ΑΓΝΗ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ: Η ΒΑΒΟΥΡΑ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΣΤΑ ΠΕΡΙΠΤΕΡΑ
Μετά απο 28 χρόνια το ιστορικό περιοδικό κυκλοφορεί ξανά και αυτή ήταν μια καλή ευκαρία για να μιλήσουμε με τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω απ’ αυτήν την ιδέα.
Τα περίπτερα στα ‘90s ξεχείλιζαν από κόμικς. Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς όμως επέλεξε από όλα αυτά τα περιοδικά να φέρει τη “Βαβούρα” στο σήμερα. Ο λόγος, μάλλον, λίγο προσωπικός: μαζί με το “Ποπάι” ήταν τα μόνα κόμικ που διάβαζε τόσο φανατικά όσο κι εκείνα που έβγαζε ο πατέρας του.
“Είχε, έτσι κι αλλιώς, ένα φανατικό κοινό που το ακολουθούσε, αλλιώς δεν θα άντεχε 16 χρόνια”, μου λέει ο ίδιος. “Και με την ανταπόκριση που είχε η νέα έκδοση, αποδείχτηκε ότι αυτό το κοινό υπάρχει ακόμα”.
Όσο μιλάμε, προσπαθώ να θυμηθώ τη δική μου σχέση με το περιοδικό. Ήταν και δεν ήταν για παιδιά του δημοτικού. Το αγόραζα, αλλά δεν νομίζω ότι το πολυκαταλάβαινα. Ίσως όταν έφτασα στην ηλικία που να μπορούσα να μπω ουσιαστικά στις ιστορίες του, η εποχή των κόμικς για μένα να είχε παρέλθει. Τα περιοδικά που με ενδιέφεραν να ήταν άλλα πια και η “Βαβούρα” να μην είχε θέση δίπλα στο Ποπ και Ροκ και το Experiment.
“Η Βαβούρα ήταν ένα τελείως διαφορετικό περιοδικό από όλα τα άλλα”, μου λέει ο ίδιος. “Ήταν χιουμοριστικό αλλά όχι για 7-8 χρονών παιδιά. Ήταν λίγο πιο προχωρημένο για εκείνη την εποχή. Το διάβαζα με μια απίστευτη απόλαυση”.
Τι είχε το χιούμορ του δηλαδή; Πώς ξεχώριζε;
“Οι περισσότερες ήταν βρετανικές ιστορίες. Ξεχώριζα κάποιες όπως τον ‘Μαστροχαλαστή’, τους ‘Δισεκατομμυριούχους’ και την ‘Οδό τρέλας’ που ήταν στο οπισθόφυλλο.
Αυτό το χιούμορ ήταν λίγο -τουλάχιστον στα δικά μου μάτια- πιο προχωρημένο, δεν ήταν τόσο απλοϊκό. Δεν ήταν στυλ “έχουμε απλά μια ατάκα και γελάμε”. Είχε ένα στόρι, όπως πχ ο μαστροχαλαστής, που πάντοτε εμπλεκόταν σε καταστάσεις για να κάνει τα πράγματα χειρότερα”.
Εν τω μεταξύ, η “Βαβούρα” ήταν ελληνική πατέντα. Ναι, ήταν γνωστό ότι τα στριπάκια ήταν μεταφρασμένα, αλλά δεν υπήρχε κάπου στο εξωτερικό ένα περιοδικό με αυτό το όνομα που απλά το μετέφεραν στα ελληνικά. Ήταν μια συλλογή από διάφορες ξένες ιστορίες, που άνηκαν σε διάφορα ξένα περιοδικά και που στην Ελλάδα στεγάστηκαν κάτω από έναν νέο τίτλο. Ήταν μια ιδέα του Νίκου Δεληγιώρη, ο οποίος εξέδιδε και δυο ακόμη θρυλικά περιοδικά για παιδιά: τη “Μανίνα” και το “Αγόρι”.
“Και τώρα που πήραμε τα δικαιώματα στην ουσία τα πήραμε από διάφορα ξένα περιοδικά τα οποία ήταν εβδομαδιαίας βάσης”, μου εξηγεί ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς. “Αυτό ήταν στην ουσία η “Βαβούρα”. Ήταν ένα σύνολο από συνήθως βρετανικά στριπάκια μονοσέλιδα, δισελίδα και σπάνια τρισέλιδα μέσα σ’ ένα περιοδικό εξήντα τεσσάρων σελίδων.
Τώρα εμείς ξεκινήσαμε από την αρχή τις ιστορίες. Αγοράσαμε τα δικαιώματα, κάναμε νέα μετάφραση, κάναμε νέο lettering. Όλα είναι λίγο αναβαθμισμένα. Έχουμε και καλύτερο χαρτί. Είμαστε στο 2025, δεν θα μπορούσαμε να έχουμε τις μεταφράσεις του 1990”.
Η τελευταία σελίδα του περιοδικού ήταν και η πιο χαρακτηριστική. Ίσως και να ξεκινούσες το περιοδικό από εκεί, από την “Οδό Τρέλας”. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα στριπάκια, αυτό προερχόταν από ένα ισπανικό κόμικ. Και σε αντίθεση με τότε, σήμερα το δημιουργούν δύο Έλληνες, ο Λάζαρος Αλεξάκης στο σενάριο και ο Κλήμης Κεραμιτσόπουλος στο σκίτσο.
“Τη διάβαζα μανιωδώς όταν ήμουν μικρός”, μου λέει ο κ. Αλεξάκης. “Ο πατέρας μου είχε το πιο κεντρικό περίπτερο στο Ηράκλειο στα Λιοντάρια και από όλα τα κόμικς που έφερνε, η Βαβούρα ήταν το φετίχ μου. Τρελάθηκα όταν μου είπαν να γράψω το σενάριο. Το μόνο δύσκολο για μένα είναι ότι η Βαβούρα έχει ένα δικό της χιούμορ -είναι σαν τα σημερινά memes- το οποίο έπρεπε να προσεγγίσω και να το συνεχίσω όπως είναι, ενώ, ξέρεις, είμαι συγγραφέας και έχω κι εγώ ένα δικό μου στυλ. Το μόνο που άλλαξα ήταν ότι σε κάθε δωμάτιο στο σπίτι της “Οδού Τρέλας” έβαζα έναν άλλον ένοικο που να μου ταιριάζει περισσότερο”.
Ο Κλήμης Κεραμιτσόπουλος ήταν μικρός όταν κυκλοφορούσε η “Βαβούρα” και έπεφτε στα χέρια του, κυρίως μέσω των μεγαλύτερων παιδιών του περιβάλλοντός του, που την αγόραζαν. Θυμόταν λίγα πράγματα: τις ιστορίες του “Φράνκι” και την τελευταία σελίδα, εκεί όπου σήμερα βάζει τη δική του υπογραφή.
“Με αφορμή ένα σκίτσο που έκανα πρόσφατα για το φεστιβάλ της Λάρισας, το οποίο ήταν ένα παιχνίδι δικό μου πάνω στην ‘Οδό Τρέλας’, με είδε ο Λεωκράτης και γι’ αυτό με προσέγγισε”, μου λέει ο κ. Κεραμιτσόπουλος. “Εκείνος, βέβαια, ήθελε κάτι λίγο πιο κοντά στο ορίτζιναλ”.
Και επιβεβαιώνει ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς: “Θέλαμε να βάλουμε και λίγο ελληνικό στοιχείο μέσα στο κόμικ και για λόγους εμπορικούς και επειδή τους εκτιμούμε πολύ τους συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Και εκεί που το είχαμε αποφασίσει, είδαμε ότι ο Κλήμης τελείως τυχαία είχε ποστάρει στο Facebook κάτι που παρέπεμπε στην ‘Οδό Τρέλας’. Ε, και λέμε εδώ είμαστε, έδεσε το γλυκό.
Μάς αρέσουν οι συνεργασίες με Έλληνες καλλιτέχνες και οι συγκεκριμένοι το έφεραν εις πέρας πάρα πολύ καλά”.
“Χιούμορ Βαβούρα” υπάρχει; Μπορείς δηλαδή να δεις μια παράσταση ενός comedian και να πεις “αυτός έχει επηρεαστεί από τη Βαβούρα που διάβαζε μικρός;”. Ή μπορείς να πεις το ίδιο διαβάζοντας τα στριπάκια ενός κομίστα του σήμερα; Μάλλον το παρατραβάω.
“Η Βαβούρα δεν είναι πρωτογενές προϊόν”, μου εξηγεί ο κ. Ανεμοδουράς. “Είναι προϊόν μιας ολόκληρης κουλτούρας των Βρετανών. Οπότε, αν με ρωτάς αν γενικότερα βλέπω ανθρώπους που είναι επηρεασμένοι από αυτό το βρετανικό χιούμορ, αυτό το είδος χιούμορ τέλος πάντων, ναι, βλέπω. Αλλά συγκεκριμένα από τη ‘Βαβούρα’, όχι, δεν θα μπορούσα να το πω αυτό”.
Σκέφτομαι ένα παιδί 12 χρονών σήμερα που σταματάει σε ένα περίπτερο για να πάρει ένα αναψυκτικό. Βλέπει σε μια γωνιά τη Βαβούρα, θα πει “ωραίο φαίνεται, θα το αγοράσω”; Συμβαίνει ακόμα αυτό το τόσο απλό; Μάλλον όχι, αν θυμηθώ την απογοήτευση με την οποία με κοίταξαν κάποτε κάτι ανηψάκια όταν, για να μην πάω να τα δω με άδεια χέρια, σταμάτησα και πήρα κάτι Μίκυ Μάους από το περίπτερο. Λογικά είναι ακόμα κάπου ξεχασμένα μέσα στη ζελατίνα τους, ως ένα “παράξενο δώρο από χαρτί που μας έφερε κάποτε αυτός ο ιδιόρρυθμος μπάρμπας”.
“Πολύ δύσκολα μάλλον. Δεν ξέρω τι να σου πω. Εγώ όταν το έβλεπα στο περίπτερο ήθελα να το πάρω. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα τον ελκύσει.
Γίνεται ένας χαμός, πάντως, και μάλιστα τυπώνουμε ξανά τώρα τιράζ, καθώς τα πρώτα δύο χιλιάδες αντίτυπα πουλήθηκαν όλα.
Νομίζω όμως ότι είναι απλά νοσταλγία, είναι αυτό το nostalgia effect. Είναι δεδομένο ότι δεν απευθυνόμαστε τώρα σε παιδιά, εκτός αν βγάζαμε μάνγκα -που βασικά ξεκινήσαμε να βγάζουμε και μάνγκα”.
Ο Λεωκράτης Ανεμοδουράς κατοχύρωσε το εμπορικό σήμα της Βαβούρας. Όλα νομότυπα, όλα σωστά και με τάξη. Μέχρι το 1997, το εμπορικό σήμα άνηκε στον εκδότη Νικόλαο Δεληγιώργη, ο οποίος απεβίωσε το 2022.
Αναρωτιέμαι όμως, πώς ήταν οι σχέσεις εκδοτών τέτοιων περιοδικών στα ‘80s και στα ‘90s; Θύμιζε τις αντιπαλότητες των άλλων εκδοτών των lifestyle περιοδικών; Και αναρωτιέμαι γιατί και ο πατέρας του Ανεμοδουρά έβγαζε τόσα περιοδικά, οπότε κατά μία έννοια, αυτοί οι άνθρωποι υπήρξαν ανταγωνιστές για πολλά χρόνια.
“Απ’ όσο γνωρίζω ήταν πάρα πολύ καλές οι σχέσεις με όλους. Κυρίως γιατί ήταν άνθρωποι που βρίσκονταν πιο κοντά, ήταν άνθρωποι του Τύπου. Οι περισσότεροι ήταν δημοσιογράφοι, ήταν κοντά στα περιοδικά. Ο παππούς μου ήταν και συγγραφέας κιόλας.
Οι εταιρείες που μου ανέφερες ήταν μια μπίζνα διαφορετική που είχε λάμψη, που είχε διαφημιστικές. Οι άλλοι ήταν άνθρωποι του χαρτιού”.
Βέβαια, αυτά τα κόμικς πουλούσαν πολύ τότε. Μπορεί τώρα να μοιάζει σαν επιτυχία -και να είναι- το γεγονός ότι ένα τυράζ 2.000 φύλλων εξαντλήθηκε και ότι πάει για επανακυκλοφορία, αλλά αν το συγκρίνεις με τα “παλιά καλά χρόνια”, η διαφορά είναι απελπιστική. Μπορεί να μην ξέρουμε συγκεκριμένα πόσο πουλούσε η “Βαβούρα” -”σίγουρα δεκάδες χιλιάδες τεύχη”- αλλά από τις πωλήσεις του “Μπλέηκ” μπορούμε να πάρουμε μία αίσθηση του τι συνέβαινε τότε στην αγορά.
“Ο Μπλέηκ, στην καλή του περίοδο πουλούσε σε εβδομαδιαία βάση 60 και 70 χιλιάδες φύλλα, και υπήρχαν και φορές που ξεπερνούσε και τις 80 και τις 90 χιλιάδες.
Πρέπει να σου πω ότι στην αρχή, αυτό το περιοδικό δεν το βγάλαμε με την προοπτική να το κυκλοφορήσουμε. Το βγάλαμε ως πρόμο. Εμείς κάνουμε κάποιες πρόμο ενέργειες, όπως για παράδειγμα το να δίνουμε ένα δωρεάν έντυπο σε όσους αγοράζουν από το e-shop μας από ένα ποσό και πάνω.
Έως τώρα, είχαμε ένα άλλο περιοδικό που το ονομάζαμε “Θρυλικός Μπλέηκ”, το οποίο το σταματήσαμε και είπαμε ότι ωραία θα ήταν να βάλουμε στη θέση του τη “Βαβούρα”. Οπότε, έτσι ξεκίνησε”.