ΤΟ ΝΕΟ “HIGH FIDELITY”; Η ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ ΤΟΥ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΟΣ “ΚΡΥΦΑ ΔΙΑΜΑΝΤΙΑ” ΑΠΑΝΤΑ
Η Χόλι Μπρίκλεϊ έγραψε μια συναρπαστική ιστορία αγάπης γεμάτη μουσική, ένα ρομαντικό, ροκ μυθιστόρημα-ωδή στα πιο κουλ συγκροτήματα της δεκαετίας των 00s. Και πριν καλά καλά κυκλοφορήσει, το στούντιο A24 ανακοίνωσε την μεταφορά του βιβλίου στον κινηματογράφο με τον Όστιν Μπάτλερ και τη Σίρσα Ρόναν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Το ένα προφανώς δεν αποκλείει το άλλο: μπορείς κάλλιστα ως καλλιτέχνης να εντοπίζεις με σαφήνεια στον χάρτη της ζωής σου το στίγμα της αρχής, τη στιγμή της γέννησης της πρώτης από τις ιδέες σου που κατάφερες να υλοποιήσεις, και ταυτόχρονα να αντιλαμβάνεσαι ότι κατά κάποιο τρόπο ο χρόνος που χρειάστηκες για να ολοκληρώσεις το ντεμπούτο σου ήταν όσος είχες προλάβει να ζήσεις μέχρι τότε.
Όπως ακριβώς κάνει δηλαδή μιλώντας στο NEWS 24/7 η Χόλι Μπρίκλεϊ, συγγραφέας του μυθιστορήματος Κρυφά Διαμάντια (μτφρ. Μυρσίνη Γκανά, Μεταίχμιο), πρωτοεμφανιζόμενη και ήδη πολυσυζητημένη δεδομένου ότι πριν καλά καλά κυκλοφορήσει το βιβλίο στις ΗΠΑ, ανακοινώθηκε η κινηματογραφική του μεταφορά από το στούντιο A24, σε σκηνοθεσία Σον Ντάρκιν (Σιδερένια Γροθιά) και με τους Όστιν Μπάτλερ και Σίρσα Ρόναν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
«Η πρώτη επιφοίτηση ήρθε όταν διάβασα το High Fidelity ως έφηβη και αποφάσισα ότι ήθελα να γράψω ένα ροκ μυθιστόρημα. Αργότερα, στα 20 μου, είχα μια ιδέα για το πώς να το κάνω αυτό συνδυάζοντας τη μουσική δημοσιογραφία με τη μυθοπλασία, και άρχισα να γράφω ένα μυθιστόρημα για έναν blogger που αγαπούσε τον Έλβις Κοστέλο» λέει σήμερα η συγγραφέας.
Το τελείωσε μετά από αρκετά χρόνια και ομολογεί ότι βαρέθηκε διαβάζοντάς το, και όχι μόνο γιατί κατάλαβε ότι πρόκειται για κάτι πολύ εξειδικευμένο.
Σε αυτή όμως την αποτυχημένη απόπειρα της εντόπισε τη βάση του Deep Cuts, όπως είναι ο αγγλικός του τίτλος του πρώτου της βιβλίου: «η μουσική δημοσιογραφία, τα τραγούδια στους τίτλους των κεφαλαίων, τα εμβόλιμα blog posts, δηλαδή ό,τι είχα γράψει μέχρι τότε λειτούργησε ως πρόβα για το κανονικό βιβλίο. Τελικά, πήρα την απόφαση να γράψω μια ιστορία αγάπης. Ξεκίνησα δυό-τρεις φορές λάθος, ώσπου μου ήρθε η ιδέα να τοποθετήσω αυτή την ιστορία αγάπης στον πυρήνα ενός ροκ μυθιστορήματος. Από εκεί και πέρα το βιβλίο ξεχύθηκε από μέσα μου σε λίγο περισσότερο από ένα χρόνο».
Παραδόξως από όλη αυτή την τροχιά χαρακτηρίζει τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια -απ’ όπου αποφοίτησε με Master στη λογοτεχνία, έχοντας ξεκινήσει με Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϋ σε ηλικία 18 ετών, οπότε και άφησε πίσω της την κωμόπολη Χόουπ στην επαρχία της Βρετανικής Κολούμπια στον Καναδά για να μετοικήσει στις ΗΠΑ- ως απόκλιση.
«Ήταν μια διετία κατά την οποία “ξέχασα” εντελώς το High Fidelity και προσπαθούσα να γράψω πολύ πυκνά, βαριά, δύσκολα κείμενα. Πολλοί συγγραφείς το περνάνε, αν και τότε μου φαινόταν εντελώς μοναδικό αυτό που ζούσα. Μου άρεσε που η φάση μου επέτρεπε να εμμένω στον ήχο των λέξεων, στον ρυθμό των προτάσεων, ήταν σαν να γράφω στίχους. Αλλά, φίλε, αυτά τα πράγματα ήταν δύσκολο να τα διαβάσει κανείς. Μόλις έφυγα από το Κολούμπια, θυμήθηκα ότι είμαι και εγώ άνθρωπος που της αρέσουν οι πολύ διασκεδαστικές ιστορίες. Ωστόσο, έμαθα πολλά από όλη αυτή την απόκλιση. Η έμφαση στον ρυθμό και τον ήχο, για παράδειγμα, εξακολουθεί να εμφανίζεται στις προτάσεις μου – αν και φροντίζω να τις κρατάω πιο προσβάσιμες».
Παρά λοιπόν την απόκλιση η ιδέα δεν άργησε να στοιχειοθετηθεί στο μυαλό της ώσπου δεν μπορούσε να την αγνοήσει. Και ήταν αυτή: Παρασκευή βράδυ, φθινόπωρο του 2000. Σε ένα μπαρ λίγα τετράγωνα μακριά από το πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ η Πέρσι Μαρκς μιλάει πάλι για μουσική. Στο τζουκμπόξ παίζει Hall and Oates κι εκείνη, που δεν έχει κανένα ταλέντο στη μουσική, αλλά έχει άποψη για οτιδήποτε σχετίζεται με αυτήν, επιδίδεται σε αυτό που ξέρει ότι είναι η πιο ενοχλητική της συνήθεια: δεν μπορεί να σταματήσει να αναλύει υπερβολικά το τραγούδι. Απόψε όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Δίπλα της στο μπαρ βρίσκεται ο συμφοιτητής της Τζο Μόροου, ταλαντούχος μουσικός με στόφα σταρ, ο οποίος θα μπορούσε να την ακούει να μιλάει όλη νύχτα.
«Η εμμονή μου με τη μουσική μπορεί να μην υπήρξε ποτέ τόσο ακραία όσο της Πέρσι, αλλά πάντα ήταν αρκετή για να χαρακτηριστεί…εμμονή» παραδέχεται η συγγραφέας.
«Ποτέ όμως δεν ενθουσιάστηκα με τα βινύλια. Όπως και η Πέρσι, δεν έχω την παρόρμηση να γεμίζω κουτιά με μουσική, είτε σε φυσικά φορμά είτε με όρους γνώσης. Κλασικός βινυλιομανής είναι ο σύζυγός μου. Εγώ νιώθω ότι προτιμώ να εμβαθύνω σε κάτι που μου αρέσει από το να μάθω τα πάντα για όλα τα είδη. Υπάρχουν ολόκληρα είδη και μπάντες που αγνοώ εντελώς. Ποτέ δεν με ενδιέφερε το grunge, για παράδειγμα, κάτι που το λες και ατυχές δεδομένου ότι μεγάλωσα στην ευρύτερη περιοχή που γεννήθηκε το genre» (σ.σ. Η γενέτειρά της συγκαταλέγεται στην περιοχή Pacific Northwest που εκτός την Βρετανική Κολούμπια στον Καναδά, περιλαμβάνει τις πολιτείες του Όρεγκον και της Ουάσιγκτον)
«Αντί να αξιοποιήσω τις σπουδές μου σε οποιοδήποτε λογοτεχνικό πεδίο, πέρασα την επόμενη δεκαετία ταξιδεύοντας μεταξύ Σαν Φρανσίσκο και Νέας Υόρκης, εργαζόμενη στον τομέα της έρευνας τάσεων και του branding, και βασικά μετατρέποντας σε καριέρα το να βγαίνω συνέχεια έξω» λέει επίσης για τον εαυτό της.
Αυτό ακριβώς κάνει και η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της. Σε ένα μπαρ τη συναντάμε στην πρώτη σελίδα. Από μπαρ σε μπαρ και από συναυλία σε συναυλία την παρακολουθούμε να κινείται μέχρι την τελευταία, σπουδάζοντας παράλληλα δημιουργική γραφή, βλέποντας στωικά το φοιτητικό της δάνειο να γιγαντώνεται, ενώ αναγκάζεται να κάνει μια δουλειά που ναι μεν τη νεκρώνει δημιουργικά, τουλάχιστον όμως της επιτρέπει να τρώει, να πίνει και να ταξιδεύει τσάμπα.
Προφανώς λοιπόν το βιβλίο της είναι αυτοβιογραφικό, το θέμα είναι σε ποιο βαθμό, κατά πόσο δηλαδή και με ποιο τρόπο έκανε πράξη την προτροπή που αποδίδεται στον Μαρκ Τουέιν αλλά έχει χρησιμοποιηθεί σε παραλλαγές από πολλές ιερές αγελάδες του γραπτού λόγου: Γράψε αυτό που ξέρεις, αυτό που έχεις ζήσει.
Η Χόλι Μπρίκλεϊ λέει ότι η πρωταγωνίστριά της γεννήθηκε από δύο πτυχές του εαυτού της που μισεί: Αφενός από τον βαθύ και ελαφρώς παράλογο φθόνο της για τους μουσικούς, αφετέρου από την τελειομανή και πολλές φορές κριτική φύση της.
«Σκέφτηκα ότι αυτά θα ήταν καλά σημεία εκκίνησης για έναν χαρακτήρα και θα αποτελούσαν ενδιαφέροντα εμπόδια σε μια ερωτική ιστορία. Αλλά το υπόλοιπο βιβλίο είναι εντελώς φανταστικό. Ο Τζο και η Ζόι (σ.σ. δευτεραγωνιστές) είναι φανταστικοί, όλη η πλοκή είναι φανταστική. Και η Πέρσι γρήγορα έγινε αυτόφωτος χαρακτήρας, καθώς της συνέβησαν πράγματα που δεν συνέβησαν ποτέ σε μένα. Όπως επισημαίνεις, άντλησα στοιχεία από το δικό μου πραγματικό περιβάλλον -όλα τα σχολεία, τις δουλειές και τα τοπία της δεκαετίας των είκοσί μου- και καταλαβαίνω γιατί αυτό κάνει τους ανθρώπους να υποθέτουν ότι το όλο θέμα είναι αυτοβιογραφικό. Αλλά δεν είμαι η Πέρσι. Νομίζω ότι η μεγαλύτερη διαφορά μεταξύ μας είναι ότι αγαπώ τη μυθοπλασία περισσότερο από τη μουσική. Δεν θα μπορούσα ποτέ να δημιουργήσω ένα άλμπουμ. Είμαι πραγματικά, πρώτα και κύρια, άνθρωπος των βιβλίων».
Λίγο πολύ το βιβλίο της εκπορεύεται από τα «Indie aughts», και σε μεγάλο βαθμό από το νεοϋορκέζικο οπτικοακουστικό κουλ της πρώτης δεκαετίας της τρέχουσας χιλιετίας, με τους Strokes, τους Interpol, τους Yeah Yeah Yeahs και τους LCD Soundystem στην εμπροσθοφυλακή μιας μουσικής σκηνής που καταγράφεται δημοσιογραφικά στο απολαυστικό βιβλίο Meet Me in the Bathroom της Λίζι Γκούντμαν (και στο ομώνυμο τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ).
Γι’ αυτό το βιβλίο της Μπρίκλεϊ έχει χαρακτηριστεί «το High Fidelity των millennials», αν και αφού πρέπει να παίξουμε αυτό το παιχνίδι, για να είμαστε ακριβείς πρέπει να τονιστεί ότι εκτός από το magnum opus του Νικ Χόρνμπι, παραπέμπει εξίσου, αν όχι περισσότερο, στο αντίστοιχο του Ντέιβιντ Νίκολς, το επίσης πολυσυζητημένο One Day – με το πρώτο να έχει αποθεωθεί όσον αφορά την κινηματογραφική του εκδοχή αλλά όχι για την τηλεοπτική, ενώ το δεύτερο άφησε πολύ καλές εντυπώσεις στη μικρή οθόνη. Και λέω περισσότερο δεδομένου ότι πρέπει να περάσουν όχι απλά πολλά κεφάλαια για να μάθουμε αν θα εκπληρωθεί ο έρωτας των δύο πρωταγωνιστών, αλλά στην προκειμένη όλα πλην του τελευταίου.
«Το High Fidelity (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου, Πατάκης) ήταν πολύ σημαντικό για μένα, αλλά διάβασα το One Day (Μια ημέρα – μτφρ. Γωγώ Αρβανίτη, Μίνωας) αφού τελείωσα τα Κρυφά Διαμάντια και προσπάθησα να βρω βιβλία που θα μπορούσαν να συγκριθούν με το δικό μου. Το ίδιο συνέβη και με το Daisy Jones and the Six της Τέιλορ Τζένκινς Ριντ (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, Ψυχογιός), άλλο ένα βιβλίο διάφοροι αναφέρουν συχνά δίπλα στο δικό μου. Μου άρεσαν και τα δύο, αλλά σίγουρα δεν με επηρέασαν.
Οι δύο μεγαλύτερες επιρροές, μετά το High Fidelity, ήταν το Normal People της Σάλι Ρούνεϊ (Κανονικοί άνθρωποι – μτφρ. Μαρία Φακίνου, Πατάκης) και το Writers & Lovers της Λίλι Κινγκ. Τα διάβασα και τα δύο κατά τη διάρκεια της πανδημίας και με βοήθησαν να καταλάβω τι ήθελα να κάνω, που ήταν να γράψω ένα βιβλίο που θα έχει μια ιστορία αγάπης στο επίκεντρο του και ταυτόχρονα πολλά στοιχεία από αυτό που χαρακτηρίζεται ιστορία ενηλικίωσης».
Το NEWS 24/7 εύλογα ζητά από τη συγγραφέα να επιλέξει και να σχολιάσει τις αγαπημένες της μπάντες από τα early 00s:
«The Shins, Panda Bear, τα πρώτα δύο άλμπουμ των Arcade Fire, The Magnetic Fields, The New Pornographers, Neko Case, Vampire Weekend, Cass McCombs, Black Kids, Spoon, και πολλοί ακόμη. Μου αρέσει πάνω απ’ όλα η μελωδία, και η δεκαετία του ’90 δεν ήταν μια καλή περίοδος για τη μελωδία, με κάποιες προφανείς εξαιρέσεις. Ακόμη και η ποπ μουσική είχε γίνει βαρετή μελωδικά μέχρι την αλλαγή του αιώνα (η μελωδία του “Oops I Did it Again” με νυστάζει, ενώ το “I Want it That Way” είναι ουσιαστικά ένα παιδικό τραγουδάκι).
Τότε ξαφνικά εμφανίστηκαν όλα αυτά τα πραγματικά cool indie kids που έγραφαν υπέροχες μελωδίες, με εξαιρετικά έξυπνους στίχους, και δεν ήταν ροκ σταρ, ούτε ναρκομανείς τύποι από το Σιάτλ, ούτε αποστειρωμένοι ποπ σταρ. Ήταν nerds, άνθρωποι με τους οποίους θα ήμουν φίλος. Θεέ μου, τα λάτρευα όλα αυτά. Επίσης, εκείνη την εποχή άκουγα πολύ παλιά soul μουσική, αλλά και Britpop, Fleetwood Mac και συγκροτήματα της δισκογραφικής Elephant 6. Ήταν σημαντικό για μένα να τα δείξω και αυτά στο βιβλίο. Το μισώ όταν οι σκηνές παρουσιάζονται σαν να συνέβησαν εντελώς στο κενό. Αυτό δεν συμβαίνει ποτέ στην πραγματικότητα, τουλάχιστον όχι στη δική μου ζωή».
Πώς συμβαίνει λοιπόν στην πραγματικότητα; Πώς είναι να ζεις μια νέα μουσική σκηνή όχι απλά σε πραγματικό χρόνο, αλλά και σε χώρο, όντας κυριολεκτικά στα μικρά μπαρ και λαϊβάδικα που κάνουν τα πρώτα τους βήματα τα συγκροτήματα για τα οποία σύντομα θα μιλάει όλος ο κόσμος; Τότε πάντως η Μπρίκλεϊ απέφευγε, όπως λέει σήμερα, να χρησιμοποιήσει τον όρο «μουσική επανάσταση». Δεν το ένιωθε σωστό.
«Το θέμα είναι ότι κανένας από όλους αυτούς τους καλλιτέχνες δεν προσπαθούσε να ξεκινήσει μια επανάσταση, απλώς έκαναν μουσική για τους φίλους τους. Μια επανάσταση είναι μαζική, σχεδόν εξ ορισμού, και αυτή η μουσική βρισκόταν πολύ μακριά από το mainstream, τουλάχιστον στην αρχή. Τώρα, φυσικά, μπορώ να δω ότι υπάρχει κάτι επαναστατικό σε όλα αυτά».
Κι όσο κι αν οι προτιμήσεις ποικίλλουν για το ποια ήταν η πιο σημαντική μπάντα της όλης σκηνής (σ.σ. οι Strokes φυσικά), το βέβαιο είναι ότι ολόκληρη καθορίστηκε αναπόφευκτα από την 11η Σεπτεμβρίου, γεγονός που η Μπρίκλεϊ περιγράφει στο βιβλίο της μέσα από τα μάτια των δύο (ερωτευμένων;) πρωταγωνιστών, αντλώντας υλικό από τα δικά της βιώματα.
«Η μέρα μου όταν συνέβη ήταν ακριβώς όπως της Πέρσι. Ήμουν στο Μπέρκλεϊ, οι γονείς με πήραν τηλέφωνο και με τη συγκάτοικό μου ανοίξαμε την τηλεόραση που δεν χρησιμοποιούσαμε ποτέ. Μετά πήγα στο μάθημα το οποίο προφανώς δεν έγινε. Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν επίσης ίδιες με της Πέρσι -έντονος φόβος, όχι μόνο για τους επιτιθέμενους, αλλά και για το πώς θα αντιδρούσε η χώρα μου- μαζί με όλες τις άλλες αγωνίες για τη ζωή μου εκείνη την εποχή. Εντάξει, υποθέτω ότι αυτό είναι ένα έντονα αυτοβιογραφικό μέρος του βιβλίου».
«Επιτρέψτε μου μια εξομολόγηση. Ως λάτρης της μουσικής, συλλέγω “Απόλυτες Ακουστικές Εμπειρίες”» γράφει για τα Κρυφά Διαμάντια ο Κάμερον Κρόου. «Η Απόλυτη Ακουστική Εμπειρία είναι εκείνη η σπάνια στιγμή που ένα τραγούδι αποτυπώνει τόσο υπέροχα μια εποχή, ένα πρόσωπο ή ένα συναίσθημα, που κατακτά για πάντα μια θέση στην καρδιά σου. Χρόνια αργότερα, αυτό το ακριβές συναίσθημα μπορεί να επιστρέψει σαν συναισθηματική χιονοστιβάδα, με μια μόνο συγχορδία. Είναι το μεγάλο δώρο της μουσικής, ή σε αυτή την υπέροχη περίπτωση του Deep Cuts. Θα με μεταφέρει για πάντα σε μια εποχή στα τέλη του χειμώνα, στην ομίχλη του κόλπου του Σαν Φρανσίσκο και στο δώρο αυτών των αστείων, βαθιά συναισθηματικών χαρακτήρων που δεν θέλω ποτέ να αφήσω πίσω. Το Deep Cuts είναι η τελευταία μου πολύτιμη Απόλυτη Ακουστική Εμπειρία, σε μορφή βιβλίου, και θα ζήσει μαζί με όλη την αξέχαστη μουσική για την οποία η Χόλι γράφει τόσο όμορφα, με όλη της την καρδιά».
Τέτοιους ανθρώπους είχε στο μυαλό της η Μπρίκλεϊ γράφοντας το ντεμπούτο της;
«Είχα μια αφηρημένη ιδέα ότι έγραφα για τους φίλους μου. Δεν σκέφτηκα πολύ άλλους πιθανούς αναγνώστες. Επίσης σκέφτηκα ότι θα μπορούσε το βιβλίο να συναντήσει ένα μικρό κοινό -αν και όχι τόσο μικρό όσο το εκείνο το προσχέδιο που σου έλεγα ότι επικεντρωνόταν στα τραγούδια του Έλβις Κοστέλο! Αλλά μόλις βρήκα έναν ατζέντη και αρχίσαμε να το στέλνουμε σε εκδοτικούς οίκους, πολλοί αναγνώστες -από επιμελητές μέχρι παραγωγούς ταινιών- είπαν ότι αν και δεν είναι “άνθρωποι της μουσικής”, τους άρεσε ούτως ή άλλως. Και τώρα που έχει κυκλοφορήσει, μερικοί από τους μεγαλύτερους θαυμαστές του βιβλίου, άνθρωποι που μου στέλνουν τα πιο παθιασμένα DM στο Instagram, δεν είναι μουσικόφιλοι».
Όχι απλά πιστεύει δηλαδή αλλά το διαπιστώνει κιόλας ότι μπορεί να αγαπήσει το βιβλίο εξίσου και κάποιος που δεν έχει την α λα Κάμερον Κρόου «πετριά» με τη μουσική.
«Φυσικά υπάρχουν και αναγνώστες που νιώθουν ξένους την Πέρσι και τον Τζο. Σε όσους ενοχλούνται πραγματικά όταν οι άνθρωποι γύρω τους μιλάνε για μουσική, μάλλον δεν ταιριάζει αυτό το βιβλίο. Όμως πιστεύω ότι το εκτιμούν εξίσου και μη μανιώδεις μουσικόφιλοι. Μπορεί να μην γνωρίζουν τις αναφορές, αλλά να έχουν άλλα ενδιαφέροντα που τους επιτρέπουν να ταυτιστούν με την Πέρσι και τον Τζο. Έχεις διαβάσει την Ατμόσφαιρα της Τέιλορ Τζένκινς Ριντ (μτφρ. Βάσια Τζανακάρη, Ψυχογιός); Είναι γεμάτο τεχνικές λεπτομέρειες για την αεροναυπηγική, μεταξύ άλλων, και ο κόσμος το λάτρεψε. Οι αναγνώστες είναι πιο περίεργοι από ό,τι πιστεύουμε» λέει η Χόλι Μπρίκλεϊ.
Προφανώς το ίδιο πιστεύει και η A24 που «καπάρωσε» αμέσως το βιβλίο και δεν μπορώ παρά να ρωτήσω τη συγγραφέα κατά πόσο αγωνιά που αργά ή γρήγορα θα δει στη μεγάλη οθόνη τον ίδιο της τον εαυτό, στον βαθμό τουλάχιστον που είναι βασισμένη στην ίδια η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματός της.
Προς στιγμή ακούγεται αγχωμένη αλλά τονίζει ότι δεν το είχε σκεφτεί έτσι γιατί αντιλαμβάνεται την Πέρσι ως ξεχωριστή, διαφορετική από την ίδια, οντότητα και τονίζει:
«Υπήρξαν στιγμές, ειδικά στην αρχή, όταν ακούγαμε προτάσεις από διάφορους παραγωγούς και στούντιο, που ανησυχούσα για το αν η ιστορία μου θα αποδοθεί πιστά ή αν η εξέλιξη της Πέρσι θα περάσει σε δεύτερη μοίρα σε σχέση με αυτή του Τζο. Τώρα όμως που το έργο βρίσκεται στα χέρια του Σον Ντάρκιν και της A24, είμαι ενθουσιασμένη. Ο Σον έχει γράψει ένα υπέροχο σενάριο που παραμένει πολύ πιστό στο βιβλίο».
Μια μουσικόφιλη γυναίκα, νεαρή και δογματική, ερωτεύεται ξαφνικά και αναπόδραστα και για να το παίξει άνετη χαρακτηρίζει άθλιο ένα ποπ τραγούδι της δεκαετίας του ’80, ταυτόχρονα όμως, χωρίς να το συνειδητοποιεί, το τραγουδάει επίμονα.
«Μπορεί όμως να είναι ποτέ πραγματικά άθλιο ένα κολλητικό τραγούδι, αν είναι πραγματικά κολλητικό;» την ρωτάει ο άντρας που θα επηρεάσει όσο λίγοι άνθρωποι τις επόμενες δεκαετίες της ζωής της. «Ναι» του απαντάει. «Μα την κάνει τη δουλειά του, είναι αποτελεσματικό, είναι πιασάρικο» επιμένει εκείνος. «Και οι Ναζί ήταν πιασάρικοι» του απαντά.
Τι στ’ αλήθεια πίστευε η ίδια η συγγραφέας τότε; Και τι πιστεύει σήμερα που ζει στο Πόρτλαντ με τον άντρα της και τις δύο τους κόρες, προτιμώντας -σε αντίθεση με το «έξαλλο» παρελθόν της στη Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο- να κάθεται στο σπίτι και να γράφει;.
«Αυτή είναι τόσο καλή ερώτηση, φίλε! Αυτό που ήθελα να δείξω ειδικά με τους διαλόγους της Πέρσι και του Τζο είναι ότι δεν υπάρχουν σωστές ή λάθος απαντήσεις όταν πρόκειται για τις διαφωνίες τους σχετικά με τη μουσική ή -το κυριότερο- για το ποιος φταίει όταν η σχέση τους πάει στραβά. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά νομίζω ότι έχεις δίκιο με αυτό που υπονοείς. Η θέση μου έχει αλλάξει λίγο σε σχέση με το παρελθόν. Έχω ακούσει πολλούς να περιγράφουν το “Opalite” της Τέιλορ Σουίφτ ως ενοχλητικό “earworm”, αλλά εγώ το λατρεύω. Πιθανότατα θα το είχα απορρίψει στα 20 μου. Ωστόσο, εξακολουθώ να πιστεύω, θεωρητικά τουλάχιστον, ότι ένα κολλητικό τραγούδι μπορεί να είναι απαίσιο. Σκεφτείτε ένα ακραίο παράδειγμα, όπως το “Barbie Girl» ή το “Mambo Number 5”. Το να είναι πιασάρικη δεν μπορεί να είναι ο μόνος στόχος της ποπ μουσικής. Πρέπει επίσης να σε κάνει να νιώσεις κάτι. Κάτι με ουσία.»
Το μυθιστόρημα Κρυφά Διαμάντια της Χόλι Μπρίκλεϊ κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο σε μετάφραση Μυρσίνης Γκανά.