Hasta siempre, Comandante…

Hasta siempre, Comandante…

Τσε Γκεβάρα, ο στρατιώτης της Αμερικής. "Η ώρα της φωτιάς και το φως" που πρώτα έγιναν θάνατος και μετά αιώνιο σύμβολο του προλεταριακού διεθνισμού

Του Θανάση Κρεκούκια

Στην εικόνα της πραγματικής επανάστασης των συνειδήσεων, ο Τσε Γκεβάρα είναι η δύναμη της βούλησης και της ευθύνης, ο ριζοσπαστικός σπόρος του άπειρου στο χωράφι της ελευθερίας. Πέντε δεκαετίες μετά τον θάνατό του, η αλήθεια της θυσίας του παραμένει αναλλοίωτη μέσα στον χρόνο. Η αριστερή “προφητεία” του, λειτούργησε ως κινητήρια δύναμη μιας ιδιαίτερης αντίληψης για την εξέγερση, εκείνης που δεν οχυρώνεται γύρω από τον κρατικό, γραφειοκρατικό σοσιαλισμό. Ιδεαλιστής και βαθιά διεθνιστής, ο Τσε οργάνωσε και προσανατόλισε το ζήτημα της επανάστασης προς μια πολιτική ταυτότητα, η οποία ζητούσε την υλοποίηση της ουτοπίας μέσα από την πράξη, τελείως αντίθετη δηλαδή με την προσεκτική εφαρμογή της αόριστης θεωρίας του σοβιετικού σταλινισμού.

Η αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, η απέχθεια για τους Αμερικάνους και η γοητεία που άσκησε πάνω του ο μαρξιστικός λόγος

Ήταν η δράση του Γκεβάρα, εκείνη που συνέβαλε στο να ξαναβρεί ανάσες η μέχρι τότε περιθωριοποιημένη αμφισβήτηση του αυθόρμητου, καθολικά υποταγμένου κάτω από την απαίτηση της “οργάνωσης”. Μια δράση στηριγμένη σε τρεις ατσαλένιους πυλώνες, που αποτέλεσαν βάση και αφετηρία μαζί στην προσωπική του συνειδητοποίηση και κινητοποίηση. Η αγάπη για την κοινωνική δικαιοσύνη, η απέχθεια για τους Αμερικάνους και η γοητεία που άσκησε πάνω του ο μαρξιστικός λόγος, δημιούργησαν το εκρηκτικό μείγμα που οδήγησε τον έφηβο από το Ροσάριο να απαρνηθεί την απάθεια και να υπακούσει στα ένστικτα της ρήξης. Τα βιβλία βοήθησαν ακόμα περισσότερο να καρπίσει μέσα του ο σπόρος της σύγκρουσης. Ο Τζακ Λόντον, ο Πάμπλο Νερούδα, ο Λόρκα, ο Δουμάς, ο Βερν, άνοιξαν πανιά στο εσωτερικό του ταξίδι, πριν καν ξεκινήσει η περιπλάνησή του στη Λατινική Αμερική.

Παρατηρώντας τη σκληρή πραγματικότητα των λαών της ηπείρου του, δεσμεύτηκε μέσα του για τον δύσκολο προορισμό που τον περίμενε. Έχοντας ολοκληρώσει την περιοδεία του, ήταν πλέον ένας εξοργισμένος Δον Κιχώτης, αποφασισμένος να συνθλίψει την αδικία, να εκδιώξει τους “γιάνκις”, να ξυπνήσει τους υποταγμένους, να πολεμήσει για την υπέρτατη αξία, την ελευθερία. Οι βασανισμένοι εργάτες των ορυχείων, οι περιφρονημένοι Ινδιάνοι, οι εξαθλιωμένοι αγρότες, υπήρξαν η πρώτη – και μαζί καθοριστική – συνάντηση με το πεπρωμένο του. Λίγους μήνες αργότερα, αποχαιρέτησε ξανά τη μητέρα του στον σταθμό των τρένων, λέγοντάς της “φεύγει ένας στρατιώτης της Αμερικής”. Ο νεαρός αστός διανοούμενος δεν διψούσε πια για περιπέτειες, τουλάχιστον όχι με την ανέμελη, αποστασιοποιημένη απέναντι στην προσωπική του ευθύνη, έννοια.

Ραούλ Κάστρο και Ερνέστο Γκεβάρα το 1958 στη ζούγκλα της Σιέρα Μαέστρα το 1958 (AP Photo/Andrew St. George)

Οι 82 “τρελοί” όσο και αποφασισμένοι που επιβιβάστηκαν στην “Granma” τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956

Αφήνοντας πίσω του τον υπαρξισμό του Σαρτρ, μαζί και την αμηχανία που του προκαλούσε η “απόλυτη ελευθερία” του Γάλλου φιλοσόφου, ο Τσε κατέληξε στις δικές του ερμηνείες των μαρξιστικών βιβλίων, οι οποίες ταίριαξαν μέσα του με τον ένοπλο αγώνα. Το ίδιο υποστήριζε άλλωστε, όταν χρόνια πριν στην Κόρδοβα έλεγε στους συμμαθητές του που ήθελαν να διαδηλώσουν, “δεν θα κατέβω στους δρόμους, παρά μόνο αν μου δώσουν όπλο”. Είχε αποφασίσει πως η αέναη πάλη για τη διαμόρφωση της ανθρώπινης υπόστασης, περνούσε μέσα από την προσωπική δράση, επέκταση της πολιτικής δέσμευσης απέναντι στον εαυτό του και τις αξίες που οδηγούσαν μοιραία στην συνυπευθυνότητα και την ικανοποίηση των κοινωνικών αιτημάτων χωρίς εκπτώσεις ή υποχωρήσεις.

“Η ανοιχτή πληγή που μου άφησε στα πλευρά η Γουατεμάλα”, όπως ο ίδιος περιέγραψε την ανατροπή της κυβέρνησης Άρμπενς από τους πραξικοπηματίες της CIA και του Κάρλος Καστίγια (1954), υπήρξε το πρώτο μεγάλο μάθημα και η απόλυτη επιβεβαίωση για την αναγκαιότητα ανάπτυξης ένοπλων κινημάτων. Λίγο αργότερα, η γνωριμία του στο Μεξικό με τους αδερφούς Κάστρο, οριοθέτησε την αφετηρία της εξέγερσης. Οι 81 “τρελοί” όσο και αποφασισμένοι που επιβιβάστηκαν στην “Granma” τη νύχτα της 25ης Νοεμβρίου του 1956, μοιράζονταν τα ίδια οράματα με τον ενθουσιώδη γιατρό από την Αργεντινή. Η ζούγκλα αποδείχτηκε σκληρή και αφιλόξενη, όμως οι “barbudos”, οι γενειοφόροι αντάρτες, βοηθήθηκαν από τους καταπιεσμένους του Μπατίστα και δυο χρόνια αργότερα μπήκαν νικητές στην Αβάνα. 

Η εφαρμογή της “ουτοπίας”

Φιντέλ Κάστρο, Τσε Γκεβάρα και Οσβάλντο Ντορτίκο το 1960 (AP Photo/Prensa Latina via AP Images)

Ο κομαντάντε πλέον, Τσε Γκεβάρα, είχε πετύχει τον αρχικό του στόχο: να πείσει πως με έναν ανταρτοπόλεμο, ένας αρχικός μικρός πυρήνας πολεμιστών, μπορούσε να κερδίσει την υποστήριξη της φτωχής αγροτιάς. Η δική του λογική της “διαρκούς επανάστασης”, υιοθετήθηκε από τον Φιντέλ και η κουβανέζικη επανάσταση ανακηρύχθηκε αντιιμπεριαλιστική και σοσιαλιστική. Οι αλλαγές όμως δεν έμειναν στους τίτλους. Αγροτική μεταρρύθμιση, υγειονομικές υπηρεσίες, μαθήματα γραφής και ανάγνωσης για την καταπολέμηση του αναλφαβητισμού, όλα αυτά και πολλά ακόμη, μπήκαν σε εφαρμογή υπό την επίβλεψη του Τσε, που τύπωσε στο εθνικό τυπογραφείο εκατό χιλιάδες αντίτυπα του Δον Κιχώτη και τα μοίρασε δωρεάν στους Κουβανούς.

Τι σημασία έχει αν μας βρει ο θάνατος; Σημασία έχει ότι η κραυγή μας θα ακουστεί και ένα άλλο χέρι θα βρεθεί για να πάρει το όπλο μας, και άλλοι άνθρωποι θα ξεσηκωθούν για να πιάσουν το τραγούδι, για να ακουστεί η καινούργια κραυγή του πολέμου και της νίκης

Η νέα εποχή είχε ξεκινήσει μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας και ο Γκεβάρα, αναλαμβάνοντας το υπουργείο βιομηχανίας, ανακοίνωσε τη “γέννηση” ενός καινούργιου ανθρώπου, του οποίου το μοναδικό κίνητρο θα ήταν η ηθική. Η “ουτοπία” που είχε οραματιστεί ο Τσε στη διάρκεια του πρώτου του ταξιδιού στη Λατινική Αμερική, έδινε ταυτότητα στην καθημερινή πραγματικότητα του νησιού. “Ποιο είναι το σχέδιο της επανάστασης;”, τον είχε ρωτήσει ο Σαρτρ και η απάντηση “να επεκτείνουμε το πεδίο του εφικτού”, έκρυβε μέσα της αυτόν τον υπέροχο περιπλανώμενο, αιώνια ανυπότακτο, στην υπηρεσία της εξερεύνησης άλλων, δυσεύρετων “τόπων”, επαναστάτη. Έναν ταξιδιώτη του καθήκοντος με συνεχείς προορισμούς, που σαν στόχο θα είχαν την κοινωνική δικαιοσύνη και την μέχρι θανάτου αμφισβήτηση κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης. 

Σαφώς πιο ανεκτικός από τον Κάστρο, φρόντισε να κρατήσει τις αποστάσεις του από τις ακρότητες

Σαφώς πιο ανεκτικός από τον Κάστρο, φρόντισε να κρατήσει τις αποστάσεις του από τις ακρότητες. Διαφώνησε με τις πολιτικές διώξεις και την υποχρεωτική στράτευση των καλλιτεχνών και διανοούμενων, λέγοντας το ιστορικό “η ομορφιά δεν έχει τσακωθεί με την επανάσταση”. Όμως δεν έκανε ούτε βήμα πίσω στην ασφάλεια της Κούβας, “στήνοντας” κάθε εχθρό στον τοίχο. Μετά την αποτυχημένη εισβολή των αντικαθεστωτικών – με την υποστήριξη της CIA – στην Πλάγια Χιρόν, το εμπάργκο από τις ΗΠΑ, την κρίση των πυραύλων και τη σταδιακή εγκατάλειψη του Κρεμλίνου, ο Τσε συνέχισε να καλεί τις επαναστατικές δυνάμεις σε όλο τον κόσμο να ακολουθήσουν το κουβανέζικο πρότυπο και να πολεμήσουν την “Διεθνή του εγκλήματος”, όπως είχε αποκαλέσει τον ιμπεριαλισμό, τον Δεκέμβρη του ’64 από το βήμα του ΟΗΕ.

Αφού παρακολούθησε τον Φεβρουάριο του 1965 το Οικονομικό Συνέδριο της Αφροασιατικής Αλληλεγγύης στο Αλγέρι, επαναλαμβάνοντας ότι “ο προλεταριακός διεθνισμός είναι το καθήκον κατά του κοινού εχθρού, του ιμπεριαλισμού”, έναν μήνα αργότερα εξαφανίστηκε, για να φτάσει μεταμφιεσμένος στο Κογκό, όπου θέλησε να δημιουργήσει ένα καινούργιο αντάρτικο. Επτά μήνες μετά, διέφυγε μαζί με τους Κουβανούς συντρόφους του, βρίσκοντας μυστικό καταφύγιο στην κουβανική πρεσβεία της Τανζανίας. Λίγες μέρες πριν, ο Κάστρο είχε διαβάσει το αποχαιρετιστήριο γράμμα του Τσε προς τον λαό της Κούβας και αμέσως μετά ο Κάρλος Πουέμπλα συνέθεσε το συγκλονιστικό τραγούδι του, “Hasta siempre, Comandante”. Σε εκείνο το γράμμα, ο Γκεβάρα επιβεβαίωνε για μια ακόμα φορά “την αλληλεγγύη του στην κουβανέζικη επανάσταση”, αλλά πρόσθετε πως “ήταν αποφασισμένος να φύγει για να υπηρετήσει την επανάσταση στο εξωτερικό”.

“Ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ”

Ο Τσε Γκεβάρα νεκρός στις 9 Οκτωβρίου 1967 (AP Photo)

Το πάθος μέσα του συνέχιζε να καίει, ούτε τα κρατικά αξιώματα στην Αβάνα, ούτε η θέση του στο κομμουνιστικό κόμμα, ήταν ικανά να τον κρατήσουν πίσω από ένα γραφείο. Ο όρκος με τον οποίο είχε δεσμευτεί, τον έστελνε για μια ακόμα φορά στο πεδίο της μάχης, στην προοπτική ενός νέου αντάρτικου και στον στόχο της απελευθέρωσης ακόμα περισσότερων βασανισμένων της Νότιας Αμερικής, της “μεγάλης πατρίδας”, όπως την αποκαλούσε. Τον Νοέμβριο του 1966, με πλαστό διαβατήριο της Ουρουγουάης και όνομα Ραμόν Μπενίτες, έφτασε κρυφά στην Λα Πας, όπου ενώθηκε με μια μικρή ομάδα ανταρτών. “Είναι η ώρα της φωτιάς και δεν πρέπει να βλέπουμε παρά μόνο φως”, χρησιμοποιούσε τη φράση του Χοσέ Μαρτί για να τους ενθαρρύνει, μόλις βρέθηκαν στην αφιλόξενη Βολιβία. Όμως η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει.

Η Βολιβία έγινε ο τάφος του Τσε, αλλά η αιωνιότητα έκανε το όνομά του σύμβολο

Χωρίς υποστήριξη από κανέναν εκτός από μερικούς νεολαίους του ΚΚΒ, με την επικοινωνία σχεδόν αδύνατη αφού οι Ινδιάνοι μιλούσαν μόνο τοπικές διαλέκτους, με τον βολιβιανό στρατό να τους καταδιώκει συνεχώς σφίγγοντας ολοένα και περισσότερο τον κλοιό, με την πείνα και την εξάντληση να τους έχουν τσακίσει, με τους χαφιέδες να τους αχρηστεύουν τον ανταρτοπόλεμο, ο Τσε και οι σύντροφοί του δεν άντεξαν. Όσο και αν ο αρχηγός τους δεν σταματούσε να λέει, “ένα, δυο, τρία, πολλά Βιετνάμ, αυτό είναι το σύνθημά μας”, ο Ρίο Γκράντε και η Λα Ιγκέρα, κατάπιαν μέσα τους το όνειρο της επανάστασης, αφήνοντας πίσω μόνο τα πτώματα των λίγων αγωνιστών που έπεσαν στην ενέδρα της Κοτσαβάμπα. Η Βολιβία έγινε ο τάφος του Τσε, αλλά η αιωνιότητα έκανε το όνομά του σύμβολο.

Έξω από την επανάσταση δεν υπάρχει ζωή

Πενήντα χρόνια μετά τον θάνατό του, ο Ερνέστο Γκεβάρα ντε λα Σέρνα παραμένει ο “Χριστός” της εξέγερσης, αλλά και το ίδιο το κυρίαρχο φόντο, στο οποίο συγκρούστηκαν η άρχουσα τάξη με το προλεταριάτο. Ο Τσε υπήρξε η προσωποποίηση της ρήξης, της σύγκρουσης, της ριζοσπαστικής έκφρασης, της δύσκολης αλλά και αδιαπραγμάτευτης διείσδυσης στο ξένο, στο εχθρικό περιβάλλον. Αφοσιωμένος σε αβέβαιους και μακρινούς αγώνες, πέρασε στη σφαίρα της μυθολογίας, αφού κατάφερε να συνδυάσει με μοναδικό τρόπο τη μαρξιστική ρητορική και τον ανθρωπισμό, να αγκαλιάσει την επανάσταση με ενθουσιασμό και να περιφρονήσει τους δογματικούς περιορισμούς. Όπως είπε και ο Φιντέλ, αποχαιρετώντας τον: “Η ζωή του είναι μια ένδοξη σελίδα της ιστορίας “.

* Κεντρική φωτογραφία: AP images

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα