Απλό τεστ ούρων ανιχνεύει τον καρκίνο του προστάτη με αξιοσημείωτη ακρίβεια

Διαβάζεται σε 4'
Απλό τεστ ούρων ανιχνεύει τον καρκίνο του προστάτη με αξιοσημείωτη ακρίβεια
Τεστ ούρων φαίνεται να κάνει πιο απλό και αποτελεσματικό τον προληπτικό έλεγχο, για καρκίνο του προστάτη. iStock

Νέα προσέγγιση στον προληπτικό έλεγχο για καρκίνο του προστάτη, φαίνεται πως μπορεί να τερματίσει το άγχος των ανδρών.

Από το 1988, ο προληπτικός έλεγχος που κάνουν οι άνδρες για καρκίνο του προστάτη, αφορά μια εξέταση αίματος που “αναζητά” το PSA (Prostate-Specific Antigen).

Το ειδικό προστατικό αντιγόνο, που είναι μια πρωτεΐνη, η οποία παράγεται φυσιολογικά από τον προστάτη αδένα και βοηθά στη ρευστοποίηση του σπέρματος, έγινε και παραμένει, ο πιο σημαντικός καρκινικός δείκτης για τους άνδρες.

Παρ’ όλα αυτά, τα επίπεδα μπορεί να είναι αυξημένα για πολλούς λόγους, εξαιρουμένου του καρκίνου. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο διευρυμένος προστάτης. Ένα άλλο, η φλεγμονή. Εξ ου και η εξέταση χρειάζεται περαιτέρω ενέργειες παρακολούθησης, με τη βιοψία να είναι εκ των πιο επεμβατικών.

Για αυτούς τους λόγους, ερευνητές αναζητούν χρόνια μια καλύτερη εναλλακτική της μέτρησης PSA, με νέους δείκτες στο αίμα, αλλά και στα ούρα. Μελέτη που έκαναν ερευνητές του έγκριτου Johns Hopkins University είχε τα πιο πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα.

Πρόκειται για μη επεμβατικό τεστ ούρων, που στις δοκιμές έχει αναγνωρίσει με ακρίβεια τον καρκίνο του προστάτη στο 91% των περιπτώσεων. Ποσοστό πολύ καλύτερο από εκείνο των υπαρχουσών μεθόδων.

Οι επιστήμονες δεν εστίασαν στην αναζήτηση μόνο μιας πρωτεΐνης στο αίμα, αλλά ασχολήθηκαν με το γενετικό υλικό που αποβάλλεται από τα κύτταρα, απευθείας από τον προστάτη, στα ούρα.

Πιθανόν να εντοπίστηκε ο παράγοντας του καρκίνου του προστάτη

Οι ερευνητές δούλεψαν επί της υπόθεσης ότι τα καρκινικά κύτταρα του προστάτη θα απέβαλαν ένα μοναδικό “μοτίβο μηνυμάτων” RNA, με τη συγκεκριμένη μοριακή “υπογραφή” να γίνεται η βάση της πρωτοπόρας εργασίας τους.

Με τη χρήση προηγμένης τεχνολογίας αλληλούχισης RNA σε 341 δείγματα ούρων, από 136 άνδρες με καρκίνο του προστάτη πριν την επέμβαση και 98 μετά το χειρουργείο, αλλά και από 107 υγιή άτομα, αρχικά εντόπισαν 815 διακριτά σήματα RNA που ήταν διαφορετικά, μεταξύ των ομάδων.

Για να επιβεβαιώσουν ότι αυτά τα σήματα προέρχονταν πραγματικά από όγκους του προστάτη, τα διασταύρωσαν με μια τεράστια γενετική βάση δεδομένων, τον Άτλαντα του Γονιδιώματος του Καρκίνου (Cancer Genome Atlas), και διαπίστωσαν ότι το 95% των αυξημένων γονιδίων ήταν πράγματι αυξημένα στον ιστό του όγκου του προστάτη.

Ακολούθως, μείωσαν τα 815 σήματα στους 50 «πιο πολλά υποσχόμενους υποψήφιους» και έπειτα από δοκιμές, έφτασαν στα 3 (TTC3, H4C5 και EPCAM). Τότε φάνηκε πως το TTC3 φαίνεται να παίζει ρόλο στην ανάπτυξη του καρκίνου.

Όταν οι ερευνητές το μπλόκαραν σε καρκινικά κύτταρα του προστάτη, στο εργαστήριο, είδαν να μειώνεται σημαντικά η ικανότητα των κυττάρων να εισβάλλουν σε άλλους ιστούς.

Πράγμα που σημαίνει ότι δεν βρήκαν απλώς έναν δείκτη, αλλά «έναν πιθανό παράγοντα της ίδιας της νόσου».

Το επόμενο βήμα ήταν η δημιουργία του τεστ, με τη βοήθεια συμμετεχόντων. Αυτό έδειξε μια ισχυρή ικανότητα διάκρισης μεταξύ του καρκίνου του προστάτη και των καλοήθων παθήσεων, τα οποία μπερδεύει κάποιες φορές η εξέταση PSA.

«Μπήκαν τα θεμέλια» για έναν πιο αποτελεσματικό προληπτικό έλεγχο

Όπως δήλωσε ο Δρ Ranjan Perera, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, διευθυντής του Κέντρου Βιολογίας RNA στο Johns Hopkins All Children’s Hospital και καθηγητής ογκολογίας και νευροχειρουργικής στην Ιατρική Σχολή του Johns Hopkins University, αυτή η εξειδίκευση μπορεί να γίνει το κλειδί για τη μείωση των περιττών βιοψιών.

«Αυτό το νέο πάνελ βιοδεικτών προσφέρει μια πολλά υποσχόμενη, ευαίσθητη και συγκεκριμένη, μη επεμβατική διαγνωστική εξέταση για τον καρκίνο του προστάτη: έχει τη δυνατότητα να ανιχνεύει με ακρίβεια τον καρκίνο του προστάτη, να μειώνει τις περιττές βιοψίες, να βελτιώνει την διαγνωστική ακρίβεια σε ασθενείς με αρνητικό PSA και να χρησιμεύει ως βάση, τόσο για εργαστηριακά, όσο και για in vitro διαγνωστικές δοκιμασίες».

Ανοίγει δηλαδή, την πόρτα σε μια πιο ακριβή, λιγότερο επεμβατική και λιγότερο αγχωτική διαδικασία ελέγχου.

Για να διατεθεί αυτό το τεστ στο κοινό, θα πρέπει να γίνουν πολλά και διάφορα, αρχής γενομένης μεγαλύτερες δοκιμές σε ευρύτερους πληθυσμούς. «Ωστόσο, μπήκαν τα θεμέλια», σχολίασαν οι ερευνητές, στην ιστοσελίδα του πανεπιστημίου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα