Ξένοι σε ξένο πόλεμο: Η ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία (1919)

Διαβάζεται σε 7'
Ξένοι σε ξένο πόλεμο: Η ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία (1919)
ISTOCK

Μια θυσία χωρίς λόγο, σε ξένο πόλεμο, για ξένα συμφέροντα.

Οι Έλληνες* της Κριμαίας, από τους αρχαιότερους κατοίκους της περιοχής, υπέστησαν συνεχείς διώξεις και αλλοιώσεις μέσα στους αιώνες. Τμήμα τους αφανίστηκε από βαρβαρικές επιδρομές ήδη από επιδρομές Γότθων (3ο αι.) οι οποίες κορυφώθηκαν με τις μογγολικές και ταταρικές επιδρομές (13ο- 15ο αι.), άλλο μετοίκισε το 1778 στη Μαριούπολη δημιουργώντας ισχυρή παροικία, ενώ κυρίως οι αστοί αφομοιώθηκαν κατά τον 19ο αιώνα. Η άφιξη προσφύγων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μεταξύ 1917-1921 αναζωογόνησε το ελληνικό στοιχείο στην Κριμαία, μέρος του οποίου, όμως, εκτοπίστηκε σε Καζακστάν και Ουζμπεκιστάν το 1944.

Το ελληνικό κράτος με Πρωθυπουργό τον Ελ. Βενιζέλο, αποφάσισε τον Ιανουάριο του 1919, την πρώτη υπερπόντια αποστολή στρατού στην ιστορία του. Για πρώτη φορά στην ιστορία ο ελληνικός στρατός μεταφέρθηκε εκτός των συνόρων της χώρας μέσω θαλάσσης. Αποβιβάστηκε στην Οδησσό συμμετέχοντας στη στρατιωτική εκστρατεία των Συμμάχων της Αντάντ**, και όχι μόνο, εναντίον των Μπολσεβίκων. Η εκστρατεία αυτή είναι γνωστή ως Ελληνική Εκστρατεία στην Ουκρανία.

Η επίσημη αιτιολογία των συμμάχων ήταν η ανασύσταση του ανατολικού μετώπου, έπειτα από την ήττα της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για απεγνωσμένες προσπάθειες της Αντάντ να ανακόψει την προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Ένα άλλο επιχείρημα που χρησιμοποιείται είναι η υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Μπρεστ – Λιτόφσκ, στις 3/3/1918, συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Και πως η συνθήκη ειρήνης άφηνε απροστάτευτα τα μεταξύ τους εδάφη, άρα έπρεπε να επέμβουν. Και πως, φυσικά, ο ρωσικός λαός δεν διέθετε τις δυνάμεις να αντιπαρατεθεί στους Γερμανούς. Στην εξήγηση των γεγονότων πρέπει να προστεθεί (κυρίως) και ο οικονομικός παράγοντας, διότι οι μπολσεβίκοι με το που πήραν την εξουσία έπαψαν να αναγνωρίζουν τα χρέη της Ρωσίας.

Το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα απεστάλη μετά τη λήξη του Α΄Παγκοσμίου Πολέμου. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να σταλούν 35 χιλιάδες άντρες, όμως στάλθηκαν 23.351 στρατιώτες και αξιωματικοί. Όπως σημειώνει ο Αυγητίδης Κώστας «χρησιμοποιήθηκε, λοιπόν, ο ελληνικός στρατός για τους επεκτατικούς αποικιοκρατικούς σκοπούς των αγγλογαλλικών μονοπωλίων». Ο Βενιζέλος όρισε ως διοικητή τον έμπιστό του υποστράτηγο Κωνσταντίνο Νίδερ και ο στρατός έφυγε από τα λιμάνια της Θεσσαλονίκης, των Ελευθερών και του Σταυρού (εκβολές Στρυμώνα).

Οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες, με γαλλικά πλοία από τον Σταυρό, μεταφέρθηκαν και αποβιβάστηκαν στην Οδησσό, εντός πέντε ημερών, την πόλη της Φιλικής Εταιρείας. Η πρώτη μεταφορά τους ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 1919 και ολοκληρώθηκε έως τις αρχές του Απριλίου προς Οδησσό και Σεβαστούπολη με πλοία διαφόρων χωρών. Από το τέλος του Μαρτίου έως και τις 14 Ιουνίου ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε και στα ρουμανικά λιμάνια Κωνστάντζα και Γαλάτσι. Η μεταφορά έγινε από 20 ναυλωμένα πλοία ελληνικά, γαλλικά και ρωσικά.

Στάλθηκε ελληνικός στρατός σε ένα κράτος, έναν λαό που παραδοσιακά ήταν φίλος των Ελλήνων, με ελληνικές παροικίες, με ρίζες της Φιλικής Εταιρείας, σε έναν ομόθρησκο λαό, όσο αυτό σημαίνει κάτι για κάποιους. Ο ελληνικός στρατός ορίστηκε πως συμμετείχε στην Εκστρατεία της Ουκρανίας ενώ αποτελούσε μέρος 14 χωρών που εκστράτευσαν κατά του νεογέννητου σοβιετικού / ρωσικού κράτους και όχι μόνο στην περιοχή της Ουκρανίας αλλά και σε άλλα εδάφη της Ρωσίας. Οι Έλληνες στρατιώτες μεταφέρθηκαν και πολέμησαν σε περιοχές που ήταν χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την πατρίδα τους. Η Αθήνα απέχει από την Χερσώνα, οδικώς, περισσότερα από 2.200 χιλιόμετρα. Η Θεσσαλονίκη απέχει από την Χερσώνα μία απόσταση 755 ναυτικών μιλίων, δηλαδή περίπου 1.300 χιλιόμετρα. Ποιος ήταν ο λόγος παρουσίας του ελληνικού στρατού τόσο μακριά από τα εθνικά του σύνορα;

Οι δυνάμεις της Αντάντ –αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά και ελληνικά πλοία– αποβιβάστηκαν στη Σεβαστούπολη με στόχο να αποτρέψουν μία μπολσεβίκικη εξέγερση, συμμετέχοντας σε καταστολές και συλλήψεις. Ωστόσο, στα τέλη Μαρτίου 1919, ο Κόκκινος Στρατός ξεκίνησε προέλαση στην Κριμαία, καταλαμβάνοντας διαδοχικά το Περεκόπ, τη Συμφερόπολη και άλλες πόλεις. Μπροστά στην προέλαση αυτή και στη ραγδαία πτώση του ηθικού των στρατευμάτων –που σε αρκετές περιπτώσεις αρνούνταν να πολεμήσουν ή αυτομολούσαν–, οι δυνάμεις της Αντάντ αποχώρησαν. Από τον Απρίλιο ως τον Ιούνιο 1919, η Κριμαία ενσωματώθηκε στη Σοβιετική Ρωσία.

Η άφιξη των ελληνικών στρατευμάτων στη Σεβαστούπολη, μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 1919, αποδείχθηκε επιζήμια κυρίως για τους φτωχούς Έλληνες εργάτες της περιοχής. Αν και η αστική τάξη υποδέχθηκε θετικά τους Συμμάχους, οι εργαζόμενες μάζες αντέδρασαν έντονα. Τον Φεβρουάριο κήρυξαν απεργία, αρνούμενες να συνεργαστούν με τις δυνάμεις της Αντάντ – γεγονός που προκάλεσε κύμα συλλήψεων και καταστολής, με τη συμμετοχή και ελληνικών μονάδων. Η ένταση εξαγρίωσε όχι μόνο επαναστάτες αλλά και μετριοπαθείς σοσιαλιστές, ενώ καταγράφηκαν περιστατικά εχθρικής στάσης του τοπικού πληθυσμού απέναντι στους Έλληνες.

Οι Έλληνες πήραν μέρος σε μάχες στην Οδησσό, την Χερσώνα, την Νικολάγιεφ, την Μπερεζόφκα. Στις μάχες ΒΔ της Οδησσού πολέμησαν Έλληνες μαζί με γαλλικά, πολωνικά και ρουμανικά στρατεύματα καθώς και με Ρώσους αντεπαναστάτες. Οι νεκροί Έλληνες ανέρχονται από 225 έως 330. Ακριβής αριθμός νεκρών δεν υπάρχει. Το σύνολο νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων είναι 1.055 στρατιώτες και αξιωματικοί που αντιστοιχεί στο 4,5% του συνολικού εκστρατευτικού σώματος που ήταν 23.351 άντρες. Το ποσοστό απωλειών, που ξεπέρασε το 4,5%, αποτυπώνει το κόστος μιας εκστρατείας χωρίς στρατηγικό έρεισμα για την Ελλάδα.

Υπήρξαν αξιωματικοί του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος οι οποίοι κατά την περίοδο της Κατοχής υπηρέτησαν τον ΕΛΑΣ ως αξιωματικοί.

Αυτοί ήταν:

Στέφανος Σαράφης, Νεόκοσμος Γρηγοριάδης, Δημήτρης Φλούλης, Κωνσταντίνος Τσαμάκος, Ευάγγελος Καλαμπαλίκης, Δημήτρης Ματσούκας, Νικόλαος Παπασταματιάδης.

Κλείνοντας να σημειώσουμε πως στο Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη είναι χαραγμένα και τα ονόματα πόλεων από την Εκστρατεία της Ουκρανίας του 1919, όπου συμμετείχε το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα –στην σχεδόν ξεχασμένη σήμερα επιχείρηση- στο πλευρό των Γάλλων, κατά των Μπολσεβίκων.

Αναγράφονται οι πόλεις:

  • Οδησσός (Odessa)
  • Νικολάεφ (Nikolaev)
  • Χερσώνα (Kherson)
  • Κιέβο (Kiev)

Η επιστροφή των στρατιωτών στην πατρίδα δεν χαιρετίστηκε ως ηρωισμός, αλλά ως άχρηστη θυσία σε ξένο έδαφος, που άνοιξε τον δρόμο για την επόμενη, καταστροφική περιπέτεια στη Μικρά Ασία.

*Σύμφωνα με την απογραφή του 1926 της Σοβιετικής Ένωσης το σύνολο των Ελλήνων ανέρχονταν στους 213.765 σε όλη τη χώρα. Στην Ουκρανία, πάντα σύμφωνα με την συγκεκριμένη απογραφή, υπήρχαν 104.666 Έλληνες.

**Εναντίον της μπολσεβίκικης Ρωσίας εκστράτευσαν συνολικά δεκατρείς κυρίαρχες χώρες: το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Ιαπωνία, η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ρουμανία, το Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων, η Πολωνία, η Εσθονία, η Τσεχοσλοβακία (μέσω των Λεγεώνων της), καθώς και προσωρινές ή μη αναγνωρισμένες πολιτικές οντότητες, όπως η Ουκρανική Λαϊκή Δημοκρατία και οι αντιμπολσεβίκικες μονάδες της Λευκορωσίας.
Επιπλέον, συμμετείχαν με ξεχωριστές δυνάμεις και τα αυτοδιοικούμενα Δομινία (Dominion) της Βρετανικής Αυτοκρατορίας – ο Καναδάς, η Αυστραλία, η Ινδία και ενδεχομένως η Νότια Αφρική – ανεβάζοντας τον συνολικό αριθμό των συμμετεχουσών «σημαιών» σε δεκατέσσερις ή και δεκαπέντε.

Πηγές:

  • Αυγητίδης Κώστας, Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα (1918-1920), Σύγχρονη Εποχή
  • Γενεμετζής, Η εκστρατεία στη μεσημβρινή Ρωσία 1919
  • Καταϊφτσής Δημήτρης, Έλληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918-1921), περιοδικό Ιστορικά Θέματα, τ.105, 8/2011

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα