AP Photo/Alex Brandon

“ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΕΣΤ ΑΝΤΟΧΗΣ ΤΟΥ ΤΡΑΜΠ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΕΝΑΝ ΧΡΟΝΟ”

Ο αμερικανός δημοσιογράφος Μαξ Τάνι, με θητεία στο ρεπορτάζ του Λευκού Οίκου και συμπαρουσιαστής το δημοφιλούς podcast Mixed Signals, βρέθηκε στην Αθήνα στο πλαίσιο του International Journalism Forum που διοργάνωσε και φέτος το iMEdD. Μίλησε στον Παναγιώτη Μένεγο για το πώς είναι να κάνεις δημοσιογραφία στις ΗΠΑ στην (δεύτερη) εποχή του Τραμπ, τι σημαίνει news influencer και ποιος αποφασίζει σήμερα τι είναι είδηση…

O Μαξ Τάνι γράφει για πολιτική και media. 

Ζει στο Μπρουκλιν, αν και μεγάλωσε στη Νότια Καλιφόρνια, αγαπά το μπάσκετ και τους Λέικερς, και συμπαρουσιάζει με τον Μπεν Σμιθ το εξαιρετικό podcast Mixed Signals όπου συζητά “all things media” με καταξιωμένους καλεσμένους όπως ο Μάλκολμ Γκλαντουελ κι ο Έζρα Κλάιν, η Κριστιάν Αμανπούρ και η Έμιλι Μέιτλις. 

Πριν από αυτό, πέρασε από το Business Insider και το Daily Beast κι έφτασε μέχρι το ρεπορτάζ Λευκού Οίκου γράφοντας για έναν χρόνο μαζί με συναδέλφους του ένα καθημερινό newsletter για την διακυβέρνηση Μπάιντεν. Εδω και τρία χρόνια κάνει ρεπορτάζ media σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα νέα μέσα των ΗΠΑ, το Semafor. Με αρκετές επιτυχίες κι «αποκλειστικά», αλλά κυρίως μια «ματιά ελικοπτέρου» σε έναν χώρο που διαρκώς εξελίσσεται, διευρύνει τα όριά του κι επιμένει να αυτομαστιγώνεται. 

Ο ίδιος το αποφεύγει. Δείτε την απάντηση που έδωσε σχετικά με το TikTok ως πηγή ενημέρωσης σε ερώτηση φοιτητών, στο πλαίσιο του International Journalism Forum που διοργάνωσε και φέτος το iMEdD

Τον συναντήσαμε στην Πειραιώς 260 και μιλήσαμε για news influencers, ποιος αποφασίζει τι είναι είδηση, τι συμβαίνει στην Αμερική του Τραμπ και ποια είναι η δημοσιογραφική πρόκληση στον καιρό του AI…

 

Μαξ Τάνι iMEdD

 

Ποια είναι η σωστή ερώτηση κατά τη γνώμη σου; Τι είναι είδηση ​​ή ποιος αποφασίζει τι είναι είδηση;

Πριν απαντήσω, να πω ότι η οπτική μου διαμορφώνεται από τα αμερικανικά ΜΜΕ, αφού στις ΗΠΑ μεγάλωσα κι αυτά παρακολουθώ σε όλη μου τη ζωή. Νομίζω, ότι το κοινό είναι που αποφασίζει. Είναι μια σχέση που έχει πραγματικά ανατραπεί τα τελευταία 20 χρόνια. Ξέρετε, πριν από 20 χρόνια, οι άνθρωποι που αποφάσιζαν ποιες θα ήταν οι ειδήσεις ήταν εκείνοι που μετέδιδαν τα βραδινά δελτία ειδήσεων, δηλαδή τα καλωδιακά ειδησεογραφικά δίκτυα. ‘Αντε και οι αρθρογράφοι περιοδικών και εφημερίδων.

Η εποχή όμως άλλαξε. Τηλέφωνα, υπολογιστές, μέσα κοινωνικής δικτύωσης – κολυμπάμε συνεχώς σε πληροφορίες. Οι παραδοσιακοί παίκτες έχασαν τον απόλυτο έλεγχο. Δεν τους είναι εύκολο να το δεχτούν, συχνά αντιδρούν. Όμως όλοι έχουν πια πρόσβαση στα αναλυτικά στοιχεία της επισκεψιμότητας, άρα έχουν και την πλήρη εικόνα για τις απαιτήσεις του κοινού. 

Μοιάζει με εκδημοκρατισμό, αλλά είναι σίγουρα έτσι; Γιατί τα analytics προκαλούν επίσης και το φαινόμενο της «βελτιστοποίησης των ειδήσεων»: υπερκάλυψη γεγονότων που «πάνε», διαμόρφωση της επικαιρότητας βάσει των λέξεων-κλειδιά που σκοράρουν καλά στις μηχανές αναζήτησης κτλ. …

Ναι, το γνωστό «ας εξαντλήσουμε την ιστορία μέχρι να μη δίνει κανείς πια σημασία». Νομίζω, όμως, ότι στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε καλύτερη θέση από ό,τι ήμασταν πριν από μερικά χρόνια. Θυμηθείτε ότι τότε το Facebook πραγματικά καθοδηγούσε μεγάλο μέρος της ανάπτυξης των ψηφιακών μέσων. Κάτι που δημιούργησε πολλές κακές συνήθειες. Οι άνθρωποι προσπαθώντας συνεχώς να χειραγωγήσουν τους αλγόριθμους, στράφηκαν στους clickbait τίτλους με τις παράξενες ερωτήσεις που συχνά δεν είχαν σχέση με το περιεχόμενο των άρθρων. Κι αυτό ήταν πραγματικά επιζήμιο, το κοινό μίσησε το clickbait. Νομίζω ότι έχουμε φύγει από εκεί σε έναν ικανοποιητικό βαθμό. Κι αυτό είναι καλό. 

Δε νομίζεις όμως ότι αυτή η μετάβαση άλλαξε την κουλτούρα των media; Δε διαμορφώθηκε μια headline culture με την αναγνωσιμότητα να εξαρτάται υπερβολικά πολύ από τους τίτλους; 

Νομίζω ναι, αλλά πιστεύω επίσης ότι στις μέρες μας η επισκεψιμότητα δεν έρχεται τόσο από το web. Το κοινό βρίσκει πια τα άρθρα κυρίως μέσω αναζήτησης (που επίσης αλλάζει λόγω της Τεχνητής Νοημοσύνης), μέσω άμεσης κατεύθυνσης στα sites που το ενδιαφέρουν ή μέσω σημείων συγκέντρωσης (aggregators) σαν τα Apple News/Google News. Ε, πραγματικά πιστεύω ότι αυτό είναι ένα καλύτερο μοντέλο από το μοντέλο του Facebook που μας ενθάρρυνε να βάζουμε τον πιο εξωφρενικό τίτλο στο άρθρο, ώστε οι αναγνώστες να τσιμπήσουν ή να θυμώσουν κι έπειτα να το μοιραστούν. 

Τα σύγχρονα ΜΜΕ, παραδοσιακά και νέα, εξακολουθούν να καθορίζουν την ατζέντα; 

Κοίτα, από εκεί που είχαμε όλο το τραπέζι στη διάθεσή μας, τώρα έχουμε ουσιαστικά μόνο μια θέση σε αυτό. Ανταγωνιζόμαστε ως media μια σειρά από διαφορετικές πηγές/νέους παίκτες που μπορεί να είναι news influencers, podcasters, παρουσιαστές talk shows σε διάφορες πλατφόρμες, άνθρωποι που κάνουν απλά ψυχαγωγικό περιεχόμενο ή ακόμα και οι φίλοι των ανθρώπων που μας διαβάζουν/ακούνε/βλέπουν. 

Άρα, η λύση είναι να βρεις έναν κωμικό να παρουσιάζει τις ειδήσεις… 

Ακριβώς, ακριβώς, ακριβώς (γέλια). Αλλά ξέρετε κάτι; Ακόμα κι έτσι να γίνει, εξακολουθώ να το θεωρώ μια εκδοχή ενημερωτικού περιεχομένου. Μην φέρνουμε την καταστροφή επειδή δεν έχουμε πια τον απόλυτο έλεγχο.

ΟΚ, θα μπορούσε κανείς να πει ότι έτσι ήταν πάντα, απλά έχουν αλλάξει τα πρόσωπα εμπιστοσύνης. Αντι για τον παραδοσιακό άνκορμαν έχουμε π.χ. δημιουργούς ειδήσεων (news creators) όπως άκουσα να λέτε πριν στο πάνελ και δεν ξέρω καν αν θέλω να μάθω τι σημαίνει αυτό…. 

Οκ, σε καταλαβαίνω. Ας πούμε ότι είναι κάποιος που συλλέγει ή επιμελείται ενημερωτικό περιεχόμενο. Ένα παράδειγμα είναι η Έμιλι Σάντμπεργκ που γράφει ένα καθημερινό newsletter για περίπου 60 με 80.000 συνδρομητές επί πληρωμή. Είναι ουσιαστικά μια influencer ειδήσεων. Το Feed Me είναι μια μίξη προσωπικού ημερολογίου, συλλογής λινκ από διάφορες πηγές, γκόσιπ, ​​περιστασιακά υπάρχει λίγο ρεπορτάζ και λίγος σχολιασμός, μαζί με ποστ «δείτε τι φοράω σήμερα». Είναι ενδιαφέρουσα, αρκετά επιτυχημένη κι αυτό που θα έλεγα news creator σήμερα. 

Στιγμιότυπο από το πάνελ του Forum που συμμετείχε ο Μαξ Τάνι, όπου και παρουσιάστηκαν στοιχεία της Pew Research για τις συνήθειες/αξίες του κοινού όσον αφορά τα σύγχρονα media και τη δημοσιογραφία iMEdD

Σε άκουσα να αναρωτιέσαι γιατί μας μισούν τόσο πολύ [εμάς τους δημοσιογράφους]…

Α, το αγαπημένο μου θέμα. Μας μισούν επειδή, εμ, τους φέρνουμε συχνά πληροφορίες που, εμ, δεν θέλουν να ακούσουν. Αυτός είναι νομίζω ο κύριος λόγος. 

Όχι επειδή είμαστε διεφθαρμένοι, πιόνια του συστήματος ή ο,τιδήποτε άλλο;

Γενικά, το να μισείς τους δημοσιογράφους και το να μισείς τα ΜΜΕ είναι ένα πασπαρτού σύνθημα. Ταυτόχρονα όμως ο καθένας μοιράζεται ένα δημοσιογραφικό άρθρο που του άρεσε πολύ ή συστήνει έναν δημοσιογράφο που παρακολουθεί γιατί στην πραγματικότητα νομίζει ότι είναι ο μόνος που λέει την αλήθεια.

Θα μπορούσα να πω ότι εντυπωσιάστηκα λίγο από τα δεδομένα της Pew Research που μας έδειξαν ότι οι άνθρωποι εξακολουθούν να εκτιμούν την σκληρή εμπεριστατωμένη ειδησεογραφία. Έχω όμως την εντύπωση, χωρίς να μπορώ να το αποδείξω, ότι αυτό καταλήγει κάπως ασήμαντο επειδή την εκτιμούν αλλά τελικά την αποφεύγουν…

Νομίζω είναι αλήθεια αυτό, όπως και το ότι ο κόσμος ξέρει ότι κάτι είναι σημαντικό, αλλά συχνά δεν θέλει να το ακούσει. Κι αυτή είναι μια πραγματική πρόκληση για πολλούς δημοσιογράφους και ανθρώπους στα ΜΜΕ. Από την άλλη, όμως, βλέπεις ότι το κοινό έχει μια πολύ συγκεκριμένη άποψη, συνήθως θετική, π.χ. για τους δημοσιογράφους που καλύπτουν πολεμικές συγκρούσεις. Γιατί τους βλέπουν ως άτομα που παίρνουν σοβαρό ρίσκο κι επιδεικνύουν κάποια γενναιότητα. 

Η μείωση της εμπιστοσύνης στα παραδοσιακά ΜΜΕ ή ακόμα και η παρακμή τους σε κάποιες περιπτώσεις, ήταν αναπόφευκτη από την στιγμή που οι μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες μπήκαν στην αγορά τους (κι έγιναν ακόμα και ιδιοκτήτες τους); 

Κι όμως υπάρχουν εταιρείες που τα πάνε καλύτερα από ποτέ. Αν κοιτάξετε τους New York Times ως εταιρεία είναι μεγαλύτερη και πιο επιτυχημένη όσο ποτέ στην ιστορία της. Είναι ένας από τους λίγους ειδησεογραφικούς οργανισμούς που πραγματικά κατάλαβαν πώς να εκσυγχρονιστούν. Να συνδυάσουν το αποκαλυπτικό ρεπορτάζ π.χ. για τον Τραμπ με τα podcasts, τα σταυρόλεξα, τα διαδραστικά παιχνίδια και τις συνταγές. Ανεξάρτητα από το τι σκέφτεστε για την πολιτική τους τοποθέτηση, οτιδήποτε κάνει η News Corp. του Ρούπερτ Μέρντοχ πάει καλά και οι εταιρείες του θα συνεχίσουν να τα πάνε καλά. Άρα έχουμε αυτές τις μεγάλες εταιρείες που είναι αρκετά ισχυρές, διατηρούν αρκετά άμεση σύνδεση με το κοινό τους κι αντέχουν τις αλλαγές και τις ιδιοτροπίες που έχουν οι πλατφόρμες. 

Άρα λες ότι έχουμε συνδρομητές που πληρώνουν τους New York Times γιατί τους αρέσει να λαμβάνουν το πολιτιστικό κεφάλαιο του κύρους τους, αλλά στην πραγματικότητα είναι εκεί για τις συνταγές; (γέλια)

Κι όμως, σε έναν βαθμό μπορεί να συμβαίνει κι αυτό. Θα έλεγα ότι το πρόβλημα κυρίως το έχουν όσοι βρίσκονται στο ενδιάμεσο μεταξύ ενός γίγαντα όπως οι New York Times κι ενός μικρού κι ευέλικτου creator που τρέχει ένα δημοφιλές Substack. Αυτές είναι οι εταιρείες που στην πραγματικότητα κινδυνεύουν περισσότερο, γιατί όπως ξέρετε, το big tech καταβροχθίζει σχεδόν τα πάντα.

Θα τοποθετούσες το Semafor σε αυτή την ενδιάμεση κατηγορία; 

Πιθανώς ναι, είμαστε μάλλον πιο κοντά στους μικρούς. Ο κίνδυνος που διατρέχουμε είναι να κολλήσουμε στη μέση, να είμαστε πολύ γενικοί σε αυτό που θέλουμε να πούμε, να μην έχουμε σαφή ταυτότητα, να μην ξέρουμε ποιοι είμαστε. Έχουμε προσπαθήσει πολύ σκληρά ώστε όλοι οι δημοσιογράφοι μας να είναι γνωστοί κι αξιόπιστοι στον τομέα τους και να έχουν ατομικά brands, κάτι που είναι καλό σε αυτό το νέο, κατακερματισμένο μιντιακό οικοσύστημα. 

Στο οποίο το κοινό εμπιστεύεται άτομα κι όχι οργανισμούς ή θεσμούς…

Ακριβώς. Επίσης προσπαθήσαμε να παραμείνουμε πολύ μικροί, είμαστε ακόμα λιγότεροι από 100 υπάλληλοι. Και λιγότεροι από τους μισούς εργάζονται στο newsroom, κάτι που μας κάνει πολύ μικρούς σε σχέση με την τελευταία γενιά εταιρειών ψηφιακών media. Ξέρετε, σαν το BuzzFeed και το Vice που έφτασαν να έχουν εκατοντάδες ή και χιλιάδες δημοσιογράφους και υπαλλήλους σε όλο τον κόσμο. ΟΚ, αυτό ήταν υπέροχο, αλλά τελικά φάνηκε ότι αναπτύχθηκαν πέρα ​​από τις δυνατότητές τους. Συνεπώς, στο Semafor προσπαθούμε να μην πέσουμε στην παγίδα να κάνουμε πάρα πολλά ούτως ώστε να μπορούμε να διαφοροποιηθούμε και να μην κολλάμε σε αυτή τη μεσαία ζώνη.

 

Το απολαμβάνεις περισσότερο από το να πρέπει να ασχολείσαι με τον Λευκό Οίκο κάθε μέρα;

Σίγουρα το απολαμβάνω πολύ περισσότερο. Η εμπειρία μου στην κάλυψη του Λευκού Οίκου επί διακυβέρνησης Μπάιντεν, ήταν κάτι πραγματικά δύσκολο. Γιατί ούτε ο Μπάιντεν ήταν ιδιαίτερα φιλικός προς τα ΜΜΕ. Οι άνθρωποι το ξεχνούν αυτό, επειδή ο Τραμπ είναι τόσο απροκάλυπτα εχθρικός προς τον Τύπο, αλλά ούτε η διακυβέρνηση Μπάιντεν μας έδωσε μεγάλη πρόσβαση. Ήταν πολύ δύσκολο να συνεργαστείς μαζί τους. Δεν τους άρεσε το μιντιακό παιχνίδι. Νόμιζαν ότι τα media είχαν εμμονή με μικρές, ασήμαντες ιστορίες που δεν είχαν πραγματικά σημασία για τον αμερικανικό λαό. Μερικές φορές ίσως είχαν δίκιο. Αλλά, παράλληλα, έχασαν πολλές από τις ευκαιρίες να μεταδώσουν το μήνυμά τους. Και νομίζω ότι αυτός ήταν κι ένας από τους λόγους για τους οποίους τελικά έχασε ο Μπάιντεν, πέραν φυσικά από το ότι προς το τέλος δεν ήταν σε θέση να διεκδικήσει την προεδρία.

 

Όλο λέμε ότι τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης έπεσαν στην παγίδα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, τους χάρισαν το μεγαλύτερο κομμάτι της πίτα των εσόδων κ.λπ. Δε νομίζεις ότι είμαστε και σε μια φάση που ανταγωνιζόμαστε και τον εαυτό μας όσον αφορά τη φόρμα; Να δημοσιεύσουμε στο site ή στα σόσιαλ μας; Longform ή shortform; Kείμενο, podcast ή φυσικά βίντεο; Πλέον, έχω την αίσθηση ότι κάθε φορά που ανοίγω το κινητό κάποιος μου μιλάει, σαν να είναι τηλεόραση…

Υπάρχουν δύο πράγματα που συμβαίνουν στα media αυτή τη στιγμή και είναι αντιφατικά. Το ένα είναι η έκρηξη του σύντομου περιεχομένου που το καταναλώνουν πολλοί κι, εκ πρώτης όψεως, μοιάζει με κάτι θλιβερό επειδή σκέφτεσαι «ω, κανείς δεν θέλει να διαβάσει πια ένα μεγάλο άρθρο, θέλουν απλώς να δουν ένα ηλίθιο reel στο γαμημένο TikTok». Το δεύτερο, όμως, πράγμα είναι ότι στο άλλο άκρο του φάσματος υπάρχουν άνθρωποι που παρακολουθούν για τρεις ώρες τον Τζο Ρόγκαν να παίρνει συνέντευξη από κάποιον ή τον Λεξ Φρίντμαν να συνομιλεί με κάποιον άλλο επί τέσσερις ώρες με εκατομμύρια προβολές, κυρίως στο YouTube. 

Το YouTube στην τηλεόραση είναι μεγάλη τάση και στο ίδιο το YouTube καυχιούνται πολύ γι’ αυτό. Ουσιαστικά αυτό που συνέβη είναι ότι είδαν μια ευκαιρία, καθώς οι άνθρωποι έκοψαν τις συνδρομές τους στην καλωδιακή/δορυφορική τηλεόραση. Και πια αν κοιτάξω την αρχική μου σελίδα στο YouTube, είναι γεμάτη με υψηλής ποιότητας, δωρεάν περιεχόμενο. Από τα αγαπημένα μου μπασκετικά podcasts μέχρι καταπληκτικά βίντεο μαγειρικής κι ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς. Το κοινό είναι εκεί και είναι τεράστιο. Επομένως αν είσαι δημοσιογράφος και θέλεις να σε βλέπουν περισσότεροι άνθρωποι, πρέπει να τους συναντήσεις εσύ εκεί που βρίσκονται.

Ο Μαξ Τάνι στην σκηνή του International Journalism Forum iMeDd

Εχω μερικές ερωτήσεις για τον Τραμπ. Δεν ξέρω πώς να το θέσω με πιο εκλεπτυσμένο τρόπο, τι στο διάολο συμβαίνει στην Αμερική; 

Υπάρχει προφανώς απίστευτη πολιτική πόλωση στη χώρα μας. Κι έτσι όλα κρέμονται από μια λεπτή κλωστή, μην ξεχνάτε ότι οι εκλογές κρίνονται με μικρές διαφορες στις συνολικές ψήφους. Θα αναρωτιέστε ίσως πού είναι αυτή η άλλη Αμερική που εξέλεξε τον Μπαράκ Ομπάμα. Η αλήθεια είναι πώς  βρίσκεται ακόμα εκεί έξω αλλά κρυμμένη – οι άνθρωποι προτιμούν πια τις δικές τους ατομικές διαδρομές. Ο τρόπος που έχει ξεκινήσει ο Τραμπ τη δεύτερη θητεία του ωθεί πολλούς θεσμούς στα όριά τους: τα δικαστήρια, τα πανεπιστήμια, τα μέσα ενημέρωσης κ.ά.. Θέλω πολύ να δω τι θα συμβεί στις ενδιάμεσες εκλογές, σε περίπου έναν χρόνο από τώρα, επειδή αυτή θα είναι η πρώτη μας ευκαιρία να δούμε τι σκέφτεται ο κόσμος για τον Τραμπ και πώς αξιολογεί τη σαρωτική ως τώρα δεύτερη θητεία του. 

Ο Τραμπ αλλάζει πράγματα που θεωρούνταν δεδομένα είτε κυβερνούσαν οι Ρεπουμπλικάνοι είτε οι Δημοκρατικοί…

Ναι, είναι ανήκουστο. Οι Αμερικανοί, πάντως, παραδοσιακά δεν αρέσκονται σε μεγάλες αλλαγές, πόσο μάλλον όταν συμβαίνουν ταυτόχρονα σε διάφορους τομείς. Κι ο Τραμπ μας έχει δώσει τη μεγαλύτερη αλλαγή που έχει συμβεί στη ζωή των περισσότερων από  μας ως τώρα. Γι’ αυτό λοιπόν, είμαι πολύ περίεργος να δω τι θα συμβεί, σε ένα χρόνο από τώρα…

Στο πρώτο μεγάλο τεστ αντοχής…

Ναι, υπάρχουν βέβαια κι αυτοί που τον λατρεύουν. Πρέπει όμως να αναγνωρίσουμε ότι κι εκείνος καταλαβαίνει την οικονομία της πληροφορίας (και της προσοχής), στην οποία ζούμε. Καταλαβαίνει τι πρέπει να κάνεις. Πρέπει να δίνεις στους ανθρώπους κάτι κάθε μέρα. Δεν ξέρω αν είναι τόσο συνειδητή στρατηγική του ή κομμάτι της ίδιας του της ύπαρξης. Γιατί κάποια πράγματα τα έκανε ήδη πριν γίνει Πρόεδρος π.χ. τουίταρε συνεχώς τρέλες. Είναι πλήρως ευθυγραμμισμένος με το το τρέχον οικοσύστημα της πληροφορίας. 

Από την άλλη, ποια θα είναι η πολιτική αντίδραση της αντιπολίτευσης; Στο Κογκρέσο ειδικότερα είναι αρκετά αδύναμη. Όμως, όπως βλέπετε, γίνονται μερικά ενδιαφέροντα πράγματα εδώ κι εκεί ως πράξεις αντίστασης στον Τραμπ. Ας πούμε, η ανατροπή στην απόφαση της Disney για το σόου του Τζίμι Κίμελ. Η DIsney αρχικά υπέκυψε στην ομοσπονδιακή πίεση (μέσω της επιτροπής FCC), αλλά κατόπιν αποδείχθηκε ότι η πίεση του κοινού που αντέδρασε στη λογοκρισία ήταν μεγαλύτερη. Για μένα, αυτό ήταν πολύ ενθαρρυντικό. Έδειξε ότι υπάρχει μια υπολογίσιμη μάζα ανθρώπων που αντιδρά. 

Αν θέλω να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου, θα πω ότι ο Κίμελ επέστρεψε αλλά δεν θα προβάλλεται πια σε όλη την Αμερική…

Είναι μεγάλη κουβέντα το πως λειτουργεί το syndication, δηλαδή η αναμετάδοση σε όλα τα σημεία του χάρτη. Η τοπική τηλεόραση ήταν κάποτε μια καλή επιχείρηση, αλλά τώρα είναι μια φθίνουσα επιχείρηση. Έχει περάσει σε εταιρείες-γύπες που θέλουν απλώς να αποκτήσουν όλα αυτά τα ετοιμοθάνατα περιουσιακά στοιχεία και δεν ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την κουλτούρα τους. Οι ιδιοκτήτες αυτών των εταιρειών θέλουν απλώς να βγάλουν χρήματα. Θα συμφωνήσουν λοιπόν με ότι θέλει να κάνει η κυβέρνηση. Είναι κι αυτό μια δεξιόστροφη αλλαγή, αν το δει κανείς πολιτικά. 

Η τελευταία μου ερώτηση είναι αν αυτή η άνευ προηγουμένου περίοδος προσφέρει μεγαλύτερες ευκαιρίες για καλή δημοσιογραφία υπέρ του κοινού συμφέροντος ή είναι μια περίοδος που η δημοσιογραφία πρέπει πάση θυσία να επιβιώσει -επειδή η ελευθερία του λόγου κινδυνεύει- κι έπειτα να ελπίσει και σε καλύτερες μέρες; 

Και τα δύο. Υπάρχει μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για καλά παραδείγματα σημαντικής δημοσιογραφίας. Αλλά είναι επίσης σημαντικό για τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς να διασφαλίσουν ότι μπορούν να αντέξουν στις επιθέσεις που δέχεται ο Τύπος από διάφορα μέρη. Πρέπει να είμαστε ανθεκτικοί. Και πρέπει επίσης να είμαστε έξυπνοι και λιγότερο συναισθηματικοί για τον τρόπο που κάνουμε τη δουλειά μας. Να προσαρμοστούμε σε αυτά που θέλει το κοινό και να συνεχίσουμε να το υπηρετούμε. Το τελευταίο πράγμα που θα πω είναι ότι με την άνοδο της Τεχνητής Νοημοσύνης, που θα αλλάξει και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι λαμβάνουν τις πληροφορίες τους, δημιουργείται η ευκαιρία για τους δημοσιογράφους να βγουν έξω, να μιλήσουν με τον κοσμο και να καταλάβουν τι είναι πραγματικό και τι όχι. Γιατί είναι σημαντικό οι πληροφορίες που θα διαδίδονται από τα chatbots των AI εφαρμογών να είναι όσο το δυνατόν πιο ακριβείς. Και αυτό θα εξαρτηθεί από την αξιοπιστία των ειδησεογραφικών οργανισμών. Ξέρω ότι η έλευση του AI είναι κάτι απαίσιο για τις επιχειρήσεις μας. Αλλά υποθέτω ότι τώρα είναι πιο σημαντικό από ποτέ να λειτουργήσουμε ως επαγγελματίες που κάνουν πραγματικά ρεπορτάζ. 

Στο Semafor, ας πούμε, αυτό που προσπαθούμε πραγματικά είναι να δημιουργήσουμε ένα νέο, τουλάχιστον οπτικά, μοντέλο για τη δημοσιογραφία όπου θα διαχωρίζουμε τα γεγονότα από τις απόψεις μας για τα πράγματα. Και νομίζω ότι αυτό είναι απελευθερωτικό. Γιατί το κοινό, ακόμη και όσοι διαφωνούν μαζί μας, σέβονται το γεγονός ότι δε βάζουμε κάτι από τα συναισθήματά μας μέσα στην είδηση. Πιστεύω ότι στο νέο τοπίο, υπάρχει αρκετός χώρος για να διαχωρίσουμε τις προσωπικές απόψεις και τα σχόλια από τα γεγονότα, κάνοντάς τα να συνυπάρχουν.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα