Πληθωρισμός: Οι τέσσερις καταλύτες και το φρένο – “έκπληξη”
Διαβάζεται σε 7'
Οι αντίρροπες τάσεις για τις τιμές και τον πληθωρισμό καταγράφονται από την ΤτΕ. Έμφαση δίνεται σε τέσσερα βασικά ζητήματα που λειτουργούν ως “καύσιμο”: τους δασμούς, την κατακερματισμένη αγορά της ΕΕ, την πράσινη μετάβαση και το “φρένο” της Κίνας.
- 26 Δεκεμβρίου 2025 10:13
Στις αιτίες, πέρα από τα οπ´ποια πολιτικα κενά, που τροφοδοτούν τον πληθωρισμό στην ΕΕ αλλά και στο ρόλο -«φρένο» της Κίνας αναφέρθηκε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας στην συνέντευξή του πριν λίγες μέρες στην ισπανική εφημερίδα El Pais.
“Υπάρχουν δυνάμεις που ενεργούν προς αντίθετες κατευθύνσει” τόνισε ο διοικητής της ΤτΕ και προσέθεσε: «Μετά την επιβολή δασμών από τις ΗΠΑ, η Κίνα προσπαθεί να αυξήσει τις πωλήσεις αγαθών της στην Ευρώπη, με αποτέλεσμα να μειώνονται οι τιμές. Ταυτόχρονα, απαιτούνται επενδύσεις για την κλιματική αλλαγή και την άμυνα, με αποτέλεσμα να ανεβαίνουν οι τιμές» σημείωσε και προσέθεσε:
«Βρισκόμαστε σε επισφαλή ισορροπία, με επιτόκια 2% και πληθωρισμό 2%. Η συμβουλή μου είναι να τηρήσουμε στάση αναμονής. Το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι τόσο η Κίνα όσο οι δασμοί των ΗΠΑ και τα δικά μας λάθη, καθώς έχουμε μια ενιαία αγορά που εξακολουθεί να είναι πολύ κατακερματισμένη»
Η πορεία του πληθωρισμού
Σημειώνεται ότι με βάση την Ενδιάμεση Έκθεση για τη νομισματική πολιτική της ΤτΕ για το 2025, ο πληθωρισμός βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) ανήλθε το πρώτο ενδεκάμηνο του 2025 στο 2,9% κατά μέσο όρο (2024: 3,0%), τροφοδοτούμενος κυρίως από τον επίμονο πληθωρισμό των υπηρεσιών και από τον πληθωρισμό των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής, παρουσιάζοντας έντονες διακυμάνσεις, καθώς αποκλιμακώθηκε σημαντικά το δίμηνο Σεπτεμβρίου-Οκτωβρίου, αλλά επανήλθε στη μέση τιμή του ενδεκαμήνουτο Νοέμβριο. Στην ελαφρά υποχώρηση του πληθωρισμού συνέβαλαν τα επεξεργασμένα είδη διατροφής, τα μη ενεργειακά βιομηχανικά αγαθά και τα ενεργειακά αγαθά.
Η τάση
Όπως αναφέρει η Έκθεση , ο πληθωρισμός βάσει του ΕνΔΤΚ θα συνεχίσει να αποκλιμακώνεται εντός της περιόδου πρόβλεψης. Το 2025 αναμένεται να παραμείνει υψηλός σε 2,8%, αντανακλώντας την επιμονή του πληθωρισμού των υπηρεσιών – λόγω κυρίως των αυξήσεων στις αμοιβές εργασίας και στα ενοίκια, των πιέσεων από την υψηλή τουριστική ζήτηση και των αυξημένων έμμεσων φόρων στην εστίαση και στη διαμονή – καθώς και τον πληθωρισμό των μη επεξεργασμένων ειδών διατροφής. Ο πληθωρισμός προβλέπεται ότι θα υποχωρήσει αισθητά στο 2,1% το 2026, θα παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητος (2,2%) το 2027, ενώ το 2028 εκτιμάται μια εφάπαξ επιτάχυνσή του στο 2,5%, καθώς η επίδραση του διευρυμένου συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών ρύπων θα ενσωματωθεί στην ενεργειακή συνιστώσα του ΕνΔΤΚ.
Προτάσεις πολιτικής
Η αντιμετώπιση των παραπάνω προκλήσεων, με βάση την ΤτΕ, «σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας με έντονους εμπορικούς ανταγωνισμούς και συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, απαιτεί συνεκτική στρατηγική, σταθερή προσήλωση στις μεταρρυθμίσεις και στοχευμένη αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων, ώστε η σημερινή μακροοικονομική σταθερότητα να μεταφραστεί σε διατηρήσιμη και χωρίς αποκλεισμούς ευημερία. Στο πλαίσιο αυτό, οι προτάσεις πολιτικής για την ελληνική οικονομία οφείλουν να υπηρετούν ταυτόχρονα τρεις στόχους: α) ενίσχυση της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητας, β) θωράκιση της μακροοικονομικής και δημοσιονομικής σταθερότητας και γ) διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και βιωσιμότητας μακροπρόθεσμα. Αυτές οι κατευθύνσεις καθορίζουν και τη λογική των προτεινόμενων παρεμβάσεων, οι οποίες δεν είναι αποσπασματικές αλλά αλληλοσυμπληρούμενες.»
Πιο συγκεκριμένα στις συστάσεις της ΤτΕ περιλαμβάνεται η εξής συνταγή :
«Η ενίσχυση της παραγωγικότητας της εργασίας απαιτεί τη συνέχιση και βάθυνση των μεταρρυθμίσεων στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, την αποτελεσματικότερη λειτουργία του Δημοσίου, την ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, την καταπολέμηση της διαφθοράς και τη μείωση της γραφειοκρατίας. Οι δράσεις αυτές βελτιώνουν το επιχειρηματικό και θεσμικό περιβάλλον και τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αυξάνουν τη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής. Παράλληλα, η ενθάρρυνση νέων παραγωγικών επενδύσεων, η αναβάθμιση της ποιότητας του εργατικού δυναμικού και η αξιοποίηση της τεχνητής νοημοσύνης ωφελούν άμεσα και έμμεσα την παραγωγικότητα της εργασίας.
Η βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος απαιτεί παράλληλα τη σταθερότητα του φορολογικού συστήματος και την παροχή στοχευμένων κινήτρων (επιταχυνόμενες αποσβέσεις και αυξημένες εκπτώσεις φόρου για επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη), καθώς και τον περιορισμό του ενεργειακού κόστους. Τα φορολογικά μέτρα τόνωσης της ανάπτυξης συμπληρώνουν αυτό το πλαίσιο. Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας (tax wedge) ενισχύει τα κίνητρα των επιχειρήσεων να δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.
Προκειμένου να ενισχυθούν οι επενδύσεις και οι εξαγωγές και να διευκολυνθεί ο προσανατολισμός του παραγωγικού προτύπου προς εξωστρεφείς εμπορεύσιμες δραστηριότητες είναι αναγκαία η πλήρης και αποτελεσματική αξιοποίηση των ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών εργαλείων – του RRF, των Πολυετών Δημοσιονομικών Πλαισίων 2021-2027 και 2028-2034 και του πακέτου των 8 δισεκ. ευρώ για την περίοδο 2026-32 (Ταμείο Κοινωνικού Κλίματος, Ταμείο Εκσυγχρονισμού, Ταμείο Απανθρακοποίησης Νησιών). Δεδομένου ότι το NextGenerationEU έχει πεπερασμένη διάρκεια ζωής και παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα καταγράφει συστηματικά ένα από τα υψηλότερα ποσοστά απορρόφησης στην ΕΕ, η χώρα οφείλει να επιταχύνει την υλοποίηση των συναφών επενδύσεων ώστε να μεγιστοποιήσει τις θετικές επιδράσεις του στην ανάπτυξη και στην παραγωγικότητα τα επόμενα χρόνια.
Η ενίσχυση και διαφοροποίηση των πηγών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων είναι επίσης κρίσιμη σε μια περίοδο κατά την οποία οι διεθνείς χρηματοπιστωτικές συνθήκες είναι ευμετάβλητες. Η καλύτερη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, η αξιοποίηση του νέου Ταμείου Μικροπιστώσεων και η πρόσβαση σε εναλλακτικές προς τον τραπεζικό δανεισμό μορφές χρηματοδότησης μέσω των κεφαλαιαγορών – ιδίως για νεοφυείς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις που δεν διαθέτουν επαρκείς εξασφαλίσεις – μπορούν να ξεκλειδώσουν σημαντικό επενδυτικό δυναμικό. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι καίριας σημασίας οι ελληνικές τράπεζες να διατηρήσουν τις θετικές επιδόσεις τους και να παραμείνουν σε πορεία επίτευξης των μεσοπρόθεσμων στόχων τους, ώστε αφενός να συνεχίσουν να στηρίζουν επαρκώς τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και αφετέρου να επιτύχουν νέες αναβαθμίσεις που θα λειτουργήσουν ως ασπίδα απέναντι στο περιβάλλον αυξημένης αβεβαιότητας.
Παράλληλα, η διατήρηση και ενίσχυση της θετικής δυναμικής των ξένων άμεσων επενδύσεων, οι οποίες ξεπέρασαν τα 6 δισεκ. ευρώ το 2024, αυξημένες κατά περίπου 40% έναντι του 2019, προϋποθέτει σταθερότητα, θεσμική αξιοπιστία και συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας.
Το ζήτημα της προσιτής στέγης απαιτεί πρόσθετες παρεμβάσεις στην πλευρά της προσφοράς. Μεταξύ άλλων, θα πρέπει να απλοποιηθούν οι διαδικασίες σε όλα τα στάδια αξιοποίησης της ακίνητης περιουσίας – αδειοδοτήσεις, πολεοδομικά, χρήσεις γης – ώστε να αποδεσμευθούν αδρανή ακίνητα και να διευκολυνθούν ιδιωτικές και δημόσιες επενδύσεις σε ανάπτυξη κατοικίας.
Στην αγορά εργασίας, η αύξηση των αμοιβών πρέπει να είναι συμβατή με την εξέλιξη της παραγωγικότητας, ώστε να αποφεύγεται η υπέρμετρη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας που θα υπονόμευε την ανταγωνιστικότητα. Ταυτόχρονα, είναι απαραίτητο να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό γυναικών, νέων, μεγαλύτερων σε ηλικία και συνταξιούχων.
Για την αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος απαιτείται ένα συνεκτικό πλέγμα κοινωνικών και αναπτυξιακών παρεμβάσεων: επενδύσεις σε ποιοτικούς και οικονομικά προσιτούς παιδικούς σταθμούς, θεσμοθέτηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης, στήριξη της στέγασης νέων οικογενειών, ενίσχυση υπηρεσιών υγείας και φροντίδας. Πρόσθετες παροχές όπως επιδόματα σπουδών για παιδιά ή υποστήριξη στο σπίτι για νέες μητέρες ενισχύουν την οικογενειακή ασφάλεια. Παράλληλα, η ενσωμάτωση μεταναστών και ο επαναπατρισμός Ελλήνων του εξωτερικού μπορούν να ενδυναμώσουν το ανθρώπινο κεφάλαιο.
Καθοριστική προϋπόθεση για την υλοποίηση όλων των παραπάνω είναι η διασφάλιση της βιωσιμότητας του δημόσιου χρέους και η συνέχιση της ταχείας αποκλιμάκωσής του. Η σταθερή συμμόρφωση με το νέο ευρωπαϊκό δημοσιονομικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση των υψηλών ταμειακών διαθεσίμων – που ανέρχονται περίπου στο 18% του ΑΕΠ – για την πρόωρη αποπληρωμή των διμερών δανείων του πρώτου προγράμματος χρηματοδοτικής στήριξης, μπορεί να ενισχύσει την αξιοπιστία της χώρας στις αγορές. Η ταχύτερη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ μειώνει τις μελλοντικές ανάγκες δημοσιονομικής προσαρμογής, επιτρέπει υψηλότερα όρια δαπανών για ενεργητικές πολιτικές και περιορίζει την έκθεση σε κινδύνους από ενδεχόμενη άνοδο των επιτοκίων.
Τέλος, η πιο ενεργός συμμετοχή της εγχώριας αμυντικήςβιομηχανίας σε διεθνή εξοπλιστικά προγράμματα καικοινοπραξίες, με σύμπραξη του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, μπορεί να αυξήσει την προστιθέμενη αξία της στοΑΕΠ, να δημιουργήσει υψηλής εξειδίκευσης θέσεις εργασίαςκαι να καλύψει μεγαλύτερο μέρος των αμυντικών αναγκώναπό εγχώρια παραγωγή.»