Γαλανόπουλος: Το δημοκρατικό αίτημα και το πολιτικό αποτύπωμα του δημοψηφίσματος του 2015
Διαβάζεται σε 9'
O Αντώνης Γαλανόπουλος γράφει στο NEWS 24/7 για το πολιτικό αποτύπωμα του δημοψηφίσματος του 2015 με αφορμή την συμπλήρωση 10 χρόνων από την διεξαγωγή του
- 27 Ιουνίου 2025 11:14
Το δημοψήφισμα του 2015 αποτελεί μια κρίσιμη στιγμή στη σύγχρονη πολιτική ιστορία της χώρας. Αποτέλεσε ένα συμβάν καθοριστικό για την αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος της χώρας εντός του πολιτικού κι εκλογικού κύκλου που άνοιξε η κρίση χρέους. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, το ίδιο το δημοψήφισμα όσο και η διαχείριση του αποτελέσματός του επηρέασε καθοριστικά την πολιτική στάση και δράση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, και ιδίως της γενιάς των millennials. Η εκτίμηση αυτή αποτυπώνεται και στη νέα έρευνα της aboutpeople με το 59,4% των ερωτώμενων να αναγνωρίζει το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου του 2015 ως αρκετά και πολύ σημαντικό γεγονός για την πολιτική ιστορία της χώρας. Το υψηλότερο δε ποσοστό (64,3%) συμφωνίας με αυτήν την εκτίμηση καταγράφεται στους νέους ηλικίας 17-34 ετών.
Η πολιτική σημασία και αξία του δημοψηφίσματος του 2015 δεν είναι ανεξάρτητη από μια δημοκρατική κουλτούρα που βλέπει τη λαϊκή συμμετοχή ως οξυγόνο της δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, το 61,2% αποτιμά το δημοψήφισμα του 2015 ως μια δημοκρατική στιγμή που έδωσε στον λαό την ευκαιρία να εκφραστεί, με το ποσοστό να είναι και πάλι υψηλότερο στις ηλικίες 17-34, όπου αγγίζει το 68%. Ακόμα πιο εμφατική είναι η τοποθέτηση των πολιτών ως προς την ιδέα των δημοψηφισμάτων ευρύτερα, με συντριπτικά ποσοστά πολιτών να τάσσονται γενικώς υπερ των δημοψηφισμάτων για σημαντικά ζητήματα (84,2%) και να ζητούν πιο συχνά δημοψηφίσματα ακριβώς γιατί μπορούν να ενισχύσουν τη δημοκρατία στη χώρα (70,9%). Από αυτές τις πηγές αντλεί η αξιολόγηση του δημοψηφίσματος του 2015 ως δημοκρατικής στιγμής, αν και με μειωμένο ποσοστό. Και σε αυτά τα γενικά ερωτήματα βλέπουμε εκ νέου μια πιο θετική τοποθέτηση των νέων με το 90,7% αυτών να τάσσεται υπερ των δημοψηφισμάτων και το 81,5% να είναι υπερ της συχνότερης διεξαγωγής τους. Τουλάχιστον σε επίπεδο διακήρυξης αποτυπώνεται εδω ένα αίτημα μεγαλύτερης συμμετοχής και επιθυμίας έκφρασης που έρχεται σε αντίθεση με τη στερεοτυπική ανάγνωση των μη πολιτικά ενεργών νέων. Ενδεχομένως το πόσος χώρος δίνεται σε νέους και νέες για να εκφραστούν και το πόσο αντιλαμβάνονται ότι το πολιτικό σύστημα τους ακούει να είναι το κλειδί για την αύξηση της συμμετοχής τους στα κοινά, μεταμορφωνοντας την επιθυμία σε έμπρακτη συμμετοχή.
Πέρα από την ηλικία, μια άλλη σημαντική διαφοροποίηση παρατηρείται με βάση την εκλογική συμπεριφορά των ερωτώμενων κατά το δημοψήφισμα του 2015. Όσοι και όσες ψήφισαν “Ναι” στο δημοψήφισμα το αποτιμούν ως σημαντικό γεγονός σε μικρότερο ποσοστό από όσους και όσες ψήφισαν “Όχι” (57,9% έναντι 68,7%). Η απόσταση μεταξύ των δύο ομάδων μεγαλώνει εντυπωσιακά στο ερώτημα αν το δημοψήφισμα αποτέλεσε “δημοκρατική στιγμή”, με τη διαφορά να βρίσκεται στις περίπου 30 μονάδες. Μόνο το 47,6% όσων ψήφισαν “Ναι” βλέπει το δημοψήφισμα ως δημοκρατική στιγμή έναντι του 61,2% του γενικού πληθυσμού και του του 77,3% αυτών που ψήφισαν “Όχι”. Αν και αυτά τα αποτελέσματα μπορεί να συνδέονται περισσότερο με το περιεχόμενο και το πλαίσιο του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος, μπορούμε να δούμε με βάση άλλα ερωτήματα της έρευνας πως οι ψηφοφόροι του “Ναι” φαίνεται να εκφράζουν μια μεγαλύτερη καχυποψία απέναντι στη λαϊκή συμμετοχή και τα δημοψηφίσματα ως μέσο έκφρασης της λαϊκής βούλησης.
Δείτε την έρευνα της aboutpeople για το δημοψήφισμα
parousiasiΤο ποσοστό των ψηφοφόρων του “Ναι” που τάσσονται γενικώς κατά των δημοψηφισμάτων είναι 3 φορές μεγαλύτερο από αυτό του “Όχι” (23,3% έναντι 7%). Ένας στους τρεις ψηφοφόρους του “Ναι” εκτιμά ότι τα δημοψηφίσματα πρέπει να γίνονται σπάνια γιατί διχάζουν τη χώρα, με το ποσοστό αυτό να είναι διπλάσιο σε σχέση με αυτό των ψηφοφόρων του “Όχι” (34,6% έναντι 16,4%). Επομένως, αυτοί οι ψηφοφόροι είναι πιο συγκρατημένοι ως προς την αξιοποίηση αυτού του δημοκρατικού εργαλείου, ακόμα και όταν εκφράζουν θετική στάση. Για παράδειγμα, ενώ το 75,9% αυτών τάσσεται υπέρ των δημοψηφισμάτων επί της αρχής, το ποσοστό που ζητά συχνότερα δημοψηφίσματα μειώνεται στο 60,4%. Η παρατήρηση αυτή δεν αποτελεί αξιολογική κρίση από τη μεριά μας αλλά καταγραφή μιας επιφύλαξης ή μιας ανησυχίας που συνδέεται με μια γενικότερη πολιτική στάση και μια αντίληψη της δημοκρατίας που είναι συμβατή με τις πιο φιλελεύθερες όψεις της.
Το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει τη διενέργεια δημοψηφισμάτων για κρίσιμο εθνικό ζήτημα και για ψηφισμένο νομοσχέδιο που ρυθμίζει σοβαρό κοινωνικό ζήτημα. Αυτές είναι και οι δυο επιλογές των ερωτώμενων μεταξύ πέντε εναλλακτικών που τους προσέφερε η έρευνα: εθνικά ζητήματα (75,8%) και κοινωνικά ζητήματα (72,1%), αν και δεν είναι δεδομένο πως οι απαντήσεις αυτές αντιστοιχούν απόλυτα στις συνταγματικές προβλέψεις. Εντύπωση προκαλεί και η απόκλιση μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας επιλογής των πολιτών, καθώς τα εθνικά ζητήματα συγκεντρώνουν ένα +16,7% ποσοστό έναντι πιθανών ερωτημάτων για την κατανομή πόρων (59,1%).
Μεγάλη υποστήριξη βρίσκουν και τα τοπικά δημοψηφίσματα -με το 70,7% να συμφωνεί με τη διεξαγωγή τους- σε μια περίοδο που στον Δήμο Θεσσαλονίκης πολίτες και οργανώσεις επιχειρούν να συγκεντρώσουν τις απαιτούμενες υπογραφές για τη διεξαγωγή του πρώτου θεσμικά κατοχυρωμένου τοπικού δημοψηφίσματος στη χώρα με θέμα την ανάπλαση ή μετεγκατάσταση της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης και τη δημιουργία ενός μητροπολιτικού πάρκου στον χώρο της. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός πως στα τοπικά δημοψηφίσματα παρατηρείται η μικρότερη απόκλιση (μόλις 5,1%) μεταξύ των ψηφοφόρων του “Ναι” και του “Όχι” και με τις δύο ομάδες να υποστηρίζουν πλειοψηφικά τη διεξαγωγή τους. Αυτό ενδεχομένως υποδεικνύει πως οι πολίτες επιθυμούν να εκφράζονται περισσότερο για πρακτικά ζητήματα της καθημερινότητάς τους ενώ την ίδια στιγμή σημαντική μερίδα του πληθυσμού, και ιδίως μεταξύ αυτών που ψήφισαν “Ναι” στο δημοψήφισμα του 2015, εκτιμά πως ζητήματα ειδικού ενδιαφέροντος στο εθνικό επίπεδο είναι καλύτερο να τα χειρίζεται είτε η πολιτική ηγεσία είτε άνθρωποι με τεχνοκρατική κατάρτιση και πάντως σίγουρα να μην τίθενται στη λαϊκή κρίση μέσω δημοψηφισμάτων.
Με βάση όλα τα παραπάνω πώς αποτιμάται εν τέλει το δημοψήφισμα του 2015; Στον κυρίαρχο δημόσιο λόγο το δημοψήφισμα του 2015 συχνά είτε αποδοκιμάζεται ως πολωτικό και διχαστικό είτε χαρακτηρίζεται ως αχρείαστο και επικίνδυνο. Στις στάσεις των πολιτών εντοπίζονται τέτοια στοιχεία αλλά φαίνονται αισθητά πιο μοιρασμένες σε σύγκριση με τον κυρίαρχο δημόσιο λόγο.
Περίπου το 48% των ερωτώμενων απαντά πως το δημοψήφισμα του 2015 ήταν μια επικίνδυνη απόφαση που έφερε τη χώρα κοντά στην έξοδο από την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση (47,7%) και πως ήταν μια λανθασμένη επιλογή (48,4%). Ένα αρκετά κοντινό ποσοστό, όμως, περίπου στο 45%, διαφωνεί με αυτές τις θέσεις και δεν βλέπει το δημοψήφισμα ως επικίνδυνη επιλογή (45,2%), εκτιμώντας ταυτόχρονα πως καλώς πραγματοποιήθηκε σε εκείνη τη συγκυρία (45%). Εδώ είναι προφανώς εύλογο το γεγονός ότι οι ψηφοφόροι του “Ναι” και του “Όχι” έχουν σχεδόν εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις με σχεδόν τα ίδια ποσοστά μάλιστα. Σημαντική είναι ξανά και η διαφοροποίηση των νέων. Πιο συγκεκριμένα, το 52,8% των ερωτώμενων ηλικίας 17-34 διαφωνεί με τη θέση ότι το δημοψήφισμα ήταν μια επικίνδυνη απόφαση ενώ το 55,4% επικροτεί την επιλογή πραγματοποίησης του δημοψηφίσματος. Η στάση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την τοποθέτηση των άλλων δυο ηλικιακών κατηγοριών (35-54 & 55 και άνω) και είναι αρκετά συνεπής με τη θετική στάση των νέων απέναντι στα δημοψηφίσματα, όπως καταγράφεται στην παρούσα έρευνα.
Η τελευταία ερώτηση της έρευνας ακουμπά τον πυρήνα των συγκρουόμενων πολιτικών αφηγήσεων σχετικά με το δημοψήφισμα του 2015: έβλαψε ή ωφέλησε τη χώρα;
Οι δύο βασικές θέσεις των πολιτών είναι πως το δημοψήφισμα είτε μάλλον έβλαψε τη χώρα (45,4%) είτε δεν την επηρέασε καθοριστικά, με την έννοια πως ούτε την έβλαψε ούτε την ωφέλησε (34,6%). Ένα μικρό μόνο ποσοστό των ερωτώμενων (15%) εκτιμά πως το δημοψήφισμα μάλλον ωφέλησε τη χώρα. Έχει υψηλό ερευνητικό ενδιαφέρον το να επιχειρήσουμε να κατανοήσουμε πόσες και ποιές διαφορετικές στάσεις και εκτιμήσεις των πολιτών συναντώνται σε κάθε μια από αυτές τις τρεις επιλογές. Το πιο πιθανό είναι πως στην αποτίμηση του δημοψηφίσματος αξιολογούνται μαζί αρκετά άλλα πράγματα, όπως η διαχείριση του αποτελέσματος, η διαπραγμάτευση που προηγήθηκε ή/και ακολούθησε, το τρίτο μνημόνιο και ούτω καθεξής. Μόνο ποιοτικές μέθοδοι θα μπορούσαν να ρίξουν φως σε αυτό το ζήτημα, καθώς και στην αιτιολόγηση της εκάστοτε θέσης. Είναι αρκετά εύλογο, όμως, να υποθέσουμε πως το δημοψήφισμα ως αποκορύφωμα της εξάμηνης διαπραγμάτευσης της τότε κυβέρνησης με τους δανειστές και η επακόλουθη συμφωνία για το τρίτο μνημόνιο οδήγησε σε μια διάψευση προσδοκιών για τερματισμό της λιτότητας. Το γεγονός αυτό στερεί από οποιαδήποτε ομάδα, ακόμα και από τους ψηφοφόρους του “Όχι” τη δυνατότητα να ταυτιστούν πλειοψηφικά με την αποτίμηση οτι το δημοψήφισμα ωφέλησε τη χώρα.
Συμπερασματικά, με βάση τα στοιχεία της έρευνας επιβεβαιώνεται ξανά η μεγάλη απήχηση μιας δημοκρατικής κουλτούρας που είναι θετική απέναντι στη λαϊκή συμμετοχή και στην έκφραση της λαϊκής βούλησης μέσω δημοψηφισμάτων. Η πολιτική τοποθέτηση απέναντι στο ερώτημα του δημοψηφίσματος του 2015 φαίνεται να επηρεάζει σε έναν βαθμό την επιφύλαξη ή την υποστήριξη που εκφράζει κανείς απέναντι στα δημοψηφίσματα εν γένει. Παρά τις επιμέρους αρνητικές ή θετικές εκτιμήσεις για όψεις του δημοψηφίσματος του 2015, όπως ο κίνδυνος που ενείχε και τα οφέλη ή η ζημία που πιθανώς προκάλεσε σε εκείνη τη χρονική στιγμή, φαίνεται πως όσο περνά στην ιστορία θα ενταχθεί κι αυτό ως μια στιγμή στη δημοκρατική παράδοση της χώρας.
*Ο Αντώνης Γαλανόπουλος είναι Δρ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ και επιστημονικός συνεργάτης της aboutpeople