρες, να πιάσει ποιες είναι οι χαρακτηριστικές εκφράσεις του. Παρόλα αυτά μας ξέφυγαν ατάκες κανά δύο φορές, και εκεί τα παιδιά του Βέγγου μάς είπαν “αυτή τη φράση ο πατέρας δεν θα την έλεγε”.»
Υπάρχει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός ή περίοδος της ζωής του Βέγγου που σας συγκίνησε ή σας ενέπνευσε ιδιαίτερα;
«Για προσωπικούς λόγους, επειδή ακουμπάμε στην ιστορία πατεράδων μας, η Μακρόνησος για μένα ήταν το πιο συγκινητικό από όλα, γιατί και ο πατέρας μου εκεί ήταν. Ήξερα τι συνέβαινε και δεν χρειάστηκε να το αναπλάσω από ιστορική έρευνα. Οπότε κάποια στιγμή και σε συνεργάτες νεότερους ας πούμε που δεν ήξεραν την “αργκό” της Μακρονήσου, τούς έλεγα “αυτό σημαίνει αυτό”. ‘αυτό έγινε έτσι” κτλ»
Ένα σημαντικό στοιχείο που δεν πρέπει να ξεχάσουμε είναι ότι αυτοί που ήταν στη Μακρόνησο, δεν μιλούν για τη Μακρόνησο. Είναι σαν το Fight Club, ο πρώτος κανόνας: Δε μιλάς για αυτό!
ΠΕΤΡΟΥ: ΤΑ ΑΚΡΑΙΑ ΠΟΥ ΕΚΑΝΕ Ο DISNEY ΣΤΟ ΣΕΛΙΛΟΪΝΤ, Ο ΒΕΓΓΟΣ ΤΑ ΕΚΑΝΕ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πώς προσεγγίσατε εικαστικά την προσωπικότητα του Βέγγου; Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να αποδώσετε το χαρακτηριστικό του ύφος και τις εκφράσεις του;
«Δυσκολεύτηκα πάρα, πάρα πολύ. Σε δύο επίπεδα: Πρώτον, δεν έχουμε συνεργαστεί ποτέ με τον Σ. Δρεβενιώτη, οπότε πρέπει να βρω πώς γράφει και να προσαρμοστώ στο στυλ του. Δεύτερον, τα κόμικς που κάνω εγώ συνήθως έχουν καρεδάκια, καρεδάκια, καρεδάκια κι άλλα καρεδάκια, πολλές σελίδες… Δεν έχει καμία σχέση η δομή τους με το βιβλίο που κάναμε για τον Βέγγο. Οπότε μου πήρε καιρό να ξεμάθω, να βγω από τα πατήματά μου για να μπω στα νέα πατήματα που χρειαζόνταν για να κάνουμε τη συγκεκριμένη δουλειά. Ουσιαστικά έκανα πολλά σχέδια, και μετά ένα κολάζ που θα έπρεπε να στηθεί σε σελίδα και να έχει μια οπτική συνέχεια. Ήταν μια οπτική σύνθεση και μια σύνθεση κειμένων που έχουν μια ενότητα και αφηγούνται την ιστορία.
Τρίτον: Όλοι ξέρουμε τον Βέγγο. Αυτό δεν σημαίνει τίποτα για το σχέδιο. Πρέπει να βρω εγώ πώς θα κάνω ένα “Βέγγο” που θα μοιάζει με τον Βέγγο: Αλλιώς ήταν ο Βέγγος του 1950, αλλιώς ήταν το 1960, αλλιώς ήταν το ’70, το ‘ 80 κ.ο.κ. Ποια εκδοχή και εποχή του διαλέγω εγώ να κάνω; Πρέπει να βρεθεί ένας μέσος όρος που να αναγνωρίζεται πάντα ο Βέγγος. Και αυτό ήταν πολύ δύσκολο. Γενικά το αποτέλεσμα βγήκε γρήγορα σχετικά, αλλά με πολύ κόπο, κάτι που μπορεί να μην είναι ορατό σε κάποιον που δεν ξέρει από σχέδιο.»
Υπάρχει κάποια συγκεκριμένη σκηνή ή καρέ στο graphic novel που θεωρείτε ότι αποτυπώνει ιδανικά την ουσία του Βέγγου;
«Η τελευταία σελίδα γιατί αποτυπώνει την πρόκληση που θέτει ο σεναριογράφος, ότι εγώ δυσκολεύομαι ως σχεδιαστής να φτιάξω ένα πορτρέτο του Βέγγου (όπως κι εγώ στην πραγματικότητα δυσκολευόμουν να σχεδιάσω τον Βέγγο). Είναι άρα ένα αφηγηματικό και σεναριακό στοιχείο αλλά ταυτόχρονα και πραγματικό, το οποίο “τρέχει” σε όλο το μήκος του κόμικ.»
Μέσα από την αποτύπωση της ζωής του, υπήρξε βλέψη να αποτυπώσετε και την εποχή που έζησε και αν ναι τι σας δυσκόλεψε σε αυτό;
«Σε ένα μικρό βαθμό. Το κέντρο είναι ο Βέγγος, η κίνησή του, ο ρυθμός του, το τρέξιμό του, η τρέλα που έχει. Σε δεύτερο βαθμό η εποχή του. Το background δηλαδή δεν καταλαμβάνει τόσο μεγάλο χώρο. Καταλαμβάνει τα πάντα ο Βέγγος νομίζω oπότε δεν μένει χώρος για το περιβάλλον, δεν αφήνει τίποτε. Είναι καταλυτική παρουσία. Η πληθωρικότητά του είναι πολύ έντονη για να περίσσευε κάτι και να το εντάσσαμε στο κόμικ.»
Αν ήταν ήρωας κόμικ ο Θανάσης Βέγγος, ποιος θα ήταν;
«Ίσως κάτι κοντά σε Σπίντι Γκονζάλες… Ό,τι πιο τρελό, παλαβό έχει υπάρξει στα κόμικς νομίζω τα συμπυκνώνει με τη συμπεριφορά του και τη στάση του. Κι ίσως να τα ξεπερνάει κιόλας!»
Αυτά που έχει κάνει στην πραγματικότητα ο Θανάσης Βέγγος είναι πολύ πιο παλαβά από αυτά που έχουν συμβεί στα κόμικς
«Έχει κρεμαστεί από σχοινιά χωρίς ασφάλεια. Τα κασκαντεριλίκια που έχει κάνει, δεν υπάρχουν. Τα έχει ξεπεράσει όλα νομίζω.»
Οι χαρακτήρες που ενσάρκωνε στην κωμωδία ήταν, θα λέγατε, σαν ζωντανά καρτούν;
«Σε κάποιον βαθμό ναι. Είναι κάτι χαρακτηριστικό που έκανε μόνο αυτός, δεν νομίζω ότι υπάρχει κάπου αλλού αυτό που έχει κάνει ο Βέγγος: Είναι η ενέργεια αυτή που είχε, χοροπηδούσε, κυνηγούσε ασταμάτητα. Μόνο με κάποια κινούμενα σχέδια του Disney ίσως μπορεί να συγκριθεί, στα οποία γίνονται ακραία πράγματα. Τα ακραία που έκανε ο Disney στο σελιλόιντ, ο Βέγγος τα έκανε στην πραγματικότητα. Με τις δυνάμεις του.»
ΓΡΗΓΟΡΟΣ ΓΥΡΟΣ ΕΡΩΤΗΣΕΩΝ
Ακολουθούν οι κοινές ερωτήσεις που έκανα στους δύο κορυφαίους δημιουργούς. Με πολιτισμένες διαφωνίες, άφθονο γέλιο και βαθιά εκτίμηση, Δερβενιώτης και Πέτρου μοιράστηκαν μαζί μου την εμπειρία τους από τη συνεργασία, την πρόκληση της εικονογράφησης και τις ευαίσθητες “χορδές” τους που άγγιξε ο Θανάσης Βέγγος.
Ποιο είναι το κεντρικό μήνυμα ή συναίσθημα που θέλετε να μεταδώσετε στους αναγνώστες μέσω του κόμικ;
Σ. Δ.: «Θα έλεγα ότι προσωπικά αποφεύγω τα μηνύματα σαν το διάολο. Όμως θα πω ότι αυτό που ήθελα εγώ να μεταδώσω στον αναγνώστη, ήταν ένα υπόδειγμα ζωής: Ο Βέγγος συνόψιζε τις καλύτερες ποιότητες που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Και θέλω να μας θυμίσω ότι υπήρξε ένας τέτοιος άνθρωπος. Δεν είναι προϊόν φαντασίας ο Βέγγος. Άρα μπορεί να ξαναϋπάρξει (ένας τόσο ποιοτικός άνθρωπος). Ας δούμε τι έκανε, για να ακολουθήσουμε το παράδειγμά του.»
Θ. Π.: «Ηθικό δίδαγμα ή μήνυμα, δεν νομίζω ότι υπάρχει. Βλέποντας τη δουλειά μας μετά την ολοκλήρωσή της, ουσιαστικά συνειδητοποιώ – και νομίζω κι οι αναγνώστες θα το συνειδητοποιήσουν – ότι ο Βέγγος συνόψιζε όλη την ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου: Δηλαδή, συνοψίζει τον λαϊκό κινηματογράφο του ’50 και του ’60, μια εποχή οπότε ο κόσμος πήγαινε κατά χιλιάδες να τον δουν στις αίθουσες. Ήταν εκεί τη δεκαετία του ’70 οπότε εμφανίζεται ένας κινηματογράφος που “ενηλικιώνεται”, ας πούμε, και ο Βέγγος φεύγει από την κλασική κωμωδία. Έζησε την κατάπτωση του ελληνικού κινηματογράφου, όταν βγαίνουν πλέον βιντεοταινίες, και προφανώς ο άνθρωπος για να ζήσει γύρισε κάποιες. Και ήταν παρών στο κομμάτι των “μεγάλων σκηνοθετών” Θ. Αγγελόπουλου, Π. Βούλγαρη, της δεκαετίας του ’90 πλέον. Μπορούμε να δούμε αυτήν την πορεία του μέσα από την προσωπικότητά του. Κουβαλά την ιστορία του ελληνικού σινεμά. Έχει πρωταγωνιστήσει σε όλα τα στάδια και όλες τις φάσεις του.»
Υπήρξαν στιγμές κατά τη διάρκεια της δημιουργίας που διαφωνήσατε ή είχατε διαφορετικές προσεγγίσεις; Πώς τις διαχειριστήκατε;
Θ. Π.: «Πολλές.»
Σ. Δ.: «Πολλές. Και το χειριστήκαμε πολιτισμένα.»
Θ. Π.: «Με τον πλέον πολιτισμένο τρόπο που μπορεί να υπάρξει. Μπινελίκια, καντήλια. Αυτά.» (γέλια)
Σ. Δ.: «Το καλό ήταν ότι επικοινωνούσαμε ηλεκτρονικά, οπότε δεν μπορούσαν να παίξουν και μπουνίδια.» (γέλια)
Θ. Π.: «Οι συνεργασίες αυτά έχουν. Δεν μπορεί να είναι κάπως αλλιώς. Δηλαδή θα κάνεις και αγαπούλες και χαδάκια. Θα έχεις και τις δημιουργικές εντάσεις σου. Είναι απολύτως φυσιολογικό.
Σ. Δ.: «Το ζήτημα σε αυτά τα πράγματα είναι να υπάρχει εκατέροθεν εμπιστοσύνη. Γιατί όταν υπάρχει ανισορροπία εμπιστοσύνης, προκύπτουν τα προβλήματα. Εμείς όμως είμαστε 40 χρόνια φουρναρέοι – και οι δύο έχουμε περάσει από τα ίδια περιοδικά, μιλάμε την ίδια γλώσσα – σίγουρα ιδεολογικά, αν όχι αισθητικά. Οπότε θα πω ότι όταν ο Θανάσης Πέτρου – που έχει τόσα βραβεία στην πλάτη του και οι αναγνώστες του τον έχουν επιβραβεύσει με την εμπιστοσύνη τους – μου λέει κάτι, τότε θα το ακούσω πολύ προσεκτικά. Και αν δεν υπάρχει από πλευράς σεναρίου ας πούμε “κόκκινη γραμμή” ή δεν συντρέχει πολύ συγκεκριμένος λόγος κάτι να είναι έτσι κι όχι αλλιώς, τότε θα πω “Θανάση, πάρ’ το πάνω σου”».
Έχετε γνωρίσει τον Θανάση Βέγγο;
Θ. Π.: «Όχι.»
Σ. Δ.: «Ούτε.»
Τότε για ποια στιγμή του τον ξεχωρίζετε. Πότε ας πούμε άγγιξε μια δική σας χορδή; Αναφερθήκατε πριν στη Μακρόνησο κ. Δερβενιώτη.
Σ. Δ.: «Θα πω ένα κλισέ, ότι ήταν όλες – με διαφορετικό τρόπο – σημαντικές οι στιγμές που τον έβλεπα. Δηλαδή, με άλλο τρόπο με άγγιξε η νοσταλγική αύρα των ταινιών του ’50, με άλλο τρόπο με άγγιξε η ωριμότητά του στις ταινίες του Π. Βούλγαρη, με άλλο τρόπο με άγγιξε ο Αχόρταγος που τον είχαμε δει, ας πούμε, οικογενειακά στον κινηματογράφο, όταν είχε πρωτοβγεί. Σε όλες τις εποχές με άγγιξε με διαφορετικό τρόπο, αλλά εξίσου.»
Θ. Π.: « Αυτό που έπεφτε και σηκωνότανε. Δεν σταματούσε ποτέ. Καταστρεφόταν οικονομικά κι ήθελε να συνεχίσει. Είχε μεγάλη αστείρευτη φλόγα μέσα του να κάνει πράγματα. Αυτό το πάθος του ήταν ασίγαστο όλη του τη ζωή. Δεν σταμάτησε ποτέ. Από την παιδική του ηλικία μέχρι το τέλος. Αυτό που είχε πει, ότι τράβηξε πολύ κουπί, είναι αλήθεια.»
Πώς πιστεύετε ότι το graphic novel μπορεί να συμβάλει στην ανανέωση του ενδιαφέροντος για τον Θανάση Βέγγο στις νεότερες γενιές;
Θ. Π.: «Μακάρι να συμβεί. Μπορεί να κάνω και λάθος αλλά νομίζω ότι οι 20χρονοι σήμερα δεν ξέρουν τόσο καλά τον Βέγγο. Εμείς μεγαλώσαμε όταν η ελληνική τηλεόραση έπαιζε κάθε Κυριακή μεσημέρι μια ελληνική ταινία. Και άρα έπαιζε συνεχώς και ταινίες του Βέγγου. Οι 20χρονοι σήμερα δεν βλέπουν τηλεόραση. Οπότε, δεν ξέρω: Αν καταφέρει το κόμικ να κάνει τέτοια επιτυχία που θα το αγοράσουν οι 20χρονοι και θα το διαβάσουν και θα ψάξουν να βρουν έστω και μια ταινία του Βέγγου, κέρδος θα είναι. Οι πρώτες εντυπώσεις είναι ότι οι γονείς των 20χρονων είναι αυτοί που θα το αγοράσουν.» (γέλια)
Σ. Δ.: «Ένα πράγμα που ανακαλύπτεις ξαφνικά όταν αναγκάζεσαι να ασχοληθείς επαγγελματικά με τον Βέγγο, είναι ότι ο Βέγγος είναι παντού. Δεν χρειάζεται να το θυμίσεις: Είναι σε meme, είναι σε βιντεάκια, είναι σε επαναλήψεις…
Επίσης, το κλισέ που λέει ότι “τα κόμικς απευθύνονται στους νέους” έχει μεγαλώσει μαζί με τους αναγνώστες που κάποτε ήταν νέοι και διαβάζανε κόμικς. Δηλαδή, κυρίως εγώ και ο Θανάσης ακουμπάμε σε ένα κοινό το οποίο μεγάλωσε με τη Βαβέλ – η οποία είχε κυκλοφορήσει το 1980… Κυρίως αυτοί θα είναι οι πρώτοι που θα το πάρουν και θα θυμηθούν τα νιάτα τους. Ο νέος δεν ξέρω αν θα πάρει αυτό το συγκεκριμένο κόμικ και αν το πάρει επίσης δεν ξέρω αν θα ψάξει τον Βέγγο. Αλλά δεν θα χρειαστεί γιατί είναι ήδη γύρω του.»
Θ. Π.: «Μαθητές μου πάντως που κάνουν κόμικς μού έχουν πει “δεν θέλω να το διαβάσω εγώ: Θα το πάρω για τη μαμά μου γιατί μου το ζήτησε”» (γέλια).
Με τρεις λέξεις πώς θα περιγράφατε τον Βέγγο σε σχέση με το τι σημαίνει για εσάς προσωπικά;
Σ. Δ.: «Τρεις λέξεις; Η γαλέρα της ζωής του. Οκ τέσσερις λέξεις»
Θ. Π.: «Ναι, ο τίτλος του κόμικ μας.»
Σ. Δ.: «Καταλήξαμε στον τίτλο μετά από πολύ βάσανο. Δεν βρίσκαμε τίτλο για πολύ καιρό.»
Έχετε σχέδια για μελλοντικά έργα που θα συνεχίσουν σε παρόμοιο ύφος ή θεματολογία;
Σ. Δ.: «Και ο Θανάσης και εγώ δεν έχουμε σχέδια για μελλοντικά έργα. Έχουμε παροντικά έργα τα οποία τα δουλεύουμε αυτόν τον καιρό.»
Θ. Π.: «Τα παροντικά, τα οποία είναι μελλοντικά. Ο καθένας μας έχει τη δική του γαλέρα νομίζω όπου τραβάει κουπί. Stay tuned.»
ΔΥΟ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΥΣ
Σπύρος Δερβενιώτης
O Σπύρος Δερβενιώτης, δημιουργός κόμικς και γελοιογράφος, γεννήθηκε το 1969 στην Αθήνα. Από το 1986 μέχρι σήμερα έχει συνεργαστεί με εφημερίδες και περιοδικά, και έχει εκδώσει 16 άλμπουμ-συλλογές των κόμικς σειρών του, τόσο των σόλο (“Μάνα Ρέιβερ”, “Αταίριαστοι”, “Διαρκής Ειρήνη”) όσο και των συνεργασιών με άλλους δημιουργούς (“Φανούρης Άπλας” με Δημήτρη Βανέλλη και Δημήτρη Καλαϊτζή, “Φωτογράφος” με Αντώνη Βαβαγιάννη, “Bleeding Hearts” με Αλέξια Οθωναίου). Tελευταίες του δουλειές είναι τα graphic novel “Yesternow” και “Shark Nation” και η συλλογή κόμικ στριπ”Παλιές Πουτάνες” (Εκδόσεις Χαραμάδα). Το καλοκαίρι του 2024 εξέδωσε το βιβλίο “Πάρε τα Χνάρια που Άφησα” (Εκδόσεις Τόπος), που είναι η βιογραφία του πατέρα του, του λαϊκού συνθέτη Θόδωρου Δερβενιώτη. Toν χειμώνα του ίδιου έτους, έντυσε μεεικόνες τη μουσική παράσταση των Νταλάρα-Παπακωνσταντίνου “Αν Σωθούν τα Τραγούδια” (σε κείμενα Οδυσσέα Ιωάννου και σκηνοθεσία Άγγελου Τριανταφύλλου).
Θανάσης Πέτρου
Ο Θανάσης Πέτρου γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1971. Σπούδασε γαλλική φιλολογία, κοινωνιογλωσσολογία και δημιουργία κόμικς. Από το 2005 μέχρι το 2011 εργάστηκε στο ένθετο περιοδικό κόμικς και επιστημονικής φαντασίας “9” της εφημερίδας Ελευθεροτυπία. Από το 2012 διδάσκει στο ιδιωτικό κολλέγιο ΑΚΤΟ στο τμήμα κόμικς. Στο διάστημα 2008 – 2025 έχουν δημοσιευθεί 21 βιβλία με κόμικς του από διάφορους εκδοτικούς οίκους, είτε σε συνεργασία με σεναριογράφους είτε σε δικά του σενάρια. Μερικά από αυτά είναι το “Γιούσουρι και Άλλες Φανταστικές Ιστορίες” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς, Comicdom 2013), “Γρα-Γρου” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς & Καλύτερου Σεναρίου, ΕΒΚ 2018), “Μάχη του Μαραθώνα” (Κρατικό Βραβείο Βιβλίου Γνώσεων για Παιδιά, 2016), 1923 – “Εχθρική Πατρίδα” (Βραβείο Καλύτερου Κόμικς & Καλύτερου Σεναρίου, ΕΒΚ 2023) και “Γιαννούλης Χαλεπάς – Ο Μύθος της Νεοελληνικής Γλυπτικής” σε σενάριο Δημήτρη Βανέλλη από τις Εκδόσεις Πατάκη. Το τελευταίο του βιβλίο είναι το “1941 – Αυστηρά Συσκότισις” (Εκδόσεις Ίκαρος, 2025). Το 2025 ήταν ο τιμώμενος καλλιτέχνης στο 19ο Διεθνές Φεστιβάλ Κόμικς Comicdom Con Athens.
ΘΒ – Η γαλέρα της ζωής μου
Δημιουργοί: Σπύρος Δερβενιώτης – Θανάσης Πέτρου
Εκδόσεις: Μικρός Ήρως
Ημερ. Έκδοσης: Μάιος 2025
Αριθμός Σελίδων: 124
Διάσταση: 21 Χ 28 εκ.
Χρώμα: Έγχρωμο
ISBN: 978-618-206-209-8
Η έκδοση πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της Finos Film και της Παπανδρέου Εκμετάλλευση Ταινιών